Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Απο ένα κοιμητήριο

Μια παρτίδα ταβλιού

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Μια παρτίδα ταβλιού

          Η μόνη σκέψη που έκανε ήταν η μεταθανάτια ζωή. Αν υπάρχει το μόνο που θα θυμάται είναι τους δυο τεράστιους προβολείς του φορτηγού, τα μεγάλα της μαύρα μάτια και τα τελευταία της λόγια.
          «Είναι αργά πια τώρα να ξανασμίξουμε».
          Η βροχή δυνάμωσε και δεν άφησε καν την άσφαλτο να βαφτεί στο αίμα. Μόνο στις στήλες των εφημερίδων η άσφαλτος βάφτηκε κόκκινη. «Ο μινώταυρος του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού πήρε πάλι το τίμημά του. Η άσφαλτος βάφτηκε κόκκινη από τη θανατηφόρα σύγκρουση μοτοσικλέτας και φορτηγού αυτοκινήτου στον 27ο μιλιοδείκτη του δρόμου...»
Το μόνο που έμεινε στον τόπο του δυστυχήματος την επομένη, ήταν ένα κόκκινο κράνος βαλμένο ακριβώς εκεί που ήταν το σήμα της ειρήνης με την ιταλική επιγραφή «Φάτε  λ’ αμόρε νον λα κουέρρα». Και η απαραίτητη αγγελία κηδείας στις εφημερίδες που κατέληγε με το «οι τεθλιμμένοι γονείς τ’ αδέλφια και λοιποί συγγενείς».
          Αν το δυστύχημα αυτό συνέβαινε πριν τριάντα χρόνια η πρώτη ανάμεσα στους τεθλιμμένους θα ήταν η σύζυγος Σόνια.

                                             ***
          Ήταν το 1970 σε μια από τις πρώτες δισκοθήκες που άνοιξαν στην Αμμόχωστο. Ο ρυθμός της εποχής τότε ήταν κάτι ανάμεσα στο «σιέικ» και το «τουίστ». ΄Έπαιζε όμως μουσική «μπλουζ» όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση, αφού προηγουμένως κοίταζε τα μεγάλα της μαύρα μάτια για καμιά εικοσαριά λεπτά κι’ αντιλήφθηκε πως τα βλέφαρά της έπαιζαν κάθε φορά που τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν.
-         Χορεύετε, τραύλισε και στάθηκε έτοιμος να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια, χάνοντας έτσι και το στοίχημα που έβαλε προηγουμένως με τους φίλους του.
-         Ευχαρίστως, ήρθε η απάντηση και τον κατακεραύνωσε ακόμη περισσότερο. Για περισσότερο από ένα λεπτό στεκόταν εκεί και δεν πίστευε στα αυτιά του. Ευτυχώς την ώρα εκείνη τέλειωσε και η μουσική. Και έτσι βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει.
-         Είμαστε άτυχοι φαίνεται.
-         Πάμε αρχίζει άλλος χορός, του είπε εκείνη τραβώντας τον προς την πίστα
Δυο τραγούδια είχαν τελειώσει κι’ εκείνος ήταν ακόμη   
κατακόκκινος και ιδρωμένος όχι από τη ζέστη της υπόγειας δισκοθήκης αλλά από την αμηχανία του. Από την αμηχανία του τον έβγαλε εκείνη με την ερώτησή της.
-         Πως σε λένε.
-         Άκη, εσένα.
-         Σόνια.
Ο ΄Άκης δούλευε τότε, μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του σ’ ένα
Κολέγιο, σε μια μεγάλη εταιρία οικοδομών. Η Σόνια είχε κάνει τρία χρόνια στο Λονδίνο «σκρετάριαλ στάντυς»- όπως είπε- μάλλον από χόμπι παρά από ανάγκη για δουλειά.
          Για ένα εξάμηνο όσοι πήγαιναν τακτικά στη δισκοθήκη τους θυμούνται αχώριστους. Ένα στοίχημα του Άκη με τους φίλους του σ’ εκείνη τη δισκοθήκη της Αμμοχώστου στάθηκε μοιραίο για τη ζωή τους. Έξι μήνες μετά από εκείνο το στοίχημα έπαιζαν τάβλι για να φανεί ποιος θα είναι ο πρώτος κουμπάρος. Πρωταθλητής σ’ εκείνη την παρτίδα ταβλιού βγήκε ο Τάκης, πράγμα που θα έπρεπε να το περιμένουν οι άλλοι επίδοξοι κουμπάροι μιας και ο Τάκης ήταν γνωστός ταβλαδόρος στο σύλλογο της Αγίας Ζώνης και έτσι ο διαγωνισμός γινόταν με άνισους όρους συμμετοχής. Έξι χρόνια αργότερα και αφού ο Τάκης άρπαξε αρκετές ξυλιές κατά τη διάρκεια των τριών γύρων του χορού του Ησαία, αποδείχτηκε πως εκείνη η παρτίδα ταβλιού ήταν μοιραία.

                                            ***

          Ο πόλεμος αποδεικνύεται πάντοτε μια μεγάλη τραγωδία για τους λαούς που αποτελείται από ένα σωρό ατέλειωτες ατομικές τραγωδίες, που για πολλούς παραμένουν άγνωστες.
          Ο Τάκης μετά τον πόλεμο του 74 με το στρατιωτικό ακόμη υποκάμισο ανακάλυπτε για πρώτη φορά τα μαύρα μάτια της κουμπάρας του Σόνιας, όταν τη συνάντησε με τα δυο της παιδιά στην προσφυγιά, στον καταυλισμό «Αμουνίσιον». Όταν συνέλαβε τον εαυτό του να αντικρίζει ακίνητος τα μαύρα της μάτια, διερωτήθηκε το γιατί και το έβρισκε στον πόλεμο, στην ανάγκη εξεύρεσης μιας αχτίδας φωτός, μιας ζεστασιάς και μιας ελπίδας ότι η ζωή δεν τελειώνει με την καταστροφή αλλά συνεχίζεται με την  οικοδόμηση του μέλλοντος.
          Από τα βουρκωμένα μάτια της Σόνιας έβγαινε μια σπίθα παρήγορης σιγουριάς όταν ένιωσε το σφιχταγκάλιασμα του κουμπάρου της.
          Μέχρι την απελευθέρωση του Άκη που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στον Πενταδάκτυλο, ο Τάκης στάθηκε δίπλα στη Σόνια και μοιράστηκε μαζί της τις πρώτες και τις πιο δύσκολες μέρες της προσφυγιάς. Και όταν ο Άκης έσφιγγε στην αγκαλιά του τη Σόνια δεν κατάλαβε γιατί εκείνη η τρεμούλα της γυναίκας του. Εκείνη την ένιωθε στο διαπεραστικό βλέμμα του Τάκη που στεκόταν λίγο παραπέρα.
          Φαίνεται πως όσο πιο μεγάλο κίνδυνο περάσει κανένας τόσο περισσότερο αγαπά τη ζωή και ρίχνεται στην πάλη για το ξαναφτιάξιμο. Ο Άκης ρίχτηκε αμέσως στον αγώνα τον καθημερινό, για τη ζήση της οικογένειάς του. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και τον βασάνιζε το θλιμμένο πάντοτε πρόσωπο της Σόνιας. Του προσφέρθηκε μια θέση στην εταιρία που δούλευε τότε, όταν γνώρισε τη Σόνια στην Αμμόχωστο υπό τον όρο να ξενιτευτεί στις αραβικές χώρες. Έφυγε λέγοντας στη Σόνια πως σε ένα χρόνο αν δεν πήγαιναν πίσω στο σπίτι τους θα την έπαιρνε μαζί του.
          Όταν στο χρόνο γύρισε πίσω ο κόσμος το είχε τούμπανο. Ο κουμπάρος του και η Σόνια ακολουθούσαν τη δική τους πορεία που όμως δεν οδηγούσε πουθενά γιατί όταν η Σόνια έπαιρνε διαζύγιο από τον Άκη έχανε μαζί μ’ αυτό και τον Τάκη που έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στο Λονδίνο, κυνηγημένος λιγότερο από τη συνείδησή του και περισσότερο από μια αόρατη περιφρόνηση που συναντούσε στο βλέμμα των γνωστών και φίλων.

                                     ***

          Στο Λονδίνο όταν ο Τάκης διάβασε για τη θανατηφόρα σύγκρουση μοτοσικλέτας και φορτηγού και όταν έμαθε πως προηγήθηκε δεύτερη πρόταση γάμου από τον Άκη στη Σόνια, σηκώθηκε νευρικός από την καρέκλα του καφενείου, έκλεισε το τάβλι και έφυγε με μάτια βουρκωμένα.
          Από τότε δεν τον ξανάδαν να παίζει τάβλι...

Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Τετάρτη 26.8.1981)    
          

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ζητούνται προσφοραί

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ζητούνται προσφοραί

     «Ζητούνται προσφοραί δι’ ανέγερσιν...».
      Διάβαζε την εφημερίδα του  με βλέμμα ήσυχο πίσω από τα μαύρα του γυαλιά με τους στρογγυλούς φακούς, τοποθετημένα πάντοτε κάτω από τη μέση της μύτης του και ένιωθε αγαλλίαση. Καθόταν με τη σταυρωτή ρόμπα του στην πολυθρόνα δίπλα από την είσοδο, στη «δική του θέση» δηλαδή, με τις βελούδινες παντούφλες  στα πόδια και το άσπρο του υποκάμισο με γραβάτα και ζούσε στο δικό του κόσμο.. Διάβαζε τις αγγελίες με τις προσφορές και ένιωθε πως υπήρχε ακόμη, ένιωθε να τον κυριεύει παντού η αναζήτηση της καλύτερης προσφοράς, αυτής που θα αφήσει το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.
    Ήταν ήδη 70 χρόνων και εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που έφυγε από την εταιρία με σύνταξη, η μόνη ικανοποίηση της ζωής του ήταν το διάβασμα των αγγελιών για προσφορές. Φυσικά αυτό, μια και δεν ήταν πια στην εταιρία, δεν εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό σκοπό, μάλλον ο μόνος πρακτικός σκοπός που εξυπηρετούσε ήταν η ικανοποίηση που ένιωθε όταν έβρισκε την καλύτερη προσφορά και το ότι άφηνε ελεύθερο τον εαυτό του από τα διάφορα αδιέξοδα στα οποία τον έσπρωξε από τότε που πήρε τη σύνταξή του.
     Δίπλωσε την εφημερίδα και άφησε ένα λεπτό χαμόγελο, χαμόγελο το οποίο όμως κόπηκε απότομα. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Σηκώθηκε, προχώρησε προς το τηλέφωνο, σήκωσε το ακουστικό από τη θέση του και έκανε δυο-τρία βήματα προς την κουζίνα όπου ήταν η γυναίκα του. Στάθηκε και φώναξε.
-         Έχω πει χίλιες φορές να μην τυλίγετε το σύρμα του τηλεφώνου.
     Από την κουζίνα καμιά απάντηση. Μόνο προς στιγμή ακούστηκε πιο δυνατά ο θόρυβος που έκανε η γυναίκα του πλένοντας τα πιάτα.
     Εκείνος γύρισε πίσω με τα ίδια νευρικά βήματα, τοποθέτησε το ακουστικό στη θέση του, κάθισε στην πολυθρόνα του, σήκωσε την εφημερίδα και άρχισε πάλι να διαβάζει τις αγγελίες προσφορών, από τη δεύτερη σελίδα, μπας και του διέφυγε καμιά.
     «Ζητούνται προσφοραί δι’ ενοικίασιν...» .
     Τον είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος από το μονότονο διάβασμα των προσφορών όταν κτύπησε το τηλέφωνο. Μπορούσε να το σηκώσει αμέσως αλλά δεν το έκανε. Το είχε πάντοτε συνήθεια να κτυπήσει το τηλέφωνο τουλάχιστο τρεις φορές και ύστερα να το σηκώσει. Σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι πράγματι κτυπούσε. Εξάλλου και τις αγγελίες τις διάβαζε τρεις φορές και ύστερα έπαιρνε την τελική απόφαση. Σήκωσε το ακουστικό. Παρά λίγο να πει «λογιστήριον», όπως έλεγε μια ολόκληρη ζωή όταν σήκωνε το ακουστικό στο γραφείο.
- Παρακαλώ.
     Καμιά απάντηση.
-         Παρακαλώ. Εμπρός!
     Καμιά απάντηση και το τηλέφωνο έκλεισε. Κατέβασε  και αυτός το ακουστικό, έκανε δυο-τρία νευρικά βήματα προς την κουζίνα και είπε.
-         Είναι δεύτερη φορά που συμβαίνει αυτό το διάστημα των τελευταίων τριών μηνών. Σας έχω πει χίλιες φορές να μην δίνετε σε όποιον-όποιον τον αριθμό του τηλεφώνου...
     Σταμάτησε εδώ σκεφτόμενος τι να πει. Του τηλεφώνου μου ή του τηλεφώνου μας. Δεν είπε τίποτα.
     Από την κουζίνα καμιά απάντηση. ΄Η μάλλον η ίδια απάντηση, το δυνάμωμα του θορύβου από το πλύσιμο των πιάτων.
     Ξαναγύρισε στην πολυθρόνα του, σήκωσε την εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει για Τρίτη φορά τις αγγελίες προσφορών.
     «Ζητούνται προσφοραί δια προμήθειαν...».
     Είχε φτάσει στην έβδομη σελίδα της εφημερίδας όταν σήκωσε το βλέμμα του προς τη βιβλιοθήκη και είδε το ρολόι. Μια και τριάντα. Σηκώθηκε και το πήρε. Δοκίμασε να το κουρδίσει και το κουρδιστήρι έκανε μόνο δυο γύρους και σταμάτησε.
     Προχώρησε ένα-δυο βήματα προς την κουζίνα και είπε.
-         Σας έχω πει χίλιες φορές ότι το ρολόι πρέπει να κουρδίζεται πάντοτε την ίδια ώρα. Στις μια και τριάντα ακριβώς. Κάποιος το κούρδισε νωρίτερα.
    Από την κουζίνα καμιά απάντηση. Μόνο ένας βαθύς αναστεναγμός. Το πλύσιμο των πιάτων είχε τελειώσει.
    Άφησε το ρολόι στη βιβλιοθήκη και γύρισε στην πολυθρόνα του. Κάθισε αλλά δε σήκωσε την εφημερίδα αυτή τη φορά γιατί είχε ήδη διαβάσει τρεις φορές τις αγγελίες.. Κοιτούσε το ρολόι.
     «Μια και τριάντα πέντε».
     Κοιτούσε το δευτερολεπτοδείκτη και επαναλάμβανε με το λεπτοδείκτη.
     «Μια και τριάντα έξι».
     «Μια και τριάντα επτά».
     «Μια και τριάντα οκτώ».
     «Μια και τριάντα εννέα».
     «Ναι, ακόμη λίγο, ακόμη ένα δευτερόλεπτο» και τον περιέλουσε κρύος ιδρώτας από αγωνία λες και μετρούσε τα δευτερόλεπτα για εκτόξευση πυραύλου.
     «Μια και σαράντα».
     Αυτό ήταν. Σηκώθηκε, έτριψε τα χέρια του, έκανε δυο-τρία νευρικά βήματα προς την κουζίνα και είπε.
-         Μια και σαράντα. Ακόμη να φανεί η προκομμένη μας. Σχολάζει στις μια και τριάντα και δεν της χρειάζονται περισσότερο από δέκα λεπτά για να έλθει από το γραφείο στο σπίτι. Και όμως τώρα είναι μια και σαράντα ένα και ακόμη να φανεί.
     Από την κουζίνα αυτή τη φορά ήρθε η απάντηση.
-         Έλα να φαμε. Ακούω το αυτοκίνητο της ΄Αντρης στο γκαράζ.
-         Και όμως είναι μια και σαράντα δυο, είπε  και μπήκε στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια του.
     Η ΄Αντρη μπήκε στην κουζίνα. Η μητέρα της ανάσανε και της είπε.
      - Γίνεται όλο και χειρότερος από τότε που πήρε τη σύνταξή του. Τον      ενοχλούν τα πάντα. ΄Έγινε αγνώριστος. Αυτός που ποτέ του πριν τίποτα δεν κοιτούσε, ακόμη και αυτά που έπρεπε.
     Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε, έβγαλε το κεφάλι του έξω και είπε.
     - Σας έχω πει χίλιες φορές να μην σιγοψιθυρίζεται όταν είμαι εγώ στο
        σπίτι.
     Καμιά απάντηση από κανένα. Κάθισαν και οι τρεις στο τραπέζι.
-         ΄Αντρη, που είναι η απογευματινή εφημερίδα. Σου έχω πει χίλιες φορές να μου την φέρνεις στο τραπέζι.
-         Την άφησα στο αυτοκίνητο. Πάω να τη φέρω.
     Η ΄Αντρη επέστρεψε με την εφημερίδα. ΄Ήταν γυρισμένη στην Τρίτη σελίδα.
     - Σου έχω πει χίλιες φορές πως θέλω την εφημερίδα διπλωμένη καθώς   
       πρέπει.
     Καμιά απάντηση παρά μόνο δυο-τρεις ρουφηξιές της σούπας. Και από τις δυο γυναίκες, πιο δυνατές απ’ ότι συνηθίζεται.
     Εκείνος δίπλωσε την εφημερίδα κανονικά, έφαγε λίγη σούπα, γύρισε την εφημερίδα στη δεύτερη σελίδα και άρχισε να διαβάζει.
     «Ζητούνται προσφοραί δι’ αγοράν...».

Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Κυριακή 25.10.1981)
      

Στο σταθμό Σκαρίνου

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Στο σταθμό Σκαρίνου

     Το αυτοκίνητο που μόλις πήρε ανάσα μετά τον ανήφορο, σταμάτησε σ’ ένα κέντρο στα μέσα του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού. ΄Ένας άντρας και μια γυναίκα προχώρησαν με αργά βήματα προς την είσοδο του καφενείου, τραβώντας τα ρούχα τους να ξεκολλήσουν από τα ιδρωμένα κορμιά τους ενώ απέναντι στο ε4ργοτάξιο του καινούριου δρόμου ο ορίζοντας γινόταν πιο θαμπός από μια ανάμιξη της μεσημεριανής καλοκαιρινής αύρας και της λεπτής άσπρης σκόνης που ανέβαινε σιγά-σιγά, σαν αίμα, από τις πληγές που άνοιγαν στο βουνό τα βαριά μηχανήματα.
     Κοντοστάθηκαν και οι δυο στην πόρτα.
-         Να τελειώνει κι’ αυτή η ιστορία και τέρμα, είπε η γυναίκα.
-         Ναι, απάντησε σχεδόν αδιάφορα ο άντρας, ενώ στο βάθος των ματιών του διέκρινε κανείς πως πίσω από τη φαινομενική αδιαφορία κρυβόταν μια απροσδιόριστη αγωνία.
     Το ρεύμα που γινόταν από το μεσημεριανό αέρα τους άρεσε και κρατήθηκαν ακόμα λίγο στην πόρτα.
-         Δεν αντέχω άλλο αυτή την ιστορία.
     Ο άντρας δεν απάντησε παρά μόνο κοίταζε με απάθεια προς δυο παλιές, κιτρινισμένες από τον καιρό, διαφημίσεις ενός αναψυκτικού και μιας μπίρας απ’ όπου χαμογελούσαν δυο ξανθές κοπέλες με μαγιό της δεκαετίας του σαράντα. Σκούπισε τον ιδρώτα του και γύρισε προς τη γυναίκα.
     - Να πιούμε κάτι και μετά συνεχίζουμε.
     Με τη σειρά της δεν απάντησε. Το πρόσωπό της συννέφιασε περισσότερο και έπαιρνε και η ίδια ύφος αδιάφορο ή μάλλον σκακιστή που δεν έχει πια ελπίδες να κερδίσει το παιγνίδι και κάνει μόνο κάτι κινήσεις απλώς για να μην παραδώσει τον αγώνα.
     Κάθισαν δίπλα σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο απέναντι από την πίσω πόρτα του καφενείου από την οποία φαινόταν μια μικρή δεξαμενή γεμάτη νερό στη ρίζα μιας συκιάς. Στον τοίχο της δεξαμενής υπήρχαν διάφοροι πολύχρωμοι τενεκέδες φυτεμένοι με γαρύφαλλα, κυρίως κόκκινα και μερικά ροζ. Οι τενεκέδες εκείνοι αποτελούν μια ξεχωριστή διαφήμιση διάφορων προϊόντων πολλά από τα οποία ίσως ήδη να μην υπάρχουν πια στην αγορά. Το τετράγωνο τραπέζι ήταν σκεπασμένο με ένα καρό τραπεζομάντιλο άσπρο και πράσινο και στη μέση είχε ένα σταχτοδοχείο κόκκινο που διαφημίζει μια μάρκα τσιγάρων.
     Κανένας άλλος πελάτης δεν βρισκόταν εκείνη την ώρα στο καφενείο. Μια χοντρή κυρία, η ιδιοκτήτρια και γκαρσόνα, έτριβε σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της, στάθηκε από πάνω τους έτοιμη να πάρει την παραγγελία.
-         Ένα καφέ σκέτο,- είπε στη γκαρσόνα και γυρίζοντας προς τη γυναίκα συνέχισε-. Πως είναι ο καφές σου.
-         Μάλλον.
     Η γκαρσόνα έφυγε με ένα χαμόγελο που κράτησε μέχρι που χώθηκε πίσω από τον πάγκο.
     - Τρία χρόνια σχεδόν καθημερινά μαζί και δεν ξέρεις τι καφέ πίνω.
     - Ρώτησα απλώς για να δω αν θα πιεις καφέ ή τίποτα άλλο, απάντησε             ο άντρας, όμως το πρόσωπό του έδειχνε ξεκάθαρα πως ο λόγος δεν ήταν   αυτός.
     Η γκαρσόνα έφτασε με τους καφέδες και διέκοψε τη σιωπή.
     - Ζέστη πολλή σήμερα.
     - Ε, Ιούλιος μήνας είναι. Δεν έχει κίνηση.
     - Έχασαν οι σταθμοί τη σημασία τους πια. Τ’ αυτοκίνητα δεν έχουν ανάγκη να ξεκουραστούν κι’ οι άνθρωποι μόνο βιάζονται, είπε η γκαρσόνα και πήγε προς τον πάγκο της με το ίδιο χαμόγελο όπως πριν, το προγραμματισμένο να διαρκεί μέχρι την είσοδο του πάγκου.
     - Μόνο εσύ δε βιάζεσαι, είπε η γυναίκα
     - Όπως το πάρεις, απάντησε δοκιμάζοντας τον καφέ του.
     - Τι θα έλεγες αν μετάνιωνα, αν το κρατούσα.
     - Όπως θέλεις εσύ, είπε ο άντρας με ύφος βυζαντινού αγίου που δεν του ταίριαζε καθόλου.
     - Πάντοτε έτσι λες και όλο το δικό σου γίνεται.
     - Ξέρεις ότι ακόμη οι συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να γίνουμε τρεις, όμως αν το επιθυμείς μπορούμε να το κοιτάξουμε.
     - Όχι δεν υπάρχει λόγος. Πάντως φοβάμαι.
     - Δεν είναι τίποτα.
     - Για σένα. Για μένα όμως.
     - Ο γιατρός είναι πολύ καλός. Την ξέρω.
     - Η γιατρός! Είναι τυχαίο.
     - Τι σημασία έχει.
     - Δεν μου το είπες μέχρι τώρα.
     - Δεν έτυχε.
     - Δεν έτυχε! Για σένα όλα είναι τυχαία.
     - Εκτός από σένα.
     - Από που την ξέρεις.
     - Απλούστατα σπουδάζαμε τα ίδια χρόνια.
     Ο άντρας φώναξε τη γκαρσόνα και σηκώθηκε αφήνοντας τέσσερα σελίνια στο τραπέζι. Τον ακολούθησε και η γυναίκα. Στη βεράντα του καφενείου κοντοστάθηκαν πάλι.
     - Να τελειώσει πάντως αυτό και δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε. Το έχω πάρει απόφαση.
     - Όπως θέλεις. Θα ήθελα η απόφαση να μην είναι αποτέλεσμα αυτού που συμβαίνει σήμερα.
     - Είναι αποτέλεσμα των τριών χρόνων που είμαστε μαζί.
     Μπήκαν στο αυτοκίνητο αμίλητοι. Ο άντρας έβαλε μπροστά τη μηχανή και το ραδιόφωνο. Τράβηξαν για τη Λεμεσό αφήνοντας πίσω τους το σταθμό Σκαρίνου.

                                            ***
     Εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα φυσούσε ένα ανάλαφρο δροσερό αεράκι που σήκωνε την κουρτίνα ενός σπιτιού σε μια οικία στις ψηλές περιοχές της Λευκωσίας και το φως του φεγγαριού φώτιζε δυο γυμνά κορμιά μισοσκεπασμένα μ’ ένα γαλάζιο σεντόνι.
-         Θα πάμε αύριο στη θάλασσα, ρώτησε η γυναίκα.
-         Όπως θέλεις εσύ, απάντησε ο άντρας.

Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Κυριακή 12.7.1981)

     

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Το ρολόι

Χέλεν

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Χέλεν

     Κυριακή μετά το μεσημέρι στη Λευκωσία. Είναι η ώρα που στους δρόμους κυκλοφορούν μόνο οι τουρίστες και οι στρατιώτες, εκείνοι που δεν πρόλαβαν να χωθούν στους κινηματογράφους για την πρώτη απογευματινή παράσταση. Κάθομαι στη γωνιά του «καφέ» με διάπλατα ανοιγμένη την Κυριακάτικη αθηναϊκή εφημερίδα - δεν καταλαβαίνω Κυριακή αν δεν πάρω αθηναϊκή εφημερίδα – πάνω από τον καφέ μου που τον περιμένω να κρυώσει και παρακολουθώ στο διπλανό τραπεζάκι κάποιο κύριο γραβατωμένο και κοστουμαρισμένο που κάθε λίγο πατάει το κουμπί του ηλεκτρονικού ρολογιού του για να δει την ώρα. Θα έχει σίγουρα περάσει τα σαράντα.
     ΄Ένα ταξί σταματά μπροστά στο «καφέ» και κατεβαίνει ένα νεαρό κορίτσι με μαύρα μαλλιά και με ένα άσπρο φόρεμα από εκείνα τα πλατιά με τις πολλές σούρες που μόνο υπόσχονται αλλά δεν δείχνουν πολλά. Εάν δεν έβγαλε τη γυμνασιακή ποδιά χθες το Σάββατο, είμαι σίγουρος πως την έβγαλε τον περασμένο Ιούνη. Πλησιάζει το διπλανό τραπεζάκι με τον γραβατωμένο κύριο και σκορπά ένα απαθές χαμόγελο, περισσότερο παιδικό παρά γυναικείο. Κάθεται και τέσσερα χέρια σμίγουν δυο-δυο πάνω στο τραπέζι ενώ το γκαρσόνι είναι έτοιμο για την παραγγελία.
-         Χέλεν, καθυστέρησες πολύ, νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν. Γιατί.
-         Ξέρεις η μητέρα μου μόλις...
     ΄Έτσι έμαθα πως λεγόταν Χέλεν. Εάν δεν άφηνε εκείνο το περισσότερο παιδικό παρά γυναικείο χαμόγελο και αν δεν μου έριχνες εκείνη την αφηρημένη ματιά ασφαλώς ούτε που θα μάθαινα το όνομά σου. Ούτε που θα άκουγα τη συζήτηση σας  και ούτε που θα έμπαινες σ’ αυτές τις λίγες γραμμές που ίσως να μην διαβάσεις ποτέ. Χέλεν κοίταξες αφηρημένα ένα κάποιο άγνωστο χωμένο πίσω από την εφημερίδα, πάνω από ένα καφέ που τον περίμενε να κρυώσει.
     Τα χέρια τους έμειναν ενωμένα για λίγο πάνω στο τραπέζι. Η ώρα πια δεν ενδιαφέρει το γραβατωμένο κύριο. ΄Όμως το ύφος της Χέλεν, που βρίσκεται κάπου μεταξύ θλίψης και αμηχανίας, προδίδει πως κάτι το σημαντικό ετοιμάζεται να πει. Τον κοιτάζει στα μάτια, αποτραβά το ένα χέρι , δήθεν για διορθώσει τα μαλλιά της. Αποτραβά και το άλλο και τα σφίγγει κάτω από το τραπέζι.
-         Αυτός ο δεσμός δεν οδηγεί πουθενά!
-         Που θέλεις να οδηγήσει.
-         Δεν ξέρω, πάντως δεν οδηγεί πουθενά. Ο καιρός περνά. Καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε. Θα μπορούσα...
     ΄Ένα ανάλαφρο δάκρυ κυλάει στο μάγουλο της Χέλεν. Εκείνος σκύβει, της δίνει ένα πεταχτό φιλί και μετά ρίχνει μια κυκλική ματιά, ίσως για να δει μήπως υπάρχει κανένας γνωστός που θα μπορούσε να δει τη σκηνή. Φωνάζει το γκαρσόνι και του αφήνει ένα μεγάλο φιλοδώρημα. ΄Ίσως για να εξαγοράσει το γκαρσόνι που είδε τη σκηνή, ίσως για να καθησυχάσει τη συνείδησή του. Σηκώνονται και φεύγουν ενώ η Χέλεν μου ρίχνει ακόμη μια αφηρημένη ματιά. Φεύγουν ίσως για το πιο κοντινό ξενοδοχείο για να αγαπηθούν για μια ακόμη τελευταία φορά. Φεύγουν για να χωρίσουν για πάντα.
     Θα ζήσουν μα-δυο Κυριακές χωρίς αγάπη και τότε θα συναντηθούν πάλι στο ίδιο «καφέ». Το ξέρω Χέλεν, από εκείνο το περισσότερο παιδικό παρά γυναικείο χαμόγελο, πως σε μια-δυο Κυριακές την ώρα που στη Λευκωσία κυκλοφορούν μόνο τουρίστες και στρατιώτες, θα έλθεις εδώ στο ίδιο «καφέ» για να επαναλάβεις πως ο δεσμός σας δεν οδηγεί πουθενά και πως πρέπει να χωρίσετε για πάντα. Θα ρίξεις πάλι το ίδιο αφηρημένο βλέμμα στον άγνωστο το χωμένο πίσω από την εφημερίδα...
Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ το Σάββατο 15.10.1977)  

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Ειρήνη καλωσόρισες

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΕΣ


     « Οι Κυπριακές Αερογραμμές αγγέλλουν άφιξη του αεροπλάνου τους της πτήσης τριακόσια…». Διακόπτουν τα δυνατά μεγάφωνα το μουρμουρητό των επιβατών που περιμένουν πίνοντας τον καφέ τους. Η μελωδική γυναικεία φωνή της σπίκερ επαναλαμβάνει το ίδιο στα αγγλικά και με επαναφέρει στον εαυτό μου, στο αεροδρόμιο Λάρνακας όπου οι ανεμιστήρες στο ταβάνι μάταια αγωνίζονται να δροσίσουν λίγο την ατμόσφαιρα.
     ΄Ένα παγερό ρίγος με διαπερνά και ένας κρύος ιδρώτας λούζει το μέτωπό μου παρόλο που είναι Αύγουστος και καίνε και οι πέτρες από την αφόρητη ζέστη. Αυτό μου συμβαίνει κάθε φορά που ακούω τον τρομερό εκείνο διαπεραστικό θόρυβο των μηχανών του αεροπλάνου γιατί μου φέρνει στο νου τις μέρες εκείνες του καλοκαιριού του 74. ΄Ήταν τότε που ζήλευα τα σκουλήκια γιατί τρυπώνουν στη γη, ήταν τότε που ήθελα να ήμουν τυφλοπόντικας να τρυπώσω κάτω από καμιά πέτρα, ήταν τότε που τα τούρκικα βομβαρδιστικά σκορπούσαν το θάνατο με τις βόμβες τους που έσκαγαν και κάλυπταν με φωτιά την ατάραχη γη μας και έκαναν τη ζέστη ακόμα πιο αφόρητη. Τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στη βουβή ατμόσφαιρα που σιωπούσε με μια θλιμμένη σιωπή, παραπονιάρικη, εκτός από τις εκρήξεις και τον καταραμένο εκείνο θόρυβο των μηχανών των αεροπλάνων. Και στο διάλειμμα αυτού του πύρινου σατανικού έργου όταν η αυλαία του μαύρου καπνού κάλυπτε τη σκηνή, δειλά-δειλά δοκίμαζαν μερικά τζιτζίκια να ξαναρχίσουν το μονότονο τραγούδι τους σαν τα βιολιά κάποιας ορχήστρας πριν από το κονσέρτο. Και τη στιγμή που άρχιζες να νοιώθεις ξανά τις πραγματικές σου διαστάσεις, γιατί σ’ εκείνους τους τρομερούς βομβαρδισμούς ο άνθρωπος μαζεύεται όσο περισσότερο μπορεί και συνάμα μαζεύει και τη σκέψη του και χάνει την έννοια του χώρου, και το αίμα σου να κυλά στις φλέβες ξανά, να και πάλι εκείνος ο αμείλικτος θόρυβος των μηχανών των αεροπλάνων. Πάλι η σιωπή και το μάζεμα.
     Ασυναίσθητα εδώ στο αεροδρόμιο Λάρνακας ακούγοντας το αεροπλάνο να προσγειώνεται άρχισα πάλι να μαζεύομαι και να αναζητώ με το βλέμμα μου κάποια γωνιά για τον τυφλοπόντικα. Το ξέρω πως από την πόρτα του αεροπλάνου θα βγει κόσμος, οι επιβάτες και όχι βόμβες γεμάτες φωτιά και καταστροφή ου αυτοκτονώντας θέλουν να πάρουν μαζί τους όσο μπορούν περισσότερες ζωές. Το ξέρω πως θα φανείς και εσύ στην πόρτα του αεροπλάνου με το ζωγραφισμένο σου χαμόγελο στα χείλη που θα σβήσει απαλά-απαλά αφού πρώτα γεμίσει το καθετί γύρω σου με χαρά, θα υψώσεις το χέρι σου να με χαιρετίσεις κουνώντας τα δάχτυλά σου σαν να παίζουν την πιο χαρούμενη μελωδία στο πιάνο που μόνο εγώ ακούω και πως το βλέμμα μας θα ενωθεί με μαθηματική ακρίβεια που τη ζηλεύει και ο καλύτερος μαθηματικός. ΄Όμως ο κρύος ιδρώτας εξακολουθεί να λούζει το μέτωπό μου…
     Τώρα που το βλέμμα μας έγινε ένα, τώρα που το ξέρω πως απόψε η Κύπρος ολόκληρη θα είναι το κρεβάτι μας και θα σε αγαπώ από τη Μόρφου μέχρι το Βαρώσι και δεν θα μπορεί κανείς να μας κλέψει τούτη την ομορφιά, το ξέρω πως αυτό το ρίγος και ο ιδρώτας δεν είναι για το θόρυβο των μηχανών του αεροπλάνου. Είναι από το θρήνο μιας μάνας που έχανε το γιο της εκείνο το πρωινό της 15ης του Ιούλη που τα μαύρα γεράκια της προδοσίας άρχισαν να ξεσχίζουν το κορμί του λαού μας. Είναι από την περήφανη ομορφιά μιας νέας γυναίκας της οποίας ο άντρας από το κρεβάτι της χαράς και του έρωτα σηκώθηκε ένα πρωινό του καλοκαιριού του 74 και ακόμη δεν ξαναφάνηκε. Είναι από το αγέλαστο πρόσωπο ενός ορφανού που στη μνήμη του ξεθωριάζουν δυο μορφές και το κάστρο της Κερύνειας. Είναι από τα άδεια χέρια ενός γέροντα που η βαθιά αυλακιά που χάραξε ο Αττίλας στη γη του δεν τον αφήνει να ξαναχαιδέψει το ξανθό στάρι του χωραφιού του.
     Τώρα που έσμιξαν και τα χέρια μας να το ξέρεις πως δεν θα αφήσουμε τα μαύρα κοράκια να πετάξουν πάνω από το γαλάζιο ουρανό μας, ούτε τον Αττίλα να οργώνει τη γη μας. Να το ξέρεις πως σε τούτη εδώ τη φωλιά που λέγεται Κύπρος θα ξανάρθουν τα άσπρα περιστέρια.
-         Ειρήνη καλωσόρισες!


