Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Εστιατόριο "Ελληνίδα Βασίλισσα"
Το εστιατόριο "Ελληνίδα Βασίλισσα" που λειτουργούσε στον κεντρικότερο δρόμο του Βελιγραδίου, έκλεισε! Λειτούργησε για πάνω από δύο αιώνες και ένα διάστημα επί κομμουνιστικού καθεστώτος είχε αλλάξει όνομα.

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Αμπελοπούλια

ΑΜΠΕΛΟΠΟΥΛΙΑ
Προχτές το Σάββατο μετά που καταλάγιασε η κίνηση μετά τον περιβόητο περίπατο Αναστασιάδη-Ακκιντζί (και στις δυο πλευρές της πόλης) συναντήθηκα με το φίλο μου το Βάκη σε καφετέρια της οδού Λήδρας για καφέ, μάλλον για φραπέ με τις τόσες ζέστες τώρα! Όταν τελειώσαμε το απαραίτητο ανακάτεμα με το καλαμάκι μας, το πεντάλεπτο και βάλε,  και αφού ρουφήξαμε και από μια δροσερή γουλιά, είπα στο φίλο μου το Βάκη:
-          Βάκη, τρως αμπελοπούλια;
-          Όχι, είμαι νομοταγής πολίτης! Από τότε που η κατανάλωσή τους κατέστη ποινικό αδίκημα, δεν τα ξανάβαλα στο στόμα μου!
-          Σε λίγο καιρό θα τα καταναλώνεις και πάλι νόμιμα, χωρίς το φόβο της αστυνομίας και χωρίς να αναγκάζονται οι εστιάτορες στα Κοκκινοχώρια και στον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας να πληρώνουν τσιλιαδόρους μπας κι έρθει η αστυνομία!
-          Μα πώς θα γίνει αυτό;
-          Δεν άκουσες; Θα τροποποιήσουν το νόμο έτσι που να επιτρέπεται το κυνήγι αμπελοπουλιών με κυνηγετικά όπλα και συγκεκριμένα με Φλομπέρ και αεροβόλα. Θα απαγορεύονται τα «βερκά» και τα δίκτυα.
-          Αφού απαγορεύεται η θήρευση τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
-          Καλά τώρα εκεί θα κολλήσουμε; Στους κουτόφραγκους; Θα τους πείσουμε να μας  επιτρέψουν το κυνήγι αμπελοπουλιών στην Κύπρο , κατ’ εξαίρεση.
-          Με τι επιχειρήματα θα τους πείσουμε;
-          Καλά δεν άκουσες ένα βουλευτή της επαρχίας Αμμοχώστου που εξηγούσε; Περνούν λέει πάνω από 150 εκατομμύρια αμπελοπούλια πάνω από την Κύπρο. Έρχονται εδώ πίνουν από το νερό μας, τρώνε τα μέσπιλα μας, κάνουν τα κακά τους, ε να μην τρώμε κι εμείς μερικές χιλιάδες από αυτά;
-          Και με αυτά θα τους πείσουμε;
-          Τι ήθελες φίλε Βάκη να πει ο βουλευτής μας; Ότι είναι πολλά τα λεφτά της «βιομηχανίας» αμπελοπουλιών και ότι πιθανόν να χρηματοδοτούνται και κόμματα από τα έσοδα από τα αμπελοπούλια;
-          Καλά, πως θα ξεχωρίζουν αυτά που κυνήγησαν με το αεροβόλο από αυτά που θα παγιδεύουν με «βερκά» και δίκτυα;
-          Αυτό σε μάρανε; Θα ψάχνει η αστυνομία για τρυπίτσες από τα σφαιρίδια!
-          Κι άμα δε βρει;
-          Θα λένε ότι έπαθε καρδιακό επεισόδιο και το περιμάζεψαν!
-          Γι αυτό είμαστε μπανανία και κανένας δεν μας παίρνει στα σοβαρά!
-          Έχεις δίκαιο φίλε Βάκη. Σου είπα ότι όταν είμαστε φοιτητές μου έστειλε η μητέρα μου δέμα με το ταχυδρομείο στο οποίο υπήρχε και μια μπουκάλα αμπελοπούλια;
-          Για λέγε!
-          Που λες στο σπίτι όταν ήμουν μικρός μας άρεσαν πολύ τα αμπελοπούλια και πότε-πότε αγοράζαμε και μερικά ξιδάτα. Η μητέρα μου λοιπόν μου έστειλε με το ταχυδρομείο ένα πακέτο, ένα χαρτοκιβώτιο παπουτσιών με κυπριακά προϊόντα.
Μεταξύ αυτών και ένα βαζάκι με ξιδάτα αμπελοπούλια. Πήρα λοιπόν ειδοποίηση από το ταχυδρομείο ότι έχω δέμα και να περάσω να το πάρω. Όταν πήγα εκεί ο υπάλληλος μου ζήτησε να ανοίξουμε το δέμα γιατί είχε γίνει κάποια ζημιά. Το ανοίξαμε. Είχε σπάσει το βαζάκι με τα αμελοπούλια και μέσα στην κάλτσα που το είχε τυλίξει η μητέρα μου έμειναν τα σπασμένα γυαλιά και τα στεγνά αμπελοπούλια!
«Τι είναι αυτά;» με ρώτησε ο υπάλληλος. «Πουλάκια» του απάντησα. «Πουλάκια; Και τι τα κάνεις τα πουλάκια;» «Τα τρώω» του απάντησα και του εξήγησα ότι ήταν ξιδάτα. Με ρώτησε αν ήθελα να υποβάλω αίτηση για αποζημίωση και φυσικά εγώ του απάντησα αρνητικά. Στο μεταξύ μαζεύτηκαν ακόμη μερικοί υπάλληλοι εκεί και κοίταζαν τα αμπελοπούλια και μένα σαν να έβλεπαν εξωγήινο!

Κ.Α.Χ.

25.5.2015

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

΄Ενας Σκαλιώτης φίλος

ΕΝΑΣ ΣΚΑΛΙΩΤΗΣ ΦΙΛΟΣ
Χτες Τετάρτη το απόγευμα, αμέσως μετά το μεσημεριανό μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Βάκης και μου είπε:
-          Πάμε στη Λάρνακα για καφέ;
-          Και δεν πάμε;
-          ΄Ερχομαι να σε πάρω! Θα οδηγήσω εγώ παρόλο που ξέρω ότι δεν με θεωρείς σπουδαίο οδηγό!
Πήγαμε λοιπόν σε μια καφετέρια στην Ακτή Μακένζη. Εκεί απολαύσαμε τον καφέ μας μαζί με τη θέα «του απέραντου της θάλασσας» όπως μας γράφουν ή μας λένε συχνά-πυκνά οι δημοσιογράφοι όταν στην «έκθεσή» τους, στο ρεπορτάζ τους, περιγράφουν κάτι σχετικό με τη θάλασσα! Είπαμε πολλά και διάφορα, κάνοντας παύση στο διάλογο όταν πλησίαζε κάποιο αεροπλάνο για προσγείωση, περιμένοντας να τελειώσει ο θόρυβος των μηχανών. Αυτό γινόταν συχνά γιατί ήταν ώρα αιχμής στις αφίξεις που μου φάνηκαν πολλές και έτσι ας μην ακούσω παράπονα για τον τουρισμό φέτος! Κάθε φορά που κάθομαι στην Ακτή Μακένζη και περνάνε αεροπλάνα θυμάμαι το Χάρρυ Κλυνν που σατίριζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή λέγοντας πως όταν ομιλεί λες και απευθύνεται σε Αθηναίους κάτοικους του Ελληνικού. (Είναι γνωστό ότι ο Καραμανλής έκανε παύσεις στις ομιλίες του). ΄Ελεγε λοιπόν ο Χάρρυ Κλυνν: «Ελληνίδες, ΄Ελληνες (παύση να περάσει το αεροπλάνο), είναι μεγάλη η χαρά μου που βρίσκομαι εδώ μαζί σας (παύση αεροπλάνο) …»
Είπαμε αρκετά και κάποια στιγμή αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε για τη Λευκωσία για να προλάβουμε να δούμε από την τηλεόραση τον ποδοσφαιρικό αγώνα ΑΠΟΕΛ-ΑΕΛ για τον τελικό του κυπέλου Κύπρου ή Κόκα-Κόλα.
Σε ένα σημείο του δρόμου μετά τα Δικαστήρια Λάρνακας, λέγω στο φίλο μου το Βάκη:
-          Βάκη αυτός δεν είναι ο φίλος μας ο Κάκος ο Σκαλιώτης;
-          Ναι αυτός είναι ο φίλος μας ο Λαρνακέας.
-          Σκαλιώτης είπαμε. Οι παλιοί κάτοικοι της πόλης για μένα είναι Σκαλιώτες!
Αφού σταμάτησε ο Βάκης το αυτοκίνητο λέω στον Κάκο:
-          ΄Ελα μέσα, δεν είναι ώρα για περπάτημα μ΄ αυτή τη ζέστη!
Μπήκε λοιπόν στο αυτοκίνητο ο Κάκος και μας λέγει εξηγώντας μας:
-          Δεν περπατώ για άσκηση! Πάρκαρα το αυτοκίνητό μου στο χώρο στάθμευσης των Δικαστηρίων και επιστρέφω στο σπίτι μου.
-          Καλά, γιατί δεν παρκάρεις εκεί κοντά στο σπίτι σου;
-          Ξέρεις ότι το σπίτι μου είναι κοντά στο στάδιο «Αντώνης Παπαδόπουλος»;
-          Πώς δεν ξέρω αφού εσύ ήσουνα εκεί πριν κτιστεί το στάδιο!
-          Λοιπόν τρεις φορές μετά από ποδοσφαιρικό αγώνα μου έκαναν ζημιά στο αυτοκίνητό μου οι διάφοροι χούλιγκαν. Μια φορά όταν το είχα σταθμευμένο στο δρόμο και δυο φορές στην αυλή μου! Από τότε λοιπόν κάθε φορά που έχει ποδοσφαιρικό αγώνα στο «Αντώνης Παπαδόπουλος», κάνω «ανάλυση κινδύνου» και πηγαίνω και σταθμεύω το αυτοκίνητό μου μακριά! Μετά όταν τελειώσουν οι μάχες και οι πετροβολισμοί πηγαίνω και το παίρνω! Μα να φτάσαμε, ελάτε για καφέ ή για ποτό!
-          Ευχαριστούμε μιαν άλλη φορά!
Πρόσεξα ότι ο φίλος μου ο Βάκης μου έκλεινε το μάτι και όταν απομακρυνθήκαμε του λέγω:
-          Γιατί μου έκλεινες το μάτι:
-          Τί ήθελες μα παρκάρω εγώ έξω από το σπίτι του Κάκου και να μου κάνουν το αυτοκίνητο καλοκαιρινό! Χαχαχά!
-          Το καλοκαίρι έφτασε ήδη φίλε Βάκη!
Κ.Α.Χ.
21.5.2015


Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Το "σέντε" του "θησαυρού"

ΤΟ «ΣΕΝΤΕ» ΤΟΥ «ΘΗΣΑΥΡΟΥ»
Το νησί του θησαυρού το διαβάσαμε σε βιβλίο και το είδαμε σε κινηματογραφική ταινία σχεδόν όλοι όταν είμαστε μικρά παιδιά. Προσωπικά το βίωσα πολλές φορές σε παιδικά παιγνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς μου και κυρίως με τη φαντασία μου, πότε βάζοντας  μικρές χάρτινες βαρκούλες σε λιμνούλες μετά τη βροχή ή σε άλλους χώρους με νερό και πότε στη θάλασσα στην Κερύνεια, στο πέντε ή το έξι μίλι κολυμπώντας … ναυαγός να βγω στη στεριά, στο νησί του θησαυρού!
Σήμερα έζησα και το «σέντε» του θησαυρού! Στο πατρικό μου σπίτι μένει η αδελφή μου με την οικογένειά της, τώρα μόνο με το σύζυγό της αφού οι δυο τη γιοί είναι πια μεγάλοι και ζουν τη δική τους ζωή στα δικά τους σπίτια. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει … εκκαθάριση, όπως όλοι συνηθίζουμε από καιρό σε καιρό να απαλλασσόμαστε από πράγματα που φυλάμε για χρόνια και κάποια μέρα συνειδητοποιούμε ότι δεν τα χρειαζόμαστε και απλά καταλαμβάνουν … ζωτικό χώρο στο σπίτι μας! Καθάρισε λοιπόν το «σέντε» του σπιτιού της και μου παρέδωσε μια μικρή σακούλα νάιλον με πράγματα δικά μου, της παιδικής μου ηλικίας.
Για μένα αυτά τα πράγματα αποτελούν πραγματικό θησαυρό! Ένα θησαυρό αναμνήσεων από την παιδική μου ηλικία, ανεκτίμητης αξίας! Ξύπνησαν πράγματι μέσα μου χιλιάδες αναμνήσεις!
Ανάμεσα στα πράγματα του θησαυρού του «σέντε» είναι και δυο άλμπουμ με φωτογραφίες ηθοποιών που μαζεύαμε και κολλούσαμε σ’ αυτά από τα κουτιά με τσίχλες. Τσίχλες «strato bubble gum» όπως γράφει απ’ έξω το άλμπουμ το οποίο κόστιζε 4 ½ γρόσια! Φιγουράρουν στο άλμπουμ ηθοποιοί όπως οι Marlon Brando, Gary Cooper,Tony Curtis, Nancy Olson, Ava Gardner και πολλοί άλλοι όλοι στα νιάτα τους! Βρήκα επίσης ένα τετράδιο ορθογραφίας της τρίτης τάξης του δημοτικού γεμάτο «δεκάρια με τόνο» και σπάνια κανένα εννιάρι!
Ξεχώρισα και μια ατζέντα τσέπης του 1958 που μου έδωσε η θεία μου η Ντόρις, όταν πια ξεπεράστηκε ημερολογιακά, και τη χρησιμοποίησα το 1961!  ΄Εχω εκεί σημειωμένες τις κινηματογραφικές ταινίες που είδα. Κινηματοθέατρο «Παλλάς», ταινία «Ο θησαυρός του μακαρίτη στις 11.5.61, κινηματοθέατρο «Απόλλων», ταινία «Ταλιπόρ» στις 13.4.61, κινηματοθέατρο «Αθήναιον», ταινία «Συντρίμμια μιας ζωής» στις 14.4.61 και κινηματοθέατρο «Ρόγιαλ», ταινία «Μαντώ Μαυρογένους» στις 15.4.61.  Σκέφτομαι πρέπει να ήταν οι γιορτές του Πάσχα του 1961 για να πηγαίνω σχεδόν καθημερινά στα σινεμά! Δυστυχώς σήμερα μόνο η αίθουσα «Παλλάς» σώζεται και λειτουργεί ως σκηνή για διάφορες εκδηλώσεις.
Βρήκα και πράγματα πιο χειροπιαστά! Για παράδειγμα μερικά από τα εργαλεία ξυλουργικής που χρησιμοποιούσα μικρός μαζί με μερικές φιγούρες ζώων που μαστόρεψα! Μια σφυρίχτρα και ένας μαγνήτης, δυο μικρά σουγιαδάκια, ένα-δυο μπρελόκ, κλειδιά επιδιόρθωσης ποδηλάτου και ένα εξάρτημα τρόμπας ποδηλάτου!
Ακόμη θα αναφέρω και κάτι που μου ξύπνησε πολλές αναμνήσεις. Μια αυτοσχέδια κεραία ραδιοφώνου, δηλαδή ένα κομμάτι από σκουπόξυλο τυλιγμένο με σύρμα. Τότε φτιάχναμε αυτοσχέδια ραδιόφωνα, δεν υπήρχαν τα τρανζίστορ, και ακούγαμε ατομικά μουσική. ΄Ηταν μια κατασκευή με κεραία, όπως αυτή που περίγραψα πιο πάνω, μια πέτρα χαλκοπυρίτη μέσα σε ένα μεταλλικό πώμα με μια καρφίτσα συνδεδεμένη με την κεραία και με ακουστικά που ήταν συνδεδεμένα με το μεταλλικό πώμα, αν θυμάμαι καλά. Με την καρφίτσα βρίσκαμε σκαλίζοντας την πέτρα το σταθμό ραδιοφώνου, το πρώτο πρόγραμμα του ΡΙΚ (δεν υπήρχε και άλλος σταθμός) όπου ακούγαμε μουσική με πολλά παράσιτα εννοείται!. Τα ακουστικά τα αφαιρούσαμε από κάποια παλιά αεροπλάνα της RAF που ήταν αποθηκευμένα σε μεγάλη μάντρα στην περιοχή που ονομάστηκε αργότερα «Μπάτα» στο Καιμακλί. Αυτή ήταν για μας τότε η καλύτερη μουσική!
Κ.Α.Χ.

