Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Ο μισιαρός

Ο ΜΙΣΙΑΡΟΣ

Σε  ένα εστιατόριο στην Ακτή του Κυβερνήτη καθόταν σε ένα τραπέζι στη γωνιά ένας κύριος καμιά εξηνταριά ετών. Δεν είχε ακόμη παραγγείλει φαγητό αλλά είχε μπροστά του ένα ποτήρι με ουίσκι και δίπλα μια άδεια μινιατούρα και ένα μπουκαλάκι σόδα.
Σε κάποια στιγμή μπήκε τρέχοντας ένα μικρό παιδί με ένα καλάμι στο χέρι και προσπαθούσε να ρίξει κάτω ένα μισιαρό που είχε μαζευτεί στη γωνιά, στο ταβάνι του εστιατορίου.
-         Μικρέ άσε ήσυχο το μισιαρό!
-         Θα τον ρίξω κάτω να του κόψω την ουρά. Μου αρέσει να τη βλέπω να κουνιέται μόνη της κομμένη από το υπόλοιπο σώμα της σαύρας.
-         Όχι σου λέω, φύγε και άσε το ζώο να ζήσει. Ο μισιαρός σώζει ζωές!
-         Μα τι λέτε κύριε; Το μόνο που ξέρω, που μου το είπε η γιαγιά μου, είναι ότι τρώει τα κουνούπια.
-         Άκου που σου λέω! Άντε πήγαινε έξω γρήγορα!
Ο μικρός απομακρύνθηκε και καθώς έβγαινε έξω μουρμουρούσε:
-         Ο άνθρωπος δεν είναι εντάξει. Άκου ο μισιαρος σώζει ζωές! Ας γελάσω!
-                                                    ***
Σαραντατέσσερα χρόνια πριν, ο κύριος που καθόταν στο εστιατόριο απολαμβάνοντας το ουίσκι του, στα είκοσι του υπηρετούσε τη θητεία του στα φυλάκια της Εθνικής φρουράς στο Καϊμακλί. Εκεί τον βρήκε και ο πόλεμος του 74 να πολεμά στο φυλάκιο της Ανθής.
Σε κάποια στιγμή που είχε σταματήσει η ανταλλαγή πυροβολισμών άνοιξε την πόρτα του αποχωρητηρίου και μπήκε. Κατέβασε το φερμουάρ αλλά το τράβηξε αμέσως πάνω και το έκλεισε.
Το μάτι του έιχε αρπάξει ένα μισιαρό που έβγαινε από την τουαλέτα στο διάδρομο και έτρεξε ξοπίσω του να τον σκοτώσει. Τον κυνήγησε μέχρι την άκρη του διαδρόμου. Ο μισιαρός του ξέφυγε και μπήκε στο δωμάτιο.. Αυτός ξοπίσω του τον ακολούθησε στο δωμάτιο.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και σκόνη γέμισε το διάδρομο φτάνοντας μέχρι το δωμάτιο. Ακολούθησε για λίγο ανταλλαγή πυρών. Όταν έγινε και πάλι ησυχία διαπίστωσαν στο φυλάκιο ότι βλήμα μπαζούκας είχε κτυπήσει και διαλύσει το αποχωρητήριο.
Ο στρατιώτης πήγε στο δωμάτιο αλλά πουθενά ο μισιαρός. Ψιθύρισε με πολλή προσοχή να μην τον ακούσουν οι άλλοι στρατώτες που ήταν μαζί του στο φυλάκιο:
-         Σ΄ευχαριστώ μισιαρέ. Μου έσωσες τη ζωή.

                                 ***
Ο άνθρωπος παράγγειλε ακόμη ένα ουίσκι και πληκτρολόγησε στο Google του τηλεφώνου του τη λέξη μισιαρός. Άρχισε να διαβάζει:
« Ο μισιαρός ή Μισοδάκτυλος έχει το επιστημονικό όνομα Mediodactylus kotschyi. Το είδος αυτό ανήκει στην οικογένεια Gekkonidae και συμπεριλαμβάνεται στα ενδημικά υποείδη του νησιού μας. Το όνομα του προέρχεται από τη λατινική λέξη medio, που στα ελληνικά σημαίνει μισός και την ελληνική λέξη δάκτυλο …».
Κ.Α.Χ.
20.12.2018


Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Η Ικαρία

H ΙΚΑΡΙΑ
Κατατάγηκε στον στρατό από την πρώτη μέρα της τουρκικής εισβολής και υπηρέτησε στο μέτωπο Καϊμακλίου-Ομορφίτας-Τράχωνα ως έφεδρος αξιωματικός. Οι μάχες στην περιοχή όπου υπηρετούσε ήταν πάρα πολύ σφοδρές και οι απώλειες μεγάλες. Ο ίδιος τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι από βλήμα όλμου όμως παρέμενε στη θέση του και λάμβανε μέρος στις μάχες για την υπεράσπιση της περιοχής Καϊμακλίου και Ομορφίτας.
Ο έφεδρος αξιωματικός διατηρούσε στην περιοχή Αγίου Δημητρίου στο Καϊμακλί στάβλους με άλογα που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η μεγαλύτερη του αγάπη ήταν το άλογο Ικαρία που έτρεχε στο ιππόδρομο Αγίου Δομετίου και χάρισε στον αφέντη της πολλά πρωρεία και μετάλλια. Όταν πεντρεύτηκε και τον ρωτούσαν ποια είναι η μεγαλύτερη του αγάπη, η γυναίκα του ή η Ικαρία απέφευγε να απαντήσει για να μη θίξει τη γυναίκα του.
Όποτε μπορούσε να φύγει από το μέτωπο είτε με άδεια είτε σκαστός πήγαινε στους στάβλους του και περιποιόταν τα άλογά του. Τα φρόντιζε σαν να ήταν παιδιά του.
Στο δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής όταν έσπασε η γραμμή της Μια-Μηλιάς κατελήφθησαν και οι στάβλοι του και έχασε όλα του τα άλογα. Όταν το έμαθε ότι οι εισβολείς πήραν την Ικαρία ξέσπασε σε λύγμούς περισσότερο απ’ ότι όταν έχανε στρατιώτες του. Ήταν απαρηγόρητος. Πήγαινε καθημερινά μέχρι τη φυλάκια της γραμμής κατάπαυσης του πυρός όπως αυτή καθορίστηκε μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού στην Αμμόχωστο και με τα κυάλια του παρατηρούσε για πολλή ώρα ψάχνοντας μήπως εντοπίσει την Ικαρία.
Μετά την αποστράτευσή του και όταν άρχισαν οι πρώτες επαφές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην Αγγλική στατιωτική βάση της Δεκέλειας και στο χωριό Πύλα, πήγε εκεί. Πολλοί ήτανοι άνθρωποι που προσπαθούσαν μα μάθουε κάτι για κάποιο δικό τους αγνοούμενο. Εκείνος ενδιαφερόταν να μάθει για την Ικαρία και άφησε να εννοηθεί ότι ήταν διατεθειμένος να πληρώσει και «λύτρα» φτάνει να ξανάβρισκε το αγαπημένο του άλογο.
Μάταια περίμενε για περισσότερο από ένα μήνα ότα πήρε μήνυμα ότι το άλογό του ήταν ζωντανό και ότι ένας Τουρκοκύπριος ζητούσε χίλιες λίρες ως «λύτρα για να το φέρει στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός και να γίνει η ανταλλαγή. Ένας μεσάζων του ζήτησε να καταβάλει έναντι του συνολικού ποσού το ένα τέταρτο αλλά αυτός αρνήθηκε,
-         Πρώτα να δω το άλογό μου και μετά θα δώσω τα χρήματα.
Στο τέλος ο Τουρκοκύπριος συμφώνησε να φέρει το άλογο έστω και χωρίς την προκαταβολή. Καθόρισαν ένα σημείο κοντά στο κατεχόμενο χωριό Άχνα, όχι μακριά από τον Αστυνομικό Σταθμό που είχαν ανατινάξει οι πραξικοπηματίες. Ο Τουρκοκύπριος θα έφερνε το άλογο σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων από το σημείο όπου θα περίμενε ο ιδιοκτήτης του και τότε θα του έδινε τα χρήματα και θα έπαιρνε το άλογό του.
Γύρω στα μεσάνυχτα βρέθηκαν όλοι στη θέση που είχαν συμφωνήσει. Στο λιγοστό φως του φεγγαριού ο  έφεδρος αξιωματικός είδε το άλογο αλλά δεν το αναγνώρισε. Για να βεβαιωθεί παρά τον κίνδυνο να τους ακούσουν οι Τούρκοι στρατιώτες ψιθύρισε:
-         Ικαρία ...
Καμιά αντίδραση.
-         Δεν είναι η Ικαρία μου, είπε στο μεσάζοντα. Αν ήτα αυτή τώρα θα βρισκόταν κοντά μου και θα έτριβε το καφάλι της στο δικό μου.
Δεν έκανε άλλες προσπάθειες για να βρει το άλογό του. Η Ικαρία ήταν κι αυτή μια από τις πολλές απώλειες του πολέμου.
Μια φωτογραφία της Ικαρίας 44 χρόνια μετά κρέμμεται στον τοίχο του καθιστικού του έφεδρου αξιωματικού τα μάτια του οποίου βουρκώνουν όποτε διηγείται την ιστορία της.
Κ.Α.Χ.