K.A.X.
     (Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
     ( Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Κυριακή 17.7.1977) 

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Το προικοσύμφωνο

Κυπριώτικο σκετς                                        

                                       ΤΟ ΠΡΟΙΚΟΣΥΦΩΝΟ
Του Κώστα Α. Χατζηπαύλου


ΣΚΗΝΗ Α

Η σκηνή στον προσφυγικό κυβερνητικό
συνοικισμό Λατσιών. Το καθιστικό του
σπιτιού βλέπει προς τον Πενταδάκτυλο.
Απόγευμα, έξω βρέχει.

ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωνσταντής

Ελένη


Κω   Βρέσιει  Ελενού. Βρέσιει ο Θεός.

Ελ    Βρέσιει τζιαι φοούμαι πως εν να βρασιεί η κορού μας. ΄Ετο εν η ώρα που
        σκολάνουν  τωρά. Τζιαι ήτουν να πάει να ψουμνίσει τζιόλις για τις γιορτές.   
         Αμμά με έτσι νερά που να πάει το καυμένον τζιαι τζιείνον.

Κω   Βρέσιει Ελενού.

Ελ    Ε είπες μου το. ΄Ελα κάτσε τζιαι έβρασα λλίον τραχανάν να φάεις να βράσεις.
        ΄Ηντα μ πόμεινες έτσι με κολλημένα τα μούτρα πα στο τζιάμι. ΄Ελα λαλώ σου.

Κω    Βρέσιει τζιαι εν χαρά Θεού.

Ελ     Μα εν ακούεις που σου λαλ΄ψ. Εν να κρυάνει ο τραχανάς. Εκούφανες
          Κωνσταντή.

Κω    Βρέσιει τζιαι ποτζιεί στον Πενταδάκτυλον.

Ελ     Βρέσιει τζαι ποτζεί. Εν τζιαι καταλάβει ο Θεός που πράσινες γραμμές τζιαι συρματομπλέγματα. ΄Αμα πει να βρέξει ο πλάστης μου, μεγάλη η χάρη του, βρέσιει παντού. Για τον κόσμον ούλλον. Τζιαι για Γριστιανούς τζιαι για Τούρκους. Αμμά έλα κάτσε λαλώ σου Κωνσταντή.

Κω   Βρέσιει τζιαι ποτίζεται το περβολούινμας. Τζιείνον στον ΄Αγγουλον που σου έδωκεν ο μακαρίτης ο τζιύρης σου.

Ελ    Ποτίζεται αμμά άλλος μαζεύκει τον καρπόν.

Κω   Φτάνει που βρέσιει ο Θεός τζιαι πίννουν τα δεντρά μας τζιαι μεινίσκουν ζωντανά. Εν δικά μας τα δεντρά, να ζήσουν να τα ξαναβρούμεν.                                                    

Ελ   Έτο έσιει πέντε γρόνια που μας εδκιώξαν που τον τόπο μας, που το χωρκό μας. Λαλείς να εν ζωντανά τα δεντρά μας Κωνσταντή.
Κω  Ένας θεός ηξέρει τζιαι τούτος... για να βρέσιει πάει να πει πως εν ζωντανά, εν εξεράναν. Ζουν τζιαι τζιείνα τζιαι καρτερούν.

Ελ   Έτο ήτουν να παντρέψουμεν την κόρη μας, την Μάρω μου, τζιαι εγίνην το κακόν...

( Κλαίει και σκουπίζει τα δάκρυά της)

΄Εφυεν η προξενήτρα που το σπίτι μας, είπαμεν το ναι.Εώκαμεν τον λον μας. Εδέχτην τζιαι η κόρη μας τζιαι γυρισόντα  μέρα αντί  να κάμνουμεν το προικοσύφφωνον εβουρούσαμεν να φύοθμεν σαν τα πουλιά τα τζυνηιμένα. ΄Ηταν να βουρά το αγγονούιν  μας σήμμερα μέσα στο περβολούιν να σμίουν οι φωνούες του με το τζελαήδημα των πουλιών.

( Συνεχίζει να κλαίει)

Κω   ΄Ατε, άτε . Σταμάτα το κλάμαν.

Ελ   ΄Ηντα λοίς να μεν κλάψω Κωνσταντή. ΄Ητουν λεβέντης ο Γιωρκής, που ήταν ναν ο γαμπρός μας τωρά. Τζιαι η κόρη μας που τότες εν λαλεί το ναι για κανέναν άλλον.

Κω   Η κόρη μας... Εν εσού που της τον συναφέρνεις κάθε μέρα τζιαι εν την αφήνεις να ξηχάσει,να πάρει απόφαση να παντρευτεί. 

Ελ   Εγιω πέφτω στα γόνατα τζιαι παρακαλώ την να παντρευτεί. ΄Εσιει τόσα κοπέλια που την εζητήσαν. Τζιαι χωρκανά μας τζιαι ξένα. Που δαμαί στον συνοικισμόν. Αμμά τζιείνη όχι, όχι, όχι. Εν το γινάτιν σου που έσιει. Τέλεια που λλόου σου που επήρεν... Μα έσιει τζιαι δίτζιον. Ο Γιωρκής ήταν ο πιο λεβέντης νέος του χωρκού μας.

Κω

( Κάθεται και ρουφά τη σούπα του)

Μεν τον συναφέρνεις τον Γιωρκήν. Ομορφκιές είσιεν αμμά είσιεν τζιαι παραξενιές. ΄Ηντα εσηκώθην τζιαι έφυεν που τον τόπον του. Πρόσφυγας αλλά στον τόπον σου. Αν εσηκωννούμαστεν ούλλοι τζιαι εφέφκαμεν ήνταν που ήταν να γενεί τούτος ο τόπος

Ελ   ΄Ηρτεν που την αιχμαλωσίαν τζιαι έσυρεν πέτραν πίσω του. Επήεν  εις την Αραπιάν τζιαι εν εξαναπάτησεν που τότε στον τόπον του. Η μάνα του έμεινεν με δκυο σιείλη καμένα. Κλαίει τζιαι οδύρεται. Για λλόου της σαν να εν αγνοούμενος ο γιος της... Θέλεις τζι άλλην σούππαν Κωσταντή. ΄Εσιει .                                                           

Κω   Κανεί. Τρώμεν τζιαι λλίην πόψε. Πο νάρτει τζι η κόρη μας... Αμμά έτο ήρτεν το λεωφορείον τζιαι τζιείνη εν εφάνην.                                                        

Ελ   Είπουν σου Κωσταντή. ΄Ητουν να πάει να ψουμνίσει. ΄Ερκουνται γιορτές                                                       

Κω   ΄Ετο εσταματήσαν τα νερά. Να πετχτώ τζι εγιω στον καφενέν του συνοικισμού, να δω τους χωρκανούς μας , να πούμεν καμμιάν κουβένταν.

