Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΠ. ΒΑΡΝΑΒΑ

                        ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΠ. ΒΑΡΝΑΒΑ
΄Ηταν πέντε και μισή ξημερώματα. ΄Εντεκα του Ιούνη, γιορτή του Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή της εκκλησίας της Κύπρου. Κτύπησε το τηλέφωνό μου. ΄Ηταν ο φίλος μου ο Βάκης.
-          Καλημέρα! Ξύπνησες;
-          Όχι σου μιλώ στο όνειρό μου! Με ξύπνησες για να με ρωτήσεις αν είμαι ξύπνιος; Τι συμβαίνει;
-          Δεν είπαμε ότι θα πάμε σήμερα στα κατεχόμενα στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα;
-          Είπαμε πώς δεν είπαμε! Δεν μου είπες όμως ότι θα φύγουμε τόσο νωρίς!
-          Ξεκίνα γρήγορα τα λεωφορεία φεύγουν στις έξι από το χώρο μπροστά στην Αρχιεπισκοπή. Εγώ είμαι ήδη εδώ και σε περιμένω στο πρώτο λεωφορείο. Κάνε γρήγορα!~
-          Εντάξει να ντυθώ και ξεκινώ. Να φέρω μαζί μου νερό, σάντουιτς;
-          ΄Εχω απ’ όλα. Εσύ να έρθεις μόνο και γρήγορα.
-          Θα έρθω αξύριστος!
-          Δεν πειράζει! ΄Ελα όπως είσαι!
Τελικά φύγαμε με το δεύτερο λεωφορείο. Το πρώτο δεν το πρόλαβα! Στο οδόφραγμα μας κατέβασαν κάτω. Δίναμε την ταυτότητά μας ένα-ένας, αφού είχαμε γράψει τα στοιχεία μας σε ένα χαρτί. Μας το σφράγιζαν και πίσω στο λεωφορείο. Θυμήθηκα τα σύνορα Γαλλίας-Ελβετίας στη Βασιλεία. Εκεί όμως δεν κατεβαίναμε από το λεωφορείο που μας έπαιρνε από το Στρασβούργο στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. ΄Εμπαινε μέσα ο αστυνομικός κοίταζε τη φωτογραφία στο διαβατήριο και αυτό ήταν. Στην ίδια μας την πατρίδα ο έλεγχος είναι αυστηρότερος!
Πρώτη φορά πήγαινα στα κατεχόμενα. Μόλις προχωρήσαμε λίγο μετά το οδόφραγμα νόμισα πως ήμουν σε άλλη χώρα. Όλα αγνώριστα!
-          Τι έπαθες και βουβάθηκες; Ρώτησε ο φίλος μου ο Βάκης.
-          Μα πού είμαστε; Ψέλλισα πολύ αναστατωμένος.
-          Κατάλαβα! Είναι το σύνδρομο του πρωτάρη. Είναι γιατί πρώτη φορά έρχεσαι.
Μετά αφέθηκα να ακούω τους συνεπιβάτες μου στο λεωφορείο.
-          Από δω είναι ο Τράχωνας. Απ’ εκεί είναι το Καιμακλί.
-          Η Μια Μηλιά. Το Τραχώνι.
-          Αυτός ο σταθμός βενζίνης ήταν του πατέρα μου. Ο πρώτος στον τότε νέο δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου.
-          Να η Αγκαστίνα, οι Στύλοι, ο Γαιδουράς που μετονομάστηκε σε Νέα Σπάρτη. Η Έγκωμη, ο ΄Αγιος Σέργιος, η Σαλαμίνα …
-          Και άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα! Είπα εγώ, θυμούμενος το σχετικό ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.
Τελικά αφού φτάσαμε, κατεβήκαμε, παρακολουθήσαμε με συγκίνηση τη θεία  λειτουργία. Φυσικά πήγαμε και στον τάφο του Αποστόλου Βαρνάβα. Θυμήθηκα τις οικογενειακές και τις μαθητικές εκδρομές. Το μοναστήρι έμεινε όπως ήταν τότε ή σχεδόν όπως ήταν αν εξαιρέσεις τις επιγραφές στα τούρκικα.
Στο λεωφορείο για την επιστροφή κουβεντιάζαμε .Πολλά και ανάμικτα τα συναισθήματά μου …
-          Ακούω εντυπώσεις σου, μου λέει ο φίλος μου ο Βάκης.
-          Θυμάσαι τη ρήση «άμα γιορκίσει η Μεσαρκά τρώσιν μανάδες τζιαι παιδκιά»; Δεν θα ξαναγιορκίσει η Μεσαρκά για μας πια Βάκη. Στη Μεσαορία έχουν ξεφυτρώσει πολυκατοικίες και τζαμιά με ένα ή δυο μιναρέδες. Πινακίδες χωρίς ελληνικά ονόματα! Πάει η Κύπρος μας. Ας προσπαθήσουμε ώσπου υπάρχει ακόμη καιρός, αν υπάρχει καιρός να περισώσουμε μέσα από ένα δυστυχώς επώδυνο συμβιβασμό ότι μπορούμε ακόμη να περισώσουμε!
Κ.Α.Χ.

13.6.2014

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΛΑΙΚΗ

                                                ΛΑΙΚΗ
Κυριακή του Κατακλυσμού. Πρωί στην Ονασαγόρου με το φίλο μου το Βάκη για καφέ και εφημερίδα. Κάποτε θα λέγαμε για καφέ και τσιγάρο αλλά αυτό είναι πολύ ντεμοντέ! Οι περαστικοί στο δρόμο όσον αφορά τους ντόπιους είναι λιγοστοί λόγω Κατακλυσμού. Αν ήταν πριν δυο-τρεις δεκαετίες, τότε που δεν υπήρχαν τόσες οικιακοί βοηθοί στον τόπο μας θα λέγαμε ότι απολαμβάνουμε την πόλη που άδειασε από τους κατοίκους της. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αλωνίζουν στη Λήδρας και στην Ονασαγόρου οι Φιλιπινέζες και οι Σριλανκέζες και δίνουν ένα άλλο χρώμα στην πόλη που σ’ άλλους αρέσει και σ’ άλλους δεν αρέσει …
Διαβάζω φωναχτά την εφημερίδα να με ακούσει ο φίλος μου ο Βάκης για να ανοίξουμε κουβέντα.
-          Κλείνει οριστικά η Λαϊκή Τράπεζα μετά από 113 χρόνια ζωής στα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά πράγματα του τόπου μας. Ξεκίνησε στη Λεμεσό πριν …
Ο Βάκης δεν αντιδρά και εγώ συνεχίζω.
-          Πάει και η Λαϊκή …
Τίποτα ο Βάκης. Δεν ανοίγει το στόμα του να σχολιάσει, αυτός που δεν αφήνει τίποτα να περάσει ασχολίαστο. Αντί σχολίου ανοίγει το πορτοφόλι του και βγάζει μια πιστωτική κάρτα της Λαϊκής.
-          Δεν μπορείς να πληρώσεις με αυτή. ΄Εχει ήδη λήξει.
-          Δεν σκοπεύω να πληρώσω με αυτή.
-          Τότε γιατί την έχεις ακόμη στο πορτοφόλι σου;
-          Θα τη βάλω σε ένα φάκελο και θα την αφήσω στον εγγονό μου.
-          Ποιον εγγονό σου. Αυτόν που δεν έχεις;
-          ΄Εχω παιδιά άρα θα έχω και εγγόνια.
-          Μην λογαριάζεις χωρίς τον ξενοδόχο! Αλλά τι θα την κάνει ο εγγονός σου;
-          Μετά από 113 χρόνια από σήμερα θα την πουλήσει  ως αντίκα για μερικές δεκάδες χιλιάδες Ευρώ. ΄Ολοι τώρα πετάνε τις κάρτες της Λαϊκής για να ξεχάσουν το κούρεμα. Σε 113 χρόνια από σήμερα θα αποκτήσουν, αυτές οι ελάχιστες που θα μείνουν, συλλεκτική αξία. ΄Ετσι αν δεν θα μπορέσω να αφήσω στον εγγονό μου μερικά Ευρώ στη Λαϊκή, θα του αφήσω μια κάρτα για να πάρει εκδίκηση!
Τί να πω κι εγώ; Είναι και αυτή μια κάποια προσέγγιση!
Κ.Α.Χ       8.6.2014


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

                         ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Αργύρης είναι τώρα μηχανολόγος μηχανικός. ΄Ηθελε να γίνει πιλότος, πέρασε όλες τις εξετάσεις με άριστα αλλά τον απέρριψαν λόγω όρασης. Φορούσε πάντα γυαλιά με χοντρούς φακούς. Τότε που μας διηγήθηκε την ιστορία με το Βασιλάκη ήταν δευτεροετής φοιτητής.
«Καθόμουνα στην καφετέρια της Σχολής όπου με πλησίασε ένας φίλος και μου λέγει.
-          Να σου γνωρίσω ένα πατριώτη σου που ήρθε να σπουδάσει εδώ.
-          Από την Πελοπόννησο κι αυτός;
-          Όχι, νησιώτης είναι νομίζω.
Ένα παλληκάρι δυο μέτρα μπόι με πλησιάζει τείνοντας μου το χέρι. Κάνουμε χειραψία και μου λέγει.
-          Βασιλάκης.
Τον κοιτάζω ξανά κοτζάμ άντρας και μου λέγει «Βασιλάκης»!
-          Χαίρω πολύ. Αργυράκης! Του λέω.
Μετά έμαθα ότι είναι Κρητικός και το όνομά του είναι Νικόλαος Βασιλάκης.»                                                              
΄Ηταν τότε δύο μέρες μετά την πρωτομαγιά του 1967. Οι συνταγματάρχες εδραιώθηκαν για τα καλά στην εξουσία και εκτός από τους πολιτικούς άρχισαν να συλλαμβάνουν και τους πρώτους αντιστασιακούς που άρχιζαν δειλά-δειλά τη δράση τους. Καθόμασταν με το Βασιλάκη στη φοιτητική λέσχη εκείνο το βράδυ όταν μου είπε.
-          Πρέπει κάτι να κάνουμε.
-          Να κάνουμε κατάληψη της Πρεσβείας;
-          Όχι. Να πάμε να γράψουμε συνθήματα.
-          Μαζί σου.
-          Αύριο θα αγοράσω μπογιά και πινέλο και τα μεσάνυχτα θα πάμε. Εγώ θα γράφω κι εσύ θα φυλάς τσίλιες μην περάσει αστυνομία.
-          Τι συνθήματα θα γράψουμε;
-          «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΚΔΙΚΗΣΗ», το τελευταίο για να φοβηθούν λιγάκι.
Τα μεσάνυχτα της επομένης βρεθήκαμε έξω από το Προξενείο. Το κτήριο ήταν γωνιακό. Εγώ πέρασα στην άλλη πλευρά του δρόμου για να ελέγχω και τους δυο δρόμους και ο Βασιλάκης άρχισε να γράφει τα συνθήματα με κόκκινη μπογιά. ΄Εφτασε μέχρι το ΕΚ της εκδίκησης οπότε εγώ ξαφνικά του σφύριξα το σύνθημα για απομάκρυνση γιατί πλησίαζαν πεζοί δυο αστυνομικοί …  
Φεύγοντας ο Βασιλάκης έριξε όση μπογιά του απέμεινε στο θυρεό πάνω στην πόρτα του Προξενείου. Ακολουθήσαμε όπως είχαμε συμφωνήσει χωριστές πορείες διαφυγής και συναντηθήκαμε ξανά  σε μισή ώρα. Χωρίσαμε και πήγαμε για ύπνο.
Μετά από δυο βδομάδες μάθαμε ότι ο υπεύθυνος της ΚΥΠ στην Πρεσβεία, ένας απόστρατος αξιωματικός, ρωτούσε να μάθει ποιοι φοιτητές ανήκουν στην ΄Ενωση Κέντρου (ΕΚ)!
 ΄Ετσι ερμήνευσαν τα πρώτα δυο γράμματα της λέξης εκδίκηση που άρχισε να γράφει ο Βασιλάκης πριν του δώσω το σύνθημα για απομάκρυνση!

Κ.Α.Χ.

