Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Στο χάνι των μουσαφίρηδων

IBO ANTΡITΣ

Στο χάνι των μουσαφίρηδων

(Μετάφραση Κώστας Α. Χατζηπαύλου)


     Από πέρσι την Άνοιξη  ο νέος ηγούμενος έκτισε το χάνι των μουσαφίρηδων, το διαχώρισε πλήρως από το μοναστήρι και το άφησε στον αδελφό Μάρκο να το φροντίζει και να κάνει κουμάντο.
     Ο αδελφός Μάρκο Κερνέτα ήταν ανεψιός του μακαρίτη του πανιερότατου  Επισκόπου Μάριαν Μπογκτάνοβιτς. Καθώς ήταν ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια, ο Επίσκοπος τον πήρε από μικρό παιδί στο μοναστήρι να υπηρετεί και να μάθει γράμματα. Όμως παρά την προστασία και τη φροντίδα του Επισκόπου, ο νεαρός δεν προόδευε καθόλου. Ήταν ιδιότροπος και αργόστροφος, τραύλιζε και πιτσίλιζε γύρω με τα σάλια του. Ούτε επικοινωνούσε με τους άλλους, ούτε τους άκουε. Μάλωνε  τους νεότερους και δεν υπολόγιζε τους μεγαλύτερους. Κανένας δεν μπορούσε να τον πείσει να μη βρίζει σαν τσοπάνος. Συνεχώς του έφταιγαν τα ρούχα του...
     - Ούτε το παλούκι μπορεί να ανθίσει καρφωμένο στη γη ούτε ο αδελφός Μάρκο να αγιάσει- μηνούσε ο Επίσκοπος στην αδελφή του που πέθανε με τον καημό που ο γιος της δεν θα γινόταν επίσκοπος.
    Πικραμένος ο Επίσκοπος αποφάσισε να δοκιμάσει άλλη μια φορά. Να τον στείλει στη Ρώμη, ίσως στη ξενιτιά να συνερχόταν και να έβαζε μυαλό. Παλεύοντας τώρα με τους αμόρφωτους και πείσμονες αδελφούς, με τους δύσκολους, αβέβαιους και επικίνδυνους δρόμους της Βοσνίας, με τις πάντοτε άπληστες τουρκικές Αρχές, θυμόταν, σαν όνειρο, τα χρόνια της νεαρής του ηλικίας που έζησε στη Ρώμη. Στο ίδιο εκείνο κοκκινωπό μοναστήρι στη Βία Μερουλάνα,(1) όπου εκείνος γνωστικός και γεμάτος με όνειρα μεγάλα έζησε τρία χρόνια, έστειλε τώρα τον ανεψιό του. Του φαινόταν σαν να συνεχίζει ο ίδιος εκεί τη ζωή του.

     Όμως και πάλι απογοητεύτηκε. Μάταια τον σύστηνε στους γνωστούς του.
     «Δε δείχνει να έχει κλήση για τίποτα. Μόνο που συνεχώς μεγαλώνει του ύψους και του πλάτους. Και με τη συμπεριφορά του μοιάζει με οτιδήποτε άλλο παρά με μοναχό, αν μου επιτρέπετε να το πω αγιότατε», έγραψαν στον Επίσκοπο από τη Ρώμη.
     «Αγνός και ταπεινός, θεοσεβής με το δικό του τρόπο. Δεν δείχνει αλήθεια καθόλου να επιθυμεί τις χαρές και τις παραδόσεις της αγιοσύνης και δυστυχώς στερείται παντελώς της έφεσης για την επιστήμη και τη μάθηση και δεν χαρακτηρίζεται από υπακοή στους ανωτέρους και αποδοχή των συναδέλφων του», έγραψε ο Πρόεδρος του Κοινοβιακού Συμβουλίου.
     Και από τον αδελφό Μάρκο έφταναν συνεχώς γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα, γεμάτα λάθη, με τα οποία απεγνωσμένα παρακαλούσε το θείο του να τον φέρει πίσω στο Κρέσιεβο.(2)
     «Σώστε με. Εγώ αυτό τον κόσμο δεν τον μπορώ!» Μόνο να δώσει ο Θεός να δει το Κρέσιεβο ας είναι και από μακριά, σαν εκείνο τον αμαρτωλό τον ΄Ιβαν Ρος που μη τολμώντας να πλησιάσει την πόλη που γεννήθηκε και πεθυμούσε, την αγνάντευε από μακριά ανεβαίνοντας στην κορφή ενός ψηλού βουνού.
     Τέτοια έγραφε συνεχώς.
     Ο Επίσκοπος περίμενε να περάσει κανένας χρόνος και ή που θα συνήθιζε ο νεαρός και θα προσαρμοζόταν ή που θα τον έφερνε πίσω στο Κρέσιεβο. Εκείνο το Χειμώνα όμως ο Επίσκοπος αρρώστησε με βαρύ κρυολόγημα και πέθανε αναπάντεχα. Κάλεσαν τότε αμέσως τον αδελφό Μάρκο από τη Ρώμη. Στη θέση του έστειλαν τον αδελφό Μίγια Σούμπασιτς, ένα αδύνατο και φιλόδοξο νέο.
     Εδώ και δυο χρόνια είναι ο οικονόμος του μοναστηριού. Φροντίζει τα ζωντανά και το κρασί, επιβλέπει και πληρώνει τους εργάτες, υποδέχεται και φιλοξενεί τους Τούρκους στο χάνι των μουσαφίρηδων.
     Ασχολείται συνεχώς με τους χωρικούς και τις βαριές δουλειές και έτσι ξεχνά κι’ εκείνα τα λίγα που έμαθε. Τα χέρια του ρόζιασαν και η φωνή του τσάκισε. ΄Έτσι ψηλός και πλατύς χόνδρινε ακόμη περισσότερο. Μεγάλωσαν τα αγκαθωτά μουστάκια του κι’ αγρίεψε το πρόσωπό του. Πιο συχνά τώρα ανακατεύονται οι βρισιές στη λαλιά του.
     Αποτυχημένος στις σπουδές, του χωρίς την προστασία του θείου του, γίνεται πιο ιδιόρρυθμος και πεισματάρης. Δεν ήταν εύκολη η ζωή στο μοναστήρι. Το χειρότερο ήταν που δεν ήξερε πότε οι άλλοι αδελφοί αστειεύονται και πότε μιλούν σοβαρά. Πότε ξεσπούσε χωρίς λόγο και φαινόταν πιο γελοίος και πότε μαλάκωνε κι’ έπιανε κουβέντα χωρίς να βλέπει πως στο βάθος της τραπεζαρίας τον ειρωνεύονταν στα φανερά.
     Όλο και περισσότερο απομονωνόταν από τους άλλους μοναχούς. Τον απάλλαξαν από το καθήκον του κοινού εκκλησιασμού και της κοινής προσευχής. Περνούσε τις μέρες του στα χωράφια και στο χάνι των μουσαφίρηδων. Παζάρευε και συζητούσε με τους χωρικούς. Πότε έπαιρνε μόνος του τον κασμά και έσκαβε μπροστά σε όλους μέχρι που ίδρωνε ολόκληρος και στην παγωνιά του δειλινού άχνιζε σαν βουναλάκι μετά τη βροχή. Πότε έχυνε το κρασί στη γούρνα κάτω στο υπόγειο, γέμιζε το βαρέλι θειάφι και το κυλούσε μπρος-πίσω να το απολυμάνει. Πότε στο αμπάρι μετακινούσε το στάρι όλη μέρα και ύστερα του έπαιρνε δυο μέρες να καθαρίσει τα αφτιά και το σβέρκο του από τη σκόνη.
     Αλλά παρόλα αυτά έχει και τις «ήσυχες» στιγμές του τις οποίες κανένας δεν καταλάβαινε, ούτε τις υποψιαζόταν. Ούτε ο ίδιος ξέρει πως του έρχεται και πότε.
     Έτσι ύστερα από κάποια δύσκολη δουλειά κάθεται στο σκαμνί, σκουπίζει τον ιδρώτα του και ξεθυμαίνει. Ξαφνικά νοιώθει πως το αίμα του κυλά στα πνευμόνια του, στο σβέρκο, στο κεφάλι, όλο και πιο δυνατά μέχρι που το κεφάλι του ορθώνεται. Τον κυριεύει όλο ένας οργασμός και τον μεταφέρει κάπου μακριά. Κάθεται αποπαρμένος με ανοιχτά τα μάτια και του φαίνεται πως πετά μακριά σαν βέλος. Και τότε αυτός που δεν ξέρει ούτε ωραία να γράφει ούτε έξυπνα να μιλά, μπορεί άξαφνα να καταλαβαίνει τα πάντα και να μιλά ξεκάθαρα κι’ ελεύθερα με τον ίδιο το Θεό.
     Εξάλλου σε κάθε δουλειά, καθώς εργάζεται, προσεύχεται χαμηλόφωνα στο Θεό. Μερικές φορές ακόμη τα βάζει με το Θεό, με το δικό του πάλι τρόπο.
     Φυτεύει έτσι μετά από μια βροχερή μέρα λάχανα, σκύβει, σκάβει μικρούς λάκκους στο μαλακό αυλάκι και με τα χέρια του πιέζει το χώμα γύρω από το φυτό. Για κάθε φυτό ψιθυρίζει μια προσευχή και την επαναλαμβάνει ασταμάτητα.
-         Με την ευχή μου, στο όνομα του Θεού, άντε με την ευχή
 μου!
     Ο ιδρώτας στάζει από το πρόσωπό του. Μόλις τελειώσει ένα αυλάκι ορθώνεται αναστενάζοντας, τεντώνει την πλάτη του, σκουπίζει τον ιδρώτα με το πίσω μέρος της λασπωμένης παλάμης του και ανασαίνοντας ψιθυρίζει.
     - Ε, να που τα φύτεψα. Και τώρα στείλε τα σκουλήκια να τα φάνε όπως πέρσι!