20.5.2015  

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Ωράρια καταστημάτων

ΩΡΑΡΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ
Καθίσαμε με το φίλο μου το Βάκη σε μια καφετέρια εκατόν περίπου μέτρα από το τέλος της οδού Λήδρας. Η καφετέρια αυτή ήταν παγωταρία. Εδώ μας αγόρασαν οι γονείς μας το πρώτο «εξευγενισμένο» παγωτό σε σύγκριση με αυτά που αγοράζαμε από τους πλανοδιοπώλες που περνούσαν από τη γειτονιά μας! Εδώ αργότερα περνώντας με τα ποδήλατά μας αγοράζαμε παγωτά και συνεχίζαμε έχοντας στο ένα χέρι το παγωτό και στο άλλο το τιμόνι του ποδηλάτου. Απ’ εδώ αργότερα περνούσαμε με τα αυτοκίνητά μας και παίρναμε παγωτά συνεχίζοντας το δρόμο μας για το σπίτι μετά από κάποια διασκέδαση σε νυχτερινό κέντρο της Λευκωσίας ή επιστρέφοντας από τα μπάνια μας στην αγαπημένη Κερύνεια. Εδώ μετά ερχόμασταν με τα παιδιά μας για να τους πάρουμε παγωτό το οποίο κατανάλωναν με μεγάλη ευχαρίστηση λεκιάζοντας δυστυχώς τις πλείστες φορές τα ρούχα τους, προς απογοήτευση της μαμάς ή τα καθίσματα του αυτοκινήτου, προς απογοήτευση του μπαμπά!
Και μετά και μετά; Μετά η Λήδρας έγινε πεζόδρομος και η παγωταρία, παρόλο που έχει ακόμη παγωτά προς πώληση, έγινε καφετέρια! Αφού παραγγείλαμε τους καφέδες μας που συνοδεύονται από μικρές ελιόπιτες, αρχίσαμε την κουβέντα. Εδώ σερβίρουν παραδοσιακά, δεν εφαρμόζουν το σύστημα της αυτοεξυπηρέτησης!
 Μου λέει λοιπόν ο φίλος μου ο Βάκης:
-          Ξέρεις πού πουλάνε γυψοσανίδες;
-          Στα καταστήματα υλικών οικοδομής. Τι θα μαστορέψεις;
-          Θυμάσαι όταν αφυπηρέτησα και αγόρασα με το ποσό του εφάπαξ ένα κατάστημα;
-          Ναι, ναι. Αφού παραλίγο να με πείσεις να πάρω κι εγώ το διπλανό!
-          Όπως ξέρεις είναι στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. ΄Ηταν ένας μεγάλος χώρος των τριακοσίων τετραγωνικών μέτρων και ο εργολάβος τον χώρισε σε δύο καταστήματα με εμβαδό 150 το καθένα.
-          Ωραία! Πού είναι το πρόβλημα;
-          Ο ενοικιαστής μου με απειλεί πως αν το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρήσει το νόμο για τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων θα εγκαταλείψει το κατάστημα.
-          Μα γιατί; Αφού πάνε καλά οι δουλειές του!
-          Δεν θα μπορεί να εργάζεται τις Κυριακές!
-          Κάνεις λάθος αφού δεν επηρεάζονται τα υποστατικά μέχρι 150 τετραγωνικά.
-          Ναι αλλά αυτός μέτρησε το κατάστημα και το βρήκε 151 τετραγωνικά!
-          Μήπως έκανε λάθος;
-          Λάθος έκανε ο εργολάβος! Όταν χώριζε το χώρο των 300 τετραγωνικών έκανε λάθος! Το δικό μου κατάστημα έχει εμβαδόν 151 τετραγωνικά και το διπλανό 149 τετραγωνικά!
-          Δηλαδή αν με έπειθες να πάρω το διπλανό κατάστημα θα με ξεγελούσες κατά ένα τετραγωνικό μέτρο!
-          Μακάρι να έπαιρνα εγώ το άλλο γιατί αν περάσει ο νόμος θα φύγει ο ενοικιαστής μου! Ψάχνω για γυψοσανίδες για να περιορίσω το εμβαδόν του καταστήματός μου κατά ένα τετραγωνικό μέτρο!
-          Τι να σου κάνω φίλε μου; Πρόσεχε ποιους ψηφίζεις!

Κ.Α.Χ.

19.5.2015  

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

΄Ηταν εκεί!

ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ!
Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από την ημέρα που μας έφυγε ο θείος Νίκος, ο μαστρο-Νίκος και ήταν το μνημόσυνό του στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στο Καιμακλί. Και μετά η σύναξη για καφέ και τσιμπήματα στο σπίτι της κόρης του Έλενας. Μα πάνω απ’ όλα για τη μνήμη αυτού που μας έφυγε. Εκεί ήταν τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Πολλοί συγγενείς και  φίλοι αλλά και εκτιμητές της δουλειάς του. Ακόμη ήταν εκεί και φίλοι των παιδιών του.
Ξεχώρισα και μερικούς από εκείνους που «έμαθαν τέχνη κοντά του» και τώρα έχουν τα δικά τους μηχανουργεία. ΄Ηταν εκεί τιμώντας τη μνήμη του μάστρου τους, του δασκάλου τους. Στους δασκάλους μας μάθαμε όλοι από μικρά παιδιά ότι χρωστάμε το ευ ζην!
΄Ηταν όμως εκεί κι αυτός που έφυγε! Σαν να ήταν ανάμεσά μας, σαν να έπινε καφέ μαζί μας. ΄Ηταν εκεί στη μνήμη μας, στις αναμνήσεις μας, ξεχωριστές για τον καθένα αναμνήσεις. ΄Ηταν εκεί και με τα έργα του γιατί έφτιαξε ο ίδιος με τα δυο του χέρια πολλά αντικείμενα που στολίζουν αρκετά σημεία του σπιτιού της κόρης του!
«Αιωνία του η μνήμη!», μού είπε η κόρη του όταν τη χαιρέτησα.
Και κάθομαι και σκέφτομαι πόσο «αιώνια» είναι η μνήμη εμάς των θνητών ανθρώπων. Θα μας θυμούνται τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, άντε και τα δισέγγονά μας, αν μας φτάσουν ή αν τα φτάσουμε ή από διηγήσεις! Μετά;
Μετά δεν έχω απάντηση! Γι αυτό και γράφω αυτές τις λίγες γραμμές αφού όπως λένε scripta manent, σαν μια μικρή, ελάχιστη συνεισφορά σ’ εκείνο το «αιωνία του η μνήμη» που μου είπε η κόρη του θείου Νίκου!
Κ.Α.Χ.

17.5.2015   

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Ο κόσμος της καφετέριας

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑΣ
Κάθομαι στην καφετέρια Starbucks στο εμπορικό κέντρο Whiteleys στο Queensway στο Λονδίνο και απολαμβάνω τον καφέ μου, ένα grande white americano. Καθώς είμαι μόνος χαζεύω γύρω μου και παρατηρώ τον κόσμο. ΄Ενας κύριος καλοντυμένος, με κοστούμι και μπλε γραβάτα, με λεπτές κόκκινες γραμμές, κάθεται στο διπλανό τραπέζι χωρίς να κρατά οποιοδήποτε ρόφημα. Σκέφτομαι πως θα έρθει κάποιο άλλο άτομο για να φέρει και καφέ. ΄Εκανα όμως λάθος. Κάθισε απλά εκεί και έβγαλε από μια μικρή τσάντα ένα βιβλίο. Το κοιτάζω καλά. Αν δεν είναι λεξικό τότε θα είναι η βίβλος! Πράγματι είναι η βίβλος! Την ανοίγει και αρχίζει το διάβασμα. Από το ντύσιμό του σκέφτομαι ότι δεν αποκλείεται να είναι ιερωμένος.
Λίγο παρακάτω κάθεται ένας νεαρός που πρέπει να είναι Αραβικής καταγωγής. Πίνει καφέ και τρώει σάντουιτς. Διαπιστώνω ότι φοράει μπουφάν και παντόφλες παρόλο που έξω έκανε κρύο και πότε-πότε ψιχάλιζε!
Ένα νεαρό ζευγάρι ΄Αγγλων έχει τελειώσει τον καφέ του και σηκώνεται να φύγει. Το κορίτσι βάζει το μπουφάν του που φτάνει μέχρι την τολμηρή μίνι φούστα που φορεί και αποκαλύπτει τα πόδια του! Πόδια που θυμίζουν τα ευτραφή κορίτσια του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα!
Μια ηλικιωμένη Αγγλίδα σέρνει μια τσάντα ψωνίσματος με τροχάκια και την αφήνει δίπλα από ένα τραπεζάκι. Πηγαίνει στον πάγκο σερβιρίσματος και επιστρέφει με ένα άδειο ποτήρι. Βγάζει από τη τσάντα της ένα χυμό και γεμίζει το ποτήρι καθώς και δυο σάντουιτς τα οποία πρέπει να πήρε από το Marks and Spencer και πρέπει να είναι απ’ εκείνα που έχουν μειωμένη τιμή γιατί λήγουν αυθημερόν! Τελειώνει το φαγητό της και πάει και πάλι στον πάγκο σερβιρίσματος και επιστρέφει με ακόμη ένα άδειο ποτήρι. Βγάζει από τη τσάντα της ένα φακελάκι με καφέ, ένα μπουκάλι με νερό και ένα άλλο με γάλα και φτιάχνει καφέ. Βγάζει επίσης και ένα cup-cake και το απολαμβάνει με τον καφέ της! Σε λίγο έρχεται μια συνομήλική της, κάθεται μαζί της και αρχίζουν την κουβέντα!
Είναι η τέταρτη φορά που περνά από δίπλα μας ένας Αφρικανός με ένα άδειο κάλαθο γραφείου και ένα μεγάλο φάκελο! Γιατί πάει κι έρχεται κάνοντας περίπατο ένα άδειο κάλαθο;
Δυο κυρίες αραβικής καταγωγής κάθονται και πίνουν τον καφέ τους. Η μια ντυμένη με πολύ μοντέρνο, εξεζητημένο τρόπο και η άλλη με μαντήλα στο κεφάλι και μαύρο αδιάβροχο μέχρι το γόνατα που είναι φανερό ότι αντικαθιστά τη μαύρη «κελεμπία»!
Μια νεαρή μητέρα με ένα παιδικό καροτσάκι πίνει καφέ και ασχολείται συνέχεια με το κινητό της τηλέφωνο. Το παιδί στο καροτσάκι, που είναι μάλλον δώδεκα περίπου μηνών, ίσως για να τραβήξει την προσοχή της μητέρας του, σηκώνει συνέχεια το κεφαλάκι του και το κτυπάει πίσω! Η μητέρα πλησιάζει με το κεφάλι της προς το βρέφος έτσι που σκέφτηκα ότι θα του δώσει ένα φιλάκι ή θα το σηκώσει στην αγκαλιά της. Αλλά φευ! Απλώς τράβηξε μια selfie και συνέχισε να ασχολείται με το κινητό της!
Ένα κορίτσι πλησιάζει κρατώντας μια σαλάτα και ένα χυμό και κάθεται δυο τραπεζάκια παραπέρα. ΄Εχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κοριτσιού αλλά τώρα που παρατηρώ καλύτερα δεν έχει στήθος! Είναι αγόρι!
Να ένα κορίτσι που πλησιάζει αυτή τη φορά σε ένα τραπεζάκι με τον καφέ στο χέρι. Κατεβάζει μια γουλιά και ανοίγει μια ροζ τσάντα από την οποία βγάζει ένα ροζ labtop και ένα ροζ κινητό. Ανοίγει μια άλλη ροζ τσάντα από την οποία βγάζει ροζ ακουστικά και τα βάζει στα αυτιά του. Φοράει ροζ πάνινα παπούτσια και μια ροζ μπλούζα. Το παντελόνι του είναι κανονικό τζιν. Το κορίτσι με τα ροζ!
΄Ενας άντρας ντυμένος «ευρωπαϊκά» μαζί με δυο γυναίκες. Η μια η ηλικιωμένη φορά μαντήλα και μαύρη «κελεμπία» αλλά έχει το πρόσωπο ακάλυπτο. Η δεύτερη, η νεαρή, εκτός από τη μαντήλα και την «κελεμπία» έχει καλυμμένο το πρόσωπο από τη μύτη και κάτω με μια μαύρη πετσετούλα. Φαίνονται μόνο τα έντονα μαύρα μάτια της! Για να φάει το μπισκότο της και να πιει το χυμό της, σηκώνει ελαφριά την πετσετούλα, δαγκώνει ή ρουφά στα γρήγορα και πάλι καλύπτεται! Σε μια στιγμή σηκώνει το χέρι ψηλά και αποκαλύπτεται το χέρι της. Από την παλάμη μέχρι τον αγκώνα γεμάτο χρυσά βραχιόλια!
Κ.Α.Χ.

