Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Αι τέσσερεις αδελφαί

« ΑΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΑΙ»
ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Στη γειτονιά της γιαγιάς μου στο Καιμακλί, μεταξύ εκκλησίας και παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής, υπήρχε ένα σπίτι του οποίου η πρόσοψη έβλεπε σε ένα δρόμο και το πίσω μέρος της αυλής έπιανε άλλο δρόμο. Την πρόσοψη του σπιτιού την είδα μια, το πολύ δυο φορές, γιατί εκείνος ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο και έτσι δεν περνούσε κανένας από εκεί. Το πίσω μέρος το έβλεπα σχεδόν καθημερινά όποτε πήγαινα στη γιαγιά μου. Και πήγαινα συχνά!
Το πίσω μέρος λοιπόν αυτού του σπιτιού είχε μια μικρή σκουριασμένη τσίγκινη πόρτα που δεν έκλεινε καλά και από τη χαραμάδα που άφηνε μπορούσες να δεις μέσα, την αυλή και το σπίτι. Η αυλή ήταν πεντακάθαρη και το σπίτι αποτελείτο από έναν ανοιχτό ηλιακό με καμάρα στον οποίο άνοιγαν τρεις πόρτες. Είχε δηλαδή τρία άλλα δωμάτια. Η πόρτα της αυλής ήταν στο μέσο και δεξιά και αριστερά ήταν φυτεμένες φραγκοσυκιές που έκαναν το σπίτι απόρθητο φρούριο. Στη μια πλευρά υπήρχε και ένας τεράστιος ευκάλυπτος που τα κλαδιά του κάλυπταν το δρόμο όλο.
Κάθε φορά που περνούσα από εκεί ο νους μου πήγαινε στο μυθιστόρημα του ΄Αντον Τσέχοφ «Αι τρείς αδελφαί» το οποίο τότε δημοσίευε σε συνέχειες μια εφημερίδα, αν θυμάμαι καλά η «Ελευθερία». Γιατί αυτό; Γιατί σ΄εκείνο το σπίτι έμεναν τέσσερεις αδελφές των οποίων η μικρότερη ήταν της ηλικίας της γιαγιάς μου!
Ποτέ μου δεν είδα τις τέσσερις αδελφές. ΄Εβλεπα μόνο μια που ήταν η μόνη που έβγαινε από το σπίτι. Αν θυμάμαι καλά την έλεγαν Λέλα. Για τις άλλες τρείς γνώριζα την ύπαρξή τους εξ ακοής! Αυτή η μια που κυκλοφορούσε ερχόταν μια-δυο φορές το μήνα στη γιαγιά μου για «επίσκεψη». Θυμάμαι τον παππού μου έτσι όπως καθόταν στο τραπέζι, με τη μαντηλιά του διπλωμένη στα δύο, αφού είχε τελειώσει το δείπνο του και τους αγκώνες πάνω σ΄αυτή να βγάζει διακριτικά από την τσέπη του ένα χάρτινο νόμισμα των πέντε σελινιών και να της το δίνει για να φύγει. Παρόλο που ήμουνα μικρός καταλάβαινα τη δυσφορία του από την παρουσία της. Η γυναίκα αυτή είχε πρόβλημα στο αριστερό της χέρι το οποίο ήταν διπλωμένο στο ύψος της κοιλιάς της και οποίο βοηθούσε  κάθε λίγο με το δεξί της χέρι. Πρέπει η αδυναμία αυτή να ήταν κατάλοιπο παιδικής πολιομυελίτιδας.
Για τις τέσσερις αδελφές λέγονταν πολλά σε σημείο που τα μικρά παιδιά φοβόντουσαν να περνούν βράδυ έξω από το σπίτι τους. Όλα όσα έλεγαν οι μεγάλοι για τις τέσσερις αδελφές τα έλεγαν στην απουσία των μικρών παιδιών, πράγμα που δημιουργούσε μεγαλύτερο μυστήριο και φόβο γύρω απ΄ αυτές.
Απ΄ όσα άκουσα λοιπόν οι τέσσερις αδελφές έχασαν από μικρές και τους δύο γονείς τους και έμειναν ορφανές. Ο πατέρας τους μάλιστα είχε μεγάλη περιουσία από την οποία κατάφερναν να επιβιώνουν, χωρίς να έχουν την ανάγκη καμιάς ξένης βοήθειας. Η Λέλα, αυτή που κυκλοφορούσε έξω, έπαιρνε από παντού φιλοδωρήματα όχι από ανάγκη αλλά γιατί με το μυαλό της δημιούργησε την ιδέα ότι όλοι αδίκησαν τις τέσσερεις αδελφές και ότι θα έπρεπε να καταβάλλουν κάποιο τίμημα. Λοιπόν οι κοπέλες που έμειναν ορφανές και δεν είχαν κανένα προστάτη μπήκαν στο στόχαστρο διάφορων απατεώνων που περισσότερο στόχευαν στην περιουσία τους. Κάποιος από το χωριό κατάφερε και παρέσυρε τη μία από τις τέσσερις αδελφές, την άφησε έγκυο και αφού της πήρε και κάμποσα χρήματα την εγκατέλειψε και το έσκασε με μια Σπανιόλα για την Ελλάδα. ΄Εκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Το παιδί δε γεννήθηκε ποτέ. ΄Αλλοι λένε πως γεννήθηκε, ακούστηκε το κλάμα του και ότι το σκότωσαν οι τέσσερις αδελφές για να ξεπλύνουν την ντροπή τους. ΄Εκτοτε δεν έβγαιναν από το σπίτι, εκτός από μία που έλεγαν ότι εκτός από το χέρι της είχε και άλλο πρόβλημα!
Κ.Α.Χ.

25.9.2014    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου