Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Οι αχθοφόροι

ΟΙ ΑΧΘΟΦΟΡΟΙ
Με το φίλο μου το Βάκη πήγαμε για καφέ σε μια καφετέρια στην Έγκωμη Λευκωσίας, εκεί που το Χειμώνα γίνεται μάχη για το ποιος θα καθίσει όσο το δυνατό πιο κοντά στο τζάκι και το καλοκαίρι ποιος θα εξασφαλίσει θέση έξω στον κήπο. Σε λίγο, όταν θα αρχίσουν να λειτουργούν τα κλιματιστικά, θα αρχίσουν να γίνονται μάχες για το ποιος θα βρει θέση εντός! Πήραμε το φραπέ μας και πιάσαμε την κουβέντα. Τότε ο Βάκης μου λέει:
-          Είδες οι αχθοφόροι που τα κατάφεραν;
-          Τι κατάφεραν;
-          Να πάρουν λεφτά!
-          Ναι, αγαπητέ μου φίλε τα κατάφεραν να πάρουν σχεδόν ένα εκατομμύριο Ευρώ ο καθένας τους.
-          Μα τόσα πολλά;
-          Ναι, υπάρχουν 31 αχθοφόροι, μάλλον πρέπει να λέμε δήθεν αχθοφόροι, στο λιμάνι Λεμεσού και η Κυβέρνηση θα τους μοιράσει 27,5 εκατομμύρια Ευρώ. Λεφτά του φορολογούμενου πολίτη, τα οποία θα μοιράσει μια κυβέρνηση που κλαίεται ότι δεν έχει λεφτά να δώσει σε όσους πρέπει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.
-          Και δεν υπάρχει κάποιος να φωνάξει εναντίον αυτής της κατάστασης;
-          Ξέρεις ότι το επάγγελμα του αχθοφόρου είναι κλειστό. Πήραν μερικοί με τη βοήθεια των κομμάτων άδειες και μετά δεν επέτρεπαν σε κανένα άλλο να πάρει άδεια. Έφτασαν μέχρι του σημείου να δίνουν για προίκα στην κόρη τους την άδεια του αχθοφόρου και ο γαμπρός τους στη συνέχεια έπαιρνε την άδεια του πεθερού! Τώρα οι πολιτικοί μας αφού πρώτα δημιούργησαν ένα κατεστημένο πάνω στο οποίο δεν τολμούν να αγγίξουν, να πληρώνουν με τα λεφτά του λαού για να πάρουν πίσω τις άδειες και να μπορέσουν έτσι να προχωρήσουν με τη φιλελευθεροποίηση της λειτουργίας των λιμανιών.
-          Άκουσα ότι έχουν ένα πλούσιο Ταμείο Προνοίας.
-          Ναι,  έχουν εκατομμύρια στο Ταμείο τους και μάλιστα ο Δήμος Λεμεσού έπαιρνε δάνεια από το Ταμείο τους με αρκετά καλό για το Ταμείο επιτόκιο και με εγγύηση της κυβέρνησης. Κάποτε ήταν αχθοφόροι, μετέφεραν δηλαδή φορτία. Ήταν οι γνωστοί μας χαμάληδες που φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα πλοία μεταφέροντας στους ώμους και στην πλάτη τους φορτία. Μάλιστα είχαν στο κεφάλι και στην πλάτη μια κουκούλα πάνω στην οποία έβαζαν το φορτίο. Μετά ήρθαν οι γερανοί και οι χαμάληδες έγιναν αχθοφόροι. Κάθονται λοιπόν τώρα στην καντίνα του λιμανιού, ξεφορτώνει ο γερανός και εισπράττουν «αχθοφορικά» ανάλογα με το βάρος του φορτίου! Έτσι δουλειά θα την ήθελε ο καθένας!
-          Πριν μερικές βδομάδες έκλεισαν το λιμάνι.
-          Για να πιέσουν να πάρουν τα εκατομμύρια. Έτσι γίνεται όταν έχεις κλειστά επαγγέλματα και μάλιστα σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας. Οι αχθοφόροι κατάντησαν άχθος αρούρης!
-          Δηλαδή, τι σημαίνει αυτό;
-          Είναι Ομηρική φράση που σημαίνει βάρος της γης και λέγεται για τον άνθρωπο που δεν είναι χρήσιμος και παράλληλα παρασιτεί σε βάρος των άλλων!
Κ.Α.Χ.

29.6.2015  

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Για καφέ και παγωτό στην Κερύνεια

ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΠΑΓΩΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Σήμερα οι νέοι πρώτα αποκτούν αυτοκίνητο, με τα λεφτά του μπαμπά και της μαμάς και μετά αποκτούν άδεια (δίπλωμα) οδήγησης. Στην εποχή μας. όταν είμαστε νέοι, αποκτούσαμε το δίπλωμα και μετά από χρόνια, όταν αρχίζαμε να βγάζουμε μεροκάματο, φυσικά και με κάποιο «τσοντάρισμα» των γονιών μας, αποκτούσαμε αυτοκίνητο. Θα μου πείτε τώρα, τί το θες το δίπλωμα άμα δεν έχεις αυτοκίνητο; Και όμως, τότε μαζευόμασταν τρεις-τέσσερεις φίλοι και νοικιάζαμε αυτοκίνητο για να πάμε καμιά εκδρομή ή να βγάλουμε τα κορίτσια μας βόλτα!
Λοιπόν πριν αποκτήσω το δικό μου αυτοκίνητο, για να βγάζω βόλτα κανένα κορίτσι και να κάνω τον «σπουδαίο» δανειζόμουν το αυτοκίνητο ενός φίλου, ένα μικρό Mazda, με τον οποίο εργαζόμασταν μαζί στην ίδια εφημερίδα. Όταν του το ζητούσα δεν μου αρνιόταν ποτέ! Μου έδινε τα κλειδιά και έπαιρνε ο ίδιος μια μικρή μοτοσυκλέτα που βρισκόταν στο τυπογραφείο για κοινή χρήση, μια Μobilette. Πάντοτε με αποχαιρετούσε με το στίχο του Νίκου Καββαδία «θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής» …
Δεν έμεινε ο φίλος αυτός ούτε «ιδανικός» μα ούτε και «ανάξιος» εραστής. Μετακόμισε στην Αθήνα και το έριξε στις επιχειρήσεις βγάζοντας πολλά χρήματα! Στην Αθήνα μάλιστα «καλοπαντρεύτηκε», όπως έλεγαν οι γιαγιάδες μας, πήρε δηλαδή κορίτσι από πλούσια αθηναϊκή οικογένεια.
Με τα αυτοκίνητά μας, δικά μας ή δανεικά, βγάζαμε το κορίτσι μας βόλτα η οποία ήταν συνήθως ένας περίπατος στην Κερύνεια, για καφέ και παγωτό. Πηγαίναμε κατά κανόνα τα απογεύματα, τις ώρες δηλαδή που τα κορίτσια μπορούσαν να δικαιολογηθούν ότι «πάνε στις φιλενάδες τους» και γυρνούσαμε πίσω με τη δύση του ήλιου. Τότε, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ξέρω, δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα για να αναζητήσουν οι γονείς τα κορίτσια τους! Σήμερα όμως  που υπάρχουν τα κινητά οι γονείς δεν ενδιαφέρονται να αναζητήσουν τα παιδιά τους!
Πηγαίναμε πρώτα για καφέ σε κάποια καφετέρια του λιμανιού της Κερύνειας, του πιο γραφικού λιμανιού της Κύπρου, που ποτέ δυστυχώς δεν πρόκειται να ξαναγίνει το ίδιο όπως το ξέραμε! Ακόμη και λύση να εξευρεθεί στο Κυπριακό, η Κερύνεια θα είναι υπό Τ/Κ διοίκηση. Θυμάμαι το Malibu και το καφενείο της ΠΑΕΚ. Παρεμπιπτόντως θυμάμαι και κάποιο Κώστα που είχε ένα μαγαζί στο λιμάνι κι επιδιόρθωνε μηχανές σκαφών. Τον συνάντησα στη Λευκωσία μερικά χρόνια μετά την εισβολή με τυλιγμένα μέχρι το γόνατο τα παντελόνια του λες και θα πατούσε στη θάλασσα του λιμανιού να βγάλει κάποια μηχανή από καμιά βάρκα!
Και μετά τον καφέ στο δρόμο του γυρισμού, κάπου εκεί στην οδό Ελλάδος κάναμε στάση για παγωτό το οποίο απολαμβάναμε μέσα στο αυτοκίνητο καθοδόν!
Μιας και ο λόγος για αυτοκίνητα καταγράφω τα αυτοκίνητα που απέκτησα:
Volkswagen 1600 (second hand, στο εξωτερικό)
Fiat 128 (second hand)
Fiat 131 Mirafiori (second hand)
Mitsubishi Lancer
Renault 19
BMW 520 (second hand)
Mercedes E220 (second hand)
Θυμάμαι και το πρώτο φιλί στην Κερύνεια. Ένα φιλί στα κλεφτά αλλά αξέχαστο για μένα! Για το κορίτσι ποιος ξέρει;
Κ.Α.Χ

22.6.2015  

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Μπάνιο στη θάλασσα

ΜΠΑΝΙΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Κολυμπούσαμε στο Ζύγι με το φίλο μου το Βάκη, μόνοι σε παραλία «πριβέ». Δεν υπήρχε εκεί κανένας άλλος λουόμενος. Ο Βάκης στον κόσμο του, σιγοτραγουδούσε «θάλασσα κι αλμυρό νερό, να σε ξεχάσω δεν μπορώ …», αλλά κι εγώ στο δικό μου κόσμο!
Κάθε φορά που μπαίνω στη θάλασσα ο νους μου ταξιδεύει στην «αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας». Η θάλασσα της Κερύνειας ήταν (είναι ακόμη;) η θάλασσα των Λευκωσιατών. Ναι αυτή είναι η θάλασσά «μας». Γεωγραφικά η θάλασσα της Λευκωσίας είναι αυτή της Μόρφου. Όμως άσχετα από τη γεωγραφία η θάλασσα της Κερύνειας είναι η θάλασσα της καρδιάς των Λευκωσιατών!
Εκεί για πρώτη φορά μπήκαμε στη θάλασσα και αποκτήσαμε έμπρακτα τη γνώση για την αλμύρα του θαλασσινού νερού. Εκεί, στα χέρια του πατέρα μας μάθαμε να επιπλέουμε στο νερό και να κολυμπούμε. Εκεί κάναμε τα πρώτα μακροβούτια μας. Εκεί στα νεανικά μας χρόνια αρχίσαμε να βλέπουμε τα κορίτσια με τα μαγιό τους με ένα διαφορετικό τρόπο και σιγά-σιγά καταλάβαμε το γιατί!
Πριν ακόμη αποκτήσουμε στην ευρύτερη οικογένεια αυτοκίνητο, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη θάλασσα της Κερύνειας με τα λεωφορεία της γραμμής του Κατσελλή ή του Τσέντα. Αρχικά πηγαίναμε από την τουρκική συνοικία, το Κιόνελι και το Μπογάζι. Μετά έγιναν οι διακοινοτικές ταραχές και πηγαίναμε γύρω, από τη Μύρτου. Κάποτε όμως, όταν ταίριαζαν οι ώρες πηγαίναμε από την κανονική διαδρομή με το «κονβόι» των Ηνωμένων Εθνών.
Ο τόπος που πηγαίναμε για μπάνιο ήταν στο «πέντε μίλι», εκεί που κατέβηκαν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, ή στο «έξι μίλι» στο κέντρο Κλέαρχος. Πηγαίναμε με το λεωφορείο το οποίο ερχόταν και μας έπαιρνε στην καθορισμένη ώρα που του έλεγαν οι γονείς μας ότι θέλαμε να επιστρέψουμε πίσω στη Λευκωσία. Ερχόταν μέχρι το κέντρο και «έπαιζε μπουρού» για να τον ακούσουν οι επιβάτες και να μπουν στο λεωφορείο.
Στα κέντρα τότε δεν παραγγέλναμε φαγητό. Το φαγητό μας το παίρναμε από το σπίτι, συνήθως κεφτέδες ή μακαρόνια παστίτσιο, σαλάτες και φρούτα. Από το κέντρο παίρναμε εμείς τα παιδιά αναψυκτικά και οι μεγάλοι μπύρες. Πλήρωναν οι γονείς μας τα ποτά και το «ενοίκιο» του τραπεζιού που αν θυμάμαι καλά ήταν πέντε σελίνια.
Κάποτε ένας από τους θείους μου απέκτησε αυτοκίνητο, ένα «Φίατ 1100» και μερικές φορές πηγαίναμε για μπάνιο όλοι μαζί μ’ αυτό το αυτοκίνητο. Δυο οικογένειες, σύνολο εννιά άτομα. Πολλές φορές διερωτώμαι πώς χωρούσαμε τόσα άτομα σε ένα αυτοκίνητο.
Απέναντι από το «έξι μίλι» είχαμε σε ένα χωράφι τη χαρουπιά «μας». Εκεί πηγαίναμε το μεσημέρι για φαγητό πάνω στις απλωμένες κουρελούδες. Μετά το φαγητό οι μεγάλοι το έριχναν στην ξεκούραση και τραβούσαν και κανένα υπνάκο. Εμείς τα παιδιά συνεχίζαμε το παιγνίδι.
Θυμάμαι ότι δεν διασταυρώναμε το δρόμο Καραβά-Λαπήθου-Κερύνειας αλλά περνούσαμε κάτω από ένα γεφύρι του δρόμου. Εκεί μετά το γεφύρι υπήρχε μια πηγή με κρύο νερό και από κάτω σχηματιζόταν μια λιμνούλα. Σ’ εκείνη τη λιμνούλα έβαζαν όλοι οι εκδρομείς τα καρπούζια τους για να κρυώσουν. Τα βάζαμε μόλις φτάναμε και τα παίρναμε μόλις τελειώναμε το μεσημεριανό. Ο καθένας έπαιρνε το δικό του. Για να το ξεχωρίζει χάρασσε τα αρχικά του ονόματός του πάνω στο καρπούζι!
Εκείνη την εποχή δεν είχαμε σκουπίδια να αφήσουμε πίσω μας. Οι μαμάδες μάζευαν τα πιάτα, τις πετσέτες και όλα τα άλλα. Δεν υπήρχαν ούτε πλαστικά μπουκάλια, ούτε τενεκεδάκια. Ακόμη και τα φύλλα του καρπουζιού τα φέρναμε πίσω, είτε για τις κότες της αυλής της γιαγιάς, είτε για να κάνει γλυκό του καρπουζιού η μαμά!
Έτσι καθώς κολυμπώ στη θάλασσα στο Ζύγι σκέφτομαι και τι δε θα έδινα να ξαναβρεθώ στο «έξι μίλι» της Κερύνειας, να καθίσω και πάλι στο βράχο «μου», εκεί που περνούσα ώρες ονειρευόμενος τον πειρατή της Καραϊβικής να πηδά σε ξένα καράβια, να τα ληστεύει και να παίρνει μαζί του το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου!
Κ.Α.Χ.