Ελ   Εντάξει Κωστντή. Αλλά μεν σε παρασύρει ο Μισιελλής του Κουτσού με το ττάβλι τζιαι νυχτωθείς...

Κω   Μεν φοάσαι αν νάρτω γλήορα. Γειά σου.

Ελ   Στο καλό.



ΣΚΗΝΗ Β

Η σκηνή σε ένα μεγάλο
κατάστημα της Λευκωσίας.


ΠΡΟΣΩΠΑ

Μάρω (Κόρη του Κωσταντή
Και της Ελένης)

Ρένα ( Φίλη της Μάρως)

Γιωρκής


Ρ. Κόρη πάει σου πολλά τούντο τρικό. Κάμνει σε κούκλα

Μ. Αλήθκεια σου. Τωρά θέλεις να πεις ως μου πάει τούτος ο γιακκά ο παραδκιάνταλος που πέφτει στην μιαν μερκάν.

Ρ. Σαν την ηθοποιό που σε κάμνει. Ο γιακκάςτούτοε εν της μόδας ΄Αλλες παν στο Λονδίνο να φέρουν έτσι πράμα. Πρέπει όμως να πιάσεις τζιαι την μπλούζαν που πάει μαζί με το τρικό.

Μ. Τζιαι την μπλούζαν. ΄Ηντα ενναφάω ούλλον μου τον μισθόν. Αν σου κρωστώ εσένα εν να μεν κρατώ ούτε για το λεωφορείον.

Ρ. ΄Ατε κόρη, έρκουνται γιορτές. Να ντυθείς, να βκεις λλίον έξω. Να δεις τα κοέλια, να σε δουν. Εβαώθηκες μου με στον συνοικισμόν με τους γέρους σαν να μεν ηζιείς στην χώραν.                                                          

Μ. Καλά να πιάσω τζιαι την μπλούζαν τζιαι πάμεν να φύπυμεν. ΄Ετο εσταματήσαν τζιαι τα νερά.

( Στο ταμείο του καταστήματος)

Ρ. Ε άτε κόρη Μάρω. ΄Ηντα έμεινες έτσι χάσκοντα. ΄Ατε πιέρωνε να φέβκουμε, η κοπ’ελλα του ταμείου καρτερά.

Μ. Μα... μα... κο... κόρη...

Ρ. Ήντα έχασες το λόγια σου. ΄Επαθες τίποτα.

Μ. Εν ο γιωρκής τούτος

(Πιο δυνατά)

Γιωρκή!... Γιωρκή!

Γ. Μα ενη φωνή της Μάρως τούτη. Μάρω! Μα εν δυνατόν. Μάρω!

Μ. Παναγία μου. ΄Εννεν δυνατόν... Μα όμως εν ο Γιωρκής. Γιωρκή! Γιωρκή μου!

Γ. Μάρω μου! Εγιώ είμαι.

Μ. Μα εν ήσουν έξω. Στες Αραπκιές.

Γ. ΄Ημουν. Αλλά έφερα τον νουν μου. Εμάζεψα τα πράματά μου τζιαι ήρτα. ΄Εσιει τρεις μέρες που ήρτα. Τες δκυό έφατες νάβρω τους δικούς μου. Σήμερα εν η Τρίτη μέρα τζιαι ήρτα στη χώρα να σε  εύρω. Τζιαι η τύχη έφερεν το να σε βρω μες τούντο μαγαζί.

Μ. Ο Θεός Γιωρκή. ΄Ακουσεν τα παρακάλια μου επιτέλους. Μα γιατί εχάθηκες.

Γ. Που τότες που εγύρισα που την αιχμαλωσίαν έφυα. Επήα στες Αραπκιές τζιαι είπα ότι εν θα ξαναπατήσω δαμέσα αν δεν ελευθερωθεί  ο τόπος μας. Όμως...

Μ. Γιατί Γιωρκή. Γιατί. Αν έφεφκεν ούλλος ο κόσμος έτσι ηνταλοίς να ελευθερωθεί ο τόπος. Τον τόπον κάμνουν τον τα πλάσματα. Την λευτεριάν φέρνουν την οι αδρώποι.

Γ. ΄Εσιεις δίτζιον Μάρω... Αμμά ανάδοξεν μου. Θέλεις ο πόλεμος, θέλεις η αιχμαλωσία, θέλεις η προσφυγιά. Ευτυχώς εφώτισεν με ο Θε’ος τζιαι εγύρισα στον τόπον μου όπου εν να μείνω ώσπου ζιώ! Αμμά πάμεν κάπου να κάυσουμεν να τα πούμεν.

Μ. Να πάμεν Γιωρκή τζιαι έχουμεν πολλά να πούμεν. Να σου συστήσω τζιαι την φίλην μου τη Ρέναν.                                                      

Ρ. Χαίρω πολύ.

Γ. Χάρηκα.                                                      

Ρ. Να πηαίννω όμως εγώ... Εσιετε πολλά να πείτε τζιαι καλά. Πρώτη φορά θωρώ τη Μάρω χαμογελαστή.

Μ. Εντάξει Ρένα. ΄Εσιαις δίκαιο. Στο καλό τζιαι μεν χαθείς.


ΣΚΗΝΗ Γ

Η σκηνή στο ίδιο σπίτι
Στον προσφυγικό συνοικισμό Λατσιών.

ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωσταντής

Ελένη

Μάρω

Γιωρκής

Θεορού (μητέρα
του Γιωρκή)

Παπαχαράλαμπος


Π. Γειά στα σιέρκα Ελενού. ΄Ετσι γλυκόν μόνο στο χωρκό μας έτρωα τζιαι εφκαριστιούμουν το.

Ε. Με τε ςυγείες σου δάσκαλε. Την ευτζιήν σου.

Π. Την ευτζιήν του Θεού νάσιεις τζιαι να δώκει να ξαναφάμεν γλυκόν καρυδάκιν στο χωρκό μας.

Κ. Τζιαι να πιούμεν πουπάνω νερόν που την βρύσην της εκκλησιάς.

Π. Ναι αγίασμαν της Παναγίας τζιαι γλυκόν καρυδάκι που τα σιέρκα της Ελενούς.

Κ. Μα που εν η Μάρω.

Ε. Εν ποτζιεί στην κάμαρήν της τζιαι κάθεται. ΄Οπου τζι αν είσαι εν νάρτει ο Γιωρκής τζι η μάνα του η Θεορού να δώκουμεν λον.                                                            

Κ. Λον  εδώκαμεν στο χωρκόν μας. Τωρά εν  να κάμουμεν το προικοσύφωνον τζιαι να ορίσουμεν ημερομηνίαν για το γάμον                                                            

Ε. Καλόν Κωσταντή. Τον λον μας εδώκαμεν τον τζιαι η κόρη μας εκράτησεν τον.

Κ. ΄Ατε φώναξε τη Μάρω τζιαι κανεί σάσιμο.