     Μερικές φορές τον γεμίζει μια ηρεμία χωρίς καμιά φανερή αιτία. Αγγίζει το ζάρι στο ξύλο ή τη ραφή στο ρούχο του και από τα δάκτυλά του τον διαπερνά και τον γεμίζει μια γαλήνη και μένει έτσι ακίνητος, με ανοιχτό το στόμα και με απλανές το βλέμμα. Περνά αρκετή ώρα έτσι και όταν συνέλθει δε θυμάται να είδε ή να άκουσε οτιδήποτε το συγκεκριμένο.
     Τις τρεις τελευταίες μέρες κανένας Τούρκος δεν φάνηκε στο χάνι των μουσαφίρηδων. Ο αδελφός Μάρκο κάθε μέρα αέριζε και κάπνιζε για να διώξει τη μυρωδιά του απόλαδου, του σκόρδου, της ρακής και του ιδρώτα που έμενε από τους τελευταίους ξένους. Την τρίτη μέρα, το Σαββατόβραδο, την ώρα του δείπνου ξεφύτρωσαν πάλι μερικοί Τούρκοι.
     Ο αδελφός Μάρκο ήταν ακριβώς κοντά στο καμίνι και έβαζε θρακιά στο καντήλι που του κρατούσε ένα αγόρι. Καθώς είδε τους Τούρκους να φαίνονται στο βουνό έχυσε τη θρακιά έξω από το καντήλι και έκαψε το παιδί που το έβαλε στα πόδια. Άνοιξε το στόμα να ρίξει καμιά βρισιά αλλά συγκρατήθηκε και βάρεσε το μέτωπό του λίγο πιο πάνω από τα φρύδια.
     Οι Τούρκοι ανέβαιναν σιγά-σιγά. Ο αδελφός Μάρκο
πήρε τη μισή ζάχαρη και το μισό καφέ και πήγε να τα κρύψει. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταξε τον κατήφορο. Ήταν τρεις. Οι δυο μετέφεραν τον τρίτο κρατώντας τον κάτω από τις μασχάλες. Αναγνώρισε τον ένα. ΄Ήταν ο Κέζμο, ο γενίτσαρος. Οι άλλοι δυο πρέπει να ήταν ξένοι. Εκείνος ο άρρωστος ήταν ακόμη νεαρό παιδί.
     Μόλις μπήκαν ζήτησαν κουβέρτα και μαξιλάρι όπου ξάπλωσαν τον άρρωστο σύντροφό τους. Ζήτησαν επίσης λεμόνια. Ο αδελφός Μάρκο δυσφόρησε. Τα αναζητάει αλλά φοβάται πως δεν έχει.
-         Παππού, κοίταξε καλά να μην αρχίσω να ψάχνω εγώ, του
 φώναξε ο Κέζμο.
    Ο Κέζμο αρκετές φορές ήδη είχε αναστατώσει και κατατρομάξει το μοναστήρι.
     Ο μοναχός γύρισε με τα λεμόνια. Στον άρρωστο έφτιαξαν μια λεμονάδα.
     - Τώρα κατέβασε το ταψί να κρεμάσω το όπλο, χωράτεψε ο Κέζμο.
     Ο αδελφός Μάρκο κατέβασε το ταψί και άρχισε να ετοιμάζει ομελέτες. Οι τούρκοι κάθισαν και άρχισαν το κάπνισμα. Εκείνος, ο άρρωστος, ξεκουράστηκε, ήπιε τη λεμονάδα και αισθάνθηκε καλύτερα. Ίσιωσε στα μαξιλάρια και μιλούσε κι’ αυτός παρόλο που έτρεμε και τα μάτια του έλαμπαν από τον πυρετό. Ο μοναχός τους έδωσε ρακή και ομελέτες και έβαλε νερό για καφέ. Εκείνοι τρώγοντας θορυβούσαν και πίεζαν τον άρρωστο να φάει παρόλο που δεν το ήθελε. Παράφαγαν και παράγυραν.
     - Μπας και έψησες γουρούνα στο ταψί σου, ρώτησε ο Κέζμο φέρνοντας το ταψί στη μύτη του.
     Ο αδελφός Μάρκος σκυφτός πάνω από τα κάρβουνα και απασχολημένος με τον καφέ είπε στο εαυτό του. Τώρα το σκέφτηκες, αφού έφαγες και χόρτασες!
     - Τι λες;
     - Όχι αγά μου, όχι. Δεν έχουμε εμείς γουρούνια.
     Τους προσφέρει καφέ. Ο Κέζμο τον κοιτάζει με τα μεγάλα πράσινα μάτια του.
-         Άκουσα πως ο καδής σας τιμώρησε με είκοσι γρόσια γιατί
 βρήκε κεφάλι κότας στο πιλάφι. Μα τον Αλλάχ αν σ’ εκείνο το βρομιάρη δώσατε είκοσι, σε μένα μπορείτε να δώσετε σαράντα.
-         Για τα λεφτά δεν ξέρω τίποτα.
-         Χα- χα, όλοι το ίδιο είστε. Δεν ξέρω, δεν έχω και είστε
γεμάτοι λεφτά σαν ασκί, μόνο που πρέπει να σας ψάξει κανείς.
    Τα γύρισαν όλα και πάλι στο αστείο.
