Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Ταξιδεύοντας από το αεροδρόμιο Λάρνακας

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κάθε φορά που ταξιδεύω από το αεροδρόμιο Λάρνακας έρχεται στο νου μου ένα ταξίδι που έκανα πριν από εικοσιπέντε τόσα χρόνια και παραλίγο να βρεθώ σε άλλο προορισμό και να τραγουδώ στους δρόμους της Βιέννης, ενώ ο προορισμός μου ήταν οι Βρυξέλλες, «εγώ γι αλλού ξεκίνησα, για αλλού, κι αλλού το αεροπλάνο με πήγε»!
Ταξίδευα για τις Βρυξέλλες με τις Κυπριακές Αερογραμμές. Επρόκειτο για ένα σύντομο ταξίδι τριών ημερών για να λάβω μέρος σε μια συνεδρία, αν θυμάμαι καλά στα πλαίσια του προενταξιακού «δομημένου» διαλόγου όπως λεγόταν τότε. Η πτήση μου ήταν για τις 9.30 π.μ. Πήρα λοιπόν ένα ταξί για το αεροδρόμιο αφού τότε δεν υπήρχαν τα μίνι λεωφορεία που μας πάνε όπως σήμερα στο αεροδρόμιο. ΄Εφτασα στο αεροδρόμιο και πήρα από τους πρώτους το δελτίο επιβίβασης. Αποσκευή δεν είχα να παραδώσω, ευτυχώς, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Όταν πάω ταξίδια με διαμονή μικρότερη της μιας βδομάδας και όταν είναι τέτοια που δε χρειάζεται να έχω κοστούμια, παίρνω έχω μαζί μου μόνο μια μικρή βαλιτσούλα απ’ αυτές που επιτρέπεται να μεταφέρεις μαζί σου στην καμπίνα επιβατών.
Πήγα λοιπόν στην έξοδο επιβίβασης για το αεροπλάνο και έδωσα το σχετικό δελτίο και αφού μου έδωσαν το απόκομμά με τον αριθμό της θέσης μου, κάθισα στο χώρο αναμονής. Σε λίγο ήλθε το λεωφορείο που μας πήγε στο αεροπλάνο. Βρήκα τη θέση μου, αφού έδειξα στην αεροσυνοδό  στην είσοδο του αεροπλάνου το απόκομμα. Κάθισα αφού τοποθέτησα τη βαλιτσούλα μου στο χώρο αποσκευών. Μετά έβαλα το βιβλίο που πήρα για να διαβάζω στη θήκη του μπροστινού μου καθίσματος. Όταν έφτασε και το τελευταίο λεωφορείο με τους επιβάτες μια Αυστριακή μου έδειξε το απόκομμα της θέσης της και μου είπε ότι κάθομαι στη  θέση της. Προς στιγμή σκέφτηκα να μετακινηθώ σε άλλη άδεια θέση αλλά δεν το έκανα πρώτον γιατί ήμουνα βέβαιος για τον αριθμό της θέσης μου και δεύτερον γιατί είμαι πάντοτε τυπικός στο θέμα αυτό! Στο τέλος ήρθε η αεροσυνοδός και αφού πήρε τα αποκόμματα και συγχύστηκε καιαυτή. Τα πήρε μαζί της στο μπροστινό μέρος του αεροπλάνου απ’ όπου επέστρεψε σε λίγο λέγοντάς μου ότι κάθομαι στη σωστή θέση αλλά σε λάθος αεροπλάνο. Το αεροπλάνο όπου βρέθηκα θα πήγαινε στη Βιέννη ενώ εγώ ήθελα να είμαι στο αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες. Απολογήθηκα στην Αυστριακή και της είπα  ένα υπονοούμενο για την ασφάλεια των πτήσεων. Είμαι βέβαιος ότι θα αγωνιούσε μέχρι να φτάσει στη Βιέννη!
Στη συνέχεια μου κάλεσαν ένα αυτοκίνητο και αφού πήρα τη βαλιτσούλα με πήγαν μέχρι το αεροπλάνο για τον προορισμό μου, τις Βρυξέλλες. Ευτυχώς που οι δύο πτήσεις είχαν μόνο δεκαπέντε λεπτά διαφορά στην ώρα αναχώρησής τους!
 Είχα και μια απώλεια. Ξέχασα το βιβλίο μου στη θήκη του μπροστινού μου καθίσματος!
΄Οσο για το πώς κατάφερα ύστερα από τόσους ελέγχους να βρεθώ σε λάθος αεροπλάνο νομίζω ότι θα πρέπει να αποτελέσει η περίπτωσή μου case study για όσους κάνουν μαθήματα για την ασφάλεια των αεροδρομίων και των πτήσεων!
Κ.Α.Χ.