10.6.2014 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

                                                         ΘΑΛΑΤΤΑ, ΘΑΛΑΤΤΑ!
«Δαρείου και Παρισάτιδος γίγνονται παίδες δύο ... «.  Υποθέτω ότι οι μισοί τουλάχιστoν συμμαθητές μου από το Παγκύπριο Γυμνάσιο θυμούνται τη φράση αυτή με την οποία ο Ξενοφών αρχίζει το έργο του «Κύρου Ανάβασις» στο οποίο περιγράφεται η κάθοδος των Μυρίων, μέχρι τον Εύξεινο Πόντο όπου αποδεκατισμένοι από τη μεγάλη πορεία (από ταβάθη της Περσίας μέχρι εκεί) φώναξαν το περίφημο «θάλαττα, θάλαττα!
Αμφιβάλλω όμως αν έστω και ένας γνωρίζει ότι οι Μύριοι (Ελληνική φυλή)  ήταν μισθοφόροι στην υπηρεσία του Κύρου που πολεμούσε τον αδελφό του  τον Αρταξέρξη τον οποίο υποστήριζε η μητέρα τους  Παρισάτις  μετά το  θάνατο του Δαρείου.
Ο Δημήτρης Καμπουράκης γράφει στο βιβλίο του «Μια σταγόνα Ιστορία» (μέρος τρίτο) ότι οι Μύριοι ήταν «ένα τσούρμο από τυχοδιώκτες και μαχαιροβγάλτες που ζούσαν νοικιάζοντας το σπαθί τους σε όποιον έδινε περισσότερα». Πολέμησαν στο πλευρό του Κύρου και όταν έχασαν από τον Αρταξέρξη ανέλαβε ο Ξενοφών, που ήταν ο στρατηγός τους  και τους  οδήγησε μέχρι τα θάλαττα! Σώθηκαν όσοι απέμειναν.
Τα καλά της Ιστορίας τα θυμόμαστε. Τα κακά;
K.A.X.

1.6.2014                                                         

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΠΕΡΙ ΣΚΥΛΩΝ

                                                       ΠΕΡΙ ΣΚΥΛΩΝ
Πολλοί φίλοι και φίλες από το Facebook αναρτούν φωτογραφίες και φιλμάκια για σκύλους, τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους και με άλλα ζώα, τις συνήθειές τους κλπ. Αυτά μου θύμισαν την ιστορία του σκύλου του Ξάνθιππου που διάβασα στο βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη «Μια σταγόνα Ιστορία» (μέρος τρίτο).
Όταν ο Ξέρξης κατέβαινε για να καταλάβει την Αθήνα και είχε ήδη περάσει τις Θερμοπύλες, στην πόλη επικρατούσε πανικός και οι κάτοικοί της έτρεχαν να σωθούν. Οι πλείστοι κατέφευγαν στα νησιά Αίγινα και Σαλαμίνα.
Ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, είχε ένα κυνηγετικό σκύλο τον οποίο έλυσε και τον εγκατέλειψε στην Αθήνα φεύγοντας για να σωθεί. Πήγε στο λιμάνι του Πειραιά για να επιβιβαστεί σε πλοίο. Ο σκύλος του όμως πήγε εκεί και τον βρήκε και όταν αυτός επιβιβάστηκε στο καράβι προσπάθησε και εκείνος να επιβιβαστεί. Τον έδιωξε όμως ο άλλος κόσμος που δεν ήθελε ένα σκύλο ανάμεσά του. Εξάλλου τη θέση μπορούσε να καταλάβει άλλος ένας άνθρωπος για να σωθεί από τους Πέρσες. Όταν απέπλευσε το καράβι ο σκύλος βούτηξε στη θάλασσα και κολύμπησε φτάνοντας στη Σαλαμίνα κατακουρασμένος και εξουθενωμένος, ανασαίνοντας βαριά. Ο Ξάνθιππος έτρεξε κοντά του. Ο σκύλος άνοιξε τα μάτια του, τον κοίταξε και ξεψύχησε.
Δεν ξέρω αν ο Ξάνθιππος ένοιωσε ντροπή για τη στάση του απέναντι στο σκύλο του ή αν ο σκύλος λυπήθηκε για τη συμπεριφορά του αφεντικού του. Ξέρω όμως ότι ο σκύλος είναι περισσότερο πιστός στον άνθρωπο παρ’ ότι ο άνθρωπος στο σκύλο!
Κ.Α.Χ.

2.6.2014