Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Μετά από 44 χρόνια

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 44 ΧΡΟΝΙΑ
Ο οδηγός του λεωφορείου στάθμευσε στο χώρο στάθμευσης δίπλα από το κάστρο της Κερύνειας και ο επικεφαλής της εκδρομής ανακοίνωσε στους επιβάτες:
-         Ο κατήφορος στα δεξιά σας οδηγεί στο λιμανάκι της Κερύνειας. Θα παραμείνουμε εδώ για μια ώρα και παρακαλώ όλοι να επιστρέψετε εδώ στο λεωφορείο στην ώρα σας για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
Οι επιβάτες διασκορπίστηκαν σε ομάδες και κατέβηκαν στο γραφικό λιμανάκι της Κερύνειας. Άλλοι άρχισαν να διηγούνται τις αναμνήσεις τους από την Κερύνεια, άλλοι να επεξηγούν στους νεότερους για τα κάστρο και το ναυάγιο της Κερύνειας, άλλοι να ψάχνουν για το οίκημα του σωματείου της ΠΑΕΚ και άλλοι να κάθονται για τον πρωινό τους καφέ σε κάποια από τα κέντρα του λιμανιού που μόλις είχαν ανοίξει τις πόρτες τους για τους πρώτους επισκέπτες.
Ένας κύριος καμιά εξηνταπενταριά χρονών στάθηκε για λίγο σε στάση προσοχής ατενίζοντας το κάστρο της Κερύνειας. Το βλέμμα του θόλωσε και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του. Στη διάρκεια του πολέμου, της τουρκικής εισβολής, υπηρετούσε εκεί και μόλις κατάφερε να διαφύγει και να μην πιαστεί αιχμάλωτος μαζί με μια ομάδα άλλων στρατιωτών. Οι περισσότεροι κατάφεραν να διαφύγουν προς το νότο  μέσω Πελλαπάις. Δύο που έμειναν πίσω είναι σήμερα αγνοούμενοι.
Από τη Λευκωσία όπου έφτασε στην έδρα της μονάδας του τον έστειλαν στην περιοχή του Λάρνακα της Λαπήθου απ’ όπου μετά από σκληρές μάχες κατάφερε να διαφύγει και πάλι την αιχμαλωσία. Με σπασμένο το αροιστερό του πόδι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Λευκωσίας.
Κάθισε κι αυτός με μια παρέα αγνώστων για καφέ. Κατά την επιστροφή στο λεωφορείο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια κυρία περίπου της ηλικίας του, λίγο πιο νέα απ’ αυτόν.
-         Μάρκο! Δεν είσαι συ που τριγυρνούσες στους διαδρόμους του Γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας με σπασμένο πόδι και κουρελιασμένη στρατιωτική στολή, το 1974;
-         Μαριάννα! Δεν είσαι συ που εθελόντρια νοσοκόμα μου έφερες ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο του πατέρα σου; Πού, μάλλον γιατί χάθηκες από τότε;
-         Εγώ χάθηκα ή εσύ; Σε περίμενα …
-         Κι εγώ σε περίμενα …
Την πλησίασε τόσο πολύ που προς στιγμή κάποιος θα περίμενε ότι θα την αγκάλιαζε και θα τη φιλούσε. Κι εκείνη έδειχνε πως αυτό περίμενε. Όμως της έδωσε το χέρι το οποίο όμως κράτησε λίγο περισσότερο απ΄ότι υπαγορεύει το σαβουάρ βιβρ. Το άφησε αμέσως μόλις συνειδητοποίησε το «λάθος» του.
-         Χάθηκα γιατί οι γονείς μου με πήραν και φύγαμε στη Λεμεσό. Το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στην Πράσινη Γραμμή.
-         Χάθηκα γιατί με στείλανε στην τότε Ανατολική Γερμανία και σώθηκε το πόδι μου. Μετά έμεινα εκεί για σπουδές. Όταν επέστρεψα στην Κύπρο εργάστηκα ως καθηγητής σε σχολεία.
-         Κι εγώ σε σχολεία εργαζόμουνα μέχρι τον περασμένο χρόνο, ως γραμματέας.
-         Δεν το ήθελε ο διάβολος, ίσως ή η τύχη να εργαστούμε στο ίδιο σχολείο!
Αντάλλαξαν τηλέφωνα και είπαν με μια φωνή «μη χαθούμε και πάλι»
Σε δέκα μέρες από τότε καθόντουσαν στην καφετέρια «Νίρο» στη Λευκωσία και αποκάλυψαν ο ένας στον άλλο ότι είναι ελεύθεροι. Εκείνος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εκείνη πήρε κάποιον ξένο και διέκοψε τις σπουδές της στην Ελλάδα. Ο γάμος κράτησε ένα χρόνο και απέκτησε ένα γιο 44 ετών τώρα.
Άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό της χωρίς να σκέφτεται πια το σαβουάρ βιβρ. Σκεφτόταν όμως ότι ο πόλεμος γράφει μικρές-μικρές ιστορίες που κανένας ιστορικός δε θα αφηγηθεί ποτέ.
Κ.Α.Χ.