15.5.2015

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Η κυρά-Αλεπού η γιάτραινα

Η ΚΥΡΑ-ΑΛΕΠΟΥ Η ΓΙΑΤΡΑΙΝΑ
(Καταγράφω και τέταρτο παραμύθι απ’ αυτά που αυτοσχεδίαζα και έλεγα   στις δυο μου κόρες όταν ήταν μικρές).
Η κυρά-Αλεπού ζούσε στο δάσος δίπλα από το χωριό και όποτε πεινούσε πεταγόταν τα βράδια μέχρι τα σπίτια του χωριού. ΄Εμπαινε στα κοτέτσια των χωρικών και άρπαζε μερικά κοτόπουλα και ικανοποιούσε την πείνα της! Οι επιδρομές της που γίνονταν όλο και πιο συχνές αναστάτωσαν όλο το χωριό και μια Κυριακή ο πρόεδρος της κοινότητας κάλεσε σε συνεδρίαση όλους τους κατοίκους στη μεγάλη αίθουσα του δημοτικού σχολείου, εκεί που τα παιδιά έκαναν τις γιορτούλες τους!
Τότε άρχισε ο καθένας να κάνει εισηγήσεις για το πώς να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με την αλεπού.
-          Να στήσουμε παγίδες, είπε ο κυρ-Γιάννης ο μπακάλης.
-          Είναι πονηρή η αλεπού και θα αποφύγει τις παγίδες, αντέταξε ο κυρ-Αντρέας ο αγροφύλακας.
-          Να πάρουμε τα όπλα και να την κυνηγήσουμε, είπε ο κυρ-Αντώνης ο καφετζής.
-          Υπάρχει κίνδυνος να σκοτωθούμε μεταξύ μας από ατύχημα μέσα στο σκοτάδι, αντέταξε ο κυρ-Νίκος ο σιδεράς.
Συνέχιζαν να λεν ιδέες χωρίς να καταλήγουν πουθενά! Τους βρήκε το σκοτάδι και ακόμη συζητούσαν. Τότε σηκώθηκε ο κυρ-Κώστας ο δάσκαλος και τους είπε:
-          Μπορώ να έχω την προσοχή σας παρακαλώ; Εισηγούμαι να πάρει ο καθένας μας και από ένα σκύλο στην αυλή του και θα δείτε πως θα γλυτώσουμε από την αλεπού!
Λίγο γιατί σεβάστηκαν το δάσκαλο και τη γνώμη του, λίγο γιατί κουράστηκαν και ήθελαν να πάνε στα σπίτια τους, αποδέχτηκαν παμψηφεί την εισήγηση του δασκάλου και από την επομένη κάθε σπίτι είχε και το σκύλο του.
Μόλις η αλεπού πλησίαζε προς το κοτέτσι κάποιου χωρικού ο σκύλος την έπαιρνε χαμπάρι, γαύγιζε και την κυνηγούσε μέχρι το δάσος όπου η αλεπού κατέφευγε για να σωθεί. Δοκίμασε πολλές φορές η αλεπού αλλά δεν κατάφερνε να ξεγελάσει τα σκυλιά. Το στομάχι της γουργούριζε από την πείνα καθώς καθόταν στη φωλιά της και σκεφτόταν τι να κάνει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μεταναστεύσει σε άλλο μέρος του δάσους δίπλα από άλλο χωριό. Όμως της ήρθε μια άλλη ιδέα. Να ντυθεί γιάτραινα και να πάει στο χωριό όπου υπήρχε μια επιδημία στα κοτόπουλα που πάθαιναν πυρετό. «΄Ετσι θα έρχονται να μου φέρνουν τα κοτόπουλα στο στόμα!» έλεγε από μέσα της και χαμογελούσε πονηρά.
Βρήκε λοιπόν μια άσπρη ρόμπα και ντύθηκε μέχρι κάτω στα άσπρα. ΄Εβαλα μάλιστα και άσπρα παπούτσια. Φόρεσε στο κεφάλι ένα άσπρο μαντήλι με κόκκινο σταυρό στο μέσο, κρέμασε ένα στηθοσκόπιο στο λαιμό, στη μια τσέπη της ρόμπας έβαλε ένα πιεσόμετρο και γέμισε  την άλλη με ασπιρίνες και νάτην λοιπόν στο χωριό, στο καφενείο όπου έστησε το ιατρείο της.
Πρώτος πελάτης ήταν ο κυρ-Αντώνης ο καφετζής. Πήρε τρία κοτόπουλα από το κοτέτσι του που είχαν πυρετό και τα πήγε στην κυρά-Αλεπού τη γιάτραινα. Εκείνη πήρε το σοβαρό της, έβαλε το στηθοσκόπιο στα αυτιά της και άκουσε πώς αναπνέει το κοτόπουλο.
-          ΄Εχει ακροαστικά κυρ-Αντώνη, του είπε. Μόλις και προλαβαίνω να το σώσω! Βγες έξω γιατί θα του κάνω μια ένεση.
Βγαίνει έξω ο κυρ-Αντώνηςκαι η κυρά-Αλεπού αρπάζει το κοτόπουλο και το ψηλώνει ψηλά προς το στόμα της. Το κοτόπουλο φτερούγισε από την αγωνία του και έριξε κάτω το μαντήλι που είχε στο κεφάλι της η κυρά-Αλεπού. Ο κυρ-Αντώνης άκουσε τη φασαρία και έτρεξε μέσα οπότε είδε την κυρά-Αλεπού και άρχισε να την κυνηγά. ΄Ακουσαν το θόρυβο και τα σκυλιά και έτρεξαν να βοηθήσουν. Η κυρά-Αλεπού το έβαλε στα πόδια πετώντας εδώ κι εκεί ρόμπα, στηθοσκόπιο και ασπιρίνες. Μόλις που πρόλαβε να φτάσει στο δάσος και να κρυφτεί στη φωλιά της!
Κ.Α.Χ.