18.12.2018

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η επιστροφή του σκοτωμένου

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥ
Οι μάχες μαίνονταν γύρω από τη Λευκωσία και ο τουρκικός στρατός έβαλλε με σφοδρά πυρά τα βόρεια προάστια της πόλης. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Καϊμακλίου είτε έφυγαν στις νότιες περιοχές της πόλης είτε κλείστηκαν στα σπίτια τους, στα πιο ασφαλή σημεία.
-         Μα πού ετοιμάζεσαι να πας; Έξω γίνεται ο χαμός, είπε η γυναίκα στο σύζυγό της.
-         Θα πάω στη μάντρα να δω τι γίνεται με τα ζώα.
-         Τρελός είσαι; Θα πας στο στόμα του λύκου;
-         Θα πάω να ταΐσω και να ποτίσω τα ζώα.
-         Άσε τα ζώα. Κοίταξε τι γίνεται με τους ανθρώπους. Πριν από λίγο το ασθενοφόρο του στρατού περνούσε από  εδώ μεταφέροντας νεκρούς και τραυματίες.
-         Και τα ζώα πλάσματα του θεού είναι. Δε μπορώ να τα αφήσω έτσι.
Ο άντρας πήρε το μικρό του φορτηγάκι και τράβηξε προς τη μάντρα του που ήταν ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο και τη δεξαμενή του Μαγκλή. Τάισε τα ζώα του και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το σπίτι του όταν άκουσε το σκύλο του να γαυγίζει. Ακούονταν επίσης φωνές Τούρκων στρατιωτών καθώς έμπαιναν στη μάντρα του. Σήκωσε τα χέρια ψηλά και είπε ότι είναι κτηνοτρόφος που ήρθε να φροντίσει τα ζώα του. Ένας Τούρκος στρατιώτης τον πλησίασε και τον έσπρωξε κάτω στο έδαφος ενώ άλλοι στρατιώτες έψαχναν με προσοχή τα υποστατικά της μάντρας. Ο σκύλος εξακολουθούσε να γαυγίζει μέχρι που ακούστηκε μια ριπή όπλου και το κλάμα του λαβωμένου σκυλιού που απομακρυνόταν για λίγο μέχρι να πέσει νεκρό.
Σε λίγο έφτασαν κι άλλοι στρατιώτες έχοντας μαζί τους άλλα τέσσερα άτομα που είχαν τα χέρια στο κεφάλι. Οι τρεις ήταν βοσκοί και ο νεότερος ήταν κρεοπώλης που αγόραζε ζώα από αυτούς. Ήταν κουμπάρος του πρώτου αλλά από φόβο και από ένστικτο ίσως, οι δυο τους δεν έδωσαν γνωριμία.
Οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν τους αιχμαλώτους τους να καθίσουν κάτω με την πλάτη στον τοίχο και έμειναν εκεί τρεις που τους φρουρούσαν. Είχε πέσει το σκοτάδι για καλά όταν ακούστηκαν φωνές και φάνηκε ένας Τούρκος αξιωματικός συνοδευόμενος από δύο ένοπλους στρατιώτες.
-         Τους σκύλους τους γκιαούρηδες μου σκότωσαν ένα άντρα. Θέλω εκδίκηση!
Πλησίασε τους πέντε αιχμαλώτους και είπε στο νεότερο, τον κρεοπώλη να σηκωθεί. Τον κτύπησε στο κεφάλι με το πιστόλι του και του έδειξε να προχωρήσει μπροστά. Άρπαξε το αυτόματο ενός στρατιώτη και αφού ο κρεοπώλης είχε προχωρήσει καμιά ογδονταριά μέτρα άνοιξε πυρ. Είδε τον κρεοπώλη να εξαφανίζεται, νόμισε ότι τον πέτυχε και έπεσε νεκρός. Μετά πήρε τους δυο συνοδούς του και έφυγε δίνοντας κάτι διαταγές σε όσους έμειναν πίσω να φρουρούν τους εναπομείναντες αιχμαλώτους.
