Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Από Μαγιού φραπέ

ΑΠΟ ΜΑΓΙΟΥ ΦΡΑΠΕ
Με το φίλο μου το Βάκη χαθήκαμε για λίγες μέρες. Είχε ένα φοβερό πονόδοντο και έτρεχε στον οδοντίατρο που του είχε πει ότι κατά τη διάρκεια της θεραπείας έπρεπε να αποφεύγει και τα ζεστά και τα κρύα. Χτες με πήρε τηλέφωνο και μού είπε.
-          Φίλε η θεραπεία τελείωσε! Πάμε για κανένα καφέ;
-          Και δεν πάμε;
-          Στην καφετέρια στο μέσο της Λήδρας.
-          Στις δέκα με δέκα και τέταρτο. Για να μην ξεχνούμε το «ακαδημαϊκό τέταρτο».
-          Το τέταρτο δεν πειράζει, φτάνει να μην το κάνεις μισάωρο και βάλε!
Στις δέκα ήμουν εκεί. Δεν είχε ούτε ένα τραπεζάκι άδειο! Τα πάντα, όλα, που λέμε γεμάτα! Σε λίγο έρχεται και ο Βάκης.
-          Βάκη, ούτε για δείγμα δεν έχει ούτε μια άδεια θέση! ΄Ασε που εμείς θέλουμε τρεις.
-          Γιατί τρεις; Περιμένεις κανένα;
-          Μια εσύ, μια εγώ και μια για τη τσάντα σου με το φορητό υπολογιστή που τελευταία έγινε συνέχεια του χεριού σου!
-          Πάμε στην απέναντι καφετέρια;
-          Όχι οι καρέκλες δεν είναι τόσο αναπαυτικές. Πάμε στην πρώτη καφετέρια της οδού Λήδρας;
Πήγαμε εκεί και αφού καθίσαμε νάσου πετιέται και η «πιο καλή γκαρσόνα της οδού Λήδρας»! ΄Ετσι της λέει ο φίλος ο Βάκης και αυτή το παίρνει απάνω της.
-          Σας έβαλα απουσίες, λέγει απευθυνόμενη στο Βάκη. Τι θα πάρετε;
-          Ένα ζεστό νεσκαφέ, λέγει ο Βάκης.
-          Κάνε τα δύο! Και κερνάω εγώ Βάκη!
-          Γιατί; Ποιος το είπε αυτό;
-          Αφού δεν με ρώτησες τι θα πάρω κι αμέσως παρήγγειλες πρώτος! Η ευγένεια απαιτεί να με ρωτήσεις μια και η γκαρσόνα απευθύνθηκε πρώτα σε σένα που της ρίχνεις συνέχεια τα κομπλιμέντα!
-          Μα είδες που δεν είχε ούτε μια θέση στην άλλη καφετέρια; Κι ύστερα σου λένε κρίση!
-          Μα ακριβώς επειδή είναι κρίση και γεμίζουν οι καφετέριες. Οι μισοί τουλάχιστον απ αυτούς, αν δεν υπήρχε κρίση δεν θα ήταν άνεργοι και θα πήγαιναν στη δουλειά τους!
-          Μπορεί και να έχεις δίκαιο!
-          Όχι μπορεί. ΄Εχω δίκαιο! Αν ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής τώρα θα  έγραφα μια μελέτη για το θέμα αυτό και θα ετοίμαζα και το σχετικό ερωτηματολόγιο.
-          Είδες που παραγγείλαμε κι οι δυο ζεστό καφέ και όχι φραπέ;
-          Βέβαια αφού υποσυνείδητα τηρούμε αυτό που λέγαμε όταν ήμασταν φοιτητές. Από Μαγιού φραπέ κι απ΄ τον Οκτώβρη νεσκαφέ! Το βγάλαμε τότε κατ΄ αναλογία με τη ρήση «Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ΄ Αύγουστο πανωφόρι»!
Κ.Α.Χ.

20.102014

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Ακάμας

ΑΚΑΜΑΣ
΄Ηταν Κυριακή την ώρα που ο ήλιος πήγαινε να δύσει όταν θυμήθηκα ότι έχω και κινητό τηλέφωνο . Το έψαξα για λίγο και το βρήκα χωρίς να χρειαστεί να καλέσω τον αριθμό μου από το σταθερό για να το εντοπίσω. Είχα μια αναπάντητη κλήση από τον ξάδελφο μου από το Σάββατο! Τον κάλεσα και τον ακούω να μου λέγει.
-          Ξεπέρασες και τη γυναίκα μου μωρέ αθεόφοβε με το κινητό! Μαζί σου πρέπει να κλείνουμε ραντεβού μια βδομάδα πριν για να μιλήσουμε στο κινητό!
-          Καλά αφού ξέρεις όταν είμαι στο σπίτι αφήνω κάπου το κινητό και το ξεχνώ.
-          Τώρα είναι αργά. Σε πήρα αν ήθελες να πηγαίναμε σήμερα το πρωί στην Κερύνεια. Πήγαμε και λειτουργήσαμε τη μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Βοήθησα κι εγώ ψάλλοντας. Είναι μια  εκκλησούλα σ΄ ένα στενό δρόμο που βγάζει στο λιμάνι. Δεν την πείραξε κανένας αυτή την εκκλησία γιατί την πρόσεχε μια γυναίκα Ελληνοκύπρια που είχε παντρευτεί ένα Τουρκοκύπριο. Μακαρίστηκε κι αυτή πριν ένα χρόνο και οι Κερυνειώτες της έκαναν μνημόσυνο.
-          Εσύ από το Καιμακλί πως και βρέθηκες να ψάλλεις στην Κερύνεια;
-          Ο συμπέθερος μου είναι Κερυνειώτης και με παρακάλεσε να βοηθήσω. Πάμε την Τρίτη για φαγητό στο «Βικλαρίν» για φαγητό;
-          Για φαγητό να πάμε αλλά τι είναι και που είναι αυτό το «Βικλαρίν»;
-          Στον Ακάμα, αμέσως μετά τον Άγιο Γεώργιο της Πέγειας.
-          Στον Ακάμα δεν πήγα ποτέ μου!
-          Δεν πήγες; Θα πάμε μαζί την Τρίτη!
Την Τρίτη λοιπόν ξεκίνησα το πρωί – τι πρωί, είχε πάει σχεδόν εννιά η ώρα- για την Ακτή του Κυβερνήτη να συναντήσω τον ξάδελφο μου στο εξοχικό του και να συνεχίσουμε με το αυτοκίνητό του που έχει κίνηση και στους τέσσερις τροχούς. Κάπου εκεί κοντά στην Αλάμπρα κτύπησε το κινητό μου. ΄Ηταν ο ξάδελφος.
-          Πού είσαι;
-          ΄Ερχομαι, είμαι κοντά στην Αλάμπρα. Σε είκοσι λεπτά θα είμαι εκεί.
-          Πολύ πρωινός μου είσαι! Κι εγώ ανησυχούσα μήπως έρθεις και δεν με βρεις γιατί πήγα για μπάνιο πρωί-πρωί. Σου έστειλα και μήνυμα αλλά αμφιβάλλω αν το είδες!
Πράγματι δεν το είχα δει. ΄Εφτασα εκεί και με περίμενε στο αυτοκίνητο! Ξεκινήσαμε κι αρχίσαμε την κουβέντα. Ο ξάδελφος είναι πολύ καλός στο λέγειν! Χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στον πρώτο μας σταθμό που ήταν το σπίτι του κουμπάρου το ξάδελφου στη Γεροσκήπου. Αφού ήπιαμε τον καφέ μας στου κουμπάρου συνεχίσαμε. Δεύτερος σταθμός το λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου της Πέγειας. Δροσιστήκαμε, κάνοντας ένα ωραίο μπάνιο στα ήσυχα και καθαρά νερά του λιμανιού! Μετά συνεχίσαμε και πιάσαμε το χωματόδρομο για τον Ακάμα. Στην αρχή μου φάνηκε υποφερτός. Μετά ήρθαν τα δύσκολα! Η θέα όμως σαν να ήταν βαλτή, σε αποζημίωνε συνέχεια από την περιπέτεια των δρόμων. Αντικρίσαμε κάτι βράχους, λες και πριν καμιά μέρα να αποσύρθηκαν απ΄ εκεί τα νερά της θάλασσας. Νοιώθεις σαν να άνοιξε ο Μωυσής τα νερά του Σουέζ για να περάσεις!
-          Βλέπεις εκεί ψηλά! Εκεί είναι το «Βικλαρίν», το εστιατόριο.
-          Μα πώς θα φτάσουμε εκεί;
-          Θα φτάσουμε. Μη ξεχνάς ότι έχεις δίπλα σου Τον Οδηγό! Κοντά μου πέρασαν εξετάσεις οι μισοί οδηγοί της Κύπρου!
-          «Βικλαρίν» ξάδελφε σημαίνει παρατηρητήριο. Η λέξη συναντάται στα Βυζαντινά χρόνια, βιγλάτορας … Πράγματι η τοποθεσία δικαιολογεί την ονομασία!
Αφού ανεβήκαμε την ανηφόρα φτάσαμε στο εστιατόριο. Όλα τα αυτοκίνητα εκεί ήταν της ενοικίασης,  με κόκκινες πινακίδες εγγραφής. Μόνο το δικό μας είχε κανονικούς αριθμούς! Εκεί μας περίμεναν οι ιδιοκτήτες, μάλλον τα παιδιά του ιδιοκτήτη, κόρες, γαμπροί και εγγόνια. Ο ξάδελφος τους γνώριζε όλους με τα ονόματά τους! Μας έβαλαν και καθίσαμε στο πιο ψηλό σημείο του  … παρατηρητηρίου! Η θάλασσα μαγευτική! Η θέα απλωνόταν μέχρι το νησί του Αγίου Γεωργίου της Πέγειας. Στο διπλανό ύψωμα προς τον Άγιο Γεώργιο της Πέγειας ένα καινούριο κτίσμα. Το ησυχαστήριο της Μητρόπολης Πάφου.
Το φαγητό εξαίσιο! Χοιρινή σούβλα, το μόνο που σερβίρει! Με σαλάτα και κρεμμύδι και δυο ποτηράκια ζιβανία. Απολαύσαμε το φαγητό μας και ανταλλάξαμε μερικά λόγια με τα διπλανά μας τραπέζια. ΄Ολοι οι τουρίστες κατενθουσιασμένοι με τη θέα και τη φύση και απογοητευμένοι από τα χάλια των δρόμων. Τους είπαμε για τους «Πράσινους» της Κύπρου που προστατεύουν τη φύση!  Μας είπαν ότι οι πράσινοι έχουν να κάνουν πολλά στις πόλεις και στα χωριά αν θέλουν και ότι ένας «περιφραγμένος παράδεισος γίνεται κόλαση!»
Συνεχίζοντας το δρόμο μας συναντούσαμε μόνο αυτοκίνητα της ενοικίασης. Είναι τέτοιο το οδικό δίκτυο που κανένας πολίτης αυτής της χώρας δεν τολμά να ταξιδεύσει εκεί με το δικό του αυτοκίνητο γιατί κινδυνεύει να καταλήξει στην…  ανακύκλωση! Περάσαμε από την παραλία της Λάρας όπου βγαίνουν και γεννούν τα αυγά τους οι χελώνες και όπου υπάρχει και το δεύτερο εστιατόριο στον Ακάμα. Συνεχίσαμε με χίλια βάσανα στο δρόμο, πολύ συχνά χρησιμοποιώντας τετρακίνηση και φτάσαμε, μετά που χάσαμε δυστυχώς την πορεία μας δυο φορές, στο ξωκλήσι του Αγίου Κόνωνα. Το ξωκλήσι είναι ανοιχτό για όποιο τα καταφέρει να φτάσει εκεί. Προσκυνήσαμε με ευλάβεια και συνεχίσαμε την πορεία μας. Συναντήσαμε εκεί κοντά στο ξωκλήσι και δυο μάντρες με ζώα και νερό, λιγοστό, αλλά τρέχει!
Ο ξάδελφος «βάλθηκε» να με πάει μέχρι το φάρο του Ακάμα! Και πάλι όμως χάσαμε την πορεία μας δυο φορές και στο τέλος ανεβήκαμε μέχρι επάνω στο φάρο με το αυτοκίνητο παρά το γεγονός ότι του έλεγα να μείνουμε κάτω από φόβο μήπως δεν τα καταφέρουμε! Η θέα και από εκεί καταπληκτική, απίθανη, μαγευτική, φανταστική για να χρησιμοποιήσω ένα όρο που είναι της μόδας! Καθοδόν διερωτόμουν τι θα γίνει αν συναντούσαμε άλλο αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση, αφού ο δρόμος μόλις και μετά βίας χωρούσε ένα αυτοκίνητο και κάτω γκρεμός πολλών μέτρων. Ευτυχώς δεν υπήρχαν άλλοι «τρελοί» να πάνε μέχρι το φάρο!
Συνεχίσαμε προς τα λουτρά της Αφροδίτης σε ένα σχεδόν ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και μάλιστα αφού προσπεράσαμε και μια πινακίδα που έγραφε να μην προχωρούν αυτοκίνητα γιατί δεν υπάρχει διέξοδος! Τα καταφέραμε! Βρήκαμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο! Άλλος κόσμος!
 Πρώτη φορά πήγα στον Ακάμα. Η ομορφιά της φύσης απερίγραπτη με λόγια. Μια αρμονία που σε ηρεμεί! Μια ονειρική αγριάδα! Ένα όνειρο στο ξύπνο! Και όμως στη «σοφία» τους κάποιοι δεν δημιουργούν ένα καθώς πρέπει οδικό δίκτυο από  ασφαλτοστρωμένους δρόμους, για να αξιοποιηθεί αυτή η απαράμιλλη ομορφιά. Οδικό δίκτυο με πολλές επιβαλλόμενες απαγορεύσεις για να προστατευθεί η φύση αλλά και να είναι συνάμα κτήμα του λαού.
 Σήμερα η φύση εκεί υποφέρει από τη σκόνη και χάνει από την ομορφιά της. Οι πράσινοι θάμνοι έγιναν καφέ-γκρίζοι. Πολλοί δημιουργούν συνέχεια νέους παράδρομους όταν δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον υποτιθέμενο «δρόμο» με αποτέλεσμα να καταστρέφεται το πράσινο! Προστασία της φύσης δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη και απουσία έργων, μετρημένων φυσικά, λογικών, συνοδευόμενων από μέτρα προστασίας. Να προστατευθεί ο Ακάμας, ναι, αλλά να μην μείνει προνόμιο μερικών! Πηγαίνετε να δείτε ( αφού πρώτα ενοικιάσετε ξένο αυτοκίνητο!)
Κ.Α.Χ.
18.10.2014


Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Οι φούρνοι

ΟΙ ΦΟΥΡΝΟΙ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Το ψωμί την εποχή που ήμουν μικρό παιδί ήταν το βασικό είδος διατροφής σε όλη την Κύπρο. Δεν θα μπορούσε κανένας να διανοηθεί ότι θα καθίσει στο τραπέζι για φαγητό, πρόγευμα, γεύμα ή δείπνο, χωρίς να υπάρχει ψωμί. Θα μπορούσαν να λείπουν όλα τα άλλα, όχι όμως το ψωμί!
Η γιαγιά μου όπως μου έλεγε η μητέρα μου φούρνιζε, όταν ήτα κι αυτή μικρή κάθε δεκαπέντε με είκοσι μέρες και έφτιαχνε ψωμιά για να έχουν για όλες αυτές τις μέρες. Εγώ θυμάμαι που η γιαγιά μου το Πάσχα μαζί με τις φλαούνες φούρνιζε και μερικά ψωμιά όπως επέβαλλε το έθιμο. Τότε στο Καιμακλί, κάθε σπίτι ή σχεδόν κάθε σπίτι είχε το φούρνο του. Οι φούρνοι ήταν δύο ειδών ανάλογα με το πού έβαζαν τα ξύλα για να «πυρώσουν» τη μαρμάρινη ή «πλιθαρένη» πλάκα του φούρνου πάνω στην οποία έβαζαν τα ψωμιά για ψήσιμο. Σε κάποιους φούρνους άναβαν το ξύλα κάτω από την πλάκα και σε κάποιους πάνω στην πλάκα. Στη δεύτερη περίπτωση όταν ζεσταινόταν ο φούρνος παραμέριζαν τα κάρβουνα, ξέπλεναν την πλάκα και μετά έβαζαν τα ψωμιά.
Την εποχή εκείνη στο Καιμακλί υπήρχαν τρεις φούρνοι που έφτιαχναν τα ψωμιά, μάλλον το ψωμί γιατί μόνο ένα είδος ψωμιού υπήρχε, το παραδοσιακό στρογγυλό ψωμί. Μετά από κάποια χρόνια οι φούρνοι άρχισαν να ψήνουν ακόμη ένα είδος ψωμιού τη «φραντζόλα» που ήταν το άσπρο στενόμακρο ψωμί. Το παραδοσιακό ψωμί, αν θυμάμαι καλά, παρασκευαζόταν από ανάμεικτο αλεύρι, ενώ η «φραντζόλα» από ένα είδος αλεύρι μόνο.
Οι δυο φούρνοι του Καιμακλίου βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού, ο φούρνος του «Τσιάππα» και ο φούρνος της «Κονναρίνας», ενώ ο τρίτος ο φούρνος του «Γιώργου του ψωμά» στην άκρη του χωριού προς την τουρκική συνοικία της Λευκωσίας. Από τη Δευτέρα μέχρι και το Σάββατο οι φούρνοι δούλευαν και ασταμάτητα έφτιαχναν ψωμιά. Δούλευαν όμως και την Κυριακή το πρωί και έψηναν το ψητό για το Κυριακάτικο γεύμα της οικογένειας. Η νοικοκυρά ετοίμαζε το σινί με το ψητό, πατάτες με κρέας ή κοτόπουλο, από νωρίς το πρωί της Κυριακής, πριν πάει στην εκκλησία και ο σύζυγός της το έπαιρνε στο φούρνο για ψήσιμο. Ο φούρναρης είχε μια κιμωλία και έγραφε στο κάθε σινί το όνομα του ιδιοκτήτη για να το ξεχωρίζει και να του το παραδώσει όταν θα ήταν έτοιμο. Γύρω στο μεσημέρι ο άντρας πήγαινε και πάλι στο φούρνο είτε πεζός είτε με ποδήλατο και έφερνε το ψητό στο σπίτι όπου όλη η οικογένεια περίμενε με ανυπομονησία να σερβιριστεί! Μερικοί έπαιρναν για ψήσιμο στο φούρνο και κανένα σινί με μακαρόνια του φούρνου. Όταν θα γινόταν γάμος την Κυριακή οπωσδήποτε ένας φούρνος από όλους θα δούλευε και το απόγευμα της Κυριακής για το ψήσιμο των φαγητών του γάμου , των σινιών με το ψητό κρέας και τις πατάτες.
Το ψωμί από το φούρνο έφτανε στο σπίτι ζεστό και θυμάμαι που κόβαμε κανένα κομμάτι για να το απολαύσουμε ζεστό. Θυμάμαι μια φορά που ο πατέρας ενός συνομήλικού μου παιδιού του έδωσε ακριβώς το αντίτιμο για δύο ψωμιά να πάει στο φούρνο του Γιώργου του ψωμά και να τα φέρει στο σπίτι. Νομίζω πως τότε η τιμή του ψωμιού ήταν εννέα γρόσια. Πήγε λοιπόν το παιδί στο φούρνο, έδωσε τα λεφτά στο φούρναρη και πήρε δυο ζεστά ψωμιά. Καθοδόν όμως κόβοντας κομματάκια σιγά-σιγά έφαγε το ένα έτσι όπως ήταν ζεστό! Ο πατέρας του τον ρώτησε που είναι το άλλο ψωμί αλλά από φόβο απέφευγε να ομολογήσει το «παράπτωμά» του. Ο πατέρας τότε πήρε το παιδί του από το χέρι και πήγε στο φούρναρη ζητώντας εξηγήσεις. Παρ ολίγο να γίνει καυγάς γιατί ο πατέρας απαιτούσε ακόμη ένα ψωμί νομίζοντας ότι ξεγέλασαν το γιο του ενώ ο φούρναρης επέμενε ότι του έδωσε δυο ψωμιά. Στο τέλος ο μικρός ομολόγησε, αλλά ο πατέρας του μετά του τις έβρεξε για να μάθει να μην τρώει ολόκληρο ψωμί και κυρίως να λέει την αλήθεια!
Κ.Α.Χ.

17.10.2014

Εφημερίδες

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ …
ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Η εφημερίδα τότε που ήμουνα μικρό παιδί ήταν το μόνο μέσο ενημέρωσης. Τηλεόραση δεν υπήρχε καθόλου και τα ραδιόφωνα ήταν λιγοστά. Θυμάμαι που ο παππούς μου, πολύ προοδευτικός άνθρωπος για την εποχή του, αφού από τότε είχε τη δική του βιβλιοθήκη από την οποία όλα τα εγγόνια του δανειζόμασταν βιβλία, απέκτησε το πρώτο του ραδιόφωνο. Στο μέγεθος ήταν όσο μια τηλεόραση δεκατεσσάρων ιντσών και λειτουργούσε με μπαταρία. Μια μεγάλη μπαταρία στο μέγεθος των μπαταριών αυτοκινήτου, μάρκας BEREC που διαρκούσε δύο μήνες περίπου. Όταν άδειαζε με έστελλε σε ένα κατάστημα που πουλούσε ελάχιστα πράγματα αλλά και μπαταρίες!
Η λήψη στο ραδιόφωνο δεν ήταν σταθερή και συχνά παρεμβάλλονταν «παράσιτα». Θυμάμαι ότι ο θείος μου είχε ανεβεί τότε στη στέγη του σπιτιού και τοποθέτησε μια κεραία. ΄Ηταν ένα γυμνό κόκκινο σύρμα, στην ουσία πολλά λεπτά σύρματα τυλιγμένα μαζί τα οποία στερέωσε σε δύο πασσάλους που τοποθέτησε πάνω στη στέγη.
Η εφημερίδα όμως και τότε και πολλά χρόνια μετά ήταν το κύριο μέσο ενημέρωσης. Δεν υπήρχαν τότε περίπτερα σε κάθε δρόμο όπως σήμερα και τις εφημερίδες τις πωλούσαν οι εφημεριδοπώλες. Το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη, αν υπήρχε σήμερα που κυριαρχούν στα εργατικά οι συντεχνίες θα κατατασσόταν στα «ανθυγιεινά» επαγγέλματα!  Οι εφημεριδοπώλες πήγαιναν στο πρακτορείο τύπου με το ποδήλατό τους γύρω στα μεσάνυχτα να παραλάβουν τις εφημερίδες. Τις περισσότερες φορές ξημερωνόντουσαν εκεί περιμένοντας να έλθει και η τελευταία εφημερίδα που αργούσε γιατί τότε οι βλάβες στα τυπογραφεία ήταν συχνές. Πήγαιναν εκεί χειμώνα-καλοκαίρι, με κρύο και με ζέστη, Κυριακές, γιορτές και σχόλες- εκτός από τις ημέρες που δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες. Υπήρχε δε και η αργία των εφημεριδοπωλών, μια φορά το χρόνο.
Μετά πήγαιναν στο σπίτι τους και εκεί πάλι δουλειά. Να τυλίξουν τις εφημερίδες και να τις βάλουν σε σειρά κατά οδό και κατά πελάτη. Στη συνέχεια άρχιζε η διανομή. Στους κεντρικούς δρόμους της Λευκωσίας θυμάμαι τους εφημεριδοπώλες που πωλούσαν τις απογευματινές εφημερίδες  –κυκλοφορούσαν δύο τότε και η καθεμιά είχε το δικό της εφημεριδοπώλη- και διαλαλούσαν την εφημερίδα με το όνομά της καθώς και με την κύρια είδηση που δημοσίευε!
Στο Καιμακλί εφημεριδοπώλης μας ήταν ο κύριος Μωυσής. Περνούσε πρωί-πρωί με το πρώτο φως της αυγής καβάλα στο ποδήλατό του και έριχνε με μαεστρία και ευστοχία την εφημερίδα του καθενός στη βεράντα του. Στα σπίτια που δεν είχαν βεράντα τοποθετούσε την εφημερίδα στο χερούλι της πόρτας. Ο καθένας τότε περίμενε να έλθει η εφημερίδα του για να της ρίξει μια ματιά προτού φύγει για τη δουλειά του. Το πραγματικό διάβασμα γινόταν μετά την επιστροφή από τη δουλειά. Ο κύριος Μωυσής ερχόταν κατά κανόνα στην ώρα του. Αν τύγχαινε να καθυστερήσει καμιά φορά, τότε μερικοί ήταν άξιοι να τον περιμένουν και να του κάνουν παράπονο! Σπάνια αστοχούσε, δεν πετύχαινε δηλαδή να ρίξει την εφημερίδα στη βεράντα. Αν αυτό γινόταν το καλοκαίρι μικρό το κακό. Αν όμως γινόταν το χειμώνα και η μέρα ήταν βροχερή τότε υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Μέχρι που ένας γείτονάς μας, γνωστός για τη τσιγγουνιά του, αρνιόταν να πληρώσει την εφημερίδα του για εκείνην τη μέρα.
Ο κύριος Μωυσής πληρωνόταν κάθε Σάββατο. Μετά τη διανομή έκανε δεύτερη βόλτα στα σπίτια και εισέπραττε τα οφειλόμενα της βδομάδας. Θυμάμαι που είχαμε έτοιμα δυο σελίνια και ένα γρόσι κάθε Σάββατο γιατί τότε η εφημερίδα πουλιότανε προς τρία γρόσια. Θυμάμαι επίσης πως μερικές φορές παρόλο που μπορεί μια μέρα να μην κυκλοφορούσε εφημερίδα, εντούτοις πληρώναμε τρία γρόσια επί εφτά μέρες. Ο παππούς μου έλεγε «δεν πειράζει είναι το δώρο του εφημεριδοπώλη!» Μερικοί τον πλήρωναν την Κυριακή μετά τη θεία λειτουργία. Ο κύριος Μωυσής τους έβρισκε στο καφενείο όπου σύχναζαν.
Πάντοτε διερωτόμουν γιατί τον αποκαλούσαν «κύριο Μωυσή» και όχι σκέτο «Μωυσή». ΄Ισως γιατί ασχολείτο με τα γράμματα, με τις εφημερίδες!
Κ.Α.Χ.

16.10.2014  

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Τα κουρεία

ΤΑ ΚΟΥΡΕΙΑ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Όταν ήμουν μικρός έβλεπα τους μεγάλους που ξυρίζονταν στο κουρείο και ανυπομονούσα να μεγαλώσω για να ξυρίζομαι κι εγώ. Με τα χρόνια αρχίζεις να βαριέσαι το ξύρισμα αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Όταν η δουλειά σου απαιτεί να είσαι καθημερινά φρεσκοξυρισμένος τότε περιμένεις να έρθει καμιά αργία ίσως και τα καταφέρεις και μείνεις μια μέρα αξύριστος!
Απ ότι θυμάμαι ο παππούς μου δεν πρέπει να ξυρίστηκε ποτέ μόνος του. Πήγαινε κάθε απόγευμα στον κουρέα και τον ξύριζε. ΄Οποτε έτυχε να πάω μαζί του καθόμουνα στον καναπέ του κουρέα και παρακολουθούσα όλη τη διαδικασία. Ο παππούς μου καθόταν στην καρέκλα η οποία ήταν ανακλινώμενη. Ο κουρέας ρύθμιζε την κλίση ανάλογα με το ύψος του πελάτη και ανάλογα ρύθμιζε και το στήριγμα για το κεφάλι. Τίναζε μια φρεσκοσιδερωμένη κάτασπρη πετσέτα και την τοποθετούσε γύρω από το πρόσωπο του πελάτη. Με το πινέλο του έκανε σαπουνάδα σε ένα κόκκινο μικρό δοχείο από καουτσούκ και στη συνέχεια την άπλωνε στο πρόσωπο αυτού που θα ξύριζε. Δούλευε το πινέλο του για αρκετή ώρα και με μαεστρία μετακινείτο από τη μια πλευρά του πελάτη στην άλλη. ΄Επαιρνε το ξυράφι του το βουτούσε σε ένα απολυμαντικό υγρό και το ακόνιζε τρίβοντάς το πάνω σε ένα δερμάτινο ακονιστήρι που ήταν κρεμασμένο εκεί δίπλα του. «Κραδαίνοντας» το ξυράφι του πλησίαζε τον πελάτη που τον έβλεπε σιωπηρός, αφαιρούσε λίγη σαπουνάδα με το δάκτυλό του στο σημείο που τέλειωνε η φαβορίτα και άρχιζε το έργο του. Όταν τέλειωνε τη μια πλευρά περνούσε στην άλλη και μετά άρχιζε τις κόντρες. Στο τέλος έπαιρνε την πετσέτα από τον πελάτη και σκούπιζε το πρόσωπό του. Πλησίαζε στον πάγκο του, έπαιρνε ένα μπουκαλάκι κολόνια που το είχε για χρόνια και το ξαναγέμιζε όποτε άδειαζε από κάποιο μεγάλο κουβά υπολογίζω. Γέμιζε τότε τη χούφτα του και περιέλουε το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο του πελάτη, λέγοντας «με τις υγείες σας!» Όταν σηκωνόταν ο πελάτης και πλήρωνε, ο κουρέας τίναζε με την πετσέτα του προηγούμενου πελάτη την καρέκλα του και καλούσε τον επόμενο.
Ο κουρέας μιλούσε συνέχεια καθώς ξύριζε τον πελάτη του. Μιλούσε για την πολιτική, το ποδόσφαιρο, τον καιρό, για γάμους και βαφτίσια και ότι άλλο μπορείτε να σκεφτείτε. ΄Ηξερε τα ενδιαφέροντα των πελατών του και έτσι προσάρμοζε ανάλογα το θέμα του σ΄ αυτά.
Όλα αυτά τα παρατηρούσα στο κουρείο του «Κάλλη» που ήταν κοντά στο καφενείο του «Ζαχαρή» όποτε πήγαινα εκεί με τον παππού μου. Ενόσω περίμενα ο παππούς μου μού παράγγελλε πορτοκαλάδα από το καφενείο του «Ζαχαρή» ο οποίος την έφερνε σε ένα ειδικό κρεμαστό δίσκο που είχαν οι καφετζήδες για να μεταφέρουν σε αποστάσεις τους καφέδες.
Το Καιμακλί είχε την τότε εποχή αρκετά κουρεία. Εγώ πήγαινα για κούρεμα στο κουρείο που πήγαινε ο πατέρας μου στου «Φαλέκκου». Το κουρείο αυτό ήταν δίπλα από το καφενείο του «Μάγειρα» με το οποίο μάλιστα επικοινωνούσε με μια πόρτα από συρματόπλεγμα. Μπορούσες δηλαδή από το καφενείο να βλέπεις τι γίνεται στο κουρείο και αντίθετα. Οι πελάτες του κουρείου συνήθως δεν περίμεναν τη σειρά τους στο κουρείο αλλά πήγαιναν στο καφενείο για καφέ, τάβλι ή χαρτιά και όταν ερχόταν η σειρά τους τούς καλούσε να πάνε. Θυμάμαι μερικές φορές δεν ανταποκρίνονταν και του έλεγαν να πάει στον επόμενο. Αυτό συνέβαινε ανάλογα με την τροπή του παιγνιδιού στα χαρτιά. Θυμάμαι επίσης ότι το κουρείο δεν είχε δική του τουαλέτα και ότι όποιος ήθελε να τη χρησιμοποιήσει πήγαινε στο καφενείο.
Ο Φαλέκκος ο κουρέας είχε το ποδήλατό του έξω από το κουρείο και η ώρα δέκα καθημερινά έπαιρνε το βαλιτσάκι του με τα εργαλεία του, καβαλίκευε το ποδήλατο και έφευγε. Αν είχε πελάτη του έλεγε να περιμένει, Αν δεν είχε πελάτη άφηνε το κουρείο ανοιχτό και ο καφετζής έλεγε σε όποιον ερχόταν να περιμένει και ο κουρέας θα επιστρέψει. Στις δέκα ο κουρέας πήγαινε να ξυρίσει το γιατρό του Καιμακλίου τον Ανδρέα Ζαβρό. Καθημερινά η ώρα δέκα, χειμώνα-καλοκαίρι! Ο γιατρός δεν εγκατέλειψε το Καιμακλί για να ανοίξει ιατρείο στη Λευκωσία. Διατηρούσε ιατρείο στο πατρικό του σπίτι όπου ακόμη σώζεται η επιγραφή «Ανδρέας Ζαβρός, Ιατρός». Δεν υπάρχει οικογένεια στο Καιμακλί που να μην εξυπηρετήθηκε από το γιατρό.
Άλλο κουρείο που θυμάμαι είναι αυτό του «Τζιονή» που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Στα κουρεία υπήρχαν και μαθητευόμενοι που δίπλα στον κουρέα μάθαιναν την τέχνη. Όταν μεγάλωναν άνοιγαν το δικό τους κουρείο ή συνέχιζαν αυτό του μάστορά τους αν αυτός αποσυρόταν λόγω ηλικίας. Μετά τις σπουδές μου θυμάμαι όταν ήμουν ακόμη στο Καιμακλί πήγαινα στο κουρείο κάποιου που είχε μάθει την τέχνη στον Φαλέκκο!
Κ.Α.Χ.

15.10.2014    

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Τα καφενεία

ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΝΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Τα καφενεία στο Καιμακλί όπως και σε όλα τα χωριά, τότε που ήμασταν μικροί, ήταν χώρος συνάθροισης αποκλειστικά για άντρες. Το μόνο γυναικείο πόδι που πατούσε σε καφενείο ήταν η γυναίκα του καφετζή που συνήθως ήταν πίσω από τον πάγκο και έψηνε τους καφέδες. Σπάνια το καφενείο το διαχειριζόταν γυναίκα κυρίως όταν επρόκειτο για τη χήρα του καφετζή οπότε όλοι μιλούσαν για την «καφετζήνα».
Στα καφενεία στο Καιμακλί έψηναν μόνο τούρκικο καφέ, ο οποίος αργότερα έγινε «ελληνικός», «βυζαντινός», «κυπριακός»! Ο καφές λέγεται τούρκικος με βάση τον τρόπο ψησίματος. Ψήνεται στο «τζάκι» σε ζεστή άμμο γύρω από το μπρίκι για να ψήνεται από όλες τις μεριές. Το μπρίκι έχει κωνικό σχήμα, πλατιά βάση και στενό λαιμό. Ο λαιμός είναι στενός για δύο λόγους. Πρώτο για να διατηρείται η θερμοκρασία του νερού και τα αρώματα του καφέ και δεύτερο για να μη μπαίνει άμμος στο μπρίκι την ώρα του ανακατέματος του καφέ! Σε κάθε φλιτζανάκι αναλογεί ένα κουταλάκι καφέ και ανάλογα με την παραγγελία (σκέτος, με ολίγη, μάλλον γλυκύς, γλυκύς, βαρύ γλυκύς) η ανάλογη ποσότητα ζάχαρης. Ο μερακλήδικος καφές πρέπει να ψηθεί και να ανέβει, να φουσκώσει τρεις φορές χωρίς να χυθεί το καϊμάκι του. Υπήρχαν βέβαια και μερικοί πελάτες που έπιναν τον καφέ τους χωρίς καϊμάκι, κοχλαστό.
Ο καφές που συνοδεύεται πάντοτε με νερό ήταν το αποκλειστικό ρόφημα στα καφενεία. Σιγά-σιγά εμφανίστηκαν οι λεμονάδες, οι σουμάδες, οι πορτοκαλάδες και τα αναψυκτικά. Το τσάι ήρθε πολύ αργότερα στα καφενεία διότι υπήρχε γι αυτό μια προκατάληψη. Εθεωρείτο ρόφημα για αρρώστους! Σε κάποιο χρόνο εμφανίστηκαν το λουκούμια Γεροσκήπου, τα «λίζα» που σερβίρονταν μαζί με τον καφέ για όσους ήθελαν κάτι γλυκό. Για μας τα παιδιά όταν πηγαίναμε στο καφενείο, εγώ προσωπικά πήγαινα εκεί με τον παππού μου, τα λουκούμια ήταν το αγαπημένο μας κεραστικό! Το λουκούμι ήταν και η αμοιβή για όσους κέρδιζαν στα χαρτιά! Θυμάμαι που ο παππούς μου έφερνε στο σπίτι το λουκούμι του που ήταν κερδισμένο στα χαρτιά και εγώ το έτρωγα με μεγάλη απόλαυση! Εκτός από λουκούμι ήταν και το έπαθλο!
Στα καφενεία γίνονταν συζητήσεις βασικά πολιτικές αλλά οργανώνονταν και πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, παραστάσεις καραγκιόζη και ακόμη οι εθνικές γιορτές Εκεί επίσης έπαιζαν χαρτιά και τάβλι και πολλές φορές γίνονταν και μικροκαβγάδες γύρω από αυτά τα παιγνίδια ή την πολιτική. Με  την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας ο ρόλος των καφενείων επεκτάθηκε και στη διοργάνωση πολιτικών συγκεντρώσεων .
Το ωράριο των καφενείων δεν ήταν καθορισμένο. Τις καθημερινές άνοιγαν πρωί-πρωί γιατί παρόλο που ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του εντούτοις υπήρχαν οι ηλικιωμένοι και οι συνταξιούχοι που πήγαιναν τα πρωινά για να πιουν τον καφέ τους και να διαβάσουν εφημερίδα. Το βράδυ έκλειναν σχετικά νωρίς. Μόνο το  Καλοκαίρι που έβγαιναν τα τραπεζάκια έξω και οι θαμώνες έπιναν και καμιά μπύρα το ωράριο παρατεινόταν. Τις Κυριακές για ένα διάστημα τα καφενεία στο Καιμακλί άνοιγαν αφού τέλειωνε η θεία λειτουργία! Θυμάμαι πολλούς ανυπόμονους που δεν πήγαιναν στην εκκλησία και μαζεύονταν έξω από το καφενείο και τα έβαζαν με τον καφετζή που δεν άνοιγε την πόρτα και κατηγορούσαν τους Επιτρόπους της εκκλησίας και τους παπάδες ότι επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες.
Στο Καιμακλί λειτουργούσαν αρκετά παραδοσιακά καφενεία. Θυμάμαι τότε που ήμουν μικρός το καφενείο του «Ζαχαρή» ή το καφενείο της εκκλησίας. Το κτήριο που ήταν πολύ κοντά στην εκκλησία και ήταν δική της ιδιοκτησία το διαχειριζόταν ο Ζαχαρής μαζί με τη γυναίκα του τη Ζαχαρίνα. ΄Ηταν το καφενείο του παππού μου, γιατί ο κάθε Καιμακλιώτης είχε το «δικό» του καφενείο, αυτό που σύχναζε δηλαδή και όπου συνήθως τον έβρισκαν όποιοι τον ήθελαν. Το κτήριο του καφενείου ήταν παλιό με πέτρινη καμάρα αλλά δυστυχώς τότε δεν ήξεραν από «διατηρητέα» και το κατεδάφισαν! ΄Εκτισε εκεί η εκκλησία άλλο κτίριο το οποίο συνέχισε να λειτουργεί ως το καφενείο του «Ζαχαρή». Σήμερα λειτουργεί εκεί καφετέρια με το όνομα «Καφενείο η Πλατεία».
Ένα άλλο καφενείο ήταν αυτό του «Πλάτανου». Πήρε το όνομά του από ένα γέρο πλάτανο που βρισκόταν στο κέντρο μιας μικρής πλατείας. Και αυτό το καφενείο λειτουργεί σήμερα ως καφετέρια. Ανάμεσα στου «Ζαχαρή» και του «Πλάτανου» ήταν το καφενείο του «Μάγειρα». Και αυτό λειτουργεί σήμερα ως καφετέρια. Κοντά στο καφενείο του «Μάγειρα» είχε τοποθετηθεί και ο πρώτος τηλεφωνικός θάλαμος στο χωριό. Όταν κτυπούσε το τηλέφωνο οπωσδήποτε κάποιος θα έτρεχε από το καφενείο να το σηκώσει. Το καφενείο του «Μασουρή» βρισκόταν λίγο πιο μακριά από αυτά και σε κάποιο στάδιο μετακινήθηκε σε ένα νεόκτιστο κτήριο που σήμερα όμως είναι εγκαταλειμμένο. Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη τα καφενεία «Βόρειος Πόλος», «Πεντάδρομος», «Προδρόμου», στην περιοχή Ηρακλείου και «Μελή» στο κέντρο του χωριού.
Στο Καιμακλί λειτουργούσαν και λειτουργούν και δύο Σύλλογοι, ο «Αχιλλέας» και η «Πρόοδος». Το πρώτο σωματείο ήταν παλαιότερα γνωστό για την καλαθοσφαιρική του ομάδα που αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία. Ο «Αχιλλέας» ήταν το σωματείο των δεξιών και η «Πρόοδος» των αριστερών. Λειτουργούσαν λίγο ως πολύ σαν καφενεία ανέπτυσσαν όμως έντονα και άλλες αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Τα δύο αυτά σωματεία λειτουργούσαν αρχικά σε ενοικιαζόμενα κτήρια στο κέντρο της κοινότητας, στη συνέχεια όμως ανήγειραν δικά τους ιδιόκτητα οικήματα.
Κ.Α.Χ.

