Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Χωρίς τηλέφωνα ...

ΧΩΡΙΣ ΤΗΛΕΦΩΝΑ …
ΕΝΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Πριν μερικές μέρες είχα πάει με ένα ξάδελφο μου στον Ακάμα. Ανεβήκαμε με αρκετό κόπο, λόγω του κακού οδικού δικτύου, ψηλά στο φάρο που είναι στο δυτικότερο μέρος του νησιού μας. Εξαιρετική τοποθεσία και θέα. Κρίμα που τα χάλια των δρόμων -ο Θεός να τους κάμει δρόμους- δεν επιτρέπουν στις δεκάδες χιλιάδες Κύπριους που θα ήθελαν να απολαύσουν αυτήν την περιοχή του τόπου μας.
Από εκεί στην άκρη της Κύπρου, στη μέση του πουθενά, πήρα τηλέφωνο και συζήτησα το θέμα μιλώντας μ ένα φίλο μου. Τι μας το λες αυτό θα με ρωτήσετε! Αυτό λοιπόν μου θύμισε μια περιπέτεια των παιδικών μου χρόνων ...
Εκείνο το καλοκαίρι ο παππούς μου εργαζόταν με την εταιρεία που είχε αναλάβει την ανέγερση του νοσοκομείου στη στρατιωτική βάση των ΄Αγγλων στο Ακρωτήρι. Νοίκιασε ένα σπίτι στον πρώτο όροφο μιας διώροφης κατοικίας κοντά στο δημοτικό κήπο Λεμεσού και μετακόμισε εκεί με τη γιαγιά μου. Για να με διασκεδάσουν με πήραν μαζί τους.
Το σπίτι όπως προανέφερα ήταν στον πρώτο όροφο. Η πόρτα ήταν πάντα κλειδωμένη γιατί η εξωτερική πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον όροφο δεν είχε κάγκελα και φοβόντουσαν μήπως πέσω από εκεί ψηλά και πάθω κακό. Φίλους δεν είχα αφού πήγα σε μια άλλη πόλη, άγνωστη για μένα. Με πήρε μια φορά η γιαγιά μου στο δημοτικό και ζωολογικό κήπο αλλά αυτό ήταν! ΄Αντεξα τρεις μέρες! Μετά άρχισα τη μουρμούρα και επαναλάμβανα «θέλω να πάω στο σπίτι μου»! Τότε επειδή δεν με άντεχαν άλλο  το επόμενο Σάββατο με έβαλαν στο λεωφορείο που έφερνε μαστόρους και εργάτες στη Λευκωσία. Ο παππούς μου εξήγησε στον οδηγό πού να νε αφήσει και με αποχαιρέτησαν. Η γιαγιά μου μού έβαλε ένα μήλο στην τσέπη μην θελήσω να φάω κάτι στο λεωφορείο.
Όταν το λεωφορείο έφτασε στο Καιμακλί ο οδηγός με άφησε μια γειτονιά πιο κάτω από το σπίτι μου γιατί βιαζόταν να πάει κι αυτός στο σπίτι του να δει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Κατέβηκα από το λεωφορείο με ένα βαλιτσάκι στο χέρι με τα ρούχα μου. Ένα βαλιτσάκι από εκείνα τα κατασκευασμένα με σκληρό υλικό όπως ήταν τότε κατασκευασμένες και οι μεγάλες βαλίτσες. Πηγαίνοντας προς το σπίτι μου ο δρόμος περνούσε από το σπίτι της θείας μου. Σταμάτησα εκεί και η πόρτα όλως παραδόξως ήταν κλειστή. Την έσπρωξα και δεν άνοιξε, ήταν κλειδωμένη. Κάπου θα πήγε σκέφτηκα. ΄Ισως και στο σπίτι μας γιατί ο δυο αδελφές, μητέρα και θεία μου ήταν αχώριστες και αγαπημένες.
Συνέχισα για το σπίτι μου. Πήγα στην πόρτα της κουζίνας απ ΄όπου μπαίναμε συνήθως στο σπίτι αλλά τη βρήκα κλειστή. Την έσπρωξα αλλά ήταν κλειδωμένη. Το αυτοκίνητο του πατέρα μου δεν ήταν εκεί. Κάπου θα πήγαν σκέφτηκα και θα επιστρέψουν. Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει το πρώτο σκοτάδι αλλά δεν φαινόταν κανένας. Πείνασα και θυμήθηκα το μήλο που μου έβαλε η γιαγιά μου στην τσέπη πριν ξεκινήσει το λεωφορείο. Το έφαγα, όπως τρώνε στα κινούμενα σχέδια τα μήλα, μέχρι να πέσει και το τελευταίο κουκούτσι, αλλά δεν φαινόταν κανένας τους. Νερό έπινα από τη βρύση της αυλής και έτσι δεν αντιμετώπισα πρόβλημα. Όταν κατάλαβα πια ότι δεν πρόκειται να έρθουν εκείνο το βράδυ, έσπρωξα δυνατά την πόρτα του πλυσταριού που είχαμε στο πίσω μέρος της αυλής και εκεί πέρα προσπάθησα να κοιμηθώ. ΄Ολο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι! Με τον παραμικρό θόρυβο πεταγόμουν επάνω νομίζοντας πως κάτι κακό θα συμβεί. Θα πρέπει όμως να με πήρε και λίγο ο ύπνος από την πολλή κούραση και αγωνία. ΄Οταν ξύπνησα την Κυριακή ο κόσμος είχε αρχίσει να επιστρέφει από την πρωινή λειτουργία. Βγήκα έξω πλύθηκα, ήπια νερό αλλά δεν είχε επιστρέψει κανένας. Ξαναπήγα μέχρι τη θεία μου αλλά τίποτα! Ξαναγύρισα στο σπίτι μου και περίμενα μέσα στο πλυσταριό κάνοντας χίλιες δυο κακές σκέψεις. Μέχρι που σκεφτόμουνα πως θα ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου σαν τον ΄Ολιβερ Τουίστ!
Αργά το απόγευμα άκουσα το αυτοκίνητο του πατέρα μου να μπαίνει στην αυλή. Πετάχτηκα έξω και πλησίασα κλαίγοντας! Κατέβηκαν όλοι από το αυτοκίνητο οι  γονείς μου,  τα αδέλφια μου, η θεία και ο θείος μου και τα ξαδέλφια μου. Πήγαν εκδρομή στον Απόστολο Αντρέα όπου και διανυκτέρευσαν!
Δεν είχαμε τότε κινητά τηλέφωνα …
Κ.Α.Χ.
25.9.2014


Η μοτοσυκλέτα του γαμπρού μας

Η ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ ΜΑΣ
ΟΓΔΟΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Πρέπει να ήμουν τεσσάρων περίπου χρονών όταν αρραβωνιάστηκε η  αμέσως μικρότερη αδελφή της μητέρας μου. ΄Ημουν το πρώτο παιδί της τρίτης γενιάς στην οικογένεια και όλα τ΄ αδέλφια της μητέρας μου με είχαν μη στάξει  και μη βρέξει. Θυμάμαι πως όταν σφουγγάριζαν τον ανοιχτό τότε ηλιακό της γιαγιά και ήθελα να περάσω να βγω στο δρόμο από την αυλή ή να μπω από το δρόμο στην αυλή, με έπαιρναν οι θείες και με σήκωναν μήπως πέσω κάτω από τα βρεγμένα μάρμαρα ή μήπως τους λερώσω το φρεσκοσφουγγαρισμένο δάπεδο. Και εγώ τότε  όλο ήθελα να μπω και να βγω για να με μεταφέρουν σηκωτό!
΄Οπως είπαμε λοιπόν αρραβωνιάστηκε η θεία μου και εγώ όποτε πήγαινα στη γιαγιά και έβλεπα ένα «νέο» πρόσωπο. ΄Εβλεπα τον αρραβωνιαστικό παράξενα για δυο λόγους. Πρώτο γιατί ήταν ένα καινούριο πρόσωπο στο σπίτι που δεν το είχα συνηθίσει και δεύτερο γιατί είχε μοτοσυκλέτα. Ερχόταν με μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού θα λέγαμε σήμερα. Μια «Μάτσιουλες» που έκανε πολύ θόρυβο! Μάλιστα τη στάθμευε στον ηλιακό της γιαγιάς. ΄Ισως τώρα που το σκέφτομαι, να ζήλευα και λιγάκι γιατί η γιαγιά μου έτρεχε να περιποιηθεί το γαμπρό της μόλις σχόλαζε από τη δουλειά και η θεία μου έστρεφε την προσοχή της όλο και περισσότερο στον αρραβωνιαστικό της παρά σε μένα! Εξακολουθούσα όμως να έχω το … μονοπώλιο της προσοχής του θείου μου και των άλλων δύο αδελφών της μητέρας μου!
Ο μελλοντικός άντρας της θείας, αυτός που θα μου χάριζε και τον πρώτο μου ξάδελφο από την πλευρά της μητέρας μου, καταλάβαινε βέβαια τη στάση ενός μικρού παιδιού απέναντί του. Γι αυτό και δεν έμενε άπραγος. Όταν σχόλαζε από τη δουλειά του, το απόγευμα, μάλλον την ώρα που έπεφτε το σούρουπο, γιατί εκείνη την ώρα σχόλαζαν τότε όσοι δούλευαν στο δημόσιο και μάλιστα σε δουλειά που απαιτούσε έξοδο στην ύπαιθρο για επιθεώρηση εκτέλεσης έργων, δεν ερχόταν με άδεια χέρια. Είχε πάντοτε μαζί του κάτι κουφέτα «τόφις» και πότε-πότε και καμιά σοκολάτα «κάντμπουρις». ΄Ετσι άρχισε να κερδίζει σιγά-σιγά τη συμπάθεια του πρώτου παιδιού της τρίτης γενιάς στην οικογένεια …
Ένα Σαββατοκύριακο ο αρραβωνιαστικός της θείας θα απουσίαζε για δουλειά στην Καρπασία και θα πήγαινε με αυτοκίνητο. Έτσι άφησε τη μοτοσυκλέτα στον ηλιακό της γιαγιάς. Θα μπορούσαμε να την περιεργαστούμε από κοντά και όχι μόνο! Την Κυριακή το πρωί όταν τέλειωσε η θεία λειτουργία ο θείος μου, ο αδελφός της μητέρας μου –τότε θα ήταν περίπου δεκαέξι με δεκαεφτά χρονών- που ήταν και ειδικός στις μηχανές και ένας ξάδελφος του, αποφάσισαν να πάρουν τη μοτοσυκλέτα και να πάνε βόλτα μέχρι τον Άγιο Δημήτριο. Ο ΄Αγιος Δημήτριος ήταν ένα ξωκλήσι του Καιμακλίου, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το κέντρο του χωριού. Εκεί υπήρχαν και μερικές φάρμες – μια ανήκε σε θείο μου, άντρα της αδελφής του πατέρα μου, που είχε και άλογα- καθώς και μερικά περιβόλια. Εκεί πήγαιναν «περίπατο» τους οργανωμένα οι μαθητές των δημοτικών σχολείων Καιμακλίου. Δυστυχώς το ξωκλήσι σήμερα είναι στα κατεχόμενα ...
Ανέβηκε λοιπόν ο θείος στη μοτοσυκλέτα στη θέση του οδηγού, εγώ κάθισα πίσω του και πίσω μου ο ξάδελφος του θείου. Φτάσαμε μια χαρά στον Άγιο Δημήτριο, περάσαμε εκεί λίγη ώρα ευχάριστα και ανεβήκαμε στη μοτοσυκλέτα για να γυρίσουμε πίσω με την ίδια διάταξη όπως πριν. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής όμως πέσαμε σε μια λακκούβα – ο δρόμος ήταν χωμάτινος- οπότε συνειδητοποίησα ότι κάτι έλειπε από πίσω μου. Γυρνάω και βλέπω το ξάδελφο του θείου μου να τρέχει από πίσω μας κρατώντας στο χέρι ένα παπούτσι. Φαίνεται εκεί στη λακκούβα, ταρακουνήθηκε και πιάστηκε το παπούτσι του στην καδένα της μοτοσυκλέτας και  έπεσε. ΄Αρπαξε το ένα παπούτσι του που του βγήκε από το πόδι και άρχισε να τρέχει πίσω μας να μας προλάβει! Μπορεί και να μας φώναζε κιόλας αλλά πού να το ακούσουμε με τέτοιο θόρυβο που έκανε η μηχανή της μοτοσυκλέτας!
Κ.Α.Χ.

30.9.2014

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Ο λάκκος του μάστρο Γιώργου

Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΓΙΩΡΓΟΥ
ΕΒΔΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Τότε που ήμασταν πιτσιρίκια στο Καιμακλί και τριγυρνούσαμε τα καλοκαίρια με κοντοπαντέλονα και άλλοι ακόμη και  ξυπόλητοι, δεν υπήρχαν γεωτρύπανα να ανοίγουν γεωτρήσεις και να βρίσκουν νερό ή να ανοίγουν λάκκους για τις αποχετεύσεις. Τότε ο κόσμος άνοιγε λάκκους τόσο για να βρει νερό όσο και για να καταλήγουν σ΄ αυτούς τα αποχετευτικά. Κάθε σπίτι στη γειτονιά μας είχε και από τους δύο λάκκους. Ο ένας φυσικά ήταν καλυμμένος ενώ πάνω από τον άλλο, αυτόν του νερού, υπήρχε ένα αλακάτι με τη βοήθεια του οποίου αντλούσαν νερό. Τα πλούσια σπίτια αντί για αλακάτι είχαν «τουλούμπα», αντλία νερού χειροκίνητη, που διευκόλυνε κατά πολύ την άντληση νερού σε σύγκριση με το αλακάτι.
Το νερό στο Καιμακλί ήταν κατά κανόνα γλυφό και δεν έκανε για πότισμα όλων των ειδών των δέντρων ή των λαχανικών. Περισσότερο χρησιμοποιούσαν το νερό για καθαριότητα και λιγότερο για τα δέντρα και τους κήπους. Το πόσιμο νερό της υδατοπρομήθειας εγκαταστάθηκε πολύ σύντομα τότε στα σπίτια. Προσωπικά θυμούμαι την εγκατάσταση των σωλήνων στο σπίτι μας και σε όλη τη γειτονιά. Από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων έμαθα ότι για την προμήθεια του πόσιμου νερού έρχονταν αμάξια που τα έσερναν άλογα και τα οποία μετέφεραν νερό σε ντεπόζιτο το οποίο διένειμαν στα σπίτια επί πληρωμή. Υπήρχαν τότε και βρύσες στους δρόμους από τις οποίες προμηθεύονταν νερό ο κόσμος, πηγαίνοντας επί τόπου με πήλινες «κούζες». Θυμάμαι τις ουρές που σχημάτιζαν οι γυναίκες μπροστά από τη «Φοντάνα» κοντά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Μερικοί έλεγαν πως γινόντουσαν εκεί στις βρύσες και πολλοί καυγάδες για τη σειρά του γεμίσματος. Εκεί ακόμη λέγονταν και πολλά κουτσομπολιά, μάλιστα δε και κάποιες διευθετούσαν και αρκετά προξενιά, όπως αρραβώνες και άλλα ...
Υπήρχαν και οι πλούσιοι φυσικά που είχαν πόσιμο νερό στο σπίτι τους πριν έρθει το νερό της υδατοπρομήθειας. Τα νερό ανήκε σε ιδιώτη ο οποίος έκανε διασωλήνωση με δικά του έξοδα και πουλούσε νερό σε όσους ήθελαν ή μάλλον σε όσους είχαν την οικονομική ευχέρεια να συνδεθούν με το σύστημα. Ένα τέτοιο, ιδιωτικό, νερό ήταν «το νερό του Κουλάκου». Αργότερα όμως η υδατοπρομήθεια  συμπεριέλαβε στη διοίκησή της τα ιδιωτικά νερά αποζημιώνοντας τους ιδιοκτήτες τους.
Στα σπίτια άνοιγαν τους λάκκους μάστορες εξειδικευμένοι στην τέχνη αυτή, οι λεγόμενοι λακκοτρύπες. Το επάγγελμα του λακκοτρύπη έχει πλέον εκλείψει. Παραμένει όμως ως επίθετο σε πολλές οικογένειες προερχόμενο από το συγκεκριμένο επάγγελμα ή του παππού ή του προπάππου της οικογένειας..
Ένα καλοκαίρι λοιπόν έπιασε δουλειά στο σπίτι του μάστρο-Γιώργου, ένας λακκοτρύπης. ΄Εσκαβε σε διάμετρο ενός μέτρου περίπου και αφαιρούσε σιγά-σιγά το χώμα. Όταν το βάθος μεγάλωνε τοποθετούσε από πάνω ένα αλακάτι και με τη βοήθεια ενός καλαθιού που ήταν δεμένο με σχοινί σ΄αυτό, αφαιρούσε ο βοηθός του, αν είχε βοηθό, το χώμα που έσκαβε ο μάστορας ή έκανε όλες τις δουλειές ο μάστορας. Για να ανεβαίνει και να κατεβαίνει ο ίδιος άνοιγε μικρές τρύπες στο τοίχωμα του λάκκου, μέσα στις οποίες έβαζε τα γυμνά του πόδια και ανέβαινε ή κατέβαινε. Όταν το βάθος του λάκκου έφτασε τις εφτά-οκτώ οργιές -αυτό ήταν το μέτρο βάθους τότε- μαζευόμασταν η παρέα του γιου του φούρναρη στην αυλή του μάστρο-Γιώργου, αμολούσαμε το αλακάτι, το σχοινί έπεφτε στον πάτο του λάκκου και κάναμε με αυτό κατάβαση και αναρρίχηση. Μια μέρα ήρθε η σειρά μου. ΄Επιασα το σχοινί αλλά κάτι συνέβη και γλίστρησε από τα χέρια μου. Ευτυχώς δεν άφησα το σχοινί γιατί θα έπεφτα κατακόρυφα με μεγάλη πιθανότητα να έσπαγα τα πόδια μου, όπως συνέβη μετά από λίγες μέρες σε ένα άλλο παιδί. ΄Ετσι από τότε οι γονείς μας δεν μας άφηναν να μπαίνουμε στην αυλή του μάστρο-Γιώργου. Θυμάμαι τα δάχτυλα των χεριών μου «είχαν πάρει φωτιά» από την τριβή και μάτωσαν. Ο πόνος ήταν αφόρητος, αλλά προσπαθούσα να το κρύψω μήπως με κοροϊδεψουν οι άλλοι.
Κατέβηκε τότε ο γιος του φούρναρη, με έδεσε με το σχοινί και με ανέσυραν με το αλακάτι όλοι μαζί.  Ότα  πήγα σπίτι  μου έδεσαν τα χέρια και μου έβαζαν αλοιφή και ελαιόλαδο για μερικές βδομάδες μέχρι να μου περάσουν οι πληγές και ο πόνος και να σχηματιστεί και πάλι δέρμα στα δάχτυλα. Μερικές φορές ακόμη και τώρα, όταν κοιτάζω τα μικρά δάχτυλα των χεριών μου έχω την εντύπωση ότι κάτι τους λείπει!
Κ.Α.Χ.

29.9.2014       

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Ο σκύλος των τεσσάρων αδελφών

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ
ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
΄Ηταν καλοκαίρι μετά το μεσημέρι όταν φεύγοντας από τη γιαγιά μου περνούσα μπροστά από το πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού των τεσσάρων αδελφών. Στη γιαγιά μου είχα φάει το αγαπημένο μου φαγητό, πατάτες με τ΄ αβγά. Αγαπημένα μου ήταν όλα τα φαγητά με αβγά που μαγείρευε η γιαγιά μου. Εκτός από πατάτες έφτιαχνε και κολοκυθάκια, ντομάτες και «στρουφούθκια» με τ΄αβγά.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν λίγο πιο πέρα από τη τσίγκινη πόρτα της αυλής των τεσσάρων αδελφών βρέθηκε μπροστά μου ο γιος του φούρναρη μαζί με ένα άλλο παιδί. Κοντοστάθηκα κι εγώ οπότε ο γιος του φούρναρη λέγει.
-          Σήμερα θα λύσουμε το μυστήριο των τεσσάρων αδελφών. Θα μπούμε στο σπίτι όταν δύσει ο ήλιος και θα δούμε το παιδί που γέννησε η μια και που τώρα πρέπει να είναι στην ηλικία των γονιών μας!
-          Αφού το παιδί γεννήθηκε νεκρό! Είπε το άλλο παιδί και εγώ αντέδρασα!
-          Γεννήθηκε ζωντανό αλλά το σκότωσαν!
-          Ανοησίες! Γεννήθηκε ένα κοριτσάκι το οποίο μεγάλωσαν οι τέσσερις αδελφές έχοντάς το αλυσοδεμένο σε ένα από τα δωμάτια. Όταν ακούς κάποτε τις τέσσερις αδελφές να τραγουδούν είναι η ώρα που ουρλιάζει κάποτε αυτή η γυναίκα και έτσι τραγουδώντας δεν αφήνουν να ακουστούν τα ουρλιαχτά! Μόλις δύσει ο ήλιος σας θέλω εδώ!
Πήγα να του πω ότι θα μας πάρει χαμπάρι ο σκύλος όταν μπούμε στην αυλή αλλά δεν προχώρησα μπας και με πουν δειλό και με αποβάλουν από την παρέα!
Τη μια αδελφή, αυτή που κυκλοφορούσε έξω από το σπίτι την είχα δει αρκετές φορές. Τις άλλες τρεις τις είδα μια οι δυο φορές κρυφοκοιτάζοντας από τη χαραμάδα που άφηνε η τσίγκινη πόρτα της αυλής τους. Και οι τέσσερις φορούσαν πάντοτε μαύρα φορέματα ή φορέματα σε πολύ βαθύ λιλά χρώμα. Οι τρεις είχαν γκριζόμαυρα μακριά μαλλιά και η τέταρτη είχε κοντά κάτασπρα σαν το χιόνι μαλλιά. Κρυφοκοιτάζοντας από τη χαραμάδα της πόρτας είχα δει και ένα μαύρο σκύλο με ένα άσπρο σημάδι στην ουρά.
Όταν έδυσε ο ήλιος και έπεσε το πρώτο σκοτάδι, που ας σημειωθεί ότι τότε δεν υπήρχε οδικός φωτισμός και όλα μόλις έδυε ο ήλιος ήταν  θεοσκότεινα, συναντηθήκαμε μπροστά από την πόρτα της αυλής των τεσσάρων αδελφών. Ο γιος του φούρναρη ψήλωσε το άλλο παιδί στους ώμους του  και αυτό έσκυψε πάνω από την πόρτα και τράβηξε το σύρτη. Μετά ο γιος του φούρναρη μας ανέπτυξε το σχέδιό του και μας μοίρασε ρόλους ...
-          Εσύ, είπε στο άλλο παιδί, θα πηγαίνεις μπροστά και εγώ θα ακολουθώ. Εσύ, γύρισε σε μένα, θα με ακολουθείς και «θα φυλάς τα νώτα μας».
Μπήκαμε με κάθε προφύλαξη στην αυλή και προχωρούσαμε αθόρυβα. Μόλις το πρώτο παιδί έφτασε δυο βήματα από τον ανοιχτό ηλιακό ακούστηκε γαύγισμα σκύλου και το βάλαμε στα πόδια. Πρώτος εγώ που «φύλαγα τα νώτα», μετά ο γιος του φούρναρη και στο τέλος το άλλο παιδί με σχισμένο το παντελόνι του και μια δαγκωματιά στον δεξί μηρό. Τρέξαμε όλοι στα σπίτια μας ...
Την επομένη μάθαμε ότι το άλλο παιδί ήταν κατακίτρινο από το φόβο του και δε μιλούσε σχεδόν καθόλου. Το πήγανε στο νοσοκομείο και του έκαναν εμβόλιο για τέτανο και λύσσα και ύστερα στον παπά-Γιώργη να το διαβάσει. Οι μέρες περνούσαν και δεν έλεγε να φέρει το χρώμα του και να μιλήσει κανονικά. Στις εφτά μέρες πήγαν οι γονείς του στην Ομορφίτα και έφεραν μια Τουρκάλα με φερετζέ να του βγάλει το φόβο του!
Το παιδί πάντως έφερε το νου του όταν άνοιξαν τα σχολεία. Δεν του έμεινε καμιά βλάβη ή καλύτερα του έμεινε ίσως μία. Σπούδασε ψυχίατρος και όταν κάποτε συναντιόμαστε  αστειευόμαστε ότι σπούδασε αυτό για να θεραπεύει όσους δαγκώνει σκύλος!
Κ.Α.Χ

27.9.2014  

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Αι τέσσερεις αδελφαί

« ΑΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΑΙ»
ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Στη γειτονιά της γιαγιάς μου στο Καιμακλί, μεταξύ εκκλησίας και παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής, υπήρχε ένα σπίτι του οποίου η πρόσοψη έβλεπε σε ένα δρόμο και το πίσω μέρος της αυλής έπιανε άλλο δρόμο. Την πρόσοψη του σπιτιού την είδα μια, το πολύ δυο φορές, γιατί εκείνος ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο και έτσι δεν περνούσε κανένας από εκεί. Το πίσω μέρος το έβλεπα σχεδόν καθημερινά όποτε πήγαινα στη γιαγιά μου. Και πήγαινα συχνά!
Το πίσω μέρος λοιπόν αυτού του σπιτιού είχε μια μικρή σκουριασμένη τσίγκινη πόρτα που δεν έκλεινε καλά και από τη χαραμάδα που άφηνε μπορούσες να δεις μέσα, την αυλή και το σπίτι. Η αυλή ήταν πεντακάθαρη και το σπίτι αποτελείτο από έναν ανοιχτό ηλιακό με καμάρα στον οποίο άνοιγαν τρεις πόρτες. Είχε δηλαδή τρία άλλα δωμάτια. Η πόρτα της αυλής ήταν στο μέσο και δεξιά και αριστερά ήταν φυτεμένες φραγκοσυκιές που έκαναν το σπίτι απόρθητο φρούριο. Στη μια πλευρά υπήρχε και ένας τεράστιος ευκάλυπτος που τα κλαδιά του κάλυπταν το δρόμο όλο.
Κάθε φορά που περνούσα από εκεί ο νους μου πήγαινε στο μυθιστόρημα του ΄Αντον Τσέχοφ «Αι τρείς αδελφαί» το οποίο τότε δημοσίευε σε συνέχειες μια εφημερίδα, αν θυμάμαι καλά η «Ελευθερία». Γιατί αυτό; Γιατί σ΄εκείνο το σπίτι έμεναν τέσσερεις αδελφές των οποίων η μικρότερη ήταν της ηλικίας της γιαγιάς μου!
Ποτέ μου δεν είδα τις τέσσερις αδελφές. ΄Εβλεπα μόνο μια που ήταν η μόνη που έβγαινε από το σπίτι. Αν θυμάμαι καλά την έλεγαν Λέλα. Για τις άλλες τρείς γνώριζα την ύπαρξή τους εξ ακοής! Αυτή η μια που κυκλοφορούσε ερχόταν μια-δυο φορές το μήνα στη γιαγιά μου για «επίσκεψη». Θυμάμαι τον παππού μου έτσι όπως καθόταν στο τραπέζι, με τη μαντηλιά του διπλωμένη στα δύο, αφού είχε τελειώσει το δείπνο του και τους αγκώνες πάνω σ΄αυτή να βγάζει διακριτικά από την τσέπη του ένα χάρτινο νόμισμα των πέντε σελινιών και να της το δίνει για να φύγει. Παρόλο που ήμουνα μικρός καταλάβαινα τη δυσφορία του από την παρουσία της. Η γυναίκα αυτή είχε πρόβλημα στο αριστερό της χέρι το οποίο ήταν διπλωμένο στο ύψος της κοιλιάς της και οποίο βοηθούσε  κάθε λίγο με το δεξί της χέρι. Πρέπει η αδυναμία αυτή να ήταν κατάλοιπο παιδικής πολιομυελίτιδας.
Για τις τέσσερις αδελφές λέγονταν πολλά σε σημείο που τα μικρά παιδιά φοβόντουσαν να περνούν βράδυ έξω από το σπίτι τους. Όλα όσα έλεγαν οι μεγάλοι για τις τέσσερις αδελφές τα έλεγαν στην απουσία των μικρών παιδιών, πράγμα που δημιουργούσε μεγαλύτερο μυστήριο και φόβο γύρω απ΄ αυτές.
Απ΄ όσα άκουσα λοιπόν οι τέσσερις αδελφές έχασαν από μικρές και τους δύο γονείς τους και έμειναν ορφανές. Ο πατέρας τους μάλιστα είχε μεγάλη περιουσία από την οποία κατάφερναν να επιβιώνουν, χωρίς να έχουν την ανάγκη καμιάς ξένης βοήθειας. Η Λέλα, αυτή που κυκλοφορούσε έξω, έπαιρνε από παντού φιλοδωρήματα όχι από ανάγκη αλλά γιατί με το μυαλό της δημιούργησε την ιδέα ότι όλοι αδίκησαν τις τέσσερεις αδελφές και ότι θα έπρεπε να καταβάλλουν κάποιο τίμημα. Λοιπόν οι κοπέλες που έμειναν ορφανές και δεν είχαν κανένα προστάτη μπήκαν στο στόχαστρο διάφορων απατεώνων που περισσότερο στόχευαν στην περιουσία τους. Κάποιος από το χωριό κατάφερε και παρέσυρε τη μία από τις τέσσερις αδελφές, την άφησε έγκυο και αφού της πήρε και κάμποσα χρήματα την εγκατέλειψε και το έσκασε με μια Σπανιόλα για την Ελλάδα. ΄Εκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Το παιδί δε γεννήθηκε ποτέ. ΄Αλλοι λένε πως γεννήθηκε, ακούστηκε το κλάμα του και ότι το σκότωσαν οι τέσσερις αδελφές για να ξεπλύνουν την ντροπή τους. ΄Εκτοτε δεν έβγαιναν από το σπίτι, εκτός από μία που έλεγαν ότι εκτός από το χέρι της είχε και άλλο πρόβλημα!
Κ.Α.Χ.

25.9.2014    

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Σοφία Λόρεν

ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ
ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Στη γειτονιά μας υπήρχε ένα σπίτι που το λέγαμε διώροφο ενώ ήταν ένα ισόγειο σπίτι με εφτά σκαλιά στην είσοδο και υπόγειο. Το σπίτι ήταν κτισμένο σε δυο οικόπεδα το ένα πίσω από το άλλο. Φαίνεται ότι από τα οικόπεδα αυτά έπαιρναν χώμα και «έκοβαν πλιθάρια που χρησιμοποιούνταν την τότε εποχή στη θέση των τούβλων που ξέρουμε σήμερα. Γι αυτό και το οικόπεδο έμοιαζε με χάνδακα. Όταν μεταγενέστερα κτίστηκε εκεί ένα σπίτι εκμεταλλεύτηκαν το χάνδακα και έκτισαν ένα υπόγειο το οποίο από τις τρεις του πλευρές, εκτός από την πλευρά του δρόμου, ήταν κανονικό σπίτι με πόρτες και παράθυρα.
Το σπίτι αυτό, όπως έλεγαν οι παππούδες τότε που ήμασταν πιτσιρίκια, τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως αστυνομικός σταθμός. Τότε οι αστυνομικοί φορούσαν φέσι και μερικοί από αυτούς ήταν ακόμη με τις βράκες. Οι αστυνομικοί τότε ήταν Τούρκοι ενώ στη συνέχεια δειλά-δειλά οι άγγλοι προσλάμβαναν και έλληνες αστυνομικούς. Η αστυνομία τότε, έλεγαν οι μεγάλοι, ήταν έφιππη. Το σπίτι εκείνο τους βόλευε γιατί στο υπόγειο είχαν τα άλογά τους και στο πάνω σπίτι ήταν τα γραφεία και οι κοιτώνες των ίδιων των αστυνομικών. Στο πίσω οικόπεδο ασκούνταν οι αστυνομικοί με τα άλογά τους.
Στο ίδιο εκείνο σπίτι τα καλοκαίρια που ήταν κλειστά τα σχολεία, παίζαμε τα παιδιά της γειτονιάς κλέφτες κι αστυνόμους. Δεν περιοριζόμασταν μόνο στο υπόγειο του σπιτιού που ήταν άδειο, αλλά επεκτεινόμασταν και σε μια διπλανή αποθήκη. Η αποθήκη καταλάμβανε τέσσερα-πέντε οικόπεδα. Ο στεγασμένος χώρος της ήταν περίπου ένα οικόπεδο, ενώ η υπόλοιπη έκταση ήταν υπαίθρια. ΄Ηταν περιφραγμένη με ένα σχετικά ψηλό μαντρότοιχο τον οποίο τότε εύκολα πηδούσαμε από το διπλανό, το «διώροφο» σπίτι και βρισκόμασταν μέσα. Στον υπαίθριο αποθηκευτικό χώρο υπήρχε ξυλεία, σίδηρο οικοδομής, είδη υγιεινής αλλά το πιο σημαντικό για τα παιγνίδια μας καμιά δεκαριά καρότσες του στρατού. Καρότσες με δύο τροχούς που ταίριαζαν γάντι με το παιγνίδι κλέφτες κι αστυνόμοι!
Στο σπίτι αυτό δεν έμενε ο ιδιοκτήτης του που ήταν και ο ιδιοκτήτης της αποθήκης. Κατά διαστήματα ήταν άδειο και κατά διαστήματα ενοικιαζόταν. Τότε μετακόμισε εκεί μια οικογένεια με πέντε παιδιά. Τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Τα αγόρια μπήκαν αμέσως στην παρέα και στο παιγνίδι. Αφού φυσικά πρώτα αναγνώρισαν την αρχηγία του γιου του φούρναρη. Το ένα κορίτσι ήταν μεγάλο, πρέπει να πήγαινε στη Δευτέρα τάξη του Γυμνασίου. Το άλλο ήταν ακόμη στο δημοτικό και ξεχώριζε από τότε για τις ωραίες καμπύλες του. Τα αγόρια τότε ήμασταν σε μια ηλικία που αρχίζαμε να ξεχωρίζουμε τα κορίτσια και να ξυπνά μέσα μας το ένστικτο της διαφορετικότητας. Το πρώτο σκίρτημα το εντελώς αθώο και … ακαταλαβίστικο.
Τότε που μετακόμισε στη γειτονιά μας εκείνη η οικογένεια ήταν καλοκαίρι. Στο θερινό σινεμά του Καιμακλίου προβαλλόταν μια ταινία με τη Σοφία Λόρεν. Στο σινεμά πηγαίναμε τότε σκαρφαλώνοντας κρυφά πάνω από τη τσίγκινη μάντρα. Πήγαμε λοιπόν όλη η παρέα με επικεφαλής το γιο του φούρναρη και είδαμε την ταινία με τη Σοφία Λόρεν. Από την επομένη φωνάζαμε όλη η παρέα το κορίτσι του δημοτικού εκείνης της οικογένειας Σοφία Λόρεν!
Σήμερα που ούτε το πραγματικό της όνομα δε θυμάμαι πια, διερωτώμαι πως είναι άραγε η Σοφία Λόρεν των παιδικών μας χρόνων! Καλύτερα όμως να μη μάθω οτιδήποτε! Καλύτερα να διατηρείται στις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων η Σοφία Λόρεν όπως ήταν τότε!
Κ.Α.Χ.
24.9.2014  


Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Τα φραγκόσυκα του Ευάγγελου

ΤΑ ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΉ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Στη γειτονιά μας στο Καιμακλί υπήρχε ένα άδειο οικόπεδο που μόλις πρόσφατα αναγέρθηκε σ΄ αυτό μια πολυκατοικία με τέσσερις ορόφους. Το οικόπεδο αυτό γειτνίαζε από τις δυο πλευρές του με ένα σπίτι , από την τρίτη του πλευρά με δυο σπίτια ενώ στην τέταρτη πλευρά του ήταν ο δρόμος. Το οικόπεδο ήταν το γήπεδό μας και το περιβόλι μας!
΄Ηταν πάντοτε καθαρό χωρίς χόρτα χειμώνα-καλοκαίρι γιατί εκεί παίζαμε ποδόσφαιρο. Εκτός του ότι καταπατούσαμε τη βλάστηση και δεν την αφήναμε να ξεμυτίσει οργανώναμε και εκστρατείες καθαριότητας του γηπέδου μας. Η ομάδα της γειτονιάς μας είχε για αρχηγό, όπως ήταν αναμενόμενο, το γιο του φούρναρη. ΄Οποτε παίζαμε μεταξύ μας χωριζόμασταν σε δυο ομάδες και όλοι μας επιδιώκαμε να ενταχθούμε στην ομάδα που θα είχε επικεφαλής το γιο του φούρναρη γιατί η νίκη ήταν εξασφαλισμένη! Παίζαμε και «διαγειτονικούς» αγώνες. Ερχόταν στο γήπεδό μας η ομάδα της πάνω γειτονιάς και αντιλαμβάνεστε ότι με αρχηγό το γιο του φούρναρη νικούσαμε και στα γκολ και στο … ξύλο που κάποτε έπεφτε ανάμεσα στις δυο ομάδες! Στην ομάδα της πάνω γειτονιάς έπαιζαν μερικές φορές και δύο τουρκάκια, γιατί η πάνω γειτονιά γειτνίαζε με την τουρκική συνοικία της Λευκωσίας. Σε μας τότε, δεν έκανε καμιά διαφορά ότι έπαιζαν και τουρκάκια στην άλλη ομάδα. Μας ενδιέφεραν μόνο τα γκολ!
Πρόβλημα με τη μπάλα είχαμε όταν μας ξέφευγε η μπάλα και πήγαινε στις αυλές των διπλανών σπιτιών. Μάλλον είχαμε πρόβλημα με τις δυο πλευρές του οικοπέδου όπου υπήρχε από ένα σπίτι μόνο. Από την πλευρά που ήταν τα δυο σπίτια δεν είχαμε πρόβλημα αφού μαζί μας ήταν και τα παιδιά των ιδιοκτητών των σπιτιών. Στην περίπτωση των άλλων σπιτιών είχαμε πάντοτε πρόβλημα. Καραδοκούσαμε να μην μας δει κανένας για να περάσουμε στην αυλή τους να πάρουμε τη μπάλα μας. Μια φορά μάλιστα μας πήραν τη μπάλα και την ξέσχισαν!
Το οικόπεδο ήταν και το  … περιβόλι μας! Δηλαδή τα δέντρα των διπλανών σπιτιών! Στο ένα σπίτι από την πλευρά που ήταν τα δυο σπίτια, στην αυλή της κυρίας Βαθούλας, υπήρχε μια μουριά που φορτωνόταν μούρα. Εμείς μπαίναμε από την περίφραξη και μαζεύαμε κάθε φορά όσα μούρα μπορούσαμε. Η κυρία Βαθούλα δεν μας θύμωνε καθόλου. Μάλλον θα το ευχαριστιόταν γιατί τα μούρα που έμεναν έπεφταν πάνω στο πλακόστρωτο της αυλής και το λέρωναν. Το μόνο που μας έλεγε όταν πηδούσαμε πάνω από την περίφραξη ήταν να προσέχουμε μήπως σχίσουμε τα ρούχα μας ή μήπως πέσουμε και τραυματιστούμε!
Στην απέναντι πλευρά του οικοπέδου μας στην αυλή του σπιτιού εκείνου υπήρχε μια δαμασκηνιά της οποίας τα κλαδιά κρέμονταν έξω από την περίφραξη. Εμείς πηγαίναμε εκεί και … τρυγούσαμε τα δαμάσκηνα. Πολλές φορές τραβούσαμε τόσο πολύ τα κλαδιά που τα τσακίζαμε. Ο κύριος που είχε το σπίτι εκείνο, δεν θυμάμαι το όνομά του, μας κυνηγούσε τόσο για τα δαμάσκηνα όσο και γιατί είχε δυο κόρες - αγόρι δεν είχε να παίζει μαζί μας- και νόμιζε ότι πηγαίναμε εκεί για να κοιτάζουμε τις κόρες του! Εμείς όμως τότε ήμασταν τόσο μικροί που δεν καταλαβαίναμε καλά-καλά τη διαφορά ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια!
Στην απέναντι από το δρόμο πλευρά του οικοπέδου ήταν οι φραγκοσυκιές του Ευάγγελου. Εκεί γινόταν το «σώσαι» την εποχή που ωρίμαζαν τα φραγκόσυκα. Κατασκευάζαμε «φραγκοσυκοσυλλέκτες», δηλαδή παίρναμε ένα σκουπόξυλο και στην άκρη του καρφώναμε ένα κονσερβοκούτι μέσα στο οποί «παγιδεύαμε», μακριά από τα αγκάθια, τα φραγκόσυκα. Ο Ευάγγελος τότε … έβγαζε περιπολίες για να σώζει τα φραγκόσυκά του αλλά και τα ίδια τα φυτά τα οποία κατακόβαμε στην προσπάθειά μας να μαζέψουμε τον καρπό τους.
Ένα καλοκαίρι δεν μας έφταναν αυτά που μαζεύαμε με τις κατασκευές μας με το σκουπόξυλο! Αποφασίσαμε να μαζέψουμε περισσότερα ανεβαίνοντας στις φραγκοσυκιές. Δηλαδή αποφάσισε ο γιος του φούρναρη και οι υπόλοιποι ακολουθήσαμε! Κατασκευάσαμε μια σκάλα από ξύλα που είχαμε μαζέψει από τη γειτονιά και ο κλήρος έλαχε σε μένα να ανέβω για να κόψω φραγκόσυκα. Δηλαδή έτσι αποφάσισε ο γιος του φούρναρη. Δυο-τρία άλλα παιδιά κρατούσαν τη σκάλα μην πέσει κι εγώ ανέβηκα και άρχισα το «έργο» μου. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην αυλή του ο Ευάγγελος. Τα παιδιά που κρατούσαν τη σκάλα το έβαλαν στα πόδια και νάσου εγώ κάτω μέσα στις φραγκοσυκιές και στ΄αγκάθια! Ο Ευάγγελος βλέποντας τα χάλια μου με πλησίασε, με σήκωσε και με πήρε μέχρι τη βεράντα της κουζίνας του όπου αυτός κι η γυναίκα του άρχισαν να βγάζουν τ΄αγκάθια από πάνω μου. Αφού έβγαλαν τα περισσότερα ο Ευάγγελο μου είπες.
-          Πήγαινε παιδί μου στο σπίτι σου να σε φροντίσει η μάνα σου! Να πάρε κι αυτά, και μου έδωσε μια χαρτοσακούλα κατασκευασμένη από τούρκικη εφημερίδα, γεμάτη φραγκόσυκα.
Πήγα σπίτι όπου για τρεις μέρες μου έβαζαν ελαιόλαδο σε όλο το κορμί για να βγουν τα αγκάθια και να μην πονώ!
Κ.Α.Χ.
22.9.2014 
   


Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Οι γάτοι της Καμπούραινας

Οι γάτοι της Καμπούραινας
ΔΕΥΤΕΡΗ  ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Στην άκρη του Καιμακλίου, μάλλον έξω από την κατοικημένη περιοχή, σε απόσταση τεσσάρων-πέντε οικοπέδων απ΄ αυτή, δίπλα από την παλιά σιδηροδρομική γραμμή, μόλις ένα μέτρο από εκεί που ήταν κάποτε οι ράγιες του τρένου, ήταν ένα μικρό σπιτάκι. Κτισμένο με κίτρινη πουρόπετρα, αποτελείτο από δυο δωμάτια που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Είχαν πόρτα και παράθυρο που έβλεπαν στην αυλή, αυλή τρόπος του λέγειν, δυο μέτρα γη από την αντίθετη πλευρά απ΄ αυτή που ήταν παλιά οι ράγιες. Από την ανατολική πλευρά των δύο δωματίων υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι με πόρτα κι αυτό στην αυλή που ήταν αποχωρητήριο και μπάνιο. Αυτό πρέπει να κτίστηκε αργότερα γιατί ήταν κτισμένο με κόκκινο τούβλο αγγλικού τύπου.
Μπορείτε να υποθέσετε τι γινόταν τότε που λειτουργούσε το τρένο. Θα έτρεμαν τα πάντα όταν περνούσε από εκεί το τρένο. Οι ένοικοί του θα πρέπει να είχαν συνηθίσει το τρέμουλο που δεν θα τους ένοιαζε αν γινόταν σεισμός οχτώ ρίχτερ!
Σ΄ αυτό το σπιτάκι έμενε η Καμπούραινα με το σύζυγό της. Δεν έμαθα ποτέ τ΄ όνομά της. ΄Ολοι Καμπούραινα την ανέβαζαν, Καμπούραινα την κατέβαζαν. Και όποιος την έβλεπε καταλάβαινε αμέσως το λόγο. Είχε μια μεγάλη καμπούρα στην πλάτη που ξεπερνούσε κι αυτή του καραγκιόζη! Η Καμπούραινα πρέπει να ήταν, τότε που ήμασταν πιτσιρίκια, καμιά εβδομηνταριά χρονών και άντρας της καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός της.
Ο άντρας της Καμπούραινας, έτσι ήταν γνωστός κι ούτε κι αυτού έμαθα ποτέ το όνομα, εργαζόταν στο σιδηρόδρομο. ΄Ηταν σιδηροδρομικός υπάλληλος. Φορούσε και πηλίκιο το οποίο είχε ακόμη κρεμασμένο πίσω από την πόρτα του ενός δωματίου που χρησιμοποιούσαν ως κρεβατοκάμαρα. Τα έπαιρνε κρυφά ένας εγγονός του και το φορούσε όταν παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους παριστάνοντας τον αξιωματικό της αστυνομίας. Φαίνεται πως όταν καταργήθηκε ο σιδηρόδρομος οι αρχές παραχώρησαν εκείνα τα δυο δωμάτια στον πρώην υπάλληλό τους για να μένει εκεί.
Η Καμπούραινα κυκλοφορούσε πάντα κρατώντας μια χοντρή βέργα για μπαστούνι. Στη μικρή αυλή τους καλλιεργούσε λαχανικά και φύτευε επίσης πιπεριές και μελιτζανιές. Μας έκανε εντύπωση που πήγαινε με το μπαστούνι της και μετά έπαιρνε την τσάπα και καλλιεργούσε τον κήπο της! Στην αυλή της είχε και τρεις γάτους που μπλέκονταν στα πόδια της και κινδύνευε να πέσει κάτω και να τσακιστεί ...
Μια μέρα λοιπόν του καλοκαιριού που ήταν κλειστά τα σχολεία και τριγυρνούσαμε στους δρόμους και τις αλάνες, ο αρχηγός της παρέας, ο γιος του φούρναρη, λέγει στην παρέα.
-          Το απομεσήμερο την ώρα που η Καμπούραινα και ο γέρος της κοιμούνται θα πάμε να πιάσουμε τους γάτους της. Θα τους βάλουμε σε μια σακούλα και θα τους πάμε πολύ μακριά κι αυτή θα τους ψάχνει μάταια!
΄Ηταν Αύγουστος μήνας και έκανε τρομερή ζέστη. Πλησιάσαμε λοιπόν το σπίτι της Καμπούραινας για να πιάσουμε τους γάτους. Λόγω της ζέστης το ηλικιωμένο ζευγάρι κοιμόταν με τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά. Αρχίσαμε, όταν μας έδωσε το σύνθημα ο γιος του φούρναρη, να κυνηγάμε τους γάτους. ΄Ηταν κάτι γάτοι αγρίμια που δεν μπορέσαμε ούτε να τους πλησιάσουμε! Μας πήρε όμως χαμπάρι η Καμπούραινα, σηκώθηκε, άρπαξε τη βέργα της και την έριξε στο γιο του φούρναρη. Ευτυχώς δεν τον πέτυχε. Εκείνος πήρε τη βέργα και το έβαλε στα πόδια, όπως και οι υπόλοιποι. Αντί με γάτους φύγαμε με μια βέργα σα λάφυρο, το οποίο επέστρεψε την επομένη ο φούρναρης στην Καμπούραινα!
Κ.Α.Χ.

19.9.2014  

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Μια ιστορία "φανταστική", μπορεί και όχι ...

Τα τζάμια της Κυρά-Μελανής
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Παρακολουθώ και χαίρομαι με ένα λογαριασμό στο facebook για το Καιμακλί στον οποίο δημοσιεύονται φωτογραφίες από ωραία παλιά αρχοντικά αλλά και φτωχικά σπίτια σε στενά δρομάκια. Σπίτια εγκαταλειμμένα αλλά και αναπαλαιωμένα ή ανακαινισμένα, μπογιατισμένα με διάφορα χρώματα. Χρώματα, πολλές φορές τόσο ζωηρά που νομίζεις πως είναι ψεύτικα, ζωγραφιές από το χέρι κάποιου αρχιτέκτονα ή ζωγράφου. Βλέποντας ένα τέτοιο σπίτι στον τοίχο του λογαριασμού Καιμακλί φαντάστηκα ή θυμήθηκα παλιά  …
Μικρός δεν είχα ακόμη πάει στο δημοτικό είχα ένα φίλο δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερό μου. Ένα ψηλό για την ηλικία του παιδί, γεροδεμένο με κοντό παντελόνι και αμάνικη φανέλα που τριγύριζε το καλοκαίρι τους δρόμους και μάζευε γύρω του τα παιδιά της γειτονιάς. ΄Ηταν ο γιος του φούρναρη ή του ψωμά όπως τον λέγαμε τότε και ήταν ο αρχηγός της παρέας. ΄Ολοι ήθελαν να τον έχουν φίλο γιατί όσοι δεν τα είχαν καλά μαζί του την είχαν βαμμένη! Δεν ξέραμε τότε για «μπούλινγκ». Ξέραμε για μαγκιά και παλληκαριά!
Συνήθως παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους, σερίφηδες και καουμπόηδες, ιππότες που ανήκαν σε δυο διαφορετικά κάστρα και μάχονταν ποιος θα κερδίσει τη συμπάθεια της βασιλοπούλας και άλλα παρόμοια. Ο γιος του φούρναρη ήταν πάντα αρχηγός των νικητών. ΄Ολοι θέλαμε να ανήκουμε στην ομάδα του γιατί ξέραμε πως θα ήμασταν οι νικητές. Εκείνο το καλοκαίρι δεν αφήσαμε διαφήμιση της κόκα-κόλα που να μην την κατεβάσουμε από τα μπακάλικα και τα καφενεία και να την κάνουμε ασπίδα. ΄Ηταν κάτι στρογγυλές διαφημίσεις που έγραφαν “drink coca cola” και γίνονταν καταπληκτικές ασπίδες για το παιγνίδι των ιπποτών. Είχαμε και ξύλινα σπαθιά και για περικεφαλαία παίρναμε τενεκέδες που περιείχαν λάδι ή βούτυρο και ανοίγαμε δυο τρύπες στο ύψος των ματιών για να βλέπουμε. Τα ξύλινα σπαθιά μας ήταν συνήθως από σκουπόξυλα. Εκείνο το καλοκαίρι είχαν εξαφανιστεί οι σκούπες από τις αυλές των σπιτιών όλης της γειτονιάς!
Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι όταν άρχισε να πέφτει το πρώτο σκοτάδι με πλησίασε ο γιος του φούρναρη μαζί με ένα άλλο παιδί της γειτονιάς και μου είπε.
-          Απόψε θα πάμε να σπάσουμε τα τζάμια της κυρά- Μελανής!
Παρόλο που το θεώρησα … τιμή μου να με επιλέξει για δράση ανάμεσα σε τόσα παιδιά της γειτονιάς, τόλμησα και ρώτησα.
-          Γιατί να σπάσουμε τα τζάμια της γυναίκας; Τι μας έκανε;
-          ΄Αντε ρε φοβητσιάρη! ΄Ακου τι μας έκανε; ΄Ετσι για το κέφι μας και το τσαμπουκά μας!
Δεν μπορούσα να κάνω πίσω γιατί την επομένη όλα τα παιδιά της γειτονιάς θα με δαχτυλόδειχναν ως δειλό και ανάξιο να ανήκω στην ομάδα του γιού του φούρναρη.
Η κυρά- Μελανή ήταν μια γριά που έμενε μόνη της σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του δρόμου. Σπάνια την έβλεπε κανείς γιατί ήταν πάντα κλεισμένη στο σπίτι της. Οι μεγάλοι έλεγαν πως όταν ήταν νέα παντρεύτηκε ένα χωριανό τον οποίο όμως σκότωσε κάποιος έξω στα χωράφια δυο μήνες μετά το γάμο. Η αστυνομία τότε δεν βρήκε στοιχεία που να ενοχοποιούν κάποιο και έκλεισε την υπόθεση. Πάντως τότε όλοι οι μεγάλοι ψιθύριζαν κάποιο όνομα όταν μιλούσαν για το θέμα, εμείς τα παιδιά όμως δεν το ακούσαμε ποτέ.
Όταν έπεσε το βαθύ σκοτάδι της νύχτας, ο γιος του φούρναρη, εγώ και ακόμη ένα παιδί γεμίσαμε τις τσέπες  με πέτρες και αρχίσαμε να ρίχνουμε πάνω στα παράθυρα του σπιτιού της κυρά- Μελανής. Δυο τρείς φορές ακούσαμε τον ήχο του σπασμένου γυαλιού και μετά το βάλαμε στα πόδια, ενώ η κυρά- Μελανή μας έβαζε  κατάρες του τύπου «που να ξεραθούν τα χέρια σας» και άλλα παρόμοια.
Εγώ έτρεξα και χώθηκα στο κρεβάτι κάνοντας τον κοιμισμένο. Σχεδόν δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ αναλογιζόμενος τι μας έφταιξαν τα τζάμια και πήγαμε να τα σπάσουμε!
Πρωί-πρωί ήρθε ο πατέρας μου στο δωμάτιο μου. Με άρπαξε από το αφτί και μου έδωσε δυο χαστούκια λέγοντας μου «για να μάθεις να πετροβολάς τα τζάμια του κόσμου και να μη σε ξαναδώ με το γιο του φούρναρη!»
Κ.Α.Χ.
18.9.2014


Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Καλά, αυτοί γεννήθηκαν στην ώρα τους ...

ΚΑΛΑ, ΑΥΤΟΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΣ…
-          Φίλε Βάκη, τώρα που τέλειωσες το διάβασμα της εφημερίδας, να σου πω ότι υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν στην ώρα τους!
-          Τι σοφιστείες έχεις σκοπό να μου αρχίσεις πάλι; Προτιμώ να ανοίξω και πάλιν την εφημερίδα. ΄Ολοι οι άνθρωποι στον κόσμο γεννιούνται κανονικά στην ώρα τους, ύστερα από εννέα μήνες κύηση!
-          Όχι δεν εννοώ αυτό. Κάποιοι γεννήθηκαν για παράδειγμα την εποχή που έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα!
-          Τέτοιες εποχές δεν υπήρξαν. Μόνο στο τραγούδι έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα!
-          Καλά, Βάκη, δεν εννοώ κυριολεκτικά. Μεταφορικά εννοώ.
-          Δηλαδή;
-          Να, κάποιοι γεννήθηκαν καμιά εικοσαριά χρόνια πριν τον Αγώνα της Κύπρου και έτσι ευτύχησαν να λάβουν μέρος σ αυτόν.
-          Και κάποιοι ευτύχησαν να γεννηθούν και να τελειώσουν τις σπουδές τους με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, τότε που γέμιζαν τις θέσεις στο δημόσιο με τη σέσουλα!
-          Βλέπεις, αυτό εννοώ! Κάποιοι γεννήθηκαν και ήταν σε ηλικία να παίρνουν δάνεια από τις τράπεζες τότε που περνούσες απ έξω και σου φώναζαν να μπεις να σε κεράσουν καφέ και να σου εγκρίνουν δάνειο χωρίς εξασφαλίσεις.
-          Κάποιοι γεννήθηκαν και κατάφεραν να είναι σε ηλικία απασχόλησης τότε που οι τράπεζες προσλάμβαναν προσωπικό αβέρτα. Οι ίδιοι έφτασαν σε ηλικία αφυπηρέτησης τότε που οι τράπεζες έδιναν φιλοδωρήματα εκατομμυρίων …
-          Το έπιασες το νόημα, μπράβο! ΄Η προτιμάς το εύγε;
-          Στραβάρα στα μάτια μου! Δεν αξίζω ούτε μπράβο ούτε εύγε!
-          Γιατί;
-          Γιατί εγώ γεννήθηκα τότε που σπούδαζες με χίλια βάσανα, έμπαινες στο δημόσιο με χίλιες δυο εξετάσεις, τις ανώτερες θέσεις τις είχαν πάρει κάποιοι μικρότεροι σε ηλικία χωρίς σπουδές και αφυπηρέτησα τότε που όλοι κατέθεταν το εφάπαξ τους στις τράπεζες για εξόφληση του δανείου τους. Τότε, δεν υπήρχε κανένας να μας πει ότι θα μας έσωζε την πρώτη κατοικία να μην πληρώσουμε τα δάνειά μας και να μας μείνει το εφάπαξ σε κάποια τράπεζα του εξωτερικού!
-          Βλέπεις λοιπόν, φίλε Βάκη, ότι κάποιοι γεννήθηκαν στην ώρα τους και κάποιοι όχι;
Κ.Α.Χ.

17.9.2014  

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Μια γυναίκα κρατώντας ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά της έξω από την εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελίστριας στο Γερόλακο δηλώνει «Είμεθα μικροί όταν φύγαμε από το χωριό μας και τώρα που μας επέτρεψαν για πρώτη φορά να έρθουμε, μετά από σαράντα χρόνια, έχουμε εγγόνια».
Σαράντα χρόνια! Η μισή ζωή ενός ανθρώπου ίσως και περισσότερο. ΄Οσοι από τις 164.700 εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους ήταν σαράντα ετών και άνω το 1974 σήμερα αυτοί οι λίγοι που βρίσκονται εν ζωή είναι ηλικίας άνω των ογδόντα. Αυτή η κατηγορία των εκτοπισμένων πρέπει χονδρικά να αποτελούσε το ένα τρίτο των προσφύγων. ΄Αρα από το σύνολο των εκτοπισθέντων (προσφύγων, όπως συνηθίσαμε να τους λέμε) δεν υπάρχει πλέον. Φυσικά αφού έχουν περάσει σαράντα ολόκληρα χρόνια. ΄Οσοι από τους εκτοπισμένους ήταν μεταξύ είκοσι και σαράντα ετών το 1974 σήμερα είναι μεταξύ εξήντα και ογδόντα ετών.
Απλά μαθηματικά θα μου πείτε! Απλά μαθηματικά αλλά με μεγάλη πολιτική σημασία την οποία πολλοί από τους πολιτικούς μας δεν κατανοούν. Χρειάζεται επειγόντως να βρεθεί λύση στο Κυπριακό στα πλαίσια των όσων οδυνηρών έχουν μέχρι σήμερα συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Διαφορετικά μετά από άλλα σαράντα χρόνια δεν θα υπάρχουν εκτοπισμένοι. Θα υπάρχουν θα μου πείτε οι απόγονοί τους οι οποίοι όμως θα λεν το γνωστό «πάλι με χρόνια νε καιρούς …» και το «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια» («Γκιρνέ» θα τη ξέρει τότε όλος ο κόσμος εκτός από τους ΄Ελληνες) θα είναι ανέκδοτο!
Ο παππούς μου όταν έλεγε πριν τον πόλεμο εννοούσε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τον οποίο μάλιστα θεωρούσε ως τον τελευταίο για την ανθρωπότητα. Ο πατέρας μου όταν έλεγε πριν τον πόλεμο εννοούσε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και αυτός θεωρούσε ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος πόλεμος.
Εμείς, αλίμονο, όταν λέμε πριν τον πόλεμο εννοούμε τον πόλεμο του 1974 και την τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% των εδαφών της μικρής μας πατρίδας. Πρέπει να εργαστούμε τώρα για την εξεύρεση λύσης έτσι ώστε εκείνος ο πόλεμος να είναι ο τελευταίος για την πατρίδα μας, εννοείται, γιατί για την ανθρωπότητα κανένας δεν ξέρει και κανένας δεν μπορεί να πει ...
Αν περάσουν ακόμη σαράντα χρόνια χωρίς λύση, τότε φευ, κάποιοι σ αυτό το νησί θα λένε ότι πριν τον πόλεμο αυτό το νησί ήταν μια χώρα, ένα κράτος και θα θεωρούν την κατάσταση πραγμάτων δεδομένη ή και να μην τη θεωρούν δεν θα υπάρχει τίποτα που να μπορούν να κάνουν!

Κ.Α.Χ.  16.9.2014

Λέξεις χωρίς νόημα ...

ΛΕΞΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ
Ο φίλος μου ο Βάκης κατέβασε την πρώτη γουλιά από τον καφέ του, πρέπει να βιάστηκε και να κάηκε λιγάκι όπως έδειξε το πρόσωπό του και η γκριμάτσα που έκανε και μου είπε.
-          Υπάρχουν λέξεις που χάνουν το νόημά τους.
-          Ναι υπάρχουν, όπως υπάρχουν και λέξεις που χάνονται οι ίδιες και διατηρούνται μόνο σε λογοτεχνικά κείμενα, ή σε επιστημονικά κείμενα για την ιστορία της γλώσσας και τη γλωσσολογία! Για παράδειγμα η λέξη «μπούσι» που χρησιμοποιούσαν κάποτε για το λεωφορείο. Η λέξη «μπούσι» που προέρχεται από το bus χάθηκε. Επειδή αυτό το μέσο κυκλοφορίας χρησιμοποιούσε κατά κανόνα τις λεωφόρους ονομάστηκε λεωφορείο και το μπούσι πέρασε στην ιστορία.
-          Δεν εννοώ αυτό. Πάρε για παράδειγμα τη λέξη πεζοδρόμιο. Τι σημασία έχει;
-          Δρόμος για τους πεζούς!
-          Όχι κύριε! Πεζοδρόμιο σημαίνει χώρος στάθμευσης!
-          Τι εννοείς;
-          Δοκίμασες στην παλιά Λευκωσία να περπατήσει σε πεζοδρόμιο; Είναι αδύνατον! Δε συναντάς πεζούς στα πεζοδρόμια παρά μόνο σταθμευμένα αυτοκίνητα. Γι αυτό σου λέω πεζοδρόμιο ίσον χώρος στάθμευσης!
-          ΄Εχεις δίκαιο, έτσι αντιλαμβάνεται ο Κύπριος τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας τον οποίο σέβεται μέχρι να αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης. Μετά τον γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και κανένας δεν τον … γράφει! Ούτε τροχονόμος ούτε αστυνομικός!
-          Λοιπόν προχτές άφησα το αυτοκίνητό μου σε ένα χώρο στάθμευσης, πραγματικό χώρο στάθμευσης, όχι πεζοδρόμιο, στην  περιοχή του εμπορικού πάρκου Λευκωσίας, το Mall of Cyprus και συνέχισα με τα πόδια μέχρι την καφετέρια έτσι για να περπατήσω λιγάκι να ξεμουδιάσω. Εκεί κοντά, όπως ξέρεις, είναι και το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και όπως επίσης ξέρεις σ εκείνο το σημείο ακριβώς ο αυτοκινητόδρομος «διχοτομε»ί την πόλη. Γι αυτόν το λόγο, υπάρχει εκεί ένα στενό πέρασμα κάτω από τον αυτοκινητόδρομο με την ένδειξη μόνο για πεζούς και ασθενοφόρα. Απαγορεύεται δηλαδή να χρησιμοποιούν το πέρασμα άλλα οχήματα. Ε λοιπόν αυτά είναι «ψιλά γράμματα» για το μέσο Κύπριο οδηγό! Δυο φορές καθώς περπατούσα εκεί και έπρεπε να διασταυρώσω το δρόμο κινδύνεψα από αυτοκίνητα. Όχι από ασθενοφόρα παρακαλώ αλλά από ιδιωτικά αυτοκίνητα των οποίων οι «έξυπνοι» οδηγοί περνώντας από εκεί που απαγορεύεται απέφευγαν την πρωινή κίνηση!
-          Αυτός είναι ο Κύπριος οδηγός! Αλλά δεν φταίει μόνο αυτός. Φταίει κύρια ο Δήμος και φυσικά  η Αστυνομία! Τώρα μάλιστα που έχουμε και κρίση και τα ταμεία είναι άδεια σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να πάει εκεί κάποιος αστυνομικός  και να … εισπράττει! Μόνο έτσι δυστυχώς καταλαβαίνει ο Κύπριος οδηγός.
Κ.Α.Χ.
                   15.9.2014 


Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Η πλατεία είχε τη δική της ιστορία