Ο κρεοπώλης είχε Άγιο. Την ώρα που ο Τούρκος αξιωματικός άνοιγε πυρ βρισκόταν στο χείλος ενός ξεροπόταμου και όπως ήταν σκοτάδι έπεσε κάτω σε κάτι θάμνους γεμάτους αγκάθια. Παρά τον πόνο από τα αγκάθια δεν έβγαλε λέξη και περίμενε. Μετά από καμιά ώρα κατάφερε να ξεφύγει από τους θάμνους και τα αγκάθια αφού είχε καταματωθεί και ξεσχίσει τα ρούχα του. Άρχισε να κινείται χωρίς να έχει προσανατολιστεί στην κοίτη του ξεροπόταμου και βγήκε σε ένα σημείο όπου ήταν ένα μεικτό χωριό. Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν φύγει, ο ίδιος όμως είχε εκεί ένα Τουρκοκύπριο κτηνοτρόφο με τον οποίο συνεργαζόταν. Κτύπησε την  πόρτα και φώναξε:
-         Αχμέτη, ο Γιαννής είμαι.
Άνοιξε την πόρτα η γυναίκα του, η Αλιγιέ και φώναξε τον άντρα της:
-         Έλα Αχμέτ είναι ο Γιαννής.
Στο σπίτι αυτό του περιποιήθηκαν τα γδαρσίματα από τα αγκάθια των θάμνων και του έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσει.
                                                     ***
Την επομένη εκεί στη μάντρα ήρθε ένας άλλος Τούρκος αξιωματικός και αφού είδε τους ηλικιωμένους αιχμαλώτους που είχαν τα χάλια τους απεφάσισε να τους αφήσει να φύγουν ελεύθεροι.
-         Πηγαίνετε στα σπίτια σας και εύχομαι ο Αλλάχ να σας σώσει από τα πυρά των γκιαούρηδων εκεί απέναντι. Το κρίμα στο λαιμό τους.
Ο άνθρωπος κατάφερε να φτάσει στο σπίτι του όπου τον περίμενε με αγωνία η γυναίκα του. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και της διηγήθηκε τι έγινε. Στο τέλος της είπε:
-         Αύριο θα πάω στην κουμπάρα να της πω τα κακά μαντάτα, ότι οι Τούρκοι σκότωσαν τον άντρα της. Δεν μπορώ να αποκρύψω αυτό που είδα με τα μάτια μου.
-         Κάνε αυτό που νομίζεις σωστό, ότι σε φωτίσει ο θεός. Θα έρθω κι εγώ μαζί σου.
Το πρωί της επομένης βρήκε τη γυναίκα του κρεοπώλη να κλαίει απαρηγόρητη από τα κακά μαντάτα που της πήραν οι κουμπάροι της. Έβαλε μαύρα ρούχα και πενθούσε χωρίς όμως να έχει θάψει κανένα νεκρό. Οι γείτονές της δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν αφού κηδεία δεν έγινε.
                                                      ***
Μετά από πέντε μέρες ο Αχμέτης λέει στο Γιαννή:
-         Γιαννή πρέπει να πας σπίτι σου. Τα πράγματα δεν ησυχάζουν και φαίνεται πως κάποιοι στο χωριό κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει στο σπίτι μου. Κανένας πια δεν έχει εμπιστοσύνη στο άλλο.
-         Εντάξει Αχμέτη. Πώς θα το κάνουμε; Δε θέλω να σε βάλω σε περιπέτειες.
-         Έχω κανονίσει με κάποιους γνωστούς μου να κλείσουν τα μάτια και να σε αφήσουν να περάσεις. Όμως θα πρέπει  από εκεί και πέρα να τα καταφέρεις με τους δικούς σας να μην σε σκοτώσουν εκείνοι.
-         Όταν πλησιάσω θα αρχίσω να φωνάζω Ελληνικά ποιος είμαι και ο θεός να βάλει το χέρι του.
Έτσι και έγινε. Ο Γιαννής τα κατάφερε.
Τα ξημερώματα κτύπησε η πόρτα της κρεοπώλισσας. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ανοίξει. Μόλις είδε τον άντρα της έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα. Επέστρεψε ζωντανός ο σκοτωμένος.