26.11.2018

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Ο Φαζίλης

Ο ΦΑΖΙΛΗΣ
Ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Αμμόχωστο και επήλθε εκεχειρία. Σταμάτησαν οι εχθροπραξίες και ήρθε η ώρα της ανάπαυσης του πολεμιστή.
Ο έφεδρος αξιωματικός πήρε μετάθεση από το Βόριο Πόλο Καϊμακλίου όπου υπηρετούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου, για τη Λεμεσό όπου κατοικούσε και εργαζόταν. Με ένα μικρό επίδεσμο στο πόδι από ελαφρύ τραύμα από πυρά όλμου παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο Πολεμιδιών και αναζήτησε το διοικητή. Του είπαν ότι βρίσκεται στο ΓΣΟ όπου έχει το γραφείο του.
Στο ΓΣΟ τότε βρίσκονταν εκατοντάδες Τουρκοκύπριοι άντρες ηλικίας από 15 μέχρι 65 χρόνων. Ήταν από τη Λεμεσό και τα γύρω χωριά και η Εθνική Φρουρά τους κρατούσε αιχμάλωτους με σκοπό να τους ανταλλάξει με Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους. Οι συνθήκες εκεί ήταν άθλιες. Ελάχιστο νερό μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού, μικρός αριθμός αποχωρητηρίων, σκιά κάτω από το μπετόν των κερκίδων του σταδίου.
Ο έφεδρος αξιωματικός περπατούσε με τη συνοδεία ενόπλων στρατιωτών ανάμεσα στους αιχμάλωτους για επιθεώρηση οπότε άκουσε μια φωνή, αδύνατη και τρεμάμενη:
-         Φάνη!
Γύρισε και κοίταξε πίσω του.
-         Φαζίλη! Εδώ είσαι;
Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Ο Φαζίλης ήταν από τη Λεμεσό από την περιοχή του Αγίου Αντωνίου και ήταν κτηνίατρος. Φάνης και Φαζίλης γνωρίζονταν από παιδιά και ήταν φίλοι.
-         Κύριε διοικητά θα πάρω για λίγο μαζί μου το Φαζίλη και θα τον φέρω πίσω. Μην ανησυχείτε δε θα μου ξεφύγει!
-         Αδύνατο! Θα με στείλεις στρατοδικείο και όπως ξέρεις είναι οι τελευταίες μέρες μου στην Κύπρο. Έχω μετάθεση για το τρίτο σώμα στρατού. Θα φύγω με το πρώτο πλοίο που θα καταπλεύσει στη Λεμεσό.
-         Θα τον πάρω! Αν θες μπορείς να σκοτώσεις και τους δυο μας!
Ο Φάνης έβαλε το Φαζίλη στο αυτοκίνητό του και έφυγε από το ΓΣΟ. Πρώτα πήγαν στην ΕΣΕΛ όπου του πήρε ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο και ένα εσώρουχο. Δεν μπορούσε να του δώσει από τα δικά του γιατί εκείνος ήταν μεγαλόσωμος ενώ ο Φαζίλης κοντός και αδύνατος. Μετά τον πήγε στο σπίτι του όπου ο Φαζίλης έκανε μπάνιο και άλλαξε. Έφαγαν μεσημεριανό και ο Φαζίλης του είπε:
-         Υπάρχει δυνατότητα να μιλήσω με τη μάνα μου στη Λευκωσία; Να της πω ότι είμαι ζωντανός.
Τότε λειτουργούσαν δυο τηλεφωνικές γραμμές με τα κατεχόμενα. Η μια ήταν εκείνη του Ραούφ Ντενκτας και η άλλη με τα γραφεία της εφημερίδας «Χαλκίν Σεσί».
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν στη ΣΥΤΑ Λεμεσού. Ο Φάνης εκμεταλλευόμενος τη στρατιωτική του ιδιότητα έδωσε τα στοιχεία της μητέρας του Φαζίλ για να τη φωνάξουν στα γραφεία της εφημερίδας σε δυο ώρες.
-         Μάνα είμαι ο Φαζίλ, είμαι ζωντανός. Είμαι με το Φάνη!
-         Να μιλήσω με το Φάνη.
-         Ναι θειά Εμινέ ο Φάνης είμαι.
-         Να προσέχεις τον αδελφό σου. Έτσι θα είναι ήσυχη η καρδιά μου.
Ο Φάνης πήγε πίσω το Φαζίλ στο ΓΣΟ και όποτε μπορούσε του έπαιρνε νερό και λίγο φαγητό.
Μια μέρα ξεχώριζαν του Τουρκοκύπριους γιατρούς από τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Θα γινόταν η πρώτη ανταλλαγή αιχμαλώτων και για ανθρωπιστικούς λόγους θα άφηναν πρώτα τους γιατρούς για να μπορέσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις κοινότητές τους.
Ο Φάνης πήγε στο γραφείο του διοικητή.
-         Κύριε διοικητά να βάλουμε και το Φαζίλη στον κατάλογο των γιατρών.
-         Αδύνατο! Εδώ γράφει ότι είναι κτηνίατρος. Δε θα πάω για σένα στρατοδικείο.
Ο διοικητής ήταν ανένδοτος. Ο Φάνης απελπισμένος είπε τι έγινε σε ένα άλλο συνάδελφό του.
-         Υπάρχει λύση!
-         Ποιά είναι;
-         Το λάδωμα! Πιάνει καλά με το διοικητή μας.
Ο Φάνης μπήκε και πάλι στο γραφείο του διοικητή. Ήταν μόνοι. Του άφησε ένα φάκελο με 250 λίρες. Ο διοικητής τις μέτρησε με το μάτι και φώναξε:
-         Γραφέα!  Έλα φέρε το διορθωτικό, το τίπεξ όπως το λες. Έκανες λάθος εδώ βρε μαλάκα. Γιατρός είναι αυτός, όχι κτηνίατρος!
Έτσι ο Φαζίλης βρέθηκε στον κατάλογο ανταλλαγής αιχμαλώτων γιατρών!
Κ.Α.Χ.
15.11.2018


Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Ο Μεμέτης

O MEMETHΣ
Γινόταν χαλασμός κόσμου. Οι μάχες στην περιοχή του Βορείου Πόλου στι Καϊμακλί μαίνονταν από την πρώτη μέρα της εκδήλωσης της τουρκικής εισβολής. Οι άντρες των φυλακίων της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή άρχισαν πυρ μόλις είδαν να πέφτουν οι πρώτοι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές στον κάμπο μεταξύ Δικώμου και Κιόνελι. Από τα γύρω τουρκικά φυλάκια δέχτηκαν σφοδρά πυρά. Από την περιοχή του τουρκικού χωριού Χαμίτ Μάντρες βάλλονταν ασταμάτητα με πυρά καμπύλης τροχιάς. Πραγματική κόλαση.
Εκείνη τη μέρα στην περιοχή επικρατούσε πραγματικό χάος. Τραυματιοφορείς έτρεχαν προς τον Τράχωνα για να μεταφέρουν τους τραυματίες. Στρατιώτες οπισθοχωρούσαν και οχυρώνονταν σε νέες θέσεις στην Ομορφίτα και το Καϊμακλί.  Ο άμαχος πληθυσμός έτρεχε να σωθεί προς την περιοχή του «Μπάτα» φεύγοντας από τον Τράχωνα, τη Νεάπολη και την Ομορφίτα. Η αμυντική γραμμή στα ανατολικά του νεκροταφείου του Τράχωνα έσπασε και καμμιά τριανταριά εθνοφρουροί εγκλωβίστηκαν. Είχε ήδη αρχίσει, με διαταγή του διοικητή της περιοχής, επιχείρηση απεγκλωβισμού των περικυκλωμένων στρατιωτών. Ένας έφεδρος αξιωματικός πήρε διαταγή να μετακινήσει τα πυρομάχικα πιο πίσω μήπως επέλαυναν ξαφνικά τα τουρκικά στρατεύματα και έτσι να μείνουν χωρίς πολεμοφόδια οι στρατιώτες.
Μέσα σ΄αυτόν όλον τον πανζουρλισμό εμφανίστηκε ένα μικρό λεωφορείο με έξι άτομα να κατευθύνεται από τον Τράχωνα προς το Βόρειο Πόλο. Πέρασε δίπλα από το μπλόκο των στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς, συνέχισε για λίγο και μετά σταμάτησε επιχειρώντας επαναστροφή για να πάει πίσω.
Ο έφεδρος αξιωματικός που μαζί με μια ομάδα στρατιωτών απομάκρυναν τα πυρομαχικά σε ασφαλέστερο μέρος κάτι υποψιάστηκε και έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει αφού έδωσε διαταγή σε ένα στρατιώτη που κρατούσε ένα Μπρεν να τον καλύπτει. Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα προς το μικρό λεωφορείο και τότε  οι επιβάτες του κατέβηκαν με τα χέρια ψηλά. Είχαν μαζί τους φωτογραφικές μηχανές και μια κινηματογραφική μηχανή «Σόνυ». Δυο στρατιώτες έτρεξαν και τους ερεύνησαν. Δεν είχαν οπλισμό.
Ο έφεδρος αξιωματικός διαπίστωσε ότι ήταν Τούρκοι δημοσιογράφοι που ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό και ότι έχασαν τον προσανατολισμό τους και βρέθηκαν πίσω από τις γραμμές της Εθνικής Φρουράς.
Ο στρατιώτης που κρατούσε το Μπρεν και που λίγες ώρες πριν είδε το κορμί ενός συναδέλφου του στο φυλάκιό τους να κατατεμαχίζεται από βλήμα όλμου, άρχισε να φωνάζει προτάσσοντας το όπλο του.
-         Κάντε πίσω! Θα τους καθαρίσω όλους!
Ο έφεδρος αξιωματικός στάθηκε μπροστά στους δημοσιογράφους και προσπαθούσε να ηρεμήσει το στρατιώτη ενώ ταυτόχρονα έκανε νόημα στους στρατιώτες που ήταν πίσω του να ορμήσουν και να τον αφοπλίσουν. Έτσι και έγινε.
Μέτρησαν ξανά τους Τούρκους δημοσιογράφους και βρήκαν ένα λιγότερο.  Ένας απ΄ αυτούς μέσα σε κείνη την ακαταστασία και τις φωνές κατάφερε και το έσκασε. Τον έψαξαν για λίγο αλλά δεν τον βρήκαν. Με διαταγή του διοικητή ο έφεδρος αξιωματικός μετέφερε και παρέδωσε τους δημοσιογράφους στην έδρα του Τάγματος απέναντι από το ξενοδοχείο Χίλτον στη Λευκωσία. Εκεί τους ανέκριναν και όπως έγινε γνωστό αργότερα τους άφησαν ελεύθερους.
                                            ***
Χρόνια μετά άνοιξε το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Ο έφεδρος αξιωματικός, πολίτης πια, μετέβη στο άλλο μισό της πόλης του και τα βήματά του τον έφεραν σε ένα δρόμο στην άλλη πλευρά των Κεντρικών Φυλακών, εκεί που ήταν το σπίτι του παιδικού του φίλου, του Μεμέτη.
Ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος και ο πατέρας του Μεμέτη κτηνίατρος. Οι γονείς τους ήταν συνεργάτες και οικογενειακοί φίλοι. Βρίσκονταν συχνά στο σπίτι της μιας ή της άλλης οικογένειας και τα παιδιά που ήταν της ίδιας ηλικίας έγιναν καρδιακοί φίλοι.
Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού, ενός σπιτιού κτισμένου τη δεκαετία του 50, με βεράντα μπροστα και τζαμαρία, χωρίς να ξέρει αν μετά από τόσα χρόνια ο φίλος του ο Μεμέτης έμενε ακόμη εκεί. Του άνοιξε ο ίδιος ο Μεμέτης. Κατάλαβε ο ένας τον άλλο αμέσως. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Κάθισε για καφέ που τον έφτιαξε η γυναίκα του φίλου του.
-         Ελληνικός ή τουρκικός ο καφές;
-         Κυπριακός!
Με την κουβέντα για πολλά και διάφορα μίλησαν και για το πού υπηρέτησαν στη διάρκεια του πολέμου. Ο Μεμέτης ήταν κι αυτός έφεδρος αξιωματικός στις τουρκοκυπριακές δυνάμεις και υπηρετούσε στις Χαμίτ Μάντρες. Οι δυο φίλοι ήταν αντιμέτωποι.
-         Σε κάποια φάση κινδύνεψα και έχασα δυο εθνοφρουρούς. Μας κτύπησαν εκεί που μεταφέραμε τα πυρομαχικά πίσω από τις γραμμές μάχης.
-         Σας κτυπούσαμε από τις Χαμίτ Μάντρες με πυρά όλμων.
-         Αποκτήσατε ευστοχία πυρός μετά που συλλάβαμε τους δημοσιογράφους …
-         Τους δημοσιογράφους; Πού ξέρεις εσύ για τους δημοσιογράφους;
-         Εγώ τους συνέλαβα και τους έσωσα τη ζωή από ένα στρατιώτη μου που ήθελε να τους καθαρίσει. Μας ξέφυγε ένας.
-         Αυτός που σας ξέφυγε ήταν αξιωματικός του στρατού και όταν επέστρεψε μας έδωσε ακριβείς τοποθεσίες και συντεταγμένες. Γι αυτό αποκτήσαμε ευστοχία. Μια ευστοχία που μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή του φίλου μου.
Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του Μεμέτη που θα μπορούσε να είχε σκοτώσει το φίλο του …
Κ.Α.Χ.
12.11.2018



Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Μολότωφ

ΜΟΛΟΤΩΦ
Καταγόταν από φτωχή αλλά καλά συγκροτημένη οικογένεια. Οικογένεια που σεβόταν πολύ την εκκλησία και  πίστευε στα ιδανικά του Ελληνικού έθνους. Ο ίδιος πήγαινε από παιδί στην εκκλησία σχεδόν κάθε Κυριακή και λάμβανε μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις που οργάνωνε η εκκλησία της ενορίας του. Συμμετείχε από μικρός στο κατηχητικό και όταν μεγάλωσε και πήγε στο Λύκειο βοηθούσε τον Αχιμανδρίτη που έκανε τα μαθήματα στο κατηχητικό.
Την ημέρα της απόβασης του τουρκικού στρατού στην Κύπρο έτρεξε από τους πρώτους να καταταγεί ως δεκανέας στη μονάδα του. Μιλούσε με εθουσιασμό στους άλλους στρατιώτες και τους ενθάρρυνε λέγοντάς τους ότι η «μητέρα πατρίδα» δε θα αφήσει μόνη την Κύπρο.
-         Χρωστούμε πολλά στην πατρίδα. Πρέπει να κάνουμε το χρέος μας ως Έλληνες. Ο Θεός είναι μαζί μας!
-         Ο Θεός είναι με τους δυνατούς, τον πείραξε κάποιος.
-         Γιατί να σκοτωθούμε εμείς; Ας πάνε οι πραξικοπηματίες που μας τους έφεραν, να τους διώξουν, πέταξε ένας άλλος.
-         Πρέπει να εκπληρώσουμε το χρέος μας τώρα και τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε για αργότερα!
Μετά την καταγραφή των στρατιωτών άρχισαν οι αξιωματικοί τους να μοιράζουν οπλισμό και πυρομαχικά. Μαρτίνια και κανένα οπλοπολυβόλο τύπου Μπρεν. Σε κάποια στιγμή τέλειωσαν τα όπλα και οι στρατιώτες διερωτούντο τι θα γίνει μ΄αυτούς. Ο λοχαγός έδωσε διαταγή να επιβιβαστούν όλοι σε δύο καμιόνια «Μπέντφορντ».
-          Όσοι δεν πήρατε όπλο θα πάρετε από ένα μπουκάλι γεμάτο βενζίνη βουλωμένο με ύφασμα και θα πάτε στην Κερύνεια να πυρπολήσετε τα άρματα  του εχθρού. Είναι βόμβες μολότωφ. Πολύ αποτελεσματικές και δοκιμασμένες.
-         Καλά πως θα προσεγγίσουμε τα άρματα; τόλμησε κάποιος να ρωτήσει.
-         Θα σας καλύπτουν όσοι πήραν όπλα κι εσείς θα πλησιάσετε τα άρματα και θα τους βάλετε φωτιά. Βεβαιωθείτε ότι έχετε μαζί σας σπίρτα ή αναπτήρα. Αν κάποιος δεν έχει να ζητήσει από αυτούς που έχουν όπλο.
Τα καμιόνια μέσω Κλεπίνης έφτασαν στην Κερύνεια και κατευθύνθηκαν προς τον Άγιο Γεώργιο. Εκεί κατέβηκαν οι στρατιώτες με διαταγή να οχυρωθούν ένθεν και ένθεν του δρόμου και να περιμένουν «τα άρματα του εχθρού να τα κάψουν». Μετά από λίγη ώρα και αφού άρχισαν να σκάβουν ορύγματα και να μαζεύουν πέτρες για να καλυφθούν πίσω από αυτές, τους εντόπισε η τουρκική αεροπορία και άρχισε να τους βάλλει. Οι στρατιώτες όταν είδαν τα δυο καμιόνια που τους μετέφεραν να τυλίγονται στις φλόγες άρχισαν να σκορπίζονται στα χωράφια άλλοι προς το βουνό και άλλοι προς τη θάλασσα. Στο μεταξύ στο βάθος του δρόμου εμφανίστηκαν δυο άρματα που τα ακολουθούσαν δυο μπουλούκια Τούρκων στρατιωτών.
Μαζί με άλλους οχτώ στρατιώτες κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το χωριό. Ακροβολίστηκαν γύρω από ένα εξοχικό σπίτι και περίμεναν χωρίς κανένα σχέδιο. Από παντού ακούγονταν πυροβολισμοί και τα αεροπλάνα πηγαινοέρχονταν  και γάζωναν ότι έβλεπαν στο έδαφος.