     Νύχτωσε. Οι Τούρκοι το έριξαν στη συζήτηση για τον πόλεμο, για τους μισθούς των γενίτσαρων και όλο έπιναν. Εκείνος, ο άρρωστος, πότε αποκοιμιόταν, πότε ξυπνούσε κι’ άκουε. Ο αδελφός Μάρκο κάθισε στη γωνιά, στήριξε τους αγκώνες του στα γόνατα και το κεφάλι στις παλάμες. Σιωπούσε και άκουε. Από τη συζήτηση ξεκαθάρισε σιγά-σιγά πως ο άρρωστος Τούρκος είναι ο ΄Οσμο Μαμελέτζιγια από το Σαράγιεβο και εκείνος ο άλλος ο Μεχμέτ Μλιέβλιακ. Στο Σαράγιεβο είναι σε στρατόπεδο. Τώρα τριγυρνούν εδώ-εκεί και περιμένουν να πληρωθούν για να πάνε στο Βιντίν.(3)
     Ο Κέζμο το έριξε στην κουβέντα. Πόσο μακρύ είναι το γεφύρι στο Μουσταφά-Πασά,(4) πόσο μεγάλο είναι το Καραβάν-Σαράι στην Αδριανούπολη,(5) πως είναι τα χαμόσπιτα στην Πόλη και οι Ελληνίδες και οι Αρμένισσες σ’ αυτά.
     - Ε σύντροφε, τέτοιος που είναι ο αδελφός Μάρκο θα την πάθαινε. Έτσι δεν είναι αδελφέ Μάρκο;
     - Όχι εγώ δεν ξέρω τέτοια πράγματα.
     - Άντε ολάν!
     - Δεν είναι αυτά για μας. Και εμείς θα φτιάχναμε τέτοια σπίτια, εκεί στα λαγούμια αν μπορούσαμε.
     Οι Τούρκοι γελούν. Ο άρρωστος βογκά ελαφριά στο ύπνο του. Νυστάζουν και αυτοί από το δρόμο και τη ρακή. Ο αδελφός Μάρκο σηκώνεται και σβήνει με νερό όσα κάρβουνα έμειναν στο τζάκι.
     Την επομένη ο άρρωστος ήταν χειρότερα. Οι Τούρκοι αφού έφαγαν πάλι καμιά ντουζίνα αβγά, σκέφτονταν τι να κάνουν. Ο ηγούμενος ήθελε να τους ξεφορτωθεί. Προσπάθησε, με τη βοήθεια του αδελφού Μάρκο, να τους πείσει ότι δεν είναι καλό για τον άρρωστο να ξαπλώνει στο χάνι των μουσαφίρηδων. Εκείνοι ζήτησαν ένα άλογο. Ξέροντας πως δεν θα επέστρεφαν το άλογο, προσποιήθηκε πως δεν έχουν άλογα και πρόσφερε στον καθένα πέντε γρόσια. Κατάληξαν να πάρουν τα λεφτά και οι μοναχοί να προσέχουν τον άρρωστο μέχρι την αύριο. Θα επιστρέψουν με άλογο να τον πάρουν. Έτσι έφυγαν.
     Ο αδελφός Μάρκο θύμωσε που του άφησαν να φροντίζει τον Τούρκο.
     - Εδώ βρήκε να έρθει να τεμπελιάζει. Σαν να μην μου έφταναν οι γερό-μπαλήδες,(6) μου έφεραν και άρρωστο.
     Ο ηγούμενος τον καθησύχαζε και τον επέπληττε.
     Την πρώτη μέρα ούτε που κοίταξε τον Τούρκο. Έβαλε δίπλα του ψωμί και τυρί κι’ έφυγε.
     Πέρασαν τρεις μέρες και οι Τούρκοι δεν ήλθαν να πάρουν τον άρρωστο που όλη μέρα βογκούσε και έπινε όλο και περισσότερο νερό. Ο αδελφός Μάρκο συνήθισε να του δίνει νερό και να του προσφέρει γάλα και γλυκό. Κάθε μέρα μερικές φορές, άφηνε τη δουλειά του και έτρεχε στο χάνι των μουσαφίρηδων να δει τον άρρωστο. Μάλωνε με τον μάγειρο γιατί διάλεγε τα καλύτερα κομμάτια κρέας και τα πήγαινε στον άρρωστο. Οι μοναχοί πρόσεξαν τη φροντίδα του για τον Τούρκο και άρχισαν να τον πειράζουν.
     -  Πως είναι ο άρρωστός σου αδελφέ Μάρκο;
     Εκείνος τους απαντούσε κοφτά καθώς πήγαινε.
-         Να, ψοφάει. Άντε να τον δεις αν σ’ ενδιαφέρει.
     Στην πραγματικότητα όσο ο Τούρκος αδυνάτιζε, ο αδελφός Μάρκο τον φρόντιζε περισσότερο, παρόλο που προσπαθούσε να το κρύψει από τους άλλους. Ούτε στον εαυτό του δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
     Ο Τούρκος τις περισσότερες ώρες σιωπούσε. Ένα Βράδυ ο αδελφός Μάρκο άναψε φωτιά να ψήσει δίπλες. Καθώς περίμενε να ζεσταθεί η πλάκα στη θρακιά κάθισε δίπλα στο τζάκι μισοκλείνοντας τα μάτια από τη νύστα.