19.6.2015   

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας

«Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΙ Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ»
Τελειώσαμε το φραπέ μας στο περίπτερο του κοινοτικού πάρκου Ζυγίου και πήραμε το δρόμο προς τη μαρίνα. Καθοδόν βρεθήκαμε μπροστά από μια καφετέρια με το φανταχτερό όνομα που θα ταίριαζε για όνομα καφετέριας σε πόλη, το «So café», οπότε μου λέει ο φίλος μου ο Βάκης:
-          Δεν πίνουμε ακόμη ένα καφέ;
-          Και δεν πίνουμε!
Καθίσαμε με θέα και πάλι τη θάλασσα, παραγγείλαμε τους καφέδες μας και άρχισα την κουβέντα!
-          Βάκη, ξέρεις τι μου θύμισε ο διάλογός μας πριν καθίσουμε στην καφετέρια, εκείνο το «δεν πίνουμε … και δεν πίνουμε»;
-          Πού να ξέρω; Για λέγε!
-          Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος σύχναζαν στην καφετέρια «Φλόκα» στην Πανεπιστημίου. Περνούσαν εκεί ώρες και ώρες κουβεντιάζοντας και πίνοντας τον καφέ τους. Εκεί το γκαρσόνι κατά διαστήματα περνούσε διακριτικά κυλώντας ένα αμαξάκι με γλυκά και όποιος από τους θαμώνες επιθυμούσε έπαιρνε το γλυκό που του άρεσε. Όταν το αμαξάκι έφτανε μπροστά τους, έλεγε ο Μάνος στο Νίκο:
«Νίκο, δεν παίρνουμε μια πάστα;» και ερχόταν η απάντηση.
«Και δεν παίρνουμε, Μάνο;»
΄Υστερα από καμιά ώρα νάτο και πάλι το αμαξάκι με τα γλυκά μπροστά τους.
«Μάνο, δεν παίρνουμε μια σοκολατίνα;» και ερχόταν η ίδια απάντηση πάλι.
«Και δεν παίρνουμε, Νίκο;»
-          Ωραία αλλά θύμισέ μου τώρα εκείνο το μύθο του Αισώπου «Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας» που μου ανέφερες όταν είμαστε στο κοινοτικό πάρκο γιατί δε τον θυμάμαι καθόλου!
-          Λοιπόν, παρόλο που πετάγεσαι σε άλλο θέμα, στα αρχαία Ελληνικά ο μύθος τιτλοφορείται «Τέττιξ και μύρμηξ» και περίπου έχει ως εξής: Το καλοκαίρι ο τζίτζικας κάθεται στο δέντρο και τραγουδάει ανέμελα διασκεδάζοντας. Κάτω στη γη τα μυρμήγκια εργάζονται ασταμάτητα μαζεύοντας και αποθηκεύοντας σπόρους για να έχουν τροφή κατά τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Ήρθε λοιπόν ο χειμώνας και τα μυρμήγκι είχε τροφή ενώ ο τζίτζικας πεινούσε και πήγε στο μυρμήγκι και ζήτησε λίγη τροφή. Το μυρμήγκι το ρώτησε: «Τι έκανες όλο το καλοκαίρι και δε μάζευες τροφή;» «Τραγουδούσα» του απάντησε. «Τότε ήρθε η ώρα να αρχίσεις να χορεύεις!»
-          Κάποια παροιμία μου θυμίζει αυτός ο μύθος!
-          «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν!»
-          Ναι αυτή είναι!
-          Σημείωσε φίλε Βάκη ότι ο Αίσωπος δεν έγραψε ούτε μια πρόταση στη ζωή του. Διηγιόταν τις ιστορίες του και αυτές σώθηκαν από στόμα σε στόμα! Σήμερα οι μύθοι του Αισώπου κυκλοφορούν σε βιβλία εικονογραφημένα και πολλοί έχουν γίνει και ταινίες κινουμένων σχεδίων. Στην παιδική μου ηλικία θυμάμαι ότι η μητέρα μου μού είχε αγοράσει ένα βιβλίο με τους μύθους του Αισώπου που το είχα διαβάσει πολλές φορές. Δεν το χόρταινα!
Κ.Α.Χ.
18.6.2015


Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ο τζίτζικας

O TZITZIKAΣ
Με το φίλο μου το Βάκη καθόμαστε κάτω από τη σκιά ενός δέντρου στο κοινοτικό πάρκο Ζυγίου και απολαμβάνουμε γουλιά-γουλιά το φραπέ μας. Ατενίζοντας το «απέραντο γαλάζιο της θάλασσας» κατά που λεν και οι δημοσιογράφοι στις ανταποκρίσεις τους από τις παραλιακές μας πόλεις ή όπως γράφουν και οι μαθητές της τρίτης Λυκείου στις εκθέσεις τους στα Νέα Ελληνικά. Στο βάθος βλέπουμε και τη μαρίνα Ζυγίου με τις ψαρόβαρκες και τα κότερα με τα ψηλά τους κατάρτια.
-          «Τα αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», λέει ο φίλος μου ο Βάκης, έτσι ουρανοκατέβατα!
-          Τα τζιτζίκια δε σ’ αφήνουνε να απολαύσεις το φραπέ σου στο Ζύγι! Αυτό είναι που ταιριάζει καλύτερα εδώ που καθόμαστε, φίλε μου!
-          Δε μου λες, υπάρχει διαφορά μεταξύ τζίτζικα, ζίζιρου, που λέμε εδώ στην Κύπρο, και κάκαρου;
-          Κάποιος θα σου πει ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Εγώ πάντως όταν είμαστε μικρά παιδιά και κυνηγούσαμε τζιτζίκια έβλεπα διαφορά μεταξύ τζίτζικα και κάκαρου.
-          Σαν ποιά διαφορά;
-          Ο κάκαρος είναι λιγάκι πιο μεγάλος από το τζίτζικα και λιγάκι πιο ανοιχτόχρωμος.
-          Άλλη διαφορά;
-          Στη μελωδία! Ο τζίτζικας κάνει «ζι-ζι» ενώ ο κάκαρος «κα-κα»!
-          Δηλαδή είσαι σωστός «ζιζιρολόγος»!
-          Βάκη, μη συμπεριφέρεσαι σαν ζίζιρος! Λοιπόν θυμάσαι που μαζεύαμε τα τζιτζίκια και τα βάζαμε σε ένα άδειο σπιρτόκουτο;
-          Ναι βέβαια.
-          Και μετά πηγαίναμε στης γιαγιάς μου το σπίτι και τα δίναμε στους γάτους που τα άρπαζαν με ένα σάλτο στον αέρα!
-          Μερικές φορές τους κόβαμε το ένα φτερό και τα αφήναμε στους γάτους που πριν τα καταβροχθίσουν έπαιζαν για λίγο μαζί τους.
-          Βάκη θυμάσαι που υπήρχε στο Καϊμακλί ένας μπακάλης που τον έλεγαν Κάκαρο; Ξέρεις πώς πήρε αυτό το όνομα;
-          Είναι το επίθετο της οικογένειας!
-          Όχι, το πήρε από τους κάκαρους !
-          Πώς;
-          Ένας ξάδελφος, που λέει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ κάκαρου και τζίτζικα μου διηγήθηκε ότι αυτός ο μπακάλης για να προσελκύει τα παιδιά να ψωνίζουν από κοντά του σκαρφίστηκε το εξής. Είπε στα παιδιά ότι ανταλλάσσει κάθε  τζίτζικα με μια καραμέλα. Τα παιδιά του έπαιρναν ας πούμε δέκα τζιτζίκια και αυτός ξεχώριζε μόνο ένα λέγοντας του! «Αυτοί οι εννιά είναι ζίζιροι! Μόνο αυτός είναι κάκαρος» και έτσι του έδινε μόνο μια καραμέλα! Από τότε του έμεινε το Κάκαρος και όλοι οι απόγονοί του έχουν αυτό το επίθετο! Να σου πω και μια φράση το τζίτζικα που λέμε τώρα το καλοκαίρι;
-          Ακούω.
-          Σκάει ο τζίτζικας, λέμε όταν κάνει αφόρητη ζέστη και ξέρεις γιατί;
-          Για λέγε!
-          Δυο φίλοι κάθονται στη ζέστη του καλοκαιριού κάτω από ένα δέντρο. Επικρατεί απόλυτη ησυχία όταν ξαφνικά ακούγεται ένας θόρυβος. «Τι γίνεται;» ρωτά ο ένας. «Έσκασε κανένας τζίτζικας!» του απαντά ο άλλος . Υπάρχει και ο μύθος του Αισώπου «Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας» αλλά μία άλλη φορά! Πιες τώρα το φραπέ σου κι απόλαυσε ησυχία!
Κ.Α.Χ.