Όταν βράδυασε αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να μπουν στο σπίτι. Βρήκαν μερικά τρόφιμα και νερό. Αφού έφαγαν ότι βρήκαν ό δεκανέας όρισε φρουρούς και βάρδιες και μερικοί το έριξαν στον ύπνο.
Το φως της μέρας άρχισε να χαράζει όταν ο φρουρός φώναξε ψιθυριστά το δεκανέα και του είπε ότι είδε Τούρκους στρατιώτες να κυκλώνουν το σπίτι. Άρπαξαν τα όπλα τους και ταμπουρώθηκαν στα παράθυρα. Οι Τούρκοι τους εντόπισαν και κάτι τους φώναζαν χωρίς να ανοίξουν πυρ. Σε λίγο εμφανίστηκε και ένα άρμα το οποίο έριξε μια βολή, μάλλον προειδοποιητική.
Ο δεκανέας τότε τους είπε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε με τα μαρτίνια  και τα λίγα πυρομαχικά που είχαν. Πρότεινε να παραδοθούν, όσοι φυσικά το ήθελαν. Πήρε ένα άσπρο σεντόνι από ένα κρεβάτι του σπιτιού , το κρέμασε σε ένα σκουπόξυλο και το ανέμισε από την πόρτα βγαίνοντας με τα χέρια ψηλά. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι.
Οι Τούρκοι στρατιώτες τους άρπαξαν και τους έριξαν στο έδαφος. Όταν βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν άλλοι στρατιώτες στο σπίτι, τους έσπρωξαν μέσα σε άνα δωμάτιο και τους διέταξαν κτυπώντας τους να βγάλουν τα άρβιλα και να γυμνωθούν από τη μέση και πάνω. Τους κλείδωσαν στο δωμάτιο και πρόσεξαν ότι φρουρούσαν  την πόρτα και το παράθυρο του δωματίου. Τους άφησαν εκεί μέχρι που βράδιασε οπότε ένας Τούρκος στρατιώτης τους έφερε  ένα τενεκέ με νερό. Το πρωί τους έριξαν μερικά παξιμάδια και μπισκότα που από την ετικέτα φάνηκε ότι ήταν μάλλον από το παντοπωλείο του χωριού το οποίο θα άνοιξε ο τουρκικός στρατός. Μετά από καμμιά βδομάδα κάτω από αυτές τις συνθήκες άκουσαν τη μηχανή ενός φορτηγού έξω από το σπίτι.
Οι Τούρκοι τους έβγαλαν έξω και τους έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα με σύρμα και τα μάτια με ρούχο. Κτυπώντας τους και σπρώχνοντάς τους, τούς στοίβαξαν στο φορτηγό το οποίο ήταν ήδη γεμάτο και με άλλους αιχμαλώτους. Τους μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία και μετά από μερικές μέρες πίσω στην Κερύνεια και από εκεί στις φυλακές των Αδάνων …
                                                          ***
Ήταν Χριστούγεννα τρία χρόνια μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο  στο φοιτητικό εστιατόριο στην Αθήνα. Ο δεκανέας όταν αποστρατεύτηκε πήγε για πουδές στο Πολυτεχνείο. Εκεί είδε κάποιο που του θύμιζε ένα συστρατιώτη του στον πόλεμο.
-         Μαζί δεν είμασταν σ΄εκείνο το σπίτι στον Άγιο Γεώργιο;
-         Ναι βρε, τι γίνεσαι;
-         Καλά είμαι. Δε μου λες πόσα άρματα έκαψες με τις μολότωφ;
-         Εκεί δεν έριξα ούτε μια. Τις ρίχνω τώρα μαζεμένες κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου και καίω καλάθους των σκουπιδιών!
Κ.Α.Χ.
6.11.2018