14.5.2015 

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Η χελωνίτσα με τα πατίνια

Η ΧΕΛΩΝΙΤΣΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΤΙΝΙΑ
(Καταγράφω ακόμη ένα από τα παραμύθια που αυτοσχεδίαζα και έλεγα στις δυο μου κόρες όταν ήταν μικρές.)
«Το όμορφο καλοκαιράκι με τα ωραία φρούτα και τα μπάνια στις παραλίες τελείωσε και τα ζωάκια της γειτονιάς γράφτηκαν στο νηπιαγωγείο για να προετοιμαστούν για το σχολείο που θα πήγαιναν την ερχόμενη χρονιά.
΄Ηρθε και η πρώτη μέρα των μαθημάτων στο νηπιαγωγείο και νάτο, πρώτο και καλύτερο κατέφθασε το κουνελάκι. Ένα χαριτωμένο κάτασπρο κουνελάκι με μαύρο σημάδι στη μουσίτσα του και στην ουρά του που κουνούσε χαριτωμένα και με ρυθμό καθώς έτρεχε να φτάσει στο νηπιαγωγείο. Ο μπαμπάς του ο κυρ-Κούνελος του είχε δείξει από καιρό το δρόμο προς το νηπιαγωγείο και η μαμά του η κυρά-Κουνελίνα του είχε βάλει στη τσαντούλα του δυο ωραία δροσερά καροτάκια για να κολατσίσει στο διάλειμμα!
Τα τρία μικρά κίτρινα παπάκια έφτασαν στη συνέχεια στο νηπιαγωγείο έχοντας στο λαιμό τους κρεμασμένη από μια μικρή τσαντούλα με το αβγό τους μέσα «μελάτο» όπως τους το ετοίμασε η μαμά τους η κυρά-πάπια! Το πρώτο παπάκι είχε πράσινη τσαντούλα, το δεύτερο κίτρινη και το τρίτο κόκκινη. Ο μπαμπάς τους τούς είχε εξηγήσει για τα φώτα του σηματοδότη κυκλοφορίας στις διασταυρώσεις και τους είπε: «Με το κόκκινο σταματάτε. Με το κίτρινο ετοιμάζεστε και με το πράσινο περνάτε!». Και η μαμά τους έφτιαξε τσαντούλες με τα χρώματα αυτά για να τα θυμούνται.
Τα τέσσερα κοτοπουλάκια έφτασαν κι αυτά στο νηπιαγωγείο! Με λίγα λεπτά καθυστέρηση γιατί δεν περπατούσαν πειθαρχημένα όπως τα παπάκια, ούτε και ακολουθούσαν τον ίσιο δρόμο. Πήγαιναν δεξιά και αριστερά παρασυρόμενα από τους σπόρους που έβρισκαν στην πορεία τους. Ήταν τέσσερα μικρά κοτοπουλάκια αδελφάκια αφού η μαμά Κότα ξεπούλιασε τέσσερα αβγά. Τα τρία κοτοπουλάκια ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι και το ένα κατάμαυρο σαν το κάρβουνο! Η μαμά Κότα δεν τους είχε ετοιμάσει τσαντούλα με φαγητό γιατί ήξερε πως όλο και κάτι θα τσιμπολογούσαν στο δρόμο!
Η χελωνίτσα την πρώτη μέρα του νηπιαγωγείου ξύπνησε νωρίς-νωρίς και ετοιμάστηκε. Ξεκίνησε αλλά μέχρι να φτάσει έγινε μεσημέρι και το κουδούνι του νηπιαγωγείου χτυπούσε για να σχολάσουν τα ζωάκια. Απογοητευμένη πήρε το δρόμο της επιστροφής και αργά-αργά γύρισε στο σπίτι της όπου με ανυπομονησία την περίμεναν η μαμά Χελώνα και ο μπαμπάς ο κυρ-Χελώνος.  Όταν τους εξήγησε η χελωνίτσα τι έγινε λυπήθηκαν πάρα πολύ και όλο το βράδυ ο κυρ-Χελώνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη στεναχώρια του!
Πριν ακόμη χαράξει το πρώτο φως της μέρας ο κυρ-Χελώνος πήγε και βούτηξε στη λίμνη και επέστρεψε στο σπίτι του με κάτι μικρά τροχάκια που έβγαλε από ένα καροτσάκι που κάποια άτακτα παιδάκια πέταξαν στη λίμνη. Κάθισε λοιπόν και μαστόρεψε με τα τροχάκια δυο ωραία πατίνια. Όταν η χελωνίτσα ξύπνησε και ετοιμάστηκε για το νηπιαγωγείο ο μπαμπάς της την έβαλε πάνω στα πατίνια και της εξήγησε πώς να τα χρησιμοποιεί.
Εκείνη τη μέρα η χελωνίτσα έφτασε πρώτη στο νηπιαγωγείο και είπε την πρώτη καλημέρα στη δασκάλα της που την έβαλε να καθίσει για να την επαινέσει στο πρώτο θρανίο!»
Κ.Α.Χ.