27.4.2015 

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Ράπτριες

ΡΑΠΤΡΙΕΣ
ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Το 1857 οι ράπτριες της Νέας Υόρκης οργάνωσαν δυναμικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας διεκδικώντας δεκάωρη εργασία αντί της δεκαεξάωρης που ίσχυε τότε. Οι διαδηλώσεις πνίγηκαν στο αίμα μετά από σκληρή παρέμβαση της αστυνομίας. Οι ράπτριες τελικά πολύ αργότερα κέρδισαν το οκτάωρο μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Πάντως εγώ, από την ημέρα που γεννήθηκα, θυμάμαι τη μητέρα μου που ήταν ράπτρια να εργάζεται δεκαέξι ώρες το λιγότερο την ημέρα αλλά και τη νύχτα συνέχεια μέχρι την ημέρα που μας έφυγε!
Στο Καιμακλί θυμάμαι όταν ήμουνα μικρό παιδάκι, κάθε ευρύτερη οικογένεια έπρεπε να έχει ένα κορίτσι που ήξερε να ράβει, όπως συνέβαινε και με τις υφάντριες. Οι ράπτριες εργαζόντουσαν στο σπίτι τους μετατρέποντας ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους σε εργαστήριο. Είχαν απαραίτητα μια ραπτομηχανή «Σίνγκερ», τα ψαλίδια τους και ένα τραπέζι στο οποίο έκοβαν τα υφάσματα και σιδέρωναν τα τελειωμένα φορέματα, φούστες και μπλούζες. Είχαν επίσης ένα σίδερο για το σιδέρωμα, το οποίο αρχικά δούλευε με κάρβουνα και μετά με ηλεκτρισμό. Με την έλευση του ηλεκτρισμού απαλλάχτηκαν από το άγχος μήπως και κάποιος σπινθήρας πεταχτεί και κάψει το ύφασμα. Απαραίτητος ήταν επίσης και ένας μαγνήτης πάνω στον οποίο μαζεύονταν οι καρφίτσες για να μη σκορπούν εδώ κι εκεί.
Η απόκτηση της ραπτομηχανής «Σίνγκερ» ήταν για την εποχή μια μεγάλη επένδυση. Μερικές ράπτριες μάλιστα έπρεπε να πάρουν δάνειο από την τράπεζα για να την αγοράσουν. Αν σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η αγορά ενός οικοπέδου κάνει όσο δέκα αυτοκίνητα, τότε έλεγαν πως η αγορά ενός οικοπέδου έκανε όσο δέκα ραπτομηχανές!
Οι ραπτομηχανές ήταν «ποδοκίνητες». Είχαν ένα μεγάλο πετάλι και για τα δύο πόδια που κινούμενα μπροστά πίσω (ή μάλλον πάνω-κάτω ή πατούσες-δάκτυλα) κινούσαν ένα τροχό με έκκεντρο που μετέδιδε την κίνηση σε άλλο τροχό, πιο μικρό, που με ένα μηχανισμό κινούσε πάνω-κάτω τη βελόνα με την περασμένη κλωστή. Από κάτω, εκεί που χωνόταν η βελόνα τρυπώντας το ύφασμα, υπήρχε ένας μηχανισμός η «ραβέττα», όπως την έλεγαν μέσα στον οποίο υπήρχε «μασούρι» που με με άλλη κλωστή που τραβιόταν πάνω μπλεκόταν με την προηγούμενη κάνοντας τη ραφή.
Τα αναλώσιμα εκτός από τις κλωστές («μπάκαρης» και «μασουράκι») που κατά κανόνα έφερνε η πελάτισσα ήταν οι βελόνες της ραπτομηχανής, η «τήρα», άσπρη κλωστή για το πρώτο πρόχειρο ράψιμο, οι καρφίτσες και η κιμωλία με την οποία σημάδευαν το ύφασμα για να το κόψουν. Αναλώσιμο ήταν επίσης και το λάδι της ραπτομηχανής που έβαζαν σε «λαδικό», όπως ονομαζόταν το ειδικό μεταλλικό μπουκαλάκι στο οποίο τοποθετούσαν το λάδι, για το λάδωμα ορισμένων μερών της μηχανής. Ο αντιπρόσωπος της «Σίνγκερ» βρισκόταν στην οδό Λήδρας λίγο πριν το σημερινό οδόφραγμα.
Η μητέρα μου που ασκούσε το επάγγελμα της ράπτριας μια ολόκληρη ζωή προοριζόταν από μικρή, μετά το δημοτικό, να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Οι δικοί της την έγραψαν, μετά από εξετάσεις, στο Γυμνάσιο Θηλέων Φανερωμένης όπου φοίτησε για τρεις περίπου μήνες! Για να συνεχίσει όμως θα έπρεπε να πληρωθούν τα δίδακτρα. Αφού όμως δεν είχαν το απαιτούμενο ποσό αναγκαστικά βρέθηκε μαθητευόμενη ράπτρια στη  Σχολή Κοπτικής και Ραπτικής της κυρίας Θεανώς Μ. Βασιλειάδου, αποφοίτου της Academie Doy Paris. Η Σχολή βρισκόταν στην οδό Λήδρας και στο ατελιέ της ραβόταν η υψηλή κοινωνία της Λευκωσίας που ακολουθούσε την «haute couture» Παρισίων. Η μητέρα μου αποφοίτησε μετά από τρία, αν θυμάμαι καλά, χρόνια και της απονεμήθηκε το δίπλωμα κοπτικής και ραπτικής «κατόπιν εξετάσεων», όπως αναγράφεται στο δίπλωμα που της δόθηκε.
Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρό παιδάκι προσχολικής ακόμη ηλικίας, που η μητέρα μου μού έραψε ένα χαριτωμένο παλτουδάκι όπως έλεγαν όλοι, εκτός από μένα. ΄Ηταν καφέ ανοιχτόχρωμο με βελούδινο γιακά βαθύτερου καφέ χρώματος. Από το ίδιο βελούδινο ύφασμα είχε στο πίσω μέρος, στο ύψος της μέσης, απομίμηση ζώνης με δύο κουμπιά στις άκρες. Το φόρεσα δεν το φόρεσα δύο ή τρεις φορές αυτό το παλτό γιατί το θεωρούσα κοριτσίστικο!
Το επάγγελμα της ράπτριας σήμερα, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων έχει σχεδόν εκλείψει. Μια νέα όμως αναλαμπή φαίνεται να παρουσιάζει το επάγγελμα σήμερα με την οικονομική κρίση που βιώνει ο τόπος αφού πολλοί πλέον άρχισαν να επιδιορθώνουν τα παλιά τους ρούχα.
Κ.Α.Χ.