-          

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Το τάμα

ΤΟ ΤΑΜΑ
Όταν έγινε γτνωστή η τουρκική απόβαση στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας έτρεξε από τους πρώτους να καταταγεί στη μονάδα του στη Λευκωσία Εκεί του έδωσαν ένα «μαρτίνι» και μια τελαμώνα σφαίρες. Μαζί με άλλους στάληκε να πολεμήσει στην «Πράσινη γραμμή» στο Καϊμακλί. Τοποθετήθηκε στο φυλάκιο του Ψωμά το οποίο πήρε το όνομά του από τις διακοινοτικές ταραχές του 1964.  Ήταν το σπίτι του ψωμά της περιοχής . Εκεί ήταν και ο φούρνος του που συνέχιζε να ψήνει ψωμιά μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974. Μόνο ένας δρόμος χώριζε το φυλάκιο της Εθνικής Φρουράς από το τούρκικο.
Η ανταλλαγή πυροβολισμών στην «Πράσινη γραμμή» είχε αρχίσει από την πρώτη μέρα της εισβολής και τη ρήψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών στον κάμπο του κιόνελι, νότια του Δικώμου. Σποραδικά συνεχιζόταν η ανταλλαγή πυρών, κάποτε έντονα και κάποτε πιο χαλαρά. Όταν όμως προωθήθηκαν Τούρκοι στρατιώτες από την περιοχή του Κιόνελι οι μάχες εντάθηκαν και αγρίεψαν. Οι κάτοικοι της περιοχής, σχεδόν όλοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους προς τα νότια προάστεια της Λευκωσίας.
Εκείνη τη μέρα εκτός από πυρά από πυροβόλα όπλα οι Τούρκοι άρχισαν να βάλλουν και με όλμους. Οι μάχες ήταν σκληρές και άγριες, κόλαση πυρός όπως λέγεται συνήθως. Είχαν ήδη ένα νεκρό και ένα τραυματία.
Όταν σταμάτησαν τα πυρά του εχθρού ο ομαδάρχης που ήταν υπεύθυνος του φυλακίου τον έστειλε να πάει στην έδρα του λόχου να φέρει λίγα τρόφιμα για τους στρατιώτες. Η έδρα του λόχου βρισκόταν σε ένα δρόμο που ξεκινούσε από τον Πεντάδρομο και έφτανε μέχρι το μοναστήρι των καλογραιών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Όταν πλησίασε  στο μοναστήρι πρόσεξε ότι οι καλόγριες δεν το είχαν εγκαταλείψει όπως οι υπόλοιποι κάτοικοι της περιοχής. Μπήκε μέσα και έτρεξε προς το εκκλησάκι. Έκανε το σταυρό του και προσευχήθηκε
-         Απόστολε Αντρέα μου, βοήθησε με να βγω ζωντανός απ΄αυτή την κόλαση και θα έρθω στο μοναστήρι σου να ανάψω λαμπάδα ίσα με το μπόι μου.
Δεν ξέρει να εξηγήσει γιατί επικαλέστηκε τον απόστολο Αντρέα εκείνη τη στιγμή. Ίσως γιατί τον έλεγαν Αντρέα, ίσως γιατί στη γωνία της εκκλησίας είδες την εικόνα του Πρωτόκλητου, ίσως γιατί είχε το όπλο του χιαστί την ώρα που έκανε το σταυρό του …
Βγήκε από την εκκλησία. Οι καλόγριες του έψησαν καφέ. Τον ήπιε βιαστικά και έτρεξε στην έδρα του λόχου για να πάρει τρόφιμα στους στρατιώτες του φυλακίου του. Ενώ ήταν εκεί δυο βλήματα όλμου έπεσαν κοντά στην έδρα. Ευτυχώς κανένας δεν έπαθε τίποτα.
Οι σκληρές μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τον Αύγουστο όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Αμμόχωστο. Ο λόχος του Αντρέα κράτησε τις θέσεις του και οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να προελάσουν προς την κατοικημένη περιοχή του Καϊμακλίου.
Ο Αντρέας αποστρατευτηκε. Το μοναστήρι όμως του Αποστόλου Ανδρέα ήταν κατεχόμενο και απροσπέλαστο ….
                                                       ***
Πολλά χρόνια μετά στην Αδελαίδα της Αυστραλίας ο Αντρέας καθόταν στο σπίτι του και παρακολουθούσε τηλεόραση. Από τις ειδήσεις, τα braking news απ΄όπου έμαθε ότι άνοιξε το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας και ότι επιτρεπόταν στους Ελληνοκύπριους να επισκεφθούν τα κατεχόμενα.
-         Γυναίκα πάω να βγάλω εισιτήρια για την Κύπρο.
-         Πώς έτσι ξαφνικά;
-         Μη ξεχνάς ότι έχω ένα τάμα να ξεπληρώσω. Λαμπάδα στον Απόστολο Αντρέα!
                                                                ***
Μια βδομάδα μετά ο Αντρέας κι η γυναίκα του επιβιβάζονταν σε ένα αυτοκίνητο ενοικιάσεως στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Στη Λάρνακα έκαναν σταθμό σε ένα κατάστημα με κεριά.
-         Ηρθα για τη λαμπάδα που σου παράγγειλα τηλεφωνικά από την Αυστραλία. Βάλε την δίπλα μου να μετρηθούμε. Σου είπα 1.75 μέτρα, όσο το μπόι μου..
Σε τέσσερις περίπου ώρες ο Αντρέας έμπαινε στο μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα. Έκανε το σταυρό του και προσευχήθηκε.
-         Σ΄ ευχαριστώ Απόστολε Αντρέα μου!
Κ.Α.Χ.
5.11.2018
-          

