Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ο ΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ

                                                                  Ο ΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ

Κάθισε στην πολυθρόνα του. Στη δική του πολυθρόνα. Σ’ αυτή που κάθεται εδώ και σαράντα χρόνια. Με ψηλή πλάτη έτσι που να ακουμπά το κεφάλι και να ξεκουράζεται και με πλαϊνά χέρια στα οποία ακουμπά τα δικά του. Εκεί ξεκουράζεται καθημερινά. Τώρα τελευταία εκεί, τα βράδια ή τα μεσημέρια του καλοκαιριού, παίρνει και κανένα υπνάκο.
Μόλις είχε επιστρέψει από το περίπτερο απ  όπου πήρε την εφημερίδα του. Την ίδια εφημερίδα που διαβάζει εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια.  Από τότε που πήρε τη σύνταξή του, την παίρνει από το περίπτερο της γειτονιάς και την πληρώνει καθημερινά. Παλαιότερα καθώς πήγαινε στο γραφείο του την έπαιρνε καθ’ οδόν  από άλλο περίπτερο. Μάλιστα ο περιπτεράς καραδοκούσε πότε θα περάσει από εκεί με το αυτοκίνητό του και του την έριχνε από το παράθυρο. Τον πλήρωνε κάθε βδομάδα ανελλιπώς.
Κάθισε λοιπόν και δίπλωσε την εφημερίδα στα τέσσερα στην τρίτη σελίδα. Πάντοτε αρχίζει την ανάγνωση της εφημερίδας από την τρίτη σελίδα, από το χρονογράφημα με τον καθημερινό τίτλο «χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία…». Ο καφές του βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα από την πολυθρόνα. Σκέτος χωρίς καϊμάκι. Τον είχε αφήσει εκεί η γυναίκα του μόλις τον άκουσε να επιστρέφει από το περίπτερο. Τράβηξε μια γουλιά. Πρέπει να είχε κρυώσει αρκετά. ΄Ετσι τον πίνει . Όχι πολύ ζεστό.
-          Μην ρουφάς τον καφέ σου, χριστιανέ μου! Σε ακούει όλη η γειτονιά!
΄Ηταν η φωνή της γυναίκας του από την κουζίνα. Δεν αντέδρασε καθόλου. Δεν απάντησε. Αυτό κάνει εξάλλου τα τελευταία χρόνια. Δεν αντιδρά στις παρατηρήσεις της γυναίκας του. «Η σιωπή είναι χρυσός» σκέφτηκε. «΄Ελα όμως που δεν είναι. Αν ήταν εδώ μέσα θα ήταν όλα χρυσά» συνέχισε στη σκέψη του. Τη διέκοψε όμως και είπε.
                -Χαιρετίσματα από την κυρία Λουκία . Τη συνάντησα στο περίπτερο, πρόσθεσε για να προλάβει την ερώτηση της γυναίκας του που θα ήταν. «Που είδες εσύ την κυρία Λουκία;»
Είχε σχεδόν τελειώσει ανάγνωση του χρονογραφήματος όταν ακούστηκε από μακριά σειρήνα αυτοκινήτου. «Μήπως είναι ασθενοφόρο, Θεός φυλάξοι» σκέφτηκε και συνέχισε την ανάγνωση. «Όχι μάλλον δεν είναι ασθενοφόρο. Τις προάλλες που ήρθε ασθενοφόρο στη γειτονιά για να μεταφέρει τη γριά που έμενε στο τέρμα του δρόμου σε μια μικρή κατοικία στο βάθος του οικοπέδου, η σειρήνα ηχούσε διαφορετικά». Προσπάθησε να συνεχίσει την ανάγνωση του χρονογραφήματος αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. ΄Αφησε την εφημερίδα στο πλαϊνό τραπεζάκι και άκουσε με προσοχή τον ήχο της σειρήνας που όλο και πλησίαζε προς το σπίτι του. « Ναι, ναι είναι σειρήνα περιπολικού. Τι να θέλει άραγε ένα περιπολικό στη γειτονιά μας μια ήσυχη περιοχή όπου δεν συμβαίνουν πράγματα;» Σήκωσε ξανά την εφημερίδα του, όμως ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί στο χρονογράφημα. Το περιπολικό όλο και πλησίαζε και ο ήχος της σειρήνας του γινόταν πολύ ενοχλητικός. Του φάνηκε ότι το περιπολικό σταμάτησε έξω από το σπίτι του. Με το που σταμάτησε το περιπολικό σταμάτησε και η σειρήνα. Η γυναίκα του εμφανίστηκε από την κουζίνα κρατώντας μια πετσέτα και σκουπίζοντας τα χέρια της.
-          Δεν ακούς τις σειρήνες, χριστιανέ μου;
-          Τις ακούω, πώς δεν τις ακούω;
-          Και τι κάνεις εκεί; Δεν σηκώνεσαι να δεις τι συμβαίνει έξω από το σπίτι σου;
-          Τι να συμβαίνει; Μέσα στο σπίτι μου όλα καλά είναι!
-          Βγες έξω, πήγαινε να δεις τι γίνεται!
΄Εβγαλε τα γυαλιά του και τα ακούμπησε πάνω στην εφημερίδα. Σηκώθηκε βάζοντας δύναμη με τα χέρια του πάνω στα χερούλια της πολυθρόνας. Κοντοστάθηκε για λίγο και τεντώθηκε. Προχώρησε προς την εξώπορτα και την άνοιξε. Από τα σκαλοπάτια του απέναντι σπιτιού κατέβαιναν δυο αστυνομικοί και στη μέση τους είχαν τον… «Βλέπω καλά;» σκέφτηκε.  Τον απέναντι γείτονά του, το διευθυντή της Τράπεζας. ΄Εκανε μεταβολή και μπήκε μέσα κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
-          Τι έγινε, χριστιανέ μου; ΄Αλλαξες χρώμα! Τι συμβαίνει;
-          Συνέλαβαν τον απέναντι γείτονά μας. Το διευθυντή της Τράπεζας!
-          Μα αυτόν τον καλόν άνθρωπο;
-          Καλές… ΄Αρχισε να λέγει και συνέχισε μέσα του «καλές και οι καταθέσεις του κόσμου». ΄Ασε μας ρε γυναίκα με τους καλούς ανθρώπους!
Σωριάστηκε στην πολυθρόνα του. ΄Εβαλε τα γυαλιά του και σήκωσε την εφημερίδα του.
-          ΄Ασε με σε παρακαλώ να τελειώσω τα «χαιρετίσματα στην εξουσία»!

Κ.Α.Χ.
6.3.2014