14.10.2014 

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Τα θερινά σινεμά

ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ
ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
Μες τα θερινά τα σινεμά …
Αυτό το τραγούδι έπαιζε το ραδιόφωνο σήμερα το πρωί καθώς έπαιρνα τον πρώτο καφέ της ημέρας. Και ήρθαν στη μνήμη μου τα θερινά σινεμά του Καιμακλίου.
Οι Καιμακλιώτες πριν αποκτήσουν σινεμά πήγαιναν στα θερινά σινεμά της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας που για πολλούς ήταν πιο κοντά παρά το κέντρο του χωριού. ΄Ημουν πολύ μικρός, δεν είχα πάει ακόμη στο δημοτικό σχολείο όταν λειτούργησε το πρώτο θερινό σινεμά στο Καιμακλί στο κέντρο της κοινότητας.
Δύο άδεια οικόπεδα, ραντίστηκαν καλά με νερό, το χώμα συμπιέστηκε όσο πιο καλά γινόταν και επιστρώθηκε με το κίτρινο χώμα που μαζεύεται όταν οι μάστορες σμιλεύουν την πουρόπετρα. Ο χώρος περιφράχτηκε με τσίγκους, κτίστηκε ένα μικρό δωματιάκι με ένα μικρούτσικο παραθυράκι στο δρόμο και ανεγέρθηκε επίσης πάνω σε τέσσερις κολώνες το δωμάτιο για τη μηχανή προβολής ταινιών. Μια κυκλική ανεμόσκαλα οδηγούσε σ΄ αυτό που είχε και δυο ανοίγματα μπροστά, προς την πλευρά της οθόνης για την προβολή. Στην άλλη άκρη τεντώθηκε γερά ένα άσπρο πανί που ήταν η οθόνη. Και να το θερινό σινεμά! Και το όνομα αυτού Μεσοκελεύς! Ο πατέρας μου που ήταν δάσκαλος μου εξήγησε ότι το Καιμακλί απαντάται σε κάτι παλιούς χάρτες με το όνομα Μεσοκελεύς. Μου είπε επίσης κάτι για το ρήμα κελεύω (αρχ.  κέλλω που σημαίνει θέτω σε κίνηση, παρακινώ, παροτρύνω) και ότι στον ΄Ομηρο απαντάται η φράση «τα πλοία τα κελευστά» και ότι κατά πάσα πιθανότητα Μεσοκελεύς σημαίνει στη μέση του δρόμου, της πορείας και άρα σταθμός! Αυτά όλα αν θυμάμαι καλά!
Το θερινό σινεμά λοιπόν γέμιζε με κόσμο μόνο το Σάββατο το βράδυ. Τις καθημερινές είχε ελάχιστο κόσμο. Το Σάββατο, την Κυριακή και τη Δευτέρα προβάλλονταν ελληνικές ταινίες της εποχής που μεσουρανούσε ο ελληνικός κινηματογράφος με τα πολύ γνωστά ονόματα ηθοποιών με πρώτο και καλύτερο το ζεύγος Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ.
Τα καλοκαίρια λοιπόν κάθε Σαββατόβραδο πηγαίναμε σινεμά. Με έστελλε ο παππούς μου από το απόγευμα να πάρω εισιτήρια για τις πρώτες θέσεις πριν την «πλατεία» γιατί απ΄ εκεί η θέαση ήταν ανεμπόδιστη αφού υπήρχε μια υψομετρική διαφορά ενός σκαλιού! Το θερινό σινεμά δεν ήταν μόνο η ταινία! ΄Ηταν επίσης το παγωτό ή το αναψυκτικό στο διάλειμμα. ΄Ηταν οι κουβέντες των μεγάλων και τα σχόλιά τους για την ταινία. ΄Ηταν καμιά φορά το κλάμα μερικών γυναικών για την αδικία που παρουσιαζόταν στην πλοκή του έργου, ήταν το χειροκρότημα για τον ήρωα της ταινίας …
Οι ιδιοκτήτες διαφήμιζαν τις ταινίες τους διανέμοντας κάθε Παρασκευή από πόρτα σε πόρτα, ένα φυλλάδιο με το πρόγραμμα της εβδομάδας. Το φυλλάδιο περιελάμβανε και περίληψη του κύριου έργου της εβδομάδας η οποία πάντοτε τελείωνε με τη φράση «η συνέχεια και το υπέροχο τέλος επί της οθόνης μας!»
Τις καθημερινές όπως προανέφερα ο κόσμος στο σινεμά ήταν λιγοστός και γι αυτό οι ιδιοκτήτες σοφίζονταν διάφορους τρόπου για να προσελκύσουν πελατεία. Για παράδειγμα οι συνοδευόμενες γυναίκες κάθε Τετάρτη είχαν ελεύθερη είσοδο καθώς και τα μικρά παιδιά προσχολικής ηλικίας. Για την Πέμπτη διένειμαν προσκλήσεις που έπρεπε μια πρόσκληση να συνοδεύεται από ένα κανονικό, πληρωμένο, εισιτήριο.
Το θερινό σινεμά γειτνίαζε με την αυλή του σπιτιού μιας θείας της μητέρας μου. Την περίφραξη του σινεμά και τον μαντρότοιχο της αυλής χώριζε ένα μικρό δρομάκι. Ο άντρας της θείας της μητέρας μου, κτίστης το επάγγελμα κατασκεύασε μια ξύλινη εξέδρα δίπλα στο μαντρότοιχο και με μια σκάλα ανεβαίναμε εκεί και βλέπαμε δωρεάν ταινίες. Μαζεύονταν πολλοί συγγενείς εκεί και απορώ πως άντεχε τόσο βάρος η εξέδρα. Τα βράδια του Φθινοπώρου στη Λευκωσία κάνει μερικές φορές κρύο και θυμάμαι ότι έφερναν κουβέρτες πάνω στην εξέδρα και μας σκέπαζαν μην κρυώσουμε! Μας πήραν χαμπάρι όμως οι ιδιοκτήτες του σινεμά και ψήλωσαν την περίφραξη με πιο ψηλούς τσίγκους και σακούλες και έτσι χάσαμε το τζάμπα σινεμά!
Με τον καιρό αυξήθηκαν οι φίλοι του σινεμά και τις καθημερινές, υπήρχε καλή πελατεία και ξεφύτρωσε και δεύτερο θερινό σινεμά στο Καιμακλί, το «Αλάμο». Ο «Μεσοκελεύς» ήδη μετατράπηκε σε χειμερινό και θερινό σινεμά και στη συνέχεια και το «Αλάμο».
Και μετά;  Μετά … ήρθε η τηλεόραση! Και τα σινεμά έκλεισαν! ΄Εμειναν μόνο τα κτήρια, άδεια ή ως αποθηκευτικοί χώροι για να θυμίζουν τα παλιά σε όσους έζησαν το σινεμά στις δόξες του!
Κ.Α.Χ.

13.10.2014  

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Το λεωφορείο

ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Τα αυτοκίνητα τότε ήταν λιγοστά. Οι περισσότεροι άντρες αλλά και οι μαθητές και οι μαθήτριες κυκλοφορούσαν με ποδήλατα. Υπήρχαν ανδρικά και γυναικεία ποδήλατα που διέφεραν όσον αφορά  ένα σωλήνα στο σκελετό του ανδρικού. Τα ανδρικά είχαν ένα σωλήνα παράλληλο με το έδαφος από το κάθισμα του ποδηλάτη μέχρι το τιμόνι. Ο σωλήνας αυτός χρησιμοποιείτο πολλές φορές και ως δεύτερο κάθισμα για μεταφορά και άλλου προσώπου με το ποδήλατο! Αλίμονο όμως σ΄αυτόν που καθόταν στο σωλήνα αν ο τροχός έπεφτε σε λακκούβα. ΄Ηταν τόσο άσχημο το κτύπημα που πονούσε για μια βδομάδα! Τα γυναικεία ποδήλατα δεν είχαν στο σκελετό τους αυτόν τον σωλήνα για να διευκολύνονται τα κορίτσια που τότε όλα φορούσαν φόρεμα ή φούστα. Θυμάμαι που οι μεγαλύτεροι χρησιμοποιούσαν και ένα ευλύγιστο μεταλλικό στεφάνι με το οποίο στερέωναν στο πόδι τους το παντελόνι τους κάτω χαμηλά στο ύψος της κάλτσας για να μην πιάνεται στην καδένα. Λόγω του ότι πολλά ποδήλατα δεν είχαν προστατευτικό κάλυμμα για την καδένα υπήρχε κίνδυνος να πιαστεί το παντελόνι σ΄ αυτή με πιθανό  ατύχημα ή και σχίσιμο του υφάσματος.
Οι μεγαλύτερες γυναίκες, γιαγιάδες και μητέρες μας κυκλοφορούσαν με λεωφορείο. Από το Καιμακλί υπήρχε ένα λεωφορείο αρχικά που το έφερε από το Λονδίνο, αν θυμάμαι καλά, κάποιος Κώτσιος. Το οδηγούσε μάλιστα ο ίδιος. Στην αρχή υπήρχαν σ΄αυτό και  αγγλικές επιγραφές. Γυρνούσε τις γειτονιές του Καιμακλίου και μάζευε κόσμο που ήθελε να μεταβεί στη Λευκωσία για δουλειές ή ψώνια. Αφού περνούσε από πολλές γειτονιές έφτανε μέχρι τους «ευκαλύπτους» ένα μικρό πάρκο με τα σημερινά δεδομένα, στα σύνορα Καιμακλίου-Λευκωσίας. Από εκεί συνέχιζε σε ένα χωματόδρομο που περνούσε δίπλα από την περίφραξη της «Λιάρτας» (από το αγγλικό yard) όπου ήταν οι αποθήκες και τα εργαστήρια των Δημοσίων ΄Εργων, για την πόρτα της Κερύνειας. Από εκεί έμπαινε στην εντός των τειχών πόλη και τερμάτιζε στην Αγιά Σοφιά. Ο δρόμος από τους «ευκαλύπτους» μέχρι την πόρτα της Κερύνειας ήταν χωματόδρομος για πολλά χρόνια. Το λεωφορείο για να αποφεύγει το χωματόδρομο άλλαξε δρομολόγιο και πήγαινε από άλλα μικρά δρομάκια αριστερά του χωματόδρομου που ήταν ασφαλτοστρωμένα και μάζευε και περισσότερο κόσμο, κυρίως Τουρκοκύπριους γιατί σ΄ εκείνη την περιοχή οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Τουρκοκύπριοι.
Στη συνέχεια ήρθε ο ανταγωνισμός. Κάποιος άλλος έφερε επίσης λεωφορείο οπότε σιγά-σιγά χρειάστηκε η παρέμβαση των Αρχών για να καθοριστούν τα δρομολόγια και οι στάσεις των λεωφορείων και να ελεγχθούν τα κόμιστρα. Στην αρχή το λεωφορείο σταματούσε όπου ήθελε ο πελάτης! Το κόμιστρο αν θυμάμαι καλά ήταν τότε τρία γρόσια. Ο ανταγωνισμός οδήγησε παράλληλα και σε ανάλογες συνεννοήσεις που κατέληξαν στη δημιουργία εταιρειών και συνεταιρισμών.
Πήγα πολλές φορές με το λεωφορείο συνοδευόμενος από τη μητέρα μου ή από τη γιαγιά μου ή και όλοι μαζί! Πήγαιναν για ψώνια αλλά και για υποχρεώσεις που είχαν σχέση με τη Διοίκηση αφού όλες οι Υπηρεσίες της Κυβέρνησης, όπως τα Δικαστήρια, η Επαρχιακή Διοίκηση κλπ.,  ήταν μαζεμένες στο κέντρο της πόλης στην περιοχή του Σαραγιού. Επίσης το κεντρικό, ίσως και το μοναδικό ταχυδρομείο στη Λευκωσία ήταν εκεί και όποτε ήθελαν να στείλουν ή να παραλάβουν συστημένη επιστολή έπρεπε να πάρουν το λεωφορείο για να φτάσουν εκεί.
Τα δρομολόγια αυτά συνεχίζονταν μέχρι το τέλος του 1963 όταν μια-δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα άρχισαν οι διακοινοτικές ταραχές. Τότε η τουρκική συνοικία έκλεισε και το λεωφορείο από το Καιμακλί προς τη Λευκωσία αναγκάστηκε να αλλάξει διαδρομή και τέρμα. Πήγαινε μέσω Παλλουριώτισσας έξω από τα τείχη και από το «ΟΧΙ» έμπαινε στην εντός των τειχών πόλη με τέρμα την πλατεία παλαιού δημαρχείου. Εκεί είχε μεταφερθεί και το Παντοπωλείο της Λευκωσίας, η Δημοτική Αγορά, αφού το κτήριο του έμεινε στα βόρεια της «Πράσινης Γραμμής». Στη συνέχεια η αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών αυτοκινήτων και  της τροχαίας κίνησης οδήγησε τα λεωφορεία εκτός της παλιάς πόλης με τέρμα την πλατεία Διονυσίου Σολομού.
Κ.Α.Χ.