.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Τελευταία φορά

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Ήταν το απόγευμα της παραμονής της επίθεσης του τουρκικού στρατού στη Μια Μηλιά όταν την επομένη έσπαζε η αμυντική γραμμή της Εθνικής Φρουράς και άρχιζε η επέλαση προς την Αμμόχωστο. Τότε ήταν που τα δυο αδέλφια βρέθηκαν στο σπίτι τους, με άδεια, στο Κάτω Βαρώσι. Την επομένη το πρωί έπρεπε να παρουσιαστούν στις μονάδες όπου υπηρετούσαν στη Λευκωσία. Έκαναν το μπάνιο τους και άφησαν τα στρατιωτικά τους ρούχα στη μητέρα τους για πλύσιμο. Έβαλαν πολιτική περιβολή και πήγαν για σουβλάκια. Εκεί συμφώνησαν να πάνε μαζί στη Λευκωσία παρόλο που υπηρετούσαν σε διαφορετικές μονάδες.
Καθώς απολάμβαναν τα σουβλάκια τους, συνοδεύοντάς τα με μπίρα, μια άλλη παρέα μπήκε στο σουβλατζίδικο. Ένας από την παρέα απευθύνθηκε στον ένα αδελφό:
          -  Γεια σου Σωτήρη. Κι εσύ με άδεια;
- Ναι αύριο το πρωί επιστρέφω στη μονάδα μας. Κοπιάστε!
Οι δυο παρέες έγιναν μια και πίνοντας μπίρες ο Σωτήρης συμφώνησε με το συνάδελφό του να πάνε μαζί στη Λευκωσία, στη μονάδα τους. Άφησε τον αδελφό του να πάει  μόνος με τους δικούς του συναδέλφους. Γύρω στα μεσάνυχτα οι στρατιώτες ξεκίνησαν ο καθένας για το σπίτι του για ύπνο. Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο σπίτι τους αλλά σε λίγο άκουσαν να σταματά μπροστά στην πόρτα τους ένα αυτοκίνητο και κάποιο να φωνάζει:
-         Σωτήρη βάλε τα στρατιωτικά σου και έλα να πάμε στο σπίτι μου. Να κοιμηθούμε εκεί και να φύγουμε το πρωί για τη μονάδα μας αφού περάσουμε να πάρουμε ακόμη ένα συνάδελφο που μένει εκεί κοντά
Ο Σωτήρης δίστασε για λίγο γιατί ήθελε να δει τη μητέρα του το πρωί πριν φύγει αλλά στο τέλος έβαλε τη στρατιωτική του στολή, ασιδέρωτη ακόμη και αφού αποχαιρέτησε τον αδελφό του έφυγε. Του είπε «εις το επανειδείν» όπως έλεγαν τα δυο αδέλφια αστειευόμενα.
Η γραμμή της Μια Μηλιάς είχε σπάσει από τα χαράματα. Ο Σωτήρης έφυγε για τη μονάδα του από το δρόμο Αμμοχώστου-Λευκωσίας ενώ το αυτοκίνητο με τον άλλο αδελφό άλλαξε πορεία την τελευταία στιγμη και πήρε το δρόμο για τη Λευκωσία μέσω Λύσης.
Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου από τον τουρκικό στρατό συμφωνήθηκε εκεχειρία. Ο ένας αδελφός μετά από πολλές περιπέτειες κατάφερε να εντοπίσει την οικογένειά του σε ένα αντίσκηνο στο Δασάκι Άχνας. Ο Σωτήρης δεν εμφανιζόταν. Άρχισαν να τον ψάχνουν. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους δεν ήταν.
Μετά από μερικούς μήνες αναζήτησης βρήκαν ένα συνάδελφό του που ήταν στο ίδιο αυτοκίνητο με το οποίο πήγαιναν στη μονάδα τους στη Λευκωσία. Τους είπε ότι ήξερε:
-         Σε κάποιο σημείο κοντά στη Μια Μηλιά καταλάβαμε ότι το αρμα που συναντήσαμε ήταν τούρκικο. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε να κρυφτούμε σε ένα περιβόλι εκεί κοντά. Χαθήκαμε. Ο καθένας έτρεχε να κρυφτεί όπου νόμιζε καλύτερο. Το περιβόλι γέμισε με Τούρκους στρατιώτες που πυροβολούσαν σε κάθε κατεύθυνση. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το Σωτήρη. Κατάφερα τρέχοντας προς το νότο να σωθώ αφού κρύφτηκα σε μια άδεια δεξαμενή νερού. Το βράδυ τα κατάφερα να φτάσω σε ένα φυλάκιο της Εθνικής Φρουράς. Το πλησίασα φωνάζοντας ότι είμαι Έλληνας για να μην ανοίξουν πυρ. Ούτε τον άλλο συνάδελφο είδα έκτοτε. Στο αυτοκίνητο είμασταν τρεις.
Το όνομα του Σωτήρη γράφτηκε στο μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων. Αγνοούμενος, μια λέξη που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.
Τις πρώτες δεκαετίες ο αδελφός του Σωτήρη πίστευε πως θα συναντούσε και πάλι τον αδελφό του. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι για τελευταία φορά τον είδε εκείνο το μοιραίο βράδυ που επέστρεψαν σπίτι από το σουβλατζίδικο και ο Σωτήρης έφυγε με το συνάδελφό του για να πάει μαζί του στη μονάδα του.
Ούτε τα οστα του Σωτήρη εντοπίστηκαν. Ο αδελφός του, τόσα χρόνια μετά, όποτε ακούει τις λέξεις «τελευταία φορά», κοκκινίζει και αν τον κοιτάξει κάποιος προσεχτικά στα μάτια θα προσέξει ότι είναι βουρκωμένα …
Κ.Α.Χ