     - Αδελφέ Μάρκο, του μίλησε ο Μαμελέτζιγια από το κρεβάτι στη σκοτεινή γωνιά.
     - Α!
     - Δεν ήρθε ο Κέζμο;
     - Δεν ήρθε.
     Σιωπούσαν και οι δυο.
-         Να, ήταν να με μεταφέρει μέχρι το Σαράγιεβο και μετά...
    Κάηκαν τα κάτω ξύλα και υποχώρησαν, η φωτιά ταράχτηκε και πετάχτηκαν σπινθήρες γύρω από τον αδελφό Μάρκο. Η φλόγα ησύχασε και το δωμάτιο γέμισε με μια βαθυκόκκινη λάμψη.
-         Μη σκέφτεσαι το Σαράγιεβο και αυτούς τους αλήτες...
    Και μεμιάς και ίδιος ξαφνιάστηκε, συνέχισε όμως ήρεμα και χωρίς το συνηθισμένο του τραύλισμα.
-         Αλήθεια, γιατί εσύ ολάν ΄Οσμο να μην βαφτιστείς
 χριστιανός; Αν είναι να πεθάνεις να πεθάνεις παιδί βαφτισμένο, αν είναι να ζήσεις να ζήσεις σαν άνθρωπος και όχι σαν άλογο.
     Ο Τούρκος δεν απάντησε τίποτα. Ξάπλωνε βουβός, ακίνητος, με κλειστά μάτια.
     Από τότε προσπαθούσε να τον πείσει κάθε μέρα χωρίς να σκέφτεται μήπως και επιστρέψουν οι Τούρκοι και ο Μαμελέτζιγια τους το ομολογήσει ότι ήθελε να τον βαφτίσει. Τις προσπάθειές του τις έκρυβε από τους μοναχούς μην τον κοροιδεύουν. ΄Ηθελε όμως με κάθε τρόπο να σώσει την ψυχή του ΄Οσμο Μαμελέτζιγια.
     Όσα και να του έλεγε ο Τούρκος σιωπούσε και ούτε από το πρόσωπό του μπορούσε να φανεί τι σκεφτόταν. Μερικές φορές ο αδελφός Μάρκο νόμιζε πως τον μαλάκωσε, άλλες φορές πως ο Τούρκος είναι σκληρός και αδιόρθωτος.
     Ένα πρωί μπήκε στο χάνι των μουσαφίρηδων μια εργάτρια να ανάψει φωτιά. ΄Όπως γονάτισε δίπλα στο τζάκι να αρπάξει το κάρβουνο μαζεύτηκε η ντίμια(7) της και έκανε ένα μυμματιστό κύκλο. Ο Μαμελέτζιγια που μέχρι πριν λίγο ήταν σε κώμα και άκουε τον αδελφό Μάρκο με ανέκφραστο το πρόσωπο να του μιλά για τη χαρά της συγνώμης και την ομορφιά του εν Χριστώ θανάτου, μεμιάς άρχισε να σηκώνεται από τα μαξιλάρια, να απλώνει το χέρι του κάτω από την κουβέρτα και τρέμοντας να προσπαθεί να αρπάξει τη ντίμια της γυναίκας. Τότε ακριβώς μπήκε ο αδελφός Μάρκο που είχε βγει για λίγο. Είδε το Μαμελέτζιγια αλλαγμένο. με λαμπερά μάτια και τρεμάμενα χέρια. Του είχε πέσει η κουβέρτα και συρόταν στο γυμνό πάτωμα.
     Ήθελε να βάλει τις φωνές αλλά τον πρόδωσε η φωνή του. Έτσι μόνο άφησε μια κραυγή. Άρπαξε το σπασμένο λοστό από τη γωνιά και είπε.
-         Βγες έξω διαβόλου κόρη!
     Η γυναίκα πετάχτηκε πάνω, ήθελε να πάρει φωτιά αλλά δεν την άφησε παρά την έσπρωξε έξω. Μάταια εκείνη, που δεν ήξερε γιατί τη διώχνει έτσι, γύριζε και δικαιολογούταν ότι την έστειλαν να πάρει φωτιά. Εκείνος κουνούσε πίσω της απειλητικά το λοστό.
     - Σιχτίρ, κόρη της σκύλας. Θα τον σπάσω πάνω σου, μόνο έλα ξανά να ανεμίζεις τη ντίμια σου στο δωμάτιο.
     Δεν ήθελε καν να κοιτάξει τον Μαμελέτζιγια που ξάπλωσε πάλι ήσυχα. Μόλις κατά το μεσημέρι ζέστανε γάλα, το έβαλε δίπλα του και αμέσως, ψιθυρίζοντας κάτι στον εαυτό του, βγήκε από το δωμάτιο.
     - Ωχ, τζαναμπέτη, ποτέ δεν θα δεις το πρόσωπο του Θεού.