Ε. Μάρω. ΄Ελα κόρη μου. Έλα τζιαιεν νάρτουν τα πλάσματα τζιαι εσύ ακόμα εν να σάζεσαι.
                                                               
Κ. ΄Ελα τζι είσαι καλή Για νάρτει ο Γιωρκής ύστερα που τόσα χρόνια στην ξενητειάν τζιαι να σε εύρει σημαίνει πως οι ομορφκιές σου εν μαγνήτης.

Μ. Καλάν παπά έρκουμαι τζιαι μεν λαλείς έτσι λόγια... Ω μα εν τζι ο Παπαχαράλαμπος. Την ευτζιήν σου δάσκαλε..

Π. Την ευτζιήν του Θεού κόρη μου.

Κ. Γίνεται να κάμουμεν προικοσύφωνον δίχως τον παπάν του χωρκού μας. Εγιώέκοψα τόσην στράταν τζιαι επήα στον συνοικισμόν στο Κολόσσι για να φέρω τον Παπαχαράλαμπον.

Π.΄ Εθελα το τζι εγιώ πολλά τούτον. Στες χαρές της μοναχοκόρης σου έθελα νάμαι παρών.

( Κτυπά η πόρτα)

Κ. ΄Ανοιξε τζιαι κτυπά η πόρτα Ελενού.

Ε. Κοπιάστε. Καλωσορίσατε!

Γ. Γεια σας. Γεια σου Μάρω!

Θ. Καλώς σας βρήκαμε συμπεθθέροι. Την ευτζιήν σου δάσκαλε.

Π. Ο Θεός μαζί σου Θεορού. Θωρώ σε με τες χαρές σου.

Θ. Γιατί να μεν είμαι. Εν δκυο φορές που έχασα τον γιον μου. Μιαν στον πόλεμον τζιαι μιαν στην ξενητειάν. Δκυο φορές αναστήθηκα με τον γυρισμόν του.

Κ. Ελάτε κάτσετε. ΄Ηνταν που στέκεστε. ΄Ελα Γιωρκή. Κάτσε δαμαί κοντά μου. Τζι εσού Μάρω που την άλλην, δίπλα στον Γιωρκήν.

Μ. Καλόν παπά..

Κ. Ο Γιωρκής τζι εγιω εν να πιούμεν ζιβανίαν. Να μας κάμεις τζι εσού δάσκαλε παρέαν.                                                      

Π. Μιαν εν να πιω μαζί σας.                                                     

Κ. ΄Ατε Ελενού φέρε τε ς καντήλες τζιαι ρώτα τζιαι την συμπεθθεράν ήντα που εν να πιεί.

Θ.΄ Ενα νερόν εγιώ.

Ε. Γιατί νερόν μόνον. Να σου γύρω τζι εσέναν ζιβανίαν να πιούμεν εις υγείαν των παιδκιών μας.                                                 

Κ. Φέρε ποτήρκα για ούλλους τζιαι μεν αρωτάς.

( ΄Ολοι μαζί)

Εις υγείαν. Να μας ζήσουν! Να ζήσετε! 

Κ. Τον λον εδώκαμεν τον πριν την προσφυγιάν στο χωρκόν μας. Τωρά πριν στρωθεί το τραπέζιν για φαίν να κάμουμεν τζιαι το προικοσύφωνον.

Γ. Εν θέλουμεν τίποτε πατέρα. Έτο έφερα λλία ριάλια πόξω. Εν να πιάμεν τζιαι οικόπεδον που την αυτοστέγαση να χτίσουμεν το σπίτιν μας..

Μ. ΄Εχω τζι εγιώ λλία, ότι εφύλαξα που τον μισθόν μου.

Θ. Μα ήντα προικοσύφωνον συμπέθθερε. Αφού ότι είχαμεν εχάσαμεν το.

Κ. Παπαχαράλαμπε γράφε εσύ. Τζιαι εν τα εχάσαμεν Θεορού. Εν να γυρίσουμεν μιαν ημέραν πίσω στα χωρκά μας.

Π. Λάλε Κωσταντή. Λάλε να γράφω.

Κ. Το σπίτιν μας στο χωρκόν διώ το της κόρης μου. Με ότι έσιει μέσα. Τζιαι το περβολούιν στον ΄Αγγουλον. Γράψε το Παπαχαράλαμπε τζιαι το περβολούιν. Τζιαι εν να πάμεν στο χωρκόν μα μιαν ημέραν. Θέλω το αγγονούιν μου να τζιηλαδίσει στον ΄Αγγουλον! Στο χωρκόν μας!


                                                ΤΕΛΟΣ

Λευκωσία 1985

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Μακεδονική Ζωή, Φεβρουάριος 1979, Τεύχος 153

Μακεδονική Ζωή Φεβρουάριος 1979, Τεύχος 153

Macedonian Life February 1979 No 105


Constantine
Comanoudis
an outstanding
Greek of the
diaspora
Among the distinguished Greeks of the diaspora coming from North­ern Greece Constantine Com­anoudis holds a prominent place. Born in 1874 into a well-to-do Thracian family of Adrianople which had emigrated to Begrade in 1829 fleeing the Turkish misrule and op­pression, Constantine Comanoudis attended secondary school in Bel­grade and then went to study law in .the Belgrade University.
Always eager to learn, he left Belgrade for Paris where he did graduate work earning his Ph. D. in Law in 1901. In 1902 he returned to Belgrade and took up a post in the Serbian Ministry of Economics. At the same time he sought a univer­sity career and managed to be elected associate professor at the Belgrade University. Two years later he was appointed to the chair of administrative law at the same university and in 1920 he became a full professor.
Side by side with his academic career, Constantine Comanoudis sought a political one and in 1920, the year he was appointed full professor at Belgrade University, he ran for office and was elected a deputy in the Serbian National Assembley. From January 1921 to December 1922 Constantine Com­anoudis served as Serbian Economics Minister. He served in this post with rare distinction and some of his accomplishments were outstanding as, for example, the com­position of the first budget of the United Kingdom of Serbs, Croats and Slovenes, the making of a loan of 500 million dinars in Serbia in 1921 and another loan of $ 100 million from the U.S.A. in 1922.
He ran for political office twice again in 1923 and 1925 as a candidate of the Democ­ratic Party and was both times victorious. When his third term in the Ministry ofEconomics was up. he sought and won the office of Mayor of Belgrade which he held for many a term. Thanks to his tireless activity and uncommon esthetic appreciation, he beautified the city of Belgrade leaving behind him the fame of Belgrade' s best and most active mayor.
Next to teaching and politics writing en­gaged the attention of this many-sided per­sonality. In 1901 he published in French a meticulus treatise entitled Les Traites d' Alli-ence au XIX siecle. Eight years later he wrote in Serbo-croatian his voluminous work called Administrative Law which sawanother printing in 1920. Scores of other treatises and articles have been published by Serbia' s most prominent periodicals.
Constantine Comanoudis died in 1962 at the age of 88. He was married to a Serbian lady called Militsa who died in 1950. Comanoudis's legal, political and literary contributions to Serbia have been hailed by the Yugoslav social historians themselves as is evidenced by an article published in the second volume of the pre-war Encyclopedia of the Serbs. Croats and Slovenes p. 498.
K. Hatzipavlou Ι. Papadrianos