17.6.2015

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά

«Η ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΗ ΑΡΧΟΝΤΙΑ!»
Με το φίλο μου το Βάκη βρεθήκαμε χτες και πρωί-πρωί ξεκινήσαμε για το Ζύγι, έτσι για αλλαγή, για μπάνιο, καφέ και ψάρι! Μετά το μπάνιο στη θάλασσα σε παραλία «πριβέ» και πριν το μεσημεριανό, επισκεφθήκαμε τη μαρίνα ή το αλιευτικό καταφύγιο που κατασκευάστηκε πριν μερικά χρόνια και έγινε πραγματικό στολίδι προσδίδοντας ιδιαίτερη θαλασσινή γοητεία σ’ αυτό το μικρό αλλά γραφικό ψαροχώρι. Δυστυχώς όμως διαπιστώσαμε τον ανύπαρκτο πολιτισμό μας! Τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν και να σταθμεύουν παντού. Πινακίδες ριγμένες κάτω γιατί προφανώς δεν άρεσε το περιεχόμενό τους σε κάποιους! Ακαθαρσίες όπου και να κοιτάξεις λες και από τότε που κατασκευάστηκε το λιμανάκι κανένας δε φρόντισε να το καθαρίσει έστω και μια φορά! Τα ντεπόζιτα για τα άχρηστα μηχανέλαια χωρίς καλύμματα, κάποιος τα αφαίρεσε πιθανόν για προσωπική του χρήση. Πιο πέρα ένα φωτιστικό σπασμένο. Κυρίως όμως το νερό της θάλασσας μολυσμένο. Γεμάτο ακαθαρσίες, μηχανέλαια και πλαστικά μπουκάλια.
Στο σημείο ανέλκυσης και καθέλκυσης σκαφών υπάρχουν δύο πινακίδες με την ένδειξη «απαγορεύεται η στάθμευση». Και όμως μέτρησα έξι αυτοκίνητα σταθμευμένα εκεί. Τη διπλανή πλατεία της μαρίνας «κοσμεί», εδώ και δέκα μήνες, όπως μου είπαν οι ντόπιοι, ένα τεράστιο «κλουβί» για ψάρια, από κάποιο ιχθυοτροφείο.
Και το σκανδαλώδες; Το κράτος ξόδεψε εκατομμύρια για την κατασκευή της μαρίνας για να επωφεληθεί ένας ιδιώτης. Συγκεκριμένα ένας ιδιώτης εστιάτορας που επεκτάθηκε στο δημόσιο χώρο κατασκευάζοντας δυο καλυμμένους χώρους και ένα ακάλυπτο με καμιά διακοσαριά τραπεζάκια. Μόνιμες εγκαταστάσεις που αποκλείεται να έχουν δοθεί γι’ αυτές άδειες ή αν έχουν δοθεί τότε θα πρέπει ο Γενικός Ελεγκτής να αναλάβει δράση!
Δίπλα στη μαρίνα λειτουργούν τρεις-τέσσερεις ψαροταβέρνες, κοντά στο κύμα, καθαρές και περιποιημένες, έτοιμες να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες, ντόπιους και ξένους. Όμως ως εκεί. Δίπλα από τους καθαρούς χώρους των εστιατορίων, οι  χώροι στάθμευσής τους, είναι γεμάτοι αγριόχορτα, πλαστικές μπουκάλες και σακούλες, χαρτιά και τενεκεδάκια. Θυμήθηκα από το Ευαγγέλιο το «έξωθεν κεκονιασμένοι και μέσα γεμάτοι οστά»! Το χειρότερο και αξιοκατάκριτο είναι πως κανένας δε νοιάζεται για την καθαριότητα, ούτε οι εστιάτορες, ούτε το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Κάποτε ταξιδεύοντας με αεροπλάνο των πάλαι ποτέ Κυπριακών Αερογραμμών, μετροφυλλούσα το περιοδικό της εταιρίας και έπεσα πάνω σε ένα κείμενο που σύστηνε στους επισκέπτες να επισκεφθούν «το μικρό γραφικό ψαροχώρι του Ζυγίου για να απολαύσουν τις φυσικές του ομορφιές και το καλό ψάρι». Διερωτώμαι με ποιες εντυπώσεις θα φεύγουν οι τουρίστες απ’ εκεί που μετά το ωραίο τους γεύμα ή δείπνο σε κάποιο εστιατόριο πέφτουν πάνω στα αγριόχορτα και στα σκουπίδια! Πάντως πρέπει να πω πως κάθε φορά που βλέπω φωτογραφίες από την Κύπρο σε περιοδικά νομίζω πως είμαι από άλλο πλανήτη! Πώς τα καταφέρνουν οι φωτογράφοι και βρίσκουν τόσο ωραία τοπία και αποκρύβουν τα σκουπίδια, είναι απορίας άξιον!
Καθίσαμε λοιπόν με το φίλο μου το Βάκη σε μια καφετέρια για φραπέ. Δεν διέφερε από τις καφετέριες της πόλης παρά μόνο σε ένα πράγμα. Στην τιμή του καφέ που ήταν κατά ένα με ενάμιση Ευρώ χαμηλότερη!
-          Θυμάσαι φίλε Βάκη  που μαθαίναμε στο δημοτικό σχολείο, το Αρρεναγωγείο, ότι «η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά»;
-          Και βέβαια το θυμάμαι! Μας το επαναλάμβανε συχνά-πυκνά ο δάσκαλός μας.
-          Βλέποντας όμως όλες αυτές τις ακαθαρσίες καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει  πλέον καθόλου αρχοντιά σ’ αυτόν εδώ τον τόπο! Σκέφτομαι και κάτι άλλο φίλε μου πολύ θετικό. Η μαρίνα Ζυγίου αποτελεί ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο ότι οι επενδύσεις δημιουργούν και νέες δραστηριότητες και ευκαιρίες απασχόλησης. Για παράδειγμα «ξεφύτρωσαν» χώροι «διαχείμανσης» σκαφών, εργαστήρια επισκευής τους και άλλα παρεμφερή. Μέχρι που όπως μου είπαν οι κάτοικοι λειτουργεί και υπηρεσία παράδοσης για σουβλάκια στα σκάφη!
Κ.Α.Χ.

16.6.2015

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Πόσο πουλάνε τον καφέ ...