11.10.2014

Η καμπάνα του χωριού μας

Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Η καμπάνα του χωριού μας,
Την ακούτε παιδιά,
Τι γλυκά σημαίνει,
Τι γλυκά σημαίνει,
 Ντιν Νταν Ντον!
    ***
Τρέχω μόλις την ακούσω,
Να βρεθώ στο σχολειό,
Μήπως και αργήσω,
 Μήπως και αργήσω,
Και τιμωρηθώ!
Το τραγούδι αυτό μας το δίδαξε ο πατέρας μου που ήταν δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Καιμακλίου, στο Αρρεναγωγείο, στην Τρίτη ή στην Τετάρτη τάξη. Τότε πηγαίναμε στο σχολείο που βρισκόταν στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας το οποίο για κάποια χρόνια είχε εγκαταλειφθεί, λειτούργησε όμως και πάλι όταν αυξήθηκε ο αριθμός των μαθητών και δεν υπήρχε χώρος για όλους στο κεντρικό κτήριο του Αρρεναγωγείου. Το κτήριο αυτό δεν υπάρχει πια. ΄Εχει κατεδαφισθεί και στη θέση ανεγέρθηκε αίθουσα για τις ανάγκες της εκκλησίας.
Δεν ξέρω ποιος έγραψε τους στίχους του τραγουδιού. Θυμάμαι όμως ότι το τραγουδούσαμε στη μουσική του γνωστού γαλλικού παιδικού τραγουδιού.
Frere Jacques, Frere Jacques,
Dormez- vous?  Dormez- vous?
Sonnez le matine, sonnez le matine,
Ding, daing, dong! Ding, daing, dong!
Το τραγούδι αυτό έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές ξένες γλώσσες. Είναι αξιοσημείωτος ο στίχος «μήπως και αργήσω και τιμωρηθώ». Την εποχή που μεταγλωττίστηκε στα Ελληνικά η τιμωρία των μαθητών στα σχολεία ήταν κάτι το φυσιολογικό, το άμεσο και βασικό από πλευράς πειθαρχίας!
Η καμπάνα του Καιμακλίου σήμαινε πράγματι μελωδικά και ήταν ξακουστή για τον καθαρό μεταλλικό της ήχο. Την καμπάνα «έπαιζαν», τραβώντας το σχοινί που κρεμόταν από το καμπαναριό, ο καντηλανάφτης και τα παιδιά του σχολείου καθώς και τα παιδιά που βοηθούσαν τους ιερείς στην εκκλησία. Τα παιδιά πολλές φορές ανταλλάσσονταν για να παίξουν όλα με τη σειρά την καμπάνα. ΄Ηταν και μια καλή γυμναστική! Μια φορά θυμάμαι κάναμε διαγωνισμό ποιος θα καταφέρει να κάνει γύρο την καμπάνα, να την περιστρέψει δηλαδή γύρω από τη δοκό που τη στερέωνε στο καμπαναριό. Τα κατάφερε μόνο ένας ο οποίος είχε μεγάλη πείρα! ΄Εκτοτε όλοι τον θαυμάζαμε!
Τελευταία πληροφορήθηκα από ένα ξάδελφο μου που πηγαίνει συχνά και ψάλλει στην εκκλησία ότι καταργήθηκε το «παίξιμο» της καμπάνας με τον παραδοσιακό τρόπο, με το σχοινί δηλαδή και ότι τώρα η καμπάνα κτυπά με ηλεκτρική ενέργεια. Κτυπά όμως παράξενα και άγουστα, χωρίς την αγάπη και τη συμμετοχή των παιδιών!
Κ.Α.Χ.
10.10.2014



Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο Μάστρο-Λούκας ο τσαγκάρης

Ο ΜΑΣΤΡΟ-ΛΟΥΚΑΣ Ο ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ
ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Πάνε χρόνια να περάσω απ΄ αυτήν  τη γειτονιά του Καιμακλίου. Τυχαία πριν τρεις μέρες πέρασα από εκεί που ήταν κάποτε το καφενείο του Μασουρή και το μπακάλικο του Κάρουλλα και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα ένα μαγαζάκι ανοιχτό σε πείσμα όλων των άλλων που είναι κλειστά κι ερημωμένα. Ο Μάστρο-Λούκας ο τσαγκάρης, ηλικίας ίσως ενενήντα πέντε ετών και άνω, καθόταν πίσω από το τραπεζάκι του με το σφυρί στο χέρι να καρφώνει μια σόλα!
Ο Μάστρο-Λούκας ο τσαγκάρης επί των επάλξεων! Μαγαζάκι μια σταλιά,  δύο επί τρία, χωρίς παράθυρο, με ένα φεγγίτη στο πίσω μέρος και μια ξύλινη τριπλή πόρτα μπροστά. Κάθεται πάντοτε στην καρέκλα του με την ποδιά του σχεδόν μαύρη από τις μπογιές των παπουτσιών. Στην τσέπη της ποδιάς στο ύψος του στήθους του έχει μόνιμα δύο εργαλεία, μια πένσα και μια φαρσέτα. Τα γυαλιά του στην άκρη της μύτης του, έτοιμα να του πέσουν. Το τραπεζάκι μπροστά του κατακτυπημένο και σε πολλά σημεία μαύρο κι αυτό από τις μπογιές των παπουτσιών. Πάνω σ΄ αυτό δυο-τρία παπούτσια και μερικά άλλα εργαλεία της δουλειάς του. Και πολλά πάρα πολλά καρφιά διαφόρων μεγεθών. Δύο-τρία καρφιά έχει στο στόμα του την ώρα που καρφώνει σόλες στα παπούτσια. Δεν λείπει από το τραπέζι και ένα μπουκαλάκι με υγρή μαύρη μπογιά με ένα πινέλο μέσα σ΄ αυτό με το οποίο βάφει κάθε τόσο τα πλάγια της σόλας, ειδικά κάθε φορά που την καθαρίζει με την κοφτερή του φαρσέτα.
Δεξιά, αριστερά και πίσω του υπάρχουν ξύλινα ράφια με παπούτσια, δεμένα με τα δέματά τους σε ζευγάρια. Τα παπούτσια είναι ταξινομημένα. Δεξιά και πίσω του τα γυναικεία και στα αριστερά του τα ανδρικά. Τα παιδικά είναι μαζί με τα γυναικεία. Κρίνοντας από τον αριθμό των παπουτσιών στα ράφια πρέπει ο κόσμος να επανήλθε στις επιδιορθώσεις παπουτσιών, βασικά λόγω κρίσης.
Τότε που ήμασταν με τα κοντοπαντέλονα, οι γονείς μας μάς αγόραζαν παπούτσια κάθε Χριστούγεννα ή κάθε Πάσχα ή όταν διαπίστωναν ότι μεγάλωνε το πόδι μας και δε χωρούσε πια στο παπούτσι! Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα παίρναμε το λεωφορείο με τη μητέρα μου και πηγαίναμε στο τέρμα, στο παλιό δημαρχείο. Απ΄ εκεί περπατούσαμε μέχρι την Κυπριακή Εταιρεία Υποδημάτων κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης και δοκίμαζα τα παπούτσια που διάλεγε για μένα η μητέρα μου. ΄Επαιρνα το κουτί με τα παπούτσια υπό μάλης και το έβαζα κάτω από το κρεβάτι μου περιμένοντας τα Χριστούγεννα για να τα φορέσω! Τις πλείστες φορές μετά από μια τέτοια αγορά κατεβαίναμε στη στάση της γιαγιάς για να δει και αυτή τα παπούτσια μου. Θυμάμαι ένα τέτοιο ζευγάρι παπούτσια πήρα μαζί μου στις σπουδές μου και το είχα μέχρι το τέλος. Φυσικά δεν ήταν το μοναδικό μου ζευγάρι!
Την εποχή μας μπαλώναμε τα παπούτσια μας. Τους βάζαμε σόλα, τακούνι καθώς και «σιδεράκια» που τα προστάτευαν περισσότερο και έκαναν θόρυβο στο τσιμέντο λες και χορεύαμε φλαμέγκο. Πολλές φορές έβαζε η μητέρα μου τα φθαρμένα παπούτσια σε τσάντα από μουσαμά και τα πήγαινα στον Μάστρο-Λούκα για επιδιόρθωση. Μετά με την ίδια τσάντα με τα λεφτά μέσα πήγαινα στο τσαγκαράδικο και τα έφερνα στο σπίτι.
Τότε υπήρχε στο Καιμακλί ακόμη ένας τσαγκάρης. ΄Ηταν στη γειτονιά της γιαγιάς μου, ο Μάστρο-Μιλτής. Το μαγαζί του ήταν στον ηλιακό του σπιτιού του. Ο πατέρας μου, είτε λόγω συγγένειας,  είτε λόγω φιλίας, δε θυμάμαι ακριβώς,  προτιμούσε το Μάστρο-Μιλτή. Στη συνέχεια ο Μάστρο-Μιλτής έκλεισε το μαγαζί του και έμεινε ο Μάστρο-Λούκας μόνος του.
Η βιομηχανία υποδημάτων ανθούσε στην Κύπρο για τέσσερεις-πέντε δεκαετίες και μαζί της στις πρώτες δεκαετίες, οι τσαγκάρηδες. Μετά αυτοί φυτοζωούσαν, γιατί ο κόσμος είχε λεφτά να αγοράζει καινούρια και δεν επιδιόρθωνε τα παπούτσια του. Οι βιομηχανίες ανθούσαν μέχρι που ήρθαν τα ιταλικά παπούτσια, μετά τα ελληνικά και στο τέλος τα κινέζικα που επέφεραν το τελειωτικό πλήγμα σ΄αυτές. Τώρα με την κρίση άρχισαν να δουλεύουν και πάλι οι τσαγκάρηδες!
Κ.Α.Χ.
9.10.2014


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Οικογενειακό κέντρο Τσιαγκλαγιάν