Κ.Α.Χ. 12.12.2018

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Ο Χασάνης

Ο ΧΑΣΑΝΗΣ
Ήταν η δεύτερη μέρα της τουρκικής εισβολής όταν ο εγγονός μαζί με άλλους τρεις της ηλικίας του μπήκε στο σπίτι της γιαγιάς του και είπε:
-         Γιαγιά φτιάξε μας κάτι να φάμε. Πεινάμε σαν λύκοι!
-         Εντάξει γιε μου. Να σας τηγανίσω πατάτες με αβγά;
-         Ναι γιαγια. Ξέρεις πόσο μ΄αρέσουν αλλά η μάνα μου σπάνια μου κάνει αυτό το φαγητό.
Και οι τέσσερεις ήταν ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα παραλλαγής και κρατούσαν και από ένα Καλάσνικοφ. ‘Ενας που ήξερε τι προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής καταλάβαινε αμέσως ότι πήραν μέρος στο πραξικόπημα.
Καθώς ετοίμαζε το φαγητό η γιαγιά άκουσε τον εγγονό της να λέει:
-         Οι Τούρκοι κάνουν απόβαση στην Κερύνεια. Πρέπει να εκδικηθούμε. Το βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα θα πάμε στη μάντρα του παππού μου. Εκεί κοιμάται ένας Τούρκος βοσκός που εργάζεται για τον παππού μου. Θα τον πιάσουμε στον ύπνο και θα τον καθαρίσουμε.
Η γιαγιά έφερε το φαγητό και το άφησε στο τραπέζι.
-         Τί είναι αυτά που λες γιε μου; Τί σου έκανε ο Χασάνης και θέλετε να σκοτώσετε τον άνθρωπο;
-         Είναι Τούρκος γιαγιά!
-         Είνα κι αυτός πλάσμα του Θεού! Τί σημαίνει είναι Τούρκος; Τόσα χρόνια είναι στη δούλεψη μας και δεν έχουμε κανένα παράπονο απ΄αυτόν.
Οι τέσσερεις άντρες έφαγαν τις πατάτες με τ΄αβγά και έφυγαν. Σε λίγο γύρισε ο παππούς από το καφενείο. Ήταν βρακοφόρος και πολύ αδύνματος στο σώμα αλλά πολύ καλός δουλευτής και χορευτής. Στο ζωνάρι του είχε πάντοτε ένα αυλό που του κρατούσε συντροφιά όταν έβοσκε τα πρόβατά του στον κάμπο του Καϊμακλίου.
-         Τί έχεις κυρά και είσαι ανήσυχη;
-         Ήρθε ο εγγονός μας μαζί με άλλους τρεις με τα όπλα και είπαν ότι απόψε θα πάνε να σκοτώσουν το Χασάνη στη μάντρα μας.
-         Άκουσες καλά; Τί είνα αυτά που λες;
Ο παππούς σηκώθηκε πάνω και είπε στη γυναίκα του:
-         Φέρε μου εδώ έξω το γαϊδούρι και θα πάω στη μάντρα να δω τι θα κάνω.
Ο παππούς καβαλίκεψε και τράβηξε προς τη μάντρα του που ήταν κοντά στον Άγιο Δημήτριο στο Καϊμακλί. Ο ήλιος πήγαινε προς τη δύση του εκείνη την ώρα.
Ο Χασάνης ο βοσκός του μόλις είχε μαντρίσει τα πρόβατα και ξαφνιάστηκε όταν είδε το αφεντικό του.
-         Πως τέτοια ώρα εδώ αφεντικό;
-         Έλα Χασάνη, πάρε το γαϊδούρι και πήγαινε αμέσως στο χωριό σου. Να μείνεις εκεί μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα και μετά έρχεσαι.
-         Μα ποιός θα μας πειράξει εμάς; Εμείς μόνο από δουλειά ξέρουμε αφεντικό.
-         Άκου που σου λέω. Να πάρε και τρεις λίρες για τα μεροκάματά σου και όταν καταλαγιάσουν τα πράγματα και έρθεις πίσω θα λογαριαστούμε. Και πούσαι, το γαϊδούρι να το αφήσεις και θα βρει το δρόμο του να επιστρέψει στη μάντρα.
-         Εντάξει αφεντικό. Θα σε δω σε δυο-τρεις μέρες.
Την επομένη που ο παππούς πήγε στη μάντρα του τον υποδέχτηκε το γαϊδούρι του γκαρίζοντας. Βρήκε επίσης γαζωμένο με σφαίρες το άδειο κρεβάτι πάνω στο οποίο κοιμόταν ο Χασάνης τα βράδυα που έμενε στη μάντρα.
Συνήθως λένε για παράπλευρες απώλειες στον πόλεμο. Παράπλευρη απώλεια για τον παππού ήταν το γαϊδούρι του. Στη δεύτερη φάση της εισβολής, όταν έσπασε η γραμμή της Μια-Μηλιάς, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την περιοχή Αγίου Δημητρίου στο Καϊμακλί όπου ήταν η μάντρα. Εκείνη τη μέρα ο παππούς άφησε το γαϊδούρι του στη μάντρα και δεν το ξανάδε ποτέ.