Η πλατεία είχε τη δική της ιστορία
Η Λευκωσία είναι η τελευταία μοιρασμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη, λέμε συχνά στους ξένους θέλοντας να τονίσουμε το απαράδεκτο της διχοτόμησης μιας πόλης. Περνώντας τις προάλλες από την πλατεία Ελευθερίας, κατ΄ ακρίβεια από εκεί που ήταν άλλοτε η πλατεία, σκέφτηκα πως οι δήμαρχοί μας κατάφεραν και διχοτόμησαν για δεύτερη φορά την πόλη. Πρώτη γραμμή διχοτόμησης η «πράσινη γραμμή» και δεύτερη γραμμή η πλατεία Ελευθερίας!
Κάποτε ήταν μια πόλη που είχε μια πλατεία και την έλεγαν … ίσως τα παραμύθια του μέλλοντος να αρχίζουν κάπως έτσι!
Η πλατεία είχε τη δική της ιστορία. Μετά τις διακοινοτικές ταραχές η πλατεία Σαραγιού κατέστη απροσπέλαστη για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πρωτεύουσας και άρχισε να γίνεται σημείο αναφοράς η πλατεία Ελευθερίας. Η πλατεία Μεταξά όπως λεγόταν μέχρι το 1974. Το παράδοξο της ιστορίας είναι πως όταν η Κύπρος ήταν ελεύθερη η πρωτεύουσά της είχε μια πλατεία Μεταξά. Όταν σκλαβώθηκε και η πρωτεύουσά της διχοτομήθηκε απέκτησε την  πλατεία Ελευθερίας!
Στην  πλατεία ως είσοδο στην εντός των τειχών πόλη, τα τείχη κατεδαφίστηκαν όχι για τους ολυμπιονίκες αλλά για τους νικητές της ασφάλτου, για να μπορούν τα αυτοκίνητα να περνούν μέσα, καλλωπίστηκε, είχε φωτισμό, φώτα τροχαίας, προτομές κλπ, μέχρι και … «ρότσο» Τροόδους, όπου έγραφε ότι από το σημείο εκείνο μίλησαν στο λαό Μακάριος και Τίτο!
Εκεί, σ εκείνη την πλατεία, πιτσιρίκια τότε, αφήναμε τα ποδήλατά μας και πηγαίναμε πεζοί στο ΓΣΠ για να παρακολουθήσουμε κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα, είτε τρυπώνοντας στο στάδιο λαθραία, είτε ανεβαίνοντας στην ταράτσα κάποιας γειτονικής πολυκατοικίας. Εκεί τα αφήναμε επίσης για να πάμε  σε κάποιο «απαγορευμένο» σινεμά στην εντός των τειχών πόλη, αφού για τους μαθητές επιτρέπονταν μόνο οι «μαθητικές παραστάσεις» που οργάνωνε το σχολείο επιλέγοντας το περιεχόμενο της ταινίας.  Τα πρώτα χρόνια τα ποδήλατά μας δεν είχαν κλειδαριά γιατί κανένας δεν τα πείραζε. ΄Υστερα αποκτήσαμε κλειδαριές, ίσως γιατί τότε προβλήθηκε στη Λευκωσία η κλασσική πια ταινία του ιταλικού κινηματογράφου «κλέφτες ποδηλάτων»!
Σε εκείνη την πλατεία, στα μαθητικά τα χρόνια, δώσαμε το πρώτο μας ραντεβού και πήγαμε με χίλιες δυο προφυλάξεις μπας και μας δει κανένας γνωστός ή ο παιδονόμος του σχολείου που έβγαζε περιπολίες στους δρόμους και στα ζαχαροπλαστεία της πόλης! Εκεί ήταν και δυο περίπτερα από τα οποία προμηθεύονταν τσιγάρα όσοι μαθητές κάπνιζαν. Από αυτά αργότερα παίρναμε εφημερίδες της Κύπρου αλλά και Αθηναϊκές τις Κυριακές. Εκεί παρκάραμε για πρώτη φορά παράνομα το πρώτο μας αυτοκίνητο … Από τον προμαχώνα της πλατείας ακούσαμε το Μακάριο και άλλους πολιτικούς ηγέτες να μιλούν για αγώνα και πολλά άλλα που σήμερα ηχούν κάπως παράξενα στα αυτιά μας. Εκεί οι κομματικές εκδηλώσεις, απ΄ εκεί οι διαδηλώσεις ή οι μαθητικές για τον αγώνα της ΕΟΚΑ ή και οι άλλες κατά της διχοτόμησης και της κατοχής… Μια ζωή διαδηλώσεις αυτός λαός!
Και πολλά άλλα που δεν έχουν τέλος στην ιστορία που είχε αυτή η πλατεία. Σκόπιμα ο αόριστος γιατί έτσι που πάμε μάλλον η πλατεία θα μείνει στην ιστορία!
Κ.Α.Χ.

23.8.2014

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Αρχικά και συντομογραφίες

ΑΡΧΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
-          Βάκη άσε κάτω την εφημερίδα και παρακολούθησέ με λιγάκι. ΄Αμα θέλεις να διαβάζεις εφημερίδα να πηγαίνεις σε αναγνωστήριο και όχι σε καφετέρια.
-          Εντάξει σε ακούω, είπε ο φίλος μου και δίπλωσε την εφημερίδα που διάβαζε.
-          Θυμάσαι όταν πρωτοδιοριστήκαμε στην Κυβέρνηση …
-          Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Τι θες να θυμηθώ;
-          Να θυμηθείς τα αρχικά και τις συντομογραφίες που μας φαίνονταν … ισπανικά!
-          Αυτά που κληρονομήσαμε από την αγγλική διοίκηση και τα χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, παρόλο που έγινε προσπάθεια να μεταγραφούν στα Ελληνικά.
-          Ναι τα θυμάμαι. Ευτυχώς οι παλαιότεροι συνάδελφοι που είχαν δουλέψει με τους ΄Αγγλους μας βοήθησαν και μας τα εξήγησαν.
-          Να σου απαριθμήσω μερικά να τα θυμηθούμε μαζί-
BU (Bring Up)
   ΠΕ (Παρακαλώ Επαναφέρατε)
NFA (No Further Action)
   ΟΠΕ (Ουδεμία Περαιτέρω Ενέργεια)
PA (Put Away)
   ΠΑ (Παρακαλώ Αρχείο)
-          Καλά πώς και τα θυμήθηκες αυτά τώρα;
-          Δεν ακούς ειδήσεις;
-          Ακούω, πώς δεν ακούω;
-          Τότε άκουσες και αυτά που μας λεν οι «έγκριτοι» δημοσιογράφοι περί ISIS και περί ISIL,  χωρίς να μπουν στον κόπο να εξηγήσουν στον κόσμο τι σημαίνουν όλα αυτά;
-          Σημαίνουν … το κράτος των τζιχατιστών! Το χαλιφάτο!
-          Μου φαίνεται Βάκη ότι σε πιάνω αδιάβαστο, όπως και τους «έγκριτους» δημοσιογράφους μας! Ούτε κι εσύ ξέρεις!
-          Εντάξει πες μου εσύ!
-           Λοιπόν –
ISIS (Islamic State of Iraq and Syria)
ISIL (Islamic State of Iraq and Levant)
-          Εντάξει φίλε μου, έμαθα ακόμη κάτι. Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για το κράτος των τζιχατιστών!
Κ.Α.Χ.
12.9.2014


Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Σχολική τσάντα

ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΣΑΝΤΑ
΄Ακουσα στις ειδήσεις ότι κάποιοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να συγκεντρώσουν σχολικές τσάντες για παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να τους αγοράσουν. Εκ φύσεως είμαι λιγάκι δύσπιστος και διερωτήθηκα κατά πόσο δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τσάντα που είχαν πέρυσι ή αν πρόκειται για πρωτάκια κατά πόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τσάντα κάποιου μεγαλύτερου αδελφού ή συγγενή τέλος πάντων που δεν τη χρειάζεται πια.
Παλαιότερα οι σχολικές τσάντες λεγόντουσαν και σχολικές βαλίτσες, είναι αλήθεια ότι υπήρχαν τότε μικρά βαλιτσάκια που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές, και ακόμη πιο παλιά λεγόντουσαν και παλάσκες. Αυτές ήταν κατασκευασμένες από χακί ύφασμα και είχαν ένα μακρύ υφασμάτινο επίσης χερούλι-κορδέλα για να την κρεμάνε οι μαθητές στον ώμο χιαστί.
Εγώ προσωπικά την εποχή του δημοτικού χρησιμοποίησα και βαλίτσα, που είχαν χρησιμοποιήσει οι θείοι μου και οι θείες μου όταν πήγαιναν σχολείο. Χρησιμοποίησα και παλάσκα που είχε ραφτεί ειδικά για μένα και ήμουν περήφανος γι αυτό. Τότε άρχισαν να εξαφανίζονται τα βαλιτσάκια και εθεωρείτο εκτός μόδας όποιος τα χρησιμοποιούσε ακόμη!
Όταν θα πήγαινα στο Γυμνάσιο πήγα με καμάρι σε γνωστό βαλιτσοποιείο της Λευκωσίας απ όπου μου αγόρασαν δερμάτινη τσάντα. Μ αυτήν τελείωσα το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο. Μέσα σ αυτή μετέφερα και το πρώτο μου πτυχίο στην Κύπρο και είμαι με την εντύπωση ότι αν ψάξω καλά στη βιβλιοθήκη μου θα τη βρω σε κάποιο ερμαράκι, φθαρμένη και σκονισμένη, άδεια από βιβλία και χαρτικά, αλλά γεμάτη αναμνήσεις μιας ζωής! Αυτή η τσάντα είχε και αντιαποικιακή δράση! Κάποιος ξάδελφος της μητέρας μου ένα πρωί καθώς πήγαινα στο σχολείο μου την άρπαξε, την άδειασε και τη γέμισε φυλλάδια τα οποί έριξε στους δρόμους. Φαίνεται ότι τον είδαν οι ΄Αγγλοι, οπότε σε λίγο όταν είδαν εμένα με τη τσάντα που μου επέστρεψε με σταμάτησαν και την έψαξαν. Τίποτα δεν βρήκαν με ανέβασαν όμως στο τζιπ, μου έκαναν μια βόλτα και με άφησαν αφού είδαν πόσο φοβισμένος ήμουν!
Στη συνέχεια ήρθε η μόδα με τους χαρτοφύλακες. Θυμάμαι ότι αγόρασα τον πρώτο μου χαρτοφύλακα όταν η Υπηρεσία θα μ έστελλε σε διεθνές συνέδριο στο εξωτερικό. Εκεί κάθε αξιοπρεπής σύνεδρος είχε το χαρτοφύλακά του. Οι πιο … «αξιοπρεπείς» είχαν βέβαια χαρτοφύλακα Samsonite. Μετά πέρασε και η μόδα με τους χαρτοφύλακες και ήρθε η μόδα της ταξιδιωτικής τσάντας ώμου-πλάτης. Και πάλι φυσικά κάποιοι ξεχώριζαν με Adidas και Nike. Μέχρι τους υπουργούς κατέκτησε η μόδα και τους βλέπουμε και σήμερα στους τηλεοπτικούς δέκτες με τέτοιες τσάντες. Είναι πρακτικές, δε λέγω!
΄Οσο για τις κασετίνες ήταν μεταλλικά, μισοσκουριασμένα κουτιά τσιγάρων ή κουτιά που περιείχαν σοκολατάκια! Μετά ήρθαν οι ξύλινες και οι πλαστικές …
Πρέπει εδώ να μνημονεύσω ένα δάσκαλο μας στο δημοτικό που μας έμαθε τις προθέσεις (εν, εις, εκ κλπ) τραγουδιστά παίζοντας και το βιολί του που δεν αποχωριζόταν ποτέ! Αυτός λοιπόν ο δάσκαλος μας μάς έλεγε συχνά. «Δεν έχει σημασία πώς είναι η παλάσκα σας και τι περιέχει. Σημασία έχει τι περιέχει το κεφάλι σας!»
Κ.Α.Χ.

2.9.2014