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΣΙΑΓΚΛΑΓΙΑΝ
ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Το Καιμακλί γειτνιάζει με την τούρκικη συνοικία της Λευκωσίας και πολλές από τις δραστηριότητες των κατοίκων του είχαν να κάνουν  και με το σύνοικο στοιχείο. Κάτι που θυμάμαι πολύ έντονα είναι κάποιους συμμαθητές μου που κάπνιζαν και αγόραζαν τσιγάρα από το τούρκικο μπακάλικο εκεί κοντά στο οικογενειακό κέντρο Τσιαγκλαγιάν αφού ο ιδιοκτήτης δεν τους γνώριζε και έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να τους καταδώσει στους γονείς τους! Ακόμα πριν λειτουργήσει θερινό σινεμά στο Καιμακλί λειτουργούσαν δύο θερινά σινεμά τούρκικης ιδιοκτησίας στα οποία θυμάμαι, πριν ακόμη καν πάω στο δημοτικό σχολείο, πήγα αρκετές φορές με τους γονείς μου. Θυμάμαι μάλιστα ότι προβάλλονταν και ελληνικές ταινίες τόσο γιατί υπήρχε μεγάλη πελατεία από ΄Ελληνες όσο και γιατί και στους Τουρκοκύπριους άρεσαν οι ελληνικές ταινίες ιδιαίτερα αυτές με την Αλίκη Βουγιουκλάκη! Πρέπει να αναφέρω ότι είχαμε δει, εκτός από αμερικάνικες ταινίες της εποχής εκείνης, και μερικές τούρκικες ταινίες. Εκείνο που θυμάμαι από αυτές είναι το «happy end» που ήταν πάντοτε ο γάμος του φτωχού παλληκαριού με το πλούσιο κορίτσι του!
Μερικοί που υπηρέτησαν τη στρατιωτική τους θητεία στην περιοχή θα θυμούνται τα «φυλάκια» του Τσιαγκλαγιάν. Το Τσιαγκλαγιάν ήταν ένα πολύ γνωστό οικογενειακό κέντρο, στο δρόμο έξω από τα τείχη της Λευκωσίας του οποίου ο ιδιοκτήτης πρέπει να ονομαζόταν Τσιαγκλαγιάν αφού αυτό το επίθετο συναντάται συχνά στα τούρκθκα. Από το Γυμνάσιο Παλλουριωτίσσης όταν κάποιος συνεχίσει την πορεία του και περάσει «την πόρτα τη νέα», το τελευταίο άνοιγμα στα τείχη της πόλης, θα συναντήσει στα δεξιά του το κέντρο Τσιαγκλαγιάν. Η λέξη «τσιαγκλαγιάν» στα ελληνικά σημαίνει «καταρράκτης».
Στο κέντρο αυτό πελάτες ήταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι απ΄ όλη τη Λευκωσία. Όταν ήμουν πολύ μικρός, πριν το δημοτικό σχολείο, πήγα εκεί αρκετές φορές με τον παππού μου και μάλιστα αρκετά Σαββατόβραδα τα περάσαμε εκεί. Το κέντρο διέθετε ζωντανή μουσική και πίστα χορού. ΄Επαιζαν βιολιά, πιάνο και ακορντεόν. Μερικά ζευγάρια χόρευαν τα καλοκαίρια έξω στον κήπο στη τσιμεντένια πίστα!
Με τον παππού μου, συνήθως πηγαίναμε εκεί τα καλοκαίρια και καθόμασταν στον κήπο, παράγγελνε κονιάκ με μεζέδες και γκαζόζα για μένα. ΄Επινα τη γκαζόζα μου και έτρωγα από τους μεζέδες που συνόδευαν το κονιάκ ακούοντας μουσική! Θυμάμαι τη μικρή δεξαμενή με το σιντριβάνι που υπήρχε στο μέσο της αυλής του κέντρου. Εκεί χάζευα για πολλή ώρα τα ψαράκια που κολυμπούσαν στο νερό. ΄Ηταν κάτι κόκκινα και χρυσά ψάρια στο μέγεθος μέτριου μπαρμπουνιού. Αφηνόμουν εκεί και με τη φαντασία μου ταξίδευα μαζί τους, άλλοτε κολυμπώντας και άλλοτε σαν πειρατής σε καράβι που στεκόταν στην πρύμνη και έβλεπε τα ψάρια που τον οδηγούσαν στο νησί με τον κρυμμένο θησαυρό!
Την εποχή που είχαν οι Τούρκοι το μπαϊράμι τους η ατμόσφαιρα στην περιοχή ήταν παραμυθένια! Ο δρόμος έξω από τα τείχη γέμιζε με κόσμο που πηγαινοερχόταν, με παιδιά που έτρεχαν και γέμιζαν την ατμόσφαιρα με χαρούμενες φωνές και γέλια. Μικροπωλητές πωλούσαν παγωτό, μαλλί της γριάς, παιγνίδια και πολλά άλλα … Ξυλοπόδαροι με χρωματιστά παντελόνια που κάλυπταν τα ξύλινά τους πόδια πήγαιναν κι αυτοί πάνω κάτω στο δρόμο ενώ τυμπανιστές με τούρκικες ενδυμασίες έπαιζαν τα ταμπούρλα τους και διασκέδαζαν τον κόσμο.
Ωραία πράγματα θυμήθηκα σήμερα και ωραίες παλιές εποχές! Και τι δεν θα έδινα να ξαναγινόμουν πάλι πιτσιρίκι! Και τι δε θα έδινα για μια γκαζόζα στου Τσιαγκλαγιάν!
Κ.Α.Χ.
8.10.2014   


Σχιλική τσάντα

ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΣΑΝΤΑ
ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
΄Ακουσα στις ειδήσεις ότι κάποιοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να συγκεντρώσουν σχολικές τσάντες για παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να τους αγοράσουν. Εκ φύσεως είμαι λιγάκι δύσπιστος και διερωτήθηκα κατά πόσο δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τσάντα που είχαν πέρυσι ή αν πρόκειται για πρωτάκια κατά πόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τσάντα κάποιου μεγαλύτερου αδελφού ή συγγενή τέλος πάντων που δεν τη χρειάζεται πια. Η είδηση αυτή μου έφερε στο νου παλιές αναμνήσεις σε σχέση με τις σχολικές τσάντες …
Παλαιότερα όταν ήμουν μικρός και πήγαινα στο δημοτικό σχολείο Καιμακλίου, στο Αρρεναγωγείο, οι σχολικές τσάντες λεγόντουσαν και σχολικές βαλίτσες. Τότε, είναι αλήθεια, υπήρχαν μικρά βαλιτσάκια που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές και ακόμη πιο παλιά οι σχολικές τσάντες λεγόντουσαν και παλάσκες. Αυτές ήταν κατασκευασμένες από χακί ύφασμα και είχαν ένα μακρύ υφασμάτινο επίσης χερούλι-κορδέλα για να την κρεμάνε οι μαθητές στον ώμο χιαστί.
Εγώ προσωπικά την εποχή του δημοτικού χρησιμοποίησα και βαλίτσα, που είχαν χρησιμοποιήσει οι θείοι μου και οι θείες μου όταν πήγαιναν σχολείο. Χρησιμοποίησα και παλάσκα που είχε ραφτεί ειδικά για μένα, από τη μητέρα μου και ήμουν περήφανος γι αυτό. Στεκόμουν για ώρες μπροστά στον καθρέφτη στον ηλιακό μας και καμάρωνα την παλάσκα μου! Τότε άρχισαν να εξαφανίζονται τα βαλιτσάκια και εθεωρείτο εκτός μόδας όποιος τα χρησιμοποιούσε ακόμη!
Όταν θα πήγαινα στο Γυμνάσιο πήγα με καμάρι σε γνωστό βαλιτσοποιείο της Λευκωσίας απ όπου μου αγόρασαν δερμάτινη τσάντα. Μ αυτήν τελείωσα το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο. Μέσα σ αυτή μετέφερα και το πρώτο μου πτυχίο στην Κύπρο και είμαι με την εντύπωση ότι αν ψάξω καλά στη βιβλιοθήκη μου θα τη βρω σε κάποιο ερμαράκι, φθαρμένη και σκονισμένη, άδεια από βιβλία και χαρτικά, αλλά γεμάτη αναμνήσεις μιας ζωής! Αυτή η τσάντα είχε και αντιαποικιακή δράση! Κάποιος ξάδελφος της μητέρας μου ένα πρωί καθώς πήγαινα στο σχολείο μου την άρπαξε, την άδειασε και τη γέμισε φυλλάδια τα οποία έριξε στους δρόμους. Φαίνεται ότι τον είδαν οι ΄Αγγλοι, οπότε σε λίγο όταν είδαν εμένα με τη τσάντα που μου επέστρεψε, με σταμάτησαν και την έψαξαν. Τίποτα δεν βρήκαν με ανέβασαν όμως στο τζιπ, μου έκαναν μια βόλτα και με άφησαν αφού είδαν πόσο φοβισμένος ήμουν!
Στη συνέχεια ήρθε η μόδα με τους χαρτοφύλακες. Θυμάμαι ότι αγόρασα τον πρώτο μου χαρτοφύλακα όταν η Υπηρεσία θα μ έστελλε σε διεθνές συνέδριο στο εξωτερικό. Εκεί κάθε αξιοπρεπής σύνεδρος είχε το χαρτοφύλακά του. Οι πιο … «αξιοπρεπείς» είχαν βέβαια χαρτοφύλακα Samsonite. Μετά πέρασε και η μόδα με τους χαρτοφύλακες και ήρθε η μόδα της ταξιδιωτικής τσάντας ώμου-πλάτης. Και πάλι φυσικά κάποιοι ξεχώριζαν με Adidas και Nike. Μέχρι τους υπουργούς κατέκτησε η μόδα και τους βλέπουμε και σήμερα στους τηλεοπτικούς δέκτες με τέτοιες τσάντες. Είναι πρακτικές, δε λέγω!
΄Οσο για τις κασετίνες ήταν μεταλλικά, μισοσκουριασμένα κουτιά τσιγάρων ή κουτιά που περιείχαν σοκολατάκια! Μετά ήρθαν οι ξύλινες, οι πιο εξελιγμένες με δύο «πατώματα» και οι πλαστικές με φερμουάρ και αρχικά με το χάρτη της Κύπρου σ΄ αυτές  … Μετά στη θέση του χάρτη εμφανίστηκαν οι φιγούρες από τα κινούμενα σχέδια!
Πρέπει εδώ να μνημονεύσω ένα δάσκαλο μας στο δημοτικό που μας έμαθε τις προθέσεις (εν, εις, εκ, συν, προς, προ κλπ) τραγουδιστά παίζοντας και το βιολί του που δεν αποχωριζόταν ποτέ! Είχε και ένα μεγάλο πάθος, το χαρτοπαίγνιο και συχνά έλεγαν πως ερχόταν στο σχολείο κατευθείαν από τη χαρτοπαιχτική λέσχη. Ανεξάρτητα από αυτό σαν δάσκαλος ήταν πολύ αγαπητός και μας έμαθε πολλά πράγματα. Εκτός από τις προθέσεις και εκτός από τα πολλά τραγούδια, όχι μόνο σχολικά αλλά και τραγούδια εποχής,  μας έμαθε και καλή γεωγραφία της Κύπρου. Μας σήκωνε από τα θρανία, μας έβαζε στη σειρά, νοερά για παράδειγμα στο δρόμο για την Αμμόχωστο και μας έδινε τα ονόματα των χωριών που συναντά κάποιος ακολουθώντας το δρόμο. Μετά μας ανακάτευε και μας έλεγα να πάρουμε ξανά τις θέσεις μας ως χωριά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα χωριά της Κύπρου που μας έμαθε με αυτόν τον τρόπο, ούτε και το ότι στο δρόμο για την Αμμόχωστο ήμουνα η Βατυλή!
Αυτός λοιπόν ο δάσκαλος μας, που φορούσε πάντοτε κοστούμι, γραβάτα και ρεπούμπλικα, μάς έλεγε συχνά. «Δεν έχει σημασία πώς είναι η παλάσκα σας και τι περιέχει. Σημασία έχει τι περιέχει το κεφάλι σας!»
Κ.Α.Χ.