ΠΟΣΟ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΟΝ ΚΑΦΕ …
Με το φίλο μου το Βάκη καθόμαστε σιωπηροί και απολαμβάνουμε το φραπέ μας στο γνωστό μας «λημέρι», σε καφετέρια της οδού Λήδρας. Σε κάποια στιγμή ακούω το Βάκη να σιγοτραγουδά, ευτυχώς γιατί αν τραγουδούσε δυνατά ή θα μέναμε μόνοι στην καφετέρια ή θα μας έδιωχναν:
«Ένα καράβι από τη Χιο
με τις βαρκούλες του τις δυο
 στη Σάμο πήγε κι άραξε
κι έκατσε και λογάριασε
πόσο πουλάνε τον καφέ
με λίγο γάλα το φραπέ …»
Όταν τελείωσε το «ασμάτιόν» του, τού λέω
-          Το φραπέ το πληρώνουμε στις καφετέριες που πηγαίνουμε από 2,50 Ευρώ μέχρι και 3,20.
-          Καλά πώς καθορίζεται η τιμή του;
-          Οι οικονομολόγοι θα σου πουν ότι η τιμή κάθε προϊόντος καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση και μετά αρχίζουν να σου λεν χίλιες και μια προϋποθέσεις, εξαιρέσεις κλπ, οπότε καταλαβαίνεις ότι ο καθένας βάζει μια τιμή και την κρατά εκεί όταν υπάρχουν «θύματα» να την πληρώνουν!
-          Υπάρχουν όμως και κάποια πράγματα που πρέπει να υπολογίσεις όπως τα υλικά, το ενοίκιο του καταστήματος, οι μισθοί των υπαλλήλων και πολλά άλλα.
-          Βεβαίως υπάρχουν. Η προσφορά και η ζήτηση τα λαμβάνει όλα αυτά υπόψη πριν ι αυτός που τα ακούει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο καθένας κάνει ότι θέλει, φτάνει να μπορεί! Ξέχασες όμως την Κυβέρνηση που είναι συνέταιρος σε όλα τα καταστήματα!
-          Τι εννοείς;
-          Εννοώ το ΦΠΑ, που όσο πιο ψηλή είναι η τιμή πώλησης ενός αγαθού τόσο περισσότερο χαίρεται η κυβέρνηση αφού εισπράττει περισσότερα.
-          Έχεις δίκαιο! Ίσως γι αυτό δεν πολυενδιαφέρεται η κυβέρνηση για τις τιμές των καυσίμων;
-          Μου θύμισες μια ιστορία που ταιριάζει γάντι με αυτά που λες. Θυμάσαι το σουβλατζίδικο πάνω στα τείχη της πόλης που πηγαίναμε κυρίως τα μεσημέρια όταν είχαμε διάλειμμα από τη δουλειά και τρώγαμε σουβλάκια;
-          Θυμάμαι, πώς να το ξεχάσω;
-          Λοιπόν μια φορά πήγα το βράδυ εκεί για σουβλάκια και βρήκα εκείνο τον πρόσχαρο και χαμογελαστό ιδιοκτήτη του καταστήματος να έχει τα νεύρα, σχεδόν να μη μιλιέται, ούτε για παραγγελία. Τον ρώτησα τι έχει και μου απάντησε. «Ήταν εδώ μέχρι πριν λίγο οι επιθεωρητές του ΚΟΤ». «Βρήκαν τίποτα λάθος;» «Όχι προς Θεού, έχω τα πάντα εντάξει και εφαρμόζω όλους τους κανόνες υγιεινής!» «Τότε τι έγινε και είσαι όλος μέσα στα νεύρα;» «Πουλάω τη μπύρα όπως ξέρεις 15 σελίνια το μπουκάλι και προσπαθούσαν να με πείσουν να ανεβάσω την τιμή στα 25 σελίνια όπως την έχουν οι άλλοι εδώ τριγύρω». «Καλά τι τους νοιάζει αυτούς πόσο θα πουλάς εσύ τη μπύρα στο σουβλατζίδικό σου;» Δεν κατάλαβες! Ο ΚΟΤ εισπράττει  3% πάνω στις πωλήσεις. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφάλιζαν τις αυξήσεις τους  και τα άλλα τους ωφελήματα οι υπάλληλοι!» Λοιπόν φίλε Βάκη όπως καταλαβαίνεις τις τιμές τις καθορίζει η προσφορά και η ζήτηση!
  Κ.Α.Χ.

 12.6.2015

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Στην παλιά πόλη

ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ
Απόγευμα και ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά. Κόβω βόλτες στην παλιά πόλη με τα πόδια αλλά και νοερά, από τα μεσαιωνικά τείχη μέχρι τη γραμμή κατοχής την, «πράσινη γραμμή». Από το εργοτάξιο της πλατείας (Μεταξά παλαιότερα, Ελευθερίας μετά τη σκλαβιά της μισής πόλης και της μισής πατρίδας) μέχρι το οδόφραγμα της οδού Λήδρας περπατώ πέντε λεπτά και σταματώ. Από το οδόφραγμα μέχρι την πύλη της Κερύνειας άλλα πέντε λεπτά περπάτημα. Δηλαδή ζούμε σε μια πόλη με διάμετρο δέκα λεπτών περπάτημα! Και όμως περπατάμε τα πέντε «μας» λεπτά στη μια πλευρά της πόλης και κάποιοι άλλοι περπατάνε τα πέντε «τους» λεπτά στην «άλλη πλευρά». Τα λεπτά μας, τα λεπτά τους! Η μια πλευρά και η άλλη πλευρά! Όλα κι όλα δέκα λεπτά περπάτημα και τα κάναμε πέντε και πέντε. Περπατάμε πέντε λεπτά, μηδενίζουμε το χρονόμετρο και μετράμε τα άλλα πέντε. Το χρονόμετρο το μηδενίζει η αναμονή για επίδειξη ταυτότητας, για έλεγχο στην ίδια την πόλη μας των δέκα λεπτών διαμέτρου! Είτε από τη μια πλευρά ξεκινήσεις, είτε από την άλλη, το χρονόμετρο μηδενίζεται …
Απομακρύνομαι από τη βιτρίνα της πόλης, την οδό Λήδρας και χάνομαι στα στενά δρομάκια πίσω από το πάλαι ποτέ κινηματοθέατρο «Απόλλων». Τα δρομάκια έρημα. Συνήθως όταν συναντάς ανθρώπους οι περισσότεροι είναι αλλοδαποί, οι εννιά στους δέκα. Περισσότεροι είναι οι γάτοι που ξεπετάγονται από τους καλάθους των σκουπιδιών φοβισμένοι από τα ανθρώπινα βήματα που σπανίζουν σ’ αυτά τα δρομάκια. Οι βιτρίνες των καταστημάτων κλειστές χωρίς εμπορεύματα, σκονισμένες ή βαμμένες με μπογιά γιατί πολλά από αυτά ενοικιάζονται κυρίως σε αλλοδαπούς που τα έχουν μετατρέψει σε κατοικίες.
Σταματώ μπροστά από ένα κατάστημα με σπασμένη τη γυάλινη βιτρίνα του. Στα σπασμένα γυαλιά διακρίνω τη λέξη «υφάσματα». Πρέπει να ήταν υφασματοπωλείο σκέφτομαι απ’ όπου και στους παλιούς καλούς καιρούς πολλές κυρίες της πόλης συνήθιζαν να αγοράζουν  υφάσματα της τελευταίας μόδας. Κοιτάζω στον τοίχο και βλέπω μια αφίσα κορνιζαρισμένη και κρεμασμένη ακόμη στον τοίχο. Είναι εκείνη η γνωστή αφίσα που παλαιότερα βλέπαμε σε πολλά καταστήματα της πόλης. «Ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει» με δυο καταστηματάρχες. Ο πρώτος είναι χαρούμενος και καλοντυμένος ενώ ο δεύτερος δυστυχισμένος και με μπαλωμένα ρούχα! Δεν ξέρω αν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος πουλούσε τοις μετρητοίς ή επί πιστώσει όμως η οικονομική κρίση σάρωσε και τους μεν και τους δε!
Δίπλα από την αφίσα βλέπω ένα κόκκινο αστέρι και από κάτω γραμμένο με κόκκινη επίσης μπογιά Comandande Che Guevara . Η επανάσταση που κατάντησε όπως αυτούς που πουλούσαν είτε τοις μετρητοίς είτε επί πιστώσει. Γιατί; Επειδή κάποιοι είχαν φτάσει να πουλούν ακόμη και επανάσταση!
Σε λίγο πάνω από την πόλη θα ανέβει το ολόγιομο φεγγάρι σαν ένας ακόμη λαμπτήρας του δημαρχείου. Η βιτρίνα της παλιάς πόλης, η Λήδρας και Ονασαγόρου θα γεμίσουν με κόσμο που θα κάθεται στις καφετέριες και στις ταβέρνες και θα απολαμβάνει ποτό και φαγητό. Θα συζητά πολλά και διάφορα καθημερινά. Και όμως θα υπάρχει και η άλλη πόλη στους παράδρομους αλλά και η άλλη πόλη της άλλης πλευράς …
Το φεγγάρι απ’ όποια πλευρά και να το δεις είναι το ίδιο …
Κ.Α.Χ