     Όμως την επομένη ήταν πάλι στις καλές του. Φρόντισε το Μαμελέτζιγια και του έλεγε συνεχώς για το βάφτισμα. Και το βράδυ ονειρευόταν πως πάλευε με τους διαβόλους που μαζεύτηκα γύρω από τον Μαμελέτζιγια. Τους κυνηγά με εκείνο το σπασμένο λοστό του τσεκουριού, αλλά σαν άνθρωπος που χτυπιέται στο όνειρό του δεν μπορεί να κινηθεί με όλη του τη δύναμη. Και εκείνοι είναι όλο και περισσότεροι, μαλλιαροί και μόνο κάτω στον  αστράγαλο φαίνεται το νευρώδες δέρμα τους. Ξυπνά. Στέκεται στη μέση του δωματίου. Ανάβει φως. Του πιάνει το χέρι. Ρίχνει από το ράφι ένα σκαλιστό και τον πορσελάνινο άγγελο, σπάζοντας την άκρη της δεξιάς του φτερούγας. Κάνει το σταυρό του και ξαπλώνει ξανά.
     Ο Μαμελέτζιγια είναι όλο και πιο αδύνατος. Δεν τρώγει. Όλη μέρα βογκά με κλειστά τα μάτια. Ο Κέζμο δεν φαίνεται από πουθενά. Ο ηγούμενος ανησυχεί μην του πεθάνει ο Τούρκος στο μοναστήρι.
    Ένα βράδυ ο Μαμελέτζιγια είναι καλύτερα. Συνήλθε και ζωντάνεψε και άρχισε τη συζήτηση με τον αδελφό Μάρκο που τύλιγε φιτίλια για τα κεριά και προσπαθούσε αγωνιωδώς να τον πείσει ότι είναι καλύτερα. Σκέφτηκε ότι αυτή η βελτίωση συμβαίνει πριν το θάνατο και τον πλησίασε προσπαθώντας να το πείσει με κάθε τρόπο.
    Έπιανε το θέμα όλο και πιο ζεστά. Και μόνος του διερωτόταν που έβρισκε τόση άνεση. Έλεγε πότε ότι θυμόταν από την κατήχηση και τα βιβλία και πότε, ξεχνώντας τα, τα έλεγε με το δικό του τρόπο.
-         Μήπως και θέλεις ολάν και στον άλλο κόσμο να είσαι με
 αυτόν τον κοιλάρα τον Κέζμο; Δεν βλέπεις πως φούσκωσε ολόκληρος από το ποτό και το μεθύσι; Ακόμη και ζωντανός μοιάζει με διάβολο. Μέσα του έχει την κόλαση. Όπου και να πάει μια μέρα θα τα τινάξει και θα βρεθεί στη μέση του καζανιού! Και εσύ μαζί του!
     Εδώ θύμωσε, ξεφώνισε μια βαριά λέξη, όμως γρήγορα διόρθωσε τον εαυτό του και προσευχήθηκε προσπαθώντας να θυμηθεί το «Ο ωραίος Ιησούς και η Μητέρα του». Ύστερα του διηγείται, αναζητώντας τα κατάλληλα λόγια, πως όταν πεθάνει ο Χριστιανός περιμένουν τη βαφτισμένη ψυχή του στον άλλο κόσμο με σάλπιγγες, λαμπρότητα και δόξα που, σε σύγκριση μ’ αυτά, η επίγεια ηδονή δεν είναι τίποτα.
     Ο Τούρκος σιωπούσε. Πότε-πότε μισάνοιγε τα κλειστά του μάτια. Ο αδελφός Μάρκο έσκυψε εντελώς από πάνω του, τον κοίταξε με προσοχή αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τι σκέφτεται. Το πρόσωπό του πάντα το ίδιο, λεπτό, ωοειδές με κλειστά τα μάτια και σφιγμένα τα χείλη σαν μωρού πεισματάρικου.
    - Μόνο πες. Σώτερ, σώσον ημάς! Πες το ΄Οσμο, του ψιθύρισε ο αδελφός Μάρκο όσο πιο ήρεμα και γλυκά μπορούσε. Ο Τούρκος σιωπούσε. Ανάπνεε βαθιά και έπαιζε το μάγουλό του.
    Νομίζοντας πως δεν μπορεί να μιλήσει πήρε το μικρό σταυρό που κρεμόταν στη μέση του και τον έφερε στα χείλη του.
-         Προσκύνα ΄Οσμο, αυτός είναι ο Σωτήρας σου και ο δικός
 μου. Προσκύνα να σου συγχωρέσει τις αμαρτίες και να σε δεχτεί.
     Το πρόσωπο του Τούρκου μόλις και κινήθηκε. Τα βλέφαρά του μισάνοιξαν, τα χείλη του κινήθηκαν σαν να ήθελε κάτι να πει. Μετά μάζεψε τα χείλη του περισσότερο και με μεγάλη προσπάθεια έφτυσε. Το φτύμα του κύλησε στο πηγούνι του.
     Ο μοναχός αποτράβηξε αστραπιαία το σταυρό, πετάχτηκε πάνω και μουρμουρίζοντας έτρεξε έξω.