Κ.Α.Χ. 
10.12.2018

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Ο θησαυρός

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Εκείνη τη μέρα ο πατέρας γύρισε πολύ νωρίς από το καφενείο και είπε στη μητέρα μας:
-         Γυναίκα έσπασε η γραμμή της Μια-Μηλιάς και ο τουρκικός στρατός προελαύνει προς την Αμμόχωστο. Πρέπει να φύγουμε για να σωθούμε. Να πάμε προς τον Άγιο Δημήτριο στο Καϊμακλί κι απ΄εκεί στην Αγλαντζιά στην αδελφή σου. Πάω να φέρω το τρακτέρ με την καρότσα. Φώναξε και τους γονείς σου και τα παιδιά του αδελφού μου.
Η μητέρα έκανε το σταυρό της και είπε:
-         Παναγία μου βοήθησέ μας, τί κακό είναι κι αυτό!
Πήγε στην κουζίνα και έφερε ένα τενεκεδένιο κουτί απ΄αυτά που μας έφερνε κάθε Χριστούγεννα ο πατέρας μας με μπισκότα βουτύρου ή σοκολατάκια. ‘Εβαλε στο κουτί τα ασημικά της που ήταν σεμια βιτρίνα στον «ηλιακό» μας. Καπνιστήρι, μερρέχα, έξι κουταλάκια και έξι πηρουνάκια. Έριξε επίσης εκεί τα σκουλαρίκια της και τα σταυρουδάκια που μας είχαν κρεμμάσει στο λαιμό, της αδελφής μου κι εμένα, όταν μας φάφτισαν.
Εκείνη την ώρα μπήκε στον «ηλιακό» η γιαγιά μας. Έβγαλε από την τσέπη της ένα μαντιλάκι  και ξέδεσε τρεις κόμπους.
-         Να πάρε κι αυτές τις τρεις χρυσές λίρες. Τις είχα για το γάμο της εγγονής μου. Όταν γυρίσουμε θα της τα δώσω στο γάμο της.
-         Είμαι μικρή ακόμη γιαγιά για γάμο!
Ο πατέρας μου επέστρεψε και άφισε το τρακτέρ μπροστά στο σπίτι. Πήρε από τη μητέρα το τενεκεδένιο κουτί και με φώναξε να του πάρω την τσάππα. Στάθηκε δίπλα από τον κορμό της λεμονιάς που είχαμε στην αυλή, μέτρησε τρία βήματα και έσκαψε ένα μικρό λάκκο. Εκεί έθαψε το κουτί. Το κουτί με το θησαυρό, όπως είπαμε όλοι.
-         Να θυμάστε όλοι. Τρία βήματα από τον κορμό της λεμονιάς με κατευθυνση το καμπαναριό.
-         Τρία βήματα αλλά με τα μυτερά σου τα παπούτσια, είπε η μητέρα αστειευόμενη.
-         Σε δυο-τρεις μέρες εδώ θα είμαστε και θα ξεθάψουμε το θησαυρό. Θα φορώ τα ίδια παπούτσια.
Κλείσαμε την πόρτα του σπιτιού κι ανεβήκαμε όλοι στην καρότσα του τρακτέρ. Ο πατέρας οδήγησε προς το νότο. Την ώρα που διαταυρώναμε το δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου είδαμε στο βάθος, σε ένα περίπου χιλιόμετρο μακριά τα άρματα των Τούρκων. Ευτυχώς δεν άνοιξαν πυρ και έτσι φτάσαμε στο σπίτι της θείας στην Αγλαντζιά.