7.10.2014  

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Το πρώτο μου ποδήλατο

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Εκείνο το καλοκαίρι τελείωσα το δημοτικό σχολείο Καιμακλίου και όλοι μου έλεγαν ότι αυτό αποτελεί σημαντικό επίτευγμα και σταθμό στη ζωή μου. Εγώ τότε αυτό δεν το καταλάβαινα σχεδόν καθόλου! Μάλλον ήμουνα και στεναχωρημένος γιατί θα «έχανα» αρκετούς από τους φίλους μου, τα παιδιά της γειτονιάς που ήταν όλα συνομήλικά μου άνκαι εγώ ήμουνα μια τάξη πιο προχωρημένος στο σχολείο. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και μου έκανε μαθήματα στο σπίτι. Τότε αντί «να χάσω χρόνο» λόγω ημερομηνίας γέννησης και ημερομηνίας εγγραφή στα σχολεία «πήδηξα  τάξη» και ξεκίνησα το σχολείο από τη Δευτέρα τάξη. Θα «έχανα» επίσης τους φίλους μου που δεν θα συνέχιζαν στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Τότε για φοίτηση στο Γυμνάσιο δίναμε εξετάσεις και ένας μεγάλος αριθμός παιδιών αποτύγχανε. Κάποιοι θα συνέχιζαν σε ιδιωτικά σχολεία μέσης εκπαίδευσης και κάποιοι θα πήγαιναν να «μάθουν τέχνη». Πολλοί από αυτούς που πήγαν και έμαθαν τέχνη από οικονομικής πλευράς τα κατάφεραν πολύ καλύτερα από αρκετούς απ΄ αυτούς που συνέχισαν στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Εγώ λοιπόν πέρασα στις εξετάσεις και θα πήγαινα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Να πώς άρχισα να συνειδητοποιώ αυτό που μου έλεγαν για σταθμό στη ζωή μου.
Ένα βράδυ ο παππούς μου, μετά που τέλειωσε το δείπνο του, έβγαλε από την τσέπη του και έδωσε στο θείο μου, αν θυμάμαι καλά δεκαεφτά λίρες, λέγοντάς του «αύριο θα πάτε με τον Κωστάκη να αγοράσετε ποδήλατο γιατί τώρα θα το χρειάζεται για να πηγαίνει στο Γυμνάσιο. Είναι πια μεγάλο αγόρι!»
Την επομένη πήγαμε με το θείο μου στη Λευκωσία. Ανεβήκαμε και οι δυο στο ποδήλατό του και πήγαμε στα καταστήματα του Δικράν Ουζουνιάν που βρίσκονταν στο τέρμα της οδού Λήδρας στη γωνία, εκεί που τελειώνει η οδός Πάφου και αρχίζει η οδός Ερμού. Η εταιρεία αυτή είχε την αντιπροσωπεία των φημισμένων τότε ποδηλάτων «Ράλλυ». Μπήκαμε μέσα και διάλεξα αυτό που μου άρεσε με τα έξτρα του φανάρι μπροστά και φωτάκι πίσω που άναβαν τόσο με το δυναμό του τροχού αλλά και με μπαταρίες! Πλήρωσε ο θείος μου με τα λεφτά του παππού και η εταιρεία ανέλαβε να δηλώσει τον αριθμό του ποδηλάτου και το όνομά μου ως τον ιδιοκτήτη, μια υποχρέωση που είχε μείνει από τον καιρό του Αγώνα κατά των ΄Αγγλων και μεταγενέστερα φάνηκε χρήσιμη όταν άρχισαν οι κλοπές ποδηλάτων.
Βγήκαμε έξω και ο καθένας ανέβηκε στο ποδήλατό του, ο θείος μου για τη δουλειά του κι εγώ για βόλτες. Ο θείος μου μού έδωσε τις τελευταίες συμβουλές του για ασφαλές οδήγημα και φύγαμε! Οι πρώτες μου πεταλιές με το δικό μου ποδήλατο! Επέστρεψα στο Καιμακλ,ί στη γειτονιά μου και έκοβα βόλτες να με βλέπουν τα άλλα παιδιά και να θαυμάζουν το ποδήλατό μου. ΄Ολη μέρα δεν κατέβηκα από το ποδήλατο! Πρέπει να γελούσαν και τα μουστάκια μου όπως λένε, από τη χαρά μου! Πέρασα και από τη γιαγιά μου, έδειξα το ποδήλατο στον παππού μου που πλήρωσε, τον ευχαρίστησα  και όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι περιμένοντας να ξημερώσει για ν΄ αρχίσω και πάλι ποδηλασία!
Με το ποδήλατο αυτό έβγαλα το Γυμνάσιο και όταν έφυγα για σπουδές έμεινε για κάποια χρόνια στη βεράντα του σπιτιού μέχρι που ένας ξάδελφος, γιος του θείου με τον οποίο πήγαμε και αγοράσαμε το ποδήλατο, πήγε στο Γυμνάσιο και το πήρε. Τόσο πολύ είχα συνδεθεί μ΄ αυτό το ποδήλατο –αν μπορούσε να μιλήσει θα έλεγε πολλά- που θυμάμαι και την πρώτη του γρατσουνιά! ΄Ημουν στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου και έκανα σούζες στον κατήφορο της Λυκαβηττού.  Σε κάποιο σημείο του δρόμου υπήρχαν νερά γιατί κάποιος είχε πλύνει το αυτοκίνητό του, και καθώς είχα σηκωθεί στον ένα τροχό γλίστρησα και έπεσα. Γρατσούνισα το γόνατό μου και το ποδήλατο!
Κ.Α.Χ.

6.10.2014    

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Πλανοδιοπώλες

ΠΛΑΝΟΔΙΟΠΩΛΕΣ
ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Τότε που πιτσιρίκια τριγυρνούσαμε στους δρόμους του Καιμακλίου κυκλοφορούσαν στην κοινότητα και πολλοί πλανοδιοπώλες κυρίως κάτοικοι του χωριού. Τους έβλεπα συχνότερα στη γειτονιά της γιαγιάς μου
΄Ενας απ΄ αυτούς, ο μπακάλης, γύριζε με το αυτοκίνητό του, ένα «Μόρρις» εμπορικό με ξύλο καρυδιάς σε ορισμένα σημεία του, έχοντας σχεδόν  απ ΄όλα τα αποικιακά, όπως τα έλεγαν τότε, μέχρι όσπρια και τροφή για τα κοτόπουλα. Τότε το κάθε σπίτι είχε το δικό του κοτέτσι. Αν τυχόν μάλιστα κάποιος χρειαζόταν κάτι το παράγγελλε στο μπακάλη και αυτός του το έφερνε την επομένη.
Ο φθαρτοπώλης ήταν ένας άλλος πλανόδιος. Αυτός περνούσε με ένα φορτηγάκι και διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας, «φρέσκα χόρτα πουλώ!» Μόλις που ακουόταν η φωνή του από τον πολύ θόρυβο που έκανε η μηχανή του αυτοκινήτου του. Γι αυτό και κάθε λίγο σταματούσε το όχημά του, έσβηνε τη μηχανή και φώναζε να ακουστεί καλύτερα. ΄Ηταν ένα φορτηγάκι «Μπέντφορντ» με ξύλινη καρότσα σκεπασμένη με στρατιωτικό μουσαμά για να προστατεύονται τα λαχανικά του. Θυμάμαι που την τότε εποχή ο κόσμος αγόραζε μια «μάτσα διάφορα» για τη σαλάτα του. Η δέσμη με τα διάφορα περιλάμβανε συνήθως φρέσκο κρεμμυδάκι, ρόκα και κόλιανδρο.
Τα καλοκαίρια περνούσαν και διάφοροι άλλοι πλανόδιοι που πουλούσαν κυρίως εποχικά λαχανικά και φρούτα και κυρίως καρπούζια. Περνούσαν με αυτοκίνητα και διαλαλούσαν «σιήζω τζιαί  πουλώ παττίσιες!». Ο κόσμος τότε αγόραζε πολλά καρπούζια κάθε φορά, όσα χωρούσαν σε ένα μεγάλο καλάθι καμιά ντουζίνα δηλαδή. Στα παιδιά άρεσε ιδιαίτερα η αγορά καρπουζιών γιατί τα κυλούσαν από την είσοδο του σπιτιού μέχρι την κουζίνα λες και ήταν μπάλες!
Σε μας τα πιτσιρίκια άρεσαν περισσότερο οι πλανόδιοι που πουλούσαν προϊόντα  του άμεσου ενδιαφέροντός μας! Ο πιο αγαπητός μα  ήταν ο παγωτατζής! Περνούσε μ΄ ένα ποδήλατο που είχε μπροστά ειδικό χώρο για το δοχείο με το παγωτό και τις «φόρμες» και φώναζε «εδώ το ωραίο παγωτό τριαντάφυλλου!» Σταματούσε κάθε τόσο και τα παιδιά μαζεύονταν γύρω του. Με ένα γρόσι μας έβαζε παγωτό στη «φόρμα» το οποίο απολαμβάναμε. Επρόκειτο για πάγο με χρώμα και άρωμα τριαντάφυλλου. Μερικές φορές όταν δεν υπήρχε διαθέσιμο έστω και εκείνο το ένα γρόσι, οι γονείς για να μην μείνει το παιδί τους ανικανοποίητο του έδιναν ένα αβγό από το κοτέτσι το οποίο δεχόταν ο παγωτατζής και του έβαζε παγωτό!
΄Ενας άλλος παγωτατζής ήταν ένας Τούρκος που έσπρωχνε ένα αμαξάκι που μέσα έβαζε το παγωτό του. Αυτός περνούσε μόνο από ορισμένες γειτονιές του Καιμακλίου, αυτές που γειτνίαζαν με την τούρκικη συνοικία της Λευκωσίας. Αυτός διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας συνέχεια «ντοντουρμά παγωτό».  Το «ντοντουρμά» που σημαίνει στα τούρκικα επίσης το παγωτό ακουγόταν λες και ήταν ένα άλλου είδους  παγωτό. Το παγωτό του ήταν κατασκευασμένο με γάλα και μας άρεσε περισσότερο απ΄  εκείνο του τριαντάφυλλου.
Μετά από μερικά χρόνια λειτούργησε στο Καιμακλί το εργοστάσιο παρασκευής παγωτών «Ρέτζις», ένας συνεταιρισμός ενός ΄Αγγλου και ενός Ελληνοκύπριου. Στη συνέχεια η εταιρεία περιήλθε στον Ελληνοκύπριο ο οποίος όμως διατήρησε την ονομασία «Ρέτζις». Η λειτουργία του εργοστασίου έφερε μια άλλη διάσταση στον κόσμο του παγωτού. Νέες μορφές και νέες γεύσεις έτερπαν πλέον το λαρύγγι των παιδιών. Τα παγωτά «Ρέτζις» για ένα διάστημα πωλούσε μια λεπτή και αδύνατη γυναίκα που κυκλοφορούσε με μοτοσυκλέτα και διαλαλούσε τα παγωτά με μεγάφωνο και μουσική. Θυμάμαι που είχε τη μουσική πολύ δυνατά και έπρεπε να βγεις στο δρόμο πριν περάσει για να σε δει να σταματήσει, διαφορετικά έμενες χωρίς παγωτό!
΄Αλλοι πλανόδιοι που περνούσαν από τις γειτονιές μας ήταν ένας χοντρός τύπος με μουστάκι που έσπρωχνε ένα αμαξάκι και πουλούσε ραβανί το οποίο διαλαλούσε ως «το καλό πράμα». Άλλος ένας ερχόταν με ποδήλατο και πουλούσε σιμιγδαλένιο χαλβά πάνω στον οποίο μας κάρφωνε και μερικά αμύγδαλα καβουρδισμένα. Συνήθως έβαζε τέσσερα αλλά όταν μας έβαζε πέντε ή έξι η χαρά μας ήταν μεγάλη!
Κ.Α.Χ.

4.10.2014