     Πλατύς και μονότονος ο θόρυβος της καλοκαιρινής νύχτας. Μόνο στο τέλος του Καλοκαιριού ο ουρανός είναι τόσο χαμηλός και τ’ αστέρια τόσο μεγάλα.
     Πιάστηκε με τα χέρια στο φράχτη. Ακούστηκε το τρίξιμο των ξύλων. Το αίμα του μαζεύτηκε στο κεφάλι από το θυμό και δεν λέγει να φύγει παρά μόνο κτυπά και πάλι κτυπά στο φράχτη. Κοίταζε πάνω από τα σκοτεινά δέντρα, μακριά, μέχρι το βάθος του ουρανού όπου κρεμόταν τ’ αστέρια και έλεγε στον εαυτό του.
-         Δεν υπάρχει χειρότερος μοναχός από μένα ούτε
 μεγαλύτερος αμαρτωλός Τούρκος από τον ΄Οσμο. Εγώ τον ευλογώ κι’ αυτός... Αχ!
     Τράνταξε το φράχτη από το θυμό του.
     Σιγά-σιγά ηρέμησε. Χάθηκε στη βαθιά νύχτα κάτω από τα μάτια των αστεριών. Ξεχάστηκε. Το κύμα του τρεμάμενου κορμιού του μεταφέρεται στα πάντα γύρω του και νομίζει πως πλέει σε κάποια ανάλαφρη θάλασσα μέσα στο σκοτάδι. Από παντού θόρυβος. Σπασμωδικά κρατιέται από το φράχτη.
     Τα πάντα είναι σ’ αυτό το μεγάλο καράβι μέσα στο οποίο ταξιδεύει. Η πολιτεία και τα χωράφια, το μοναστήρι και το χάνι των μουσαφίρηδων.
-         Το ήξερα πως Εσύ δεν ξεχνάς κανένα, ούτε τον τραυλό
 αδελφό Μάρκο, ούτε εκείνο τον αμαρτωλό ΄Οσμο Μαμελέτζιγια. Όταν φτύσει κάποιος το σταυρό Σου είναι σαν να είδε ο άνθρωπος κακό όνειρο. Πάλι στο καράβι Σου υπάρχει χώρος για όλους. Ακόμη και γι’ αυτό τον τρελό τον Κέζμο, αν δεν έφευγε.
     Στην έξαψή του δεν ξέρει αν μιλά πραγματικά ή αν σκέφτεται μόνο. Όμως το βλέπει. Για όλους, για τον καθένα υπάρχει χώρος στο καράβι του Κυρίου, γιατί Αυτός δεν μετρά ούτε με το κιλό ούτε με το καντάρι . Τώρα καταλαβαίνει ότι  «ο Κύριος είναι τρομερός» και πως κινά τον κόσμο όλο. Καταλαβαίνει τα πάντα κι’ ας μη μιλά. Μόνο δεν καταλαβαίνει γιατί αυτός ο αδελφός Μάρκο Κερνέτα, αδέξιος κι’ ανυπάκουος οικονόμος, κρατά το πηδάλιο του πλοίου του Κυρίου. Ύστερα ξεχνά τον εαυτό του. Ξέρει μόνο πως όλα όσα υπάρχουν, κινούνται, ταξιδεύουν και οδεύουν προς τη σωτηρία.
     Έτσι πέρασαν ώρες.
     Πάγωσε ο νυχτερινός αέρας. Το αίμα του ηρέμησε. Πρώτα ένοιωσε τις μουδιασμένες παλάμες του σφιγμένες γύρω από το φράχτη. Σιγά-σιγά αρχίζει να αποχωρίζεται από το όνειρο και να συνέρχεται. Κάνει κρύο και πονά σαν να τον έχουν ξυπνήσει κουρασμένο την αυγή. Αφήνει με δυσκολία το φράχτη και ξεκινά με τα μανίκια σηκωμένα και επιστρέφει με ασταθή βήματα στο χάνι των μουσαφίρηδων.
     Τρεμοπαίζει και φωτίζει το αναμμένο κερί. Ο Τούρκος είναι γυρισμένος στον τοίχο και έχει το πρόσωπο σκεπασμένο μέχρι τα μάτια. Ισιώνει το κερί. Αναμοχλεύει τη φωτιά, ζεσταίνει το γάλα και πλησιάζει τον άρρωστο. Τον φωνάζει δυο φορές κι’ όταν δεν απαντά τον πλησιάζει και τον ξεσκεπάζει αλλά ο Μαμελέτζιγια παραμένει ακίνητος και παγωμένος.
     Αφήνει δίπλα στο κεφάλι του νεαρού το δοχείο με το γάλα που άχνιζε και βγαίνει να φωνάξει τον ηγούμενο. Είχε ήδη ξημερώσει για καλά.
     Έτρεξε χτυπώντας την πόρτα των θαλάμων από την αυλή. Μπήκε μέσα στο ηγουμενείο. Ο ηγούμενος εκείνη την ώρα περνούσε από το κεφάλι το πετραχήλι του. Όταν άκουσε πως κτυπούσε η πόρτα σταμάτησε  κι’ έτσι με σηκωμένα τα χέρια τον κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του.