Οι δυο-τρεις μέρες έγιναν δεκαετίες. Η γιαγιά πέθανε με το παράπονο που δεν είχε τις τρεις χρυσές λίρες για το γάμο της αδελφής μου.
Συχνά-πυκνά αναφέραμε στην οικογένεια τον κρυμμένο θησαυρό μας και η μυτέρα φύλαξε τα μυτερά παπούτσια του πατέρα μας για να έχει το μέτρο να βρει το θησαυρό όποτε γυρίσουμε στο χωριό μας και το σπίτι μας.
Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα πήγαμε με τον πατέρα μου να δούμε το σπίτι μας. Σ΄αυτό κατοικούσε μια οικογένεια Τουρκοκύπριων που μπορώ να πω μας καλοδέχτηκε. Μας άφησαν να γυρίσουμε όλα τα δωμάτια και να βγούμε στην αυλή. Τα βλέμματά μας πήγαν κατευθείαν στη λεμονιά και το καμπαναριό της εκκλησίας μας. Δεν είπαμε όμως τίποτα, ούτε και κάναμε οτιδήποτε.
Όταν θα φεύγαμε η Τουρκάλα μας είπε:
-         Να πείτε και της μάνας σας να έρθει γιε μου.
Η μητέρα μου δεν ήθελε να πάει. Δεν ήθελε να πάει σαν ξένη στο σπίτι της. Το σπίτι όπου παντρεύτηκε και γέννησε τα παιδιά της. Με τα πολλά όμως και με την ανάγκη τελικά να βρούμε το θησαυρό την πείσαμε και μια Κυριακή ξαναπήγαμε στο χωριό μας. Η μητέρα μου μάλιστα πήρε και τα μυτερά παπούτσια του πατέρα μου που ήταν η μεζούρα μας για το θησαυρό.
Μπήκαμε στον «ηλιακό» και βγήκαμε στην αυλή. Σταθήκαμε με δέος μπροστά στη λεμονιά. Μας είδε η Τουρκάλα και φώναξε στη μητέρα μου:
-         Έλα κοκόνα μου. Έλα στη κουζίνα.
Πήγαμε όλοι στην κουζίνα και η γυναίκα έβγαλε από ένα μικρό ερμάρι ένα τενεκεδένιο κουτί. Ήταν αυτό που θάψαμε κάτω από τη λεμονιά όταν φεύγαμε από το σπίτι μας για να γυρίσουμε σε δυο-τρεις μέρες. Η Τουρκάλα το άνοιξε και είπε στη μητέρα μου:
-         Έλα κοκόνα μου. Είναι δικά σου αυτά. Κοίταξε να μου πεις αν είναι όλα όπως τα άφησες.
-         Ναι είναι όλα όσα αφήσαμε. Ευχαριστώ!
-         Το Θεό μόνο να ευχαριστείς. Δεν τόκανε η καρδιά μου να πάρω ξένα ασημικά και χρυσαφικά. Άφησα κι εγώ μια «αμπούστα» με πέντε χρυσές και πενήντα χάρτινες λίρες σε μια «δόμη» στο χωριό μου, στο Μαρί. Δεν ξέρω αν θα με αξιώσει ο Θεός να τα βρω.
Φύγαμε από το χωριό μας με το θησαυρό μας. Καθώς πηγαίναμε προς την έξοδο του χωριού η μητέρα μου είπε στον πατέρα:
-         Σταμάτα να πετάξω αυτά τα μυτερά παπούτσια. Δεν τα χρειαζόμαστε πια.
Κ.Α.Χ.

6.12.2019