13.5.2015 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Το χρυσό καρπούζι

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΑΡΠΟΥΖΙ
( Καταγράφω στη συνέχεια άλλο ένα παραμύθι απ’ αυτά που αυτοσχεδίαζα και έλεγα στις δυο μου κόρες όταν ήταν μικρές για να τις απασχολώ και να τις διασκεδάζω, αλλά και για να μαθαίνουν.)
« Ο κυρ-Αλέκος ήταν ένας πολύ φτωχός άκληρος χωρικός που ζούσε σε μια ταπεινή καλύβα στην άκρη του χωριού μαζί με τη γυναίκα του την κυρία Αγλαΐα. Ο θεός δεν τους έστειλε τον πελαργό να τους φέρει παιδάκια όταν ήταν νέοι αλλά δεν τους ξέχασε εντελώς. Σε προχωρημένη ηλικία αργότερα απέκτησαν ένα παιδί, το μικρό Γιαννάκη που μεγάλωνε κι αυτός φτωχικά με γάλα, αυγά και χόρτα! Στην αυλή της καλύβας τους είχαν μια κατσίκα που την άρμεγε καθημερινά η κυρία Αγλαΐα και έτσι ο Γιαννάκης είχε γάλα να πίνει καθημερινά και έτσι να μεγαλώνει. Είχαν επίσης μερικές κοτούλες που τριγυρνούσαν στην αυλή σκαλίζοντας το χώμα και τρώγοντας σπόρους, σκουληκάκια και χορταράκι. Οι κοτούλες γεννούσαν στην οικογένεια του κυρ-Αλέκου ωραία αβγουλάκια που ο μικρός Γιαννάκης τα έτρωγε με μεγάλη όρεξη. Σε μια γωνιά της αυλής ο κυρ-Αλέκος φύτευε μερικά χόρτα και λαχανικά που συμπλήρωναν το καθημερινό φαγητό της οικογένειας.
Ακόμη ο κυρ-Αλέκος πήγαινε πολλές φορές στο διπλανό δάσος και μάζευε μανιτάρια και άγρια χόρτα. Από το δάσος κουβαλούσε και ξύλα που τα χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα αλλά και για να ζεσταίνονται τα κρύα βράδια του χειμώνα. Μια-δυο φορές το χρόνο η οικογένεια του μικρού Γιαννάκη είχε και κρέας στο τραπέζι της. Ο κυρ-Αλέκος όποτε τον καλούσαν πήγαινε και δούλευε στο κτήμα του μεγαλοτσιφλικά του χωριού και με τα χρήματα που του έδινε εξασφάλιζε εκείνο το λιγοστό κρέας για την οικογένειά του. Τις περισσότερες φορές ο μεγαλοτσιφλικάς δεν πλήρωνε με χρήματα τον κυρ-Αλέκο αλλά του έδινε πότε λίγο στάρι, πότε λίγα φρούτα και πότε οτιδήποτε άλλο από τη σοδειά που είχε στο κτήμα του, κυρίως σταφύλια και λίγο κρασί καμιά φορά. ΄Ετσι πλήρωνε συνήθως τους χωρικούς για τον κόπο τους.
Μια μέρα ο κυρ-Αλέκος επέστρεψε κατακουρασμένος από τη δουλειά στο κτήμα του μεγαλοτσιφλικά. Η κυρία Αγλαΐα τον περίμενε με ένα ποτήρι κρύο νερό να πιει να δροσιστεί και να ξαποστάσει. Τότε ο κυρ-Αλέκος είπε στο μικρό Γιαννάκη να πάει μέχρι το κτήμα του μεγαλοτσιφλικά και να φέρει τα δυο καρπούζια που του έδωσαν ως  πληρωμή για τη δουλειά που έκανε στο κτήμα.
Ο μικρός Γιαννάκης πήγε τρέχοντας από τη χαρά του που θα είχαν καρπούζι δροσερό να φάνε στο ζεστό βράδυ του καλοκαιριού. Πήρε τα δυο καρπούζια και αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του από το μονοπάτι που περνούσε μέσα από το δάσος. Καθώς περπατούσε μαζεύτηκαν γύρω του πετώντας πολλά πουλιά του δάσους. Σκέφτηκε ο μικρός Γιαννάκης: «Φαίνεται βλέπουν τα καρπούζια και θέλουν κι αυτά να φάνε». Πετάει λοιπόν κάτω το ένα καρπούζι και το σπάει. Τότε τα πουλιά τιτιβίζοντας και κελαηδώντας έπεσαν πάνω στο καρπούζι . Αφού το τέλειωσαν έκαναν ένα γύρο πάνω από το κεφάλι του μικρού Γιαννάκη, λες και ήθελαν να τον ευχαριστήσουν και πέταξαν μακριά.
Ο μικρός Γιαννάκης έφτασε με το ένα καρπούζι που του απέμεινε στην αυλή της καλύβας τους όπου τον υποδέχτηκαν οι κοτούλες και η κατσίκα χοροπηδώντας γύρω του. Σκέφτηκε ο μικρός Γιαννάκης: «Φαίνεται βλέπουν το καρπούζι και θέλουν να φάνε κι αυτά τα ζωντανά». Πετάει λοιπόν κάτω το καρπούζι και το σπάει. Οι κοτούλες και η κατσίκα «έδωσαν με τα μούτρα» στο καρπούζι και το τέλειωσαν σε δυο λεπτά.
Τότε ο μικρός Γιαννάκης κατάλαβε τι είχε κάνει, κάθισε κάτω στο χώμα και έβαλε τα κλάματα! Μπροστά του τότε εμφανίστηκε η καλή νεράιδα με το μαγικό της ραβδί και του είπε: «Μην κλαις Γιαννάκη και όλα θα πάνε καλά. Αγαπάς τα ζώα και τα πουλιά και τους έδωσες να φάνε. Να πάρε αυτό το σπόρο καρπουζιάς και φύτεψέ τον. ΄Υστερα πήγαινε να κοιμηθείς. Οι γονείς σου ήδη κοιμούνται κατακουρασμένοι από τις δουλειές της μέρας. Το πρωί μόλις ξυπνήσεις έλα να δεις την καρπουζιά που θα φυτέψεις!»
Το πρωί ο μικρός Γιαννάκης μόλις ξύπνησε έτρεξε στον τόπο όπου φύτεψε την καρπουζιά. Και τι να δει! Η καρπουζιά μεγάλωσε και έκανε ένα μεγάλο χρυσό καρπούζι! Από τότε δεν έλειψε τίποτα από την οικογένεια του μικρού Γιαννάκη!»
Κ.Α.Χ.

12.5.2015 

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Σκοταδισμός και συσκότιση

ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΟΤΙΣΗ
Κυριακή πρωί και συναντιόμαστε, μετά από λίγες μέρες διακοπή λόγω απουσίας μου στο Λονδίνο, με το φίλο μου το Βάκη για καφέ σε καφετέρια της οδού Λήδρας στη Λευκωσία. Αφού κάθισε ο φίλος μου κι εγώ πήγα για τους καφέδες μας. Επιστρέφοντας με τους καφέδες στο χέρι πρόσεξα ότι ο Βάκης μόλις έκλεισε το κινητό του. ΄Εβαλα τους καφέδες στο τραπεζάκι και κάθισα σφυρίζοντας αδιάφορα. Ο Βάκης λίγο ακόμη ήθελε και θα έσκαγε από το κακό του, οπότε μου λέει:
-          Καλά δεν θα με ρωτήσεις πού τηλεφωνούσα;
-          Γιατί να σε ρωτήσω; Με ξέρεις για αδιάκριτο;
-          Όχι βέβαια!
-          Εξάλλου σε ξέρω πολύ καλά! Θα μου τα πεις όλα μόνος σου χωρίς να σε ρωτήσω τίποτα!
-          Ε, λοιπόν μιλούσα με ένα φίλο από το Παραλίμνι που έχει κατάστημα στον Πρωταρά.
-          Πολύ καλά έκανες!
-          Ρώτησα αυτόν το φίλο από το Παραλίμνι αν οι Κοκκινοχωρίτες πηγαίνουν στην εκκλησία τις Κυριακές.
-          Αυτοί κι αν είναι θρήσκοι!
-          Και βέβαια πηγαίνουν μου απάντησε και διερωτώμαι γιατί οι βουλευτές μας που ψήφισαν το νόμο για τα νέα ωράρια των καταστημάτων καθόρισαν ότι στον Πρωταρά μπορούν να ανοίγουν τις Κυριακές ενώ το απαγόρευσαν αλλού για να πηγαίνουν δήθεν οι εργαζόμενοι εκκλησία!
-          Καλά φίλε Βάκη, μόνο αυτό το παράλογο βρήκες στην απόφαση των βουλευτών για τα ωράρια των καταστημάτων; Νοιάζονται λέει για τη συνοχή της οικογένειας, για να κάθονται όλοι μαζί στο τραπέζι της Κυριακής! Καλά αυτοί του Πρωταρά, του Λατσιού, του Κόλπου των Κοραλλίων και της εντός των τειχών Λευκωσίας δεν νοιάζονται για τη συνοχή της οικογένειάς τους; Νοιάζονται λέει για τους τουρίστες αυτών των περιοχών και όχι για τον τουρισμό της Πάφου, της Λεμεσού και της Λάρνακας. Λες και η Κύπρος είναι τόσο μεγάλη που τα ωράρια θα πρέπει να διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή!
-          Ευτυχώς σκέφτηκαν έστω και την τελευταία στιγμή την εντός των τειχών Λευκωσία, διαφορετικά θα μας έστελλαν όλους στα κατεχόμενα!
-          Ναι σκέφτηκαν την εντός των τειχών Λευκωσία. Οι καταστηματάρχες της Μακαρίου, όσοι απέμειναν, να τα κλείσουν και μα μαζεύονται τις Κυριακές και να τραγουδούν το «έρημη πόλη»; Και τι γίνεται με τα καταστήματα … επί των τειχών; Εμπίπτουν στα εντός ή στα εκτός; Λίγο έλειψε και θα έβαζαν τις χιλιάδες εργαζόμενους αλλοδαπούς που έρχονται στην παλιά Λευκωσία τις Κυριακές για ψώνια σε κατ’ οίκον περιορισμό!
-          Πραγματικά σκέφτομαι τι θα έκαναν όλοι αυτοί οι αλλοδαποί τις Κυριακές;
-          Ότι θα κάνουν και αυτοί της Λεμεσού, της Λάρνακας και της Πάφου! Θα το ρίξουν στο έγκλημα, στις κλοπές και τις ληστείες!
-          Δεν σκέφτονται με την τόση ανεργία αυτούς που βρήκαν κάποια απασχόληση, έστω και με λίγα λεφτά;
-          Σκέφτηκαν μόνο τις ψήφους των μικροκαταστηματαρχών που δήθεν θέλουν να προστατεύσουν! Σκοταδισμός των κομμάτων! Ακόμη λίγο θα βάλουν και ωράρια στις τηλεοράσεις και στον ηλεκτρικό φωτισμό για να μην ξαγρυπνούμε και για να κάθεται η οικογένεια όλη μαζί να κουβεντιάζει! Συσκότιση δηλαδή! Υπάρχουν ακόμη κόμματα της νοοτροπίας «αποφασίζουμε και διατάσσουμε», που νομίζουν ότι τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται με ντιρεκτίβες από τα Γραφεία των κομμάτων. Θυμήθηκα ένα case study από το Πανεπιστήμιο για  τον από Γραφείου προγραμματισμό στην πάλαι ποτέ Σοβιετική ΄Ενωση. Αποφάσισαν να αυξήσουν την παραγωγή ραπτομηχανών αλλά παράλληλα ξέχασαν να αυξήσουν την παραγωγή βελόνων και γέμισαν τις αποθήκες με ραπτομηχανές που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν!
Κ.Α.Χ.