8.6.2015

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Γ'αμος εγένετο ...

ΓΑΜΟΣ ΕΓΕΝΕΤΟ …
Παρασκευή πρωί (τρόπος του λέγειν δηλαδή, δέκα η ώρα) και βρίσκομαι με το φίλο μου το Βάκη σε καφετέρια της οδού Λήδρας. Τα φραπέ σε πρώτη ζήτηση. Ο Βάκης μου φαίνεται λιγάκι κουρασμένος.
-          Τι έχεις Βάκη;
-          Τίποτα! Χτες πήγα σε δυο γάμους, ένα στη Λευκωσία και ένα στη Λεμεσό!
-          Μα χτες ήταν Πέμπτη!
-          Γάμοι γίνονται και τις Πέμπτες για να προλαβαίνουν οι εκκλησίες!
-          Ποιοί ήταν οι μελλόνυμφοι και έπρεπε να πας και στους δυο γάμους;
-          Τους νεόνυμφους, πλέον, δεν τους ξέρω! Πρώτη φορά τους είδα στο γάμο και μάλλον και η τελευταία! Οι νεαροί ακολουθούν τη δική τους ξεχωριστήπορεία στη ζωή.
-          Α. τόσο καλή σχέση!
-          Στον πρώτο γάμο με κάλεσε ένας «ψευτοσυγγενής» και έπρεπε να πάω. Κατ’ ακρίβεια άφησε το προσκλητήριο σε κάποιο άλλο συγγενικό πρόσωπο για να μου το δώσει!
-          Και σου το έδωσε;
-          Όχι μου το υπαγόρευσε από το τηλέφωνο!
-          Τότε γιατί δεν έστειλες κι εσύ τις ευχές σου μέσω αυτού του συγγενικού προσώπου και να πάτε πάτσι;
-          Μα γίνονται αυτά τα πράγματα φίλε μου; Πήγα λοιπόν εκεί, ευχήθηκα και έφυγα γρήγορα-γρήγορα για να προλάβω τον άλλο γάμο στη Λεμεσό! Μάλιστα έτρεχα για να προλάβω και με έγραψε η τροχαία για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας στον αυτοκινητόδρομο. Τους εξήγησα ότι πηγαίνω σε γάμο και η απάντηση ήταν «μόνο αν ήσουν ο γαμπρός θα στο χαρίζαμε το πρόστιμο»!
-          Πρέπει να ήσουν πολύ υποχρεωμένος για να πας σ’ αυτό το γάμο στη Λεμεσό!
-          Όχι, με κάλεσε ένας παλιός συνάδελφος.
-          Πρέπει να ήταν πολύ «κολλητός» σου που λένε και οι νέοι σήμερα για να έρθει στη Λευκωσία να σε καλέσει στο γάμο.
-          Όχι, όχι, μου έστειλε το προσκλητήριο με το ταχυδρομείο!
-          Τότε θα έπρεπε να του στείλεις κι εσύ τις ευχές σου ταχυδρομικώς, άντε σε φάκελο με προτεραιότητα!
-          Μα γίνονται αυτά τα πράγματα φίλε μου;
-          Γίνονται, δε γίνονται, οι δυο γάμοι χτες σου στοίχισαν περίπου 250 Ευρώ!
-          Όχι, εκατό Ευρώ. Έβαλα στο κάθε φακελάκι από 50 Ευρώ!
-          Πρέπει όμως να υπολογίσεις και το πρόστιμο για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας, τα καύσιμα για Λεμεσό και επιστροφή και διάφορα άλλα έξοδα, όπως π.χ. τους καφέδες στο ξενοδοχείο κλπ. Αν επιχειρούσε η κυβέρνηση να αποκόπτει από τη σύνταξή σου για δώδεκα βδομάδες από 50 Ευρώ τη βδομάδα για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης τότε «θα σηκωνόσουν να βγεις στους δρόμους με σημαίες και με ταμπούρλα για να διεκδικήσεις ψωμί»! Την ελευθερία την αφήνω για κάποια άλλη φορά! Η ουσία σε τελευταία ανάλυση των γάμων που πήγες ήταν το φακελάκι με τα 50 Ευρώ! Τουλάχιστο θα πιάσουν τόπο τα Ευρώ σου;
-          Δεν ξέρω για τη Λευκωσία. Για τη Λεμεσό όμως ξέρω ότι ο πατέρας της νύφης είχε διαχωρίσει πριν καμιά δεκαριά χρόνια καμιά τριανταριά οικόπεδα στην Αγία Φύλα!
-          Η εισήγησή μου φίλε Βάκη είναι να γράφουν στα προσκλητήρια και ένα αριθμό τραπεζικού λογαριασμού να εμβάζουμε τα χρήματα (το «ξημέρωμα», όπως έλεγαν παλιά) και έτσι να γλυτώνουμε από την ταλαιπωρία!
-          Υπερβολικός όπως πάντα φίλε μου!
Κ.Α.Χ.
6.6.2015


Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Η φωνή των ζώων

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
(Εβδομαδιαία εφημερίδα των ζώων του δάσους)
(Καταγράφω ακόμη ένα παραμύθι από αυτά που αυτοσχεδίαζα και έλεγα στις κόρες   μου όταν ήταν μικρές. Το τελευταίο που θυμάμαι …)
Ο κυρ σκίουρος εκείνη την Κυριακή έφυγε από το δάσος και πήγε στο πάρκο της πόλης με μικρά-μικρά βήματα αλλά γρήγορα. Εκεί σκαρφάλωνε στις βαλανιδιές και απολάμβανε βαλανίδια χωρίς να τον ενοχλεί κανένας. Τα παιδάκια έπαιζαν με το τόπι, άλλα  κυλούσαν στη τσουλήθρα και άλλα έκαναν «σούσα μπέλλα» στις κούνιες. Οι γονείς τους κάθονταν στα παγκάκια και τα παρακολουθούσαν φωνάζοντάς τα που και που να προσέχουν να μη κτυπήσουν! Σε κάποια στιγμή ακούει ο κυρ-σκίουρος κάποιο κύριο με μια μεγάλη τσάντα στον ώμο να φωνάζει:
-          Εφημερίδες! Εφημερίδες! Τα τελευταία νέα! Εφημερίδες …
 Ένας άλλος κύριος που ήταν εκεί με τα δυο του κοριτσάκια σηκώθηκε από το παγκάκι όπου καθόταν, έδωσε στον εφημεριδοπώλη κάτι κέρματα και πήρε μια εφημερίδα. Επέστρεψε στο παγκάκι του, άνοιξε την εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει τα τελευταία νέα ρίχνοντας συνεχώς ματιές στα δυο του κοριτσάκια παρακολουθώντας τι κάνουν.
Ο κυρ-σκίουρος που ήταν σκαρφαλωμένος στη βαλανιδιά πάνω από αυτόν τον κύριο με την εφημερίδα, κατέβηκε πιο χαμηλά να δει τι συμβαίνει. Έβαλε τα γυαλιά του, κάτι στρογγυλά γυαλιά με χοντρούς φακούς και μεταλλικό σκελετό και διάβαζε από ψηλά την εφημερίδα. «Πολύ ενδιαφέροντα πράγματα γράφει αυτή η εφημερίδα», σκέφτηκε ο κυρ σκίουρος.
Όταν άρχισε ο ήλιος να δύει, να πάει κι αυτός να κοιμηθεί και να αφήσει τους ανθρώπους και τα ζώα να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν για τις δουλειές της επόμενης μέρας, γύρισε και ο κυρ-σκίουρος στο δάσος στο σπίτι του με φουσκωμένη την κοιλιά από τα πολλά βαλανίδια που έφαγε στο πάρκο. Όλο το βράδυ δεν κατάφερε να κλείσει μάτι. Τον βασάνιζε η φουσκωμένη του κοιλιά αλλά πάνω απ’ όλα οι σκέψεις του. Σκεφτόταν συνέχεια την εφημερίδα που είδε στο πάρκο. Το πρωί με το πρώτο φως του ήλιου πετάχτηκε από το κρεβάτι του και φώναξε!
-          Εύρηκα! Εύρηκα! Θα εκδώσω εφημερίδα με τον τίτλο «Η φωνή των ζώων» και με υπότιτλο «Εβδομαδιαία εφημερίδα των ζώων του δάσους»
«Αμ έπος, αμ έργον» ο κυρ-σκίουρος. Προσέλαβε τρία άλλα μικρά σκιουράκια που μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο και ήξεραν να γράφουν. Αγόρασε από τις σουπιές της θάλασσας το μελάνι τους και μάζεψαν φύλλα από τις μπανανιές πάνω στα οποία θα έγραφαν τα νέα των ζώων του δάσους. Τα πρώτα νέα που έγραφαν ήταν οι γεννήσεις των ζώων. Για παράδειγμα η πρώτη έκδοση έγραφε την είδηση: «Ο κύριος και η κυρία Μαϊμούδη απέκτησαν μικρό μαϊμουδάκι. Να τους ζήσει!»
Ο κυρ-σκίουρος καθιέρωσε και μια στήλη στην οποία έγραφε τα παράπονα των ζώων. Για παράδειγμα έγραψε στην πρώτη έκδοση για το παράπονο όλων των ζώων ότι οι άνθρωποι λερώνουν το νερό της λίμνης απ’ όπου πίνουν νερό τα ζώα του δάσους! Οι άνθρωποι έρχονται εκδρομή στο δάσος και καλά κάνουν να απολαμβάνουν τη φύση, όμως πρέπει να μαζεύουν τα σκουπίδια τους και να μην τα αφήνουν πεταγμένα εδώ κι εκεί!
Στην πρώτη έκδοση της εφημερίδας ο κυρ-σκίουρος έγραψε και για το παράπονο της χελώνας ότι την κοροϊδεύουν τα άλλα ζώα γιατί περπατά πολύ αργά και εμποδίζει την κυκλοφορία! Έγραψε λοιπόν η εφημερίδα «Η φωνή των ζώων» ότι ¨δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε τα άλλα ζώα γιατί το καθένα έχει τις ιδιαιτερότητές του και πρέπει να το αποδεχόμαστε με αυτές. Κανένα ζώο δεν είναι τέλειο!»
Κ.Α.Χ.

3.6.2015