2.11.2018

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Renault 12

RENAULT 12
Ο κεφαλόβρυσος στέρεψε.
Η χαρουπιά είναι εκεί
Ο χρόνος σταμάτησε.
Οι αναμνήσεις τρέχουν.
Ο έφεδρος αξιωματικός του μηχανικού κατατάγηκε από την πρώτη μέρα της επιστράτευσης. Αρχικά πήρε διαταγή να μεταβεί με τους άντρες του στα δυτικά της Κερύνειας για να ναρκοθετήσουν την περιοχή και να ανακόψουν την επέλαση των τουρκικών αρμάτων.
Δυο χρόνια πριν είχε διάκοψε τις σπουδές του στο πολυτεχνείο στον κλάδο των μηχανολόγων μηχανικών γιατί έχασε τον πατέρα του και έπρεπε να εργαστεί για να συντηρήσει τη μητέρα του και τη μικρότερη αδελφή του. Τρεις μηνες πριν είχε γνωρίσει μια νεαρή από την Κυθρέα την οποία και αραβωνιάστηκε δυο βδομάδες πριν το πραξικόπημα.
Ο ίδιος ήταν από τη Λευκωσία και όταν επιστρατεύτηκε πήγαινε με το αυτοκίνητό του στην Κυθρέα και έβλεπε την αραβωνιαστικιά του πρωί-πρωί. Στη συνέχεια οδηγούσε το αυτοκίνητό του πάνω από το κεφαλόβρυσο και στη διασταύρωση του δρόμου προς τον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Κερύνειας μέσω Κλεπίνης, το άφηνε στη σκιά της μοναδικής χαρουπιάς στην περιοχή. Από εκεί τον έπαιρνε το υπηρεσιακό στρατιωτικό όχημα και πήγαινε για ναρκοθέτηση της περιοχής Καντάρας και Χαλεύκας. Τα βράδυα ερχόταν με το στρατιωτικό όχημα μέχρι τη χαρουπια και έπαιρνε το δικό του αυτοκίνητο, ένα Ρενό 12. Περνούσε από το σπιτι της αρραβωνιαστικιάς του, την έβλεπε, ξεκουραζόταν για λίγο και επέστρεφε στο σπίτι του στη Λευκωσία.
Εκείνη τη μέρα ξύπνησε με μια ανεξήγητη ανησυχία. Δεν ήξερε το γιατί. Έφυγε νωρίτερα για το πόστο του. Πήγε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του και αντί να φυγει με το Ρενό του για τη χαρουπιά, το άφησε εκεί με τα κλειδιά πάνω. Πήγε πεζός μέχρι τη χαρουπιά και έφυγε με τους άντρες του για το μέτωπο αφού οι νάρκες τέλειωσαν και άρχισε ο δεύτερος γύρος της εισβολής.
Πολέμησε με τους άντρες του με τα λιγοστά πυρομαχικά που είχαν αλλά τα στρατεύματα του εχθρού επέλαυναν προς τα ανατολικά της Κερύνειας. Στο μεταξύ είχε σπάσει και η γραμμή άμυνας στη Μια Μηλιά και όσοι βρίσκονταν βόρεια τοιυ δρόμου Λευκωσίας –Αμμοχώστου κινδύνευαν να εγκλωβιστούν και να συλληφθούν αιχμάλωτοι. Άρχισε τότε μια άτακτη φυγή προς το νότο και την ανατολή προς την Αμμόχωστο. Ο ίδιος με πέντε άντρες κατευθύνθηκε προς τη Χαλεύκα με τα πόδια. Ότα έφτασαν στο δασικό σταθμό τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
Ο ίδιος κάθησε εκεί με το «μαρτίνι» του και πέντε σφαίρες στη σφαιροθήκη του. Ξαφνικά άκουσε το θόρυβο μηχανής αυτοκινήτου το οποίο φάνηκε στη στροφή του δρόμου. Έγνεψε στον οδηγό να σταματήσει και να τον πάρει μαζί του αλλά αυτός ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε. Σε λίγο ακούστηκε και πάλι θόρυβος μηχανής αυτοκινήτου. Σηκώθηκε να κάνει σήμα στον οδηγό και έκρυψε το όπλο του πίσω του, σκεφτόμενος μήπως και ο οδηγός βλέποντας το όπλο φοβηθεί και δε σταματήσει. Όμως ο οδηγός ανέπτυξε και πάλι ταχύτητα και εξαφανίστηκε.
Για τρίτη φορά ακούστηκε θόρυβος μηχανής αυτοκινήτου, πιο βαρύς και δυνατός αυτή τη φορά. Σηκώθηκε, όπλισε το «μαρτίνι» του αποφασισμένος να πυροβολήσει για να σταματήσει το αυτοκίνητο. Ήταν ένα λεωφορείο φορτωμένο κόσμο, πολίτες και στρατιώτες. Δε χρειάστηκε να πυροβολήσει. Ο οδηγός σταμάτησε και του είπε.
-         Έλα ανέβα κι εσύ και ο Θεός βοηθός. Ελπίζω να αντέξει το σαραβαλάκι μου.
Έτσι έφτασε στη Λευκωσία. Το σπίτι του ήταν κοντά στην «Πράσινη γραμμή» και δε βρήκε κανένα εκεί. Ο κόσμος είχε εγκαταλείψει την περιοχή για να σωθεί. Η Κυθρέα όπου έμενε η αραβωνιαστικιά του είχε καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό.
Παρουσιάστηκε στο τάγμα του στην Αθαλάσσα αλλά τα πάντα είχαν διαλυθεί. Κανένας δεν ήξερε τι να κάνει με τους στρατιώτες που έφταναν εκεί. Οι περισσότεροι έφευγαν και περιπλανιόντουσαν άσκοπα εδώ κι εκεί.
Ο ίδιος σε μια περιπλάνησή του κοντα στο Μελκονιάν είδε ένα Ρενό 12. Ήταν το αυτοκίνητό του. Εκεί βρήκε την αραβανιαστικιά του, σε μια αίθουσα του σχολείου. Ο πεθερός του πήρε το Ρενό, το γέμισε κόσμο και το οδήγησε στη Λευκωσία.
Μετά την κατάπαυση του πυρός και την αποστράτευσή του παντρεύτηκε και πήγε στο γάμο με το Ρενό του το οποίο είχε για πολλά χρόνια μετά την εισβολή ...
Κ.Α.Χ

1.11.2018