11.5.2015        

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Ο κίτρινος ελέφαντας

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
(Όταν ήταν μικρές οι δυο μου κόρες αυτοσχεδίαζα και τους έλεγα παραμύθια για να τις απασχολώ και να τις διασκεδάζω. Πριν μερικές μέρες όταν ήμουν στο Λονδίνο και μπήκα στο ταξί για το Χήθροου, καθώς τις αποχαιρετούσα κουνώντας το χέρι μου θυμήθηκα ένα από αυτά και το καταγράφω στη συνέχεια)
«Αεροπόρος είμαι εγώ
στον ουρανό ψηλά πετώ!
Βλέπω τη γη κάτω μικρή
σαν κουλουράκι στο χαρτί!
Αυτό το τραγουδάκι έλεγε χαρούμενος ο πιλότος Τζίμης καθώς πετούσε με το αεροπλάνο του πάνω από τη ζούγκλα της Αφρικής. Το αεροπλάνο του, ένα γκρίζο, παλιό μεταγωγικό, δικινητήριο με δυο έλικες που στριφογύριζαν αγκομαχώντας από την κούραση, όταν περνούσε μέσα από τα σύννεφα γινόταν αόρατο! ΄Ηταν φορτωμένο με κάτι μεγάλα βαρέλια γεμάτα μπογιές διαφόρων χρωμάτων και τα μετέφερε στο νότιο άκρο της αφρικανικής ηπείρου για να βάψουν με χαρούμενα χρώματα τα νηπιαγωγεία στα οποία πήγαιναν τα μικρά παιδάκια για να «μάθουν γράμματα και πολλά άλλα πράγματα»!
Σε κάποια στιγμή ακούστηκε από τη μηχανή του αεροπλάνου ένας δυνατός θόρυβος «Τσουκ-τσιπ Τσουκ-τσιπ» και το αεροπλάνο ταρακουνήθηκε και άρχισε να χάνει ύψος! Ο Τζίμης που ήταν πολύ έμπειρος πιλότος κατάφερε και το ανέβασε και πάλι ψηλά. Τα πράγματα ηρέμησαν και ο Τζίμης το έριξε και πάλι στο τραγούδι. Δεν πρόλαβε όμως να το τελειώσει και η μηχανή και πάλι «Τσουκ-τσιπ, Τσουκ-τσιπ» αυτήν τη φορά πιο δυνατά! Το αεροπλάνο έχασε πολύ ύψος και ο Τζίμης παρά τις προσπάθειές του αυτή τη φορά δεν κατάφερε να το ανεβάσει. ΄Αρχισε λοιπόν να ρίχνει βαρέλια κάτω στη γη και αφού έριξε περίπου τα μισά κατάφερε να κερδίσει ύψος και να συνεχίσει το ταξίδι του για τον προορισμό του.
Κάτω στη γη μέσα στη ζούγκλα η μαϊμού η κομμώτρια χτένιζε εκείνη την ώρα τη χαίτη ενός λιονταριού και έβαζε όλη της την τέχνη να κάνει το βασιλιά των ζώων όσο πιο όμορφο μπορούσε! Μόλις τέλειωσε το χτένισμα και είπε στο λιοντάρι «με τις υγείες σας!» ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος «Νταγκ» και ένα βαρέλι έπεσε δίπλα από το κομμωτήριο της μαϊμούς.
Η μαϊμού φοβήθηκε πολύ. Όταν συνήλθε πλησίασε το βαρέλι και διαπίστωσε ότι περιέχει κίτρινη μπογιά. Σκέφτηκε ότι η μπογιά θα της είναι πολύ χρήσιμη και το κύλισε το βαρέλι μεταφέροντάς το πιο κοντά στην καρέκλα του κομμωτηρίου της. Εκείνη την ώρα περνούσε από εκεί ένας γκρίζος ελέφαντας που χαιρέτησε την κομμώτρια της ζούγκλας.
-          Καλημέρα δεσποινίς μαϊμού!
-          Καλημέρα κύριε ελέφαντα! Δεν έρχεσαι να σε περιποιηθώ;
-          Μα όσο και να με περιποιηθείς πάντα γκρίζος μένω! Κοιτάζω το ωραίο χρώμα του βασιλιά μας, του λιονταριού και θα ήθελα να έχω κι εγώ ένα τέτοιο ωραίο χρώμα!
-          ΄Ελα, μόλις παρέλαβα από την Ευρώπη το κατάλληλο χρώμα για σένα!
Αφού κάθισε  λοιπόν ο ελέφαντας στο κομμωτήριο η μαϊμού πήρε την μπογιά από το βαρέλι καιάρχισε να τον βάφει κίτρινο. Της πήρε πολλή ώρα να τελειώσει επειδή ο ελέφαντας είναι μεγαλόσωμος και τεράστιος. Όταν τέλειωσε το βάψιμο πήρε ένα καθρέφτη όπου ο ελέφαντας είδε τον εαυτό ωραία βαμμένο και έδειξε πολύ ευχαριστημένος. Πλήρωσε τη μαϊμού, της άφησε και ένα μεγάλο φιλοδώρημα και βγήκε έξω περπατώντας επιδεικτικά για να τον βλέπουν τα άλλα ζώα και να θαυμάζουν το καινούριο του χρώμα!
Εκείνη τη μέρα όμως έκανε τρομερή ζέστη και καθώς ο ελέφαντας περνούσε δίπλα από μια λιμνούλα μπήκε μέσα να δροσιστεί. Όταν βγήκε έξω η μπογιά είχε ξεπλυθεί και ήταν πάλι ένας γκρίζος ελέφαντας. «Δεν πειράζει –σκέφτηκε- αφού γκρίζο με έκανε ο θεός γκρίζος θα μείνω!»
Κ.Α.Χ.
9.5.2015