-         Τι είναι τώρα;
     Κουνώντας αόριστα το δεξί του χέρι ο αδελφός Μάρκο είπε σχεδόν φωναχτά.
-         Να ξεψύχησε εκείνος... ο Τούρκος στο χάνι των
 μουσαφίρηδων.
-         Ε, γιατί φωνάζεις, σιωπή! Τον μάλωσε με το χέρι ο
 ηγούμενος και του έδειξε το δρόμο προς το κονάκι.
       Ο ηγούμενος ανησύχησε. Μόλις τέλειωσε τη λειτουργία και ήπιε τον καφέ του κατέβηκε στην πολιτεία να ειδοποιήσει τις Αρχές για το θάνατο του Μαμελέτζιγια και να καλέσει τους Τούρκους να τον μεταφέρουν και να τον θάψουν, καθώς πρέπει στους νεκρούς. Ήξερε ότι θα τον υποψιαστούν και ότι θα πλήρωνε στο τέλος κάποιο πρόστιμο.
     Ο αδελφός Μάρκο δεν ήθελε να επιστρέψει στο χάνι των μουσαφίρηδων κι’ έστειλε το μικρό διάκο Μάρτιν να μείνει μαζί με το νεκρό. Εκείνος πήγε με τους εργάτες στο χωράφι, στα ζαχαρότευτλα.
     Ξάγρυπνος και ταλαιπωρημένος περπατούσε βαριά και δύσκολα στο χωράφι.
     Τα αγόρια και τα κορίτσια άρχισαν το σκάψιμο. Ο αδελφός Μάρκο πήγαινε μπροστά και έκοβε τα χαμηλά φύλλα για να αερίζονται τα ζαχαρότευτλα καλύτερα και να γίνουν πιο χοντρά. Έσκυβε κι’ έκοβε περπατώντας και όταν γέμιζε μια αγκαλιά φύλλα, τα άφηνε στην άκρη. Πίσω του σε αποστάσεις έμεναν στοίβες από φύλλα. Και όταν ορθωνόταν κοίταζε πίσω από το χωράφι όπου έβλεπε το μεγάλο σκοτεινό μοναστήρι και δίπλα του το μικρό άσπρο χάνι των μουσαφίρηδων. Σ’ αυτό είναι ο νεαρός τη ψυχή του οποίου δεν μπόρεσε και δεν ήξερε να σώσει. Ύστερα έσκυβε γρήγορα κι’ έκοβε φύλλα και όταν έβγαινε και καμιά ρίζα την κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα και την κοιτούσε.
-         Άντε ρίζωσε, να δώσει ο Θεός... Καταβρόχθιζε τυρί και
 ρακή. Το σταυρό και τη συγχώρεση δεν ήθελε να δεχτεί. Άντε ρίζωσε! Να δώσει ο Θεός!
     Κάποια στιγμή είδε να έρχεται ο ηγούμενος και μαζί του ο ιμάμης και άλλοι δυο Τούρκοι, μαύροι σαν τις μύγες. ΄Όταν είδε να μεταφέρουν το νεκρό έσκυψε και πάλι και άρχισε να κόβει φύλλα ακόμη πιο γρήγορα.
-         Άντε καλορίζικο, να δώσει ο Θεός... Επαναλάμβανε
 μηχανικά αλλά η σκέψη του γύριζε πάλι στο μακαρίτη. Συγχωρημένο, ασυγχώρητο τον φρόντιζε και τον αγαπούσε σαν αδελφό!
     Έτσι σκυφτός που ήταν το αίμα του ερχόταν στο κεφάλι. Αναπνέοντας και ανασαίνοντας προσευχόταν για τη ψυχή του ΄Οσμο Μαμελέτζιγια, «ας ήταν όπου και να ήταν».
     Μόνο πότε-πότε σήκωνε το κεφάλι και φώναζε στα αγόρια που ενοχλούσαν τα κορίτσια.

-         Σκάβε τεμπελχανά! Γιατί πειράζεις; Για δες τον!...
    Και συνέχιζε να κόβει φύλλα και να προσεύχεται.


Σημειώσεις μεταφραστή

(1) Βία Μερουλάνα, οδός στο κέντρο της Ρώμης με εκκλησίες και μοναστήρια

(2)  Κρέσιεβο, πόλη στην κεντρική Βοσνία

(3)  Βιντίν, πόλη της Βουλγαρίας, στο Δούναβη, στα σύνορα με τη Σερβία και τη Ρουμανία

(4) Μουσταφά-Πασά,  παλαιότερη ονομασία του Σβίλενγκραντ Βουλγαρίας  

(5) Το Καραβάν-Σαράι στην Αδριανούπολη χρησιμοποιείτο  για διαμονή από τους εμπόρους μεταξιού που ταξίδευαν προς ή από την Ανατολή

(6) Μπαλήδες αποκαλούσαν υποτιμητικά  τους Τούρκους οι Σέρβοι και οι Κροάτες στη Βοσνία

(7) Ντίμια, λαϊκή γυναικεία ενδυμασία στη Βοσνία