24.4.2015  

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Τα φίδια

ΤΑ ΦΙΔΙΑ
ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Πολλοί συντοπίτες μου Καιμακλιώτες που εξακολουθούν να κατοικούν ακόμη στο Καιμακλί  μού έχουν εκφράσει κατά καιρούς την ανησυχία τους ότι η «πράσινη γραμμή» που γειτνιάζει με τα σπίτια τους, έχει γεμίσει από φίδια και ποντικούς. Μερικοί μάλιστα ανησυχούν τόσο πολύ που φοβούνται από κάποια επιδρομή φιδιών κυριευμένων από «αμόκ» προς τις ελεύθερες περιοχές, κάτι σαν τα πουλιά από την ομώνυμη ταινία του ΄Αλφρεντ Χίτσκοκ!
Όταν ήμουνα μικρό παιδί, προσχολικής ακόμη ηλικίας έζησα ο ίδιος μια ιστορία με φίδι και θυμάμαι άλλες τρεις που άκουσα από τη γιαγιά μου. Την εποχή εκείνη πολλά σπίτια στον κεντρικό πυρήνα του Καιμακλίου ήταν κτισμένα από «πλνιθάρια» και το πλείστα, εξωτερικά τουλάχιστο, ήταν χωρίς γύψο ή σοβά. Πολλοί από τους τοίχους των σπιτιών αυτών είχαν τρύπες, μικρές ή μεγάλες, όπου τα σπουργίτια έφτιαχναν τις φωλιές τους.
Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα από αυτά. Από την εξώπορτα έμπαινες στον ηλιακό που στην άκρη του προς την αυλή είχε μια καμάρα και ήταν ανοιχτός. Μετά έκτισαν τοίχο κάτω από την καμάρα και τον έκλεισαν. Στα αριστερά του ηλιακού υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο με καμάρα στη μέση και δυο μεγάλα παράθυρα στο δρόμο, το «δίχωρο». Στα δεξιά ένα άλλο μικρότερο δωμάτιο με ένα μικρό φεγγίτη στο δρόμο και ένα κανονικό παράθυρο στον ηλιακό.
Περνώντας από την καμάρα του ηλιακού συναντούσες ένα λιθόστρωτο και στα δεξιά υπήρχε ένα δωμάτιο στο οποίο ήταν ο αργαλειός και μέρος του χρησιμοποιείτο ως αποθήκη. Αυτό το δωμάτιο εκτός από την πόρτα είχε ένα κανονικό παράθυρο και ένα φεγγίτη στην αυλή. Στα αριστερά ήταν η κουζίνα με ένα παράθυρο στην αυλή και στη συνέχεια μέσα από την κουζίνα έφτανες σε ένα άλλο δωμάτιο με φεγγίτη στην αυλή που ήταν η αποθήκη τροφίμων, το «σώσπιτο». Πάνω από το δωμάτιο αυτό υπήρχε άλλος ένας χώρος όπου όπως άκουσα αποθήκευαν σιτηρά όταν ασχολούνταν με τη γεωργία.
Στην  αυλή υπήρχε και ένας νερόλακκος από τον οποίο αντλούσαν νερό για όλες τις ανάγκες τους και για να ποτίζουν τα ζώα όταν είχαν και που εγώ δεν πρόλαβα να δω γιατί είχαν εγκαταλείψει τη γεωργία και τη κτηνοτροφία πολύ πριν γεννηθώ. Εξακολουθούσε να υπάρχει στην αυλή μια πέτρινη γούρνα την οποία γέμιζαν νερό για τα ζώα. Θυμάμαι να γεμίζω και εγώ αυτή τη γούρνα με νερό και να βάζω εκεί μικρές χάρτινες βαρκούλες ονειρευόμενος ότι διασχίζω τον ωκεανό προς την Αμερική σαν ένας νέος Χριστόφορος Κολόμβος! Από την πλευρά του εξωτερικού τοίχο του μεγάλου δωματίου του σπιτιού υπήρχε ένα στενό δρομάκι που οδηγούσε στην αυλή του σπιτιού που ήταν περιφραγμένη με μαντρότοιχο από «πλινθάρια».
Πάνω από το δεξιό δωμάτιο υπήρχε άλλο ένα, το ανώγειο, όπως το έλεγαν, στο οποίο οδηγούσε μια ξύλινη εξωτερική σκάλα. Το δωμάτιο αυτό είχε ένα παράθυρο προς το δρόμο και ένα πάνω από τα κεραμίδια του γείτονα. Σ΄ αυτό δεν έμενε κανένας το χειμώνα. Υπήρχε εκεί ένα σιδερένιο κρεβάτι χωρίς στρώμα με δυο-τρεις «κουρελούδες». Το καλοκαίρι με τις πολλές ζέστες κοιμόταν εκεί τα βράδια ο θείος μου, που δυστυχώς χάσαμε πριν δυο βδομάδες. ΄Εκανε δροσιά εκεί πάνω όπου μπορούσε άνετα να αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά. Μου άρεσε κι εμένα να ανεβαίνω εκεί και μερικές νύχτες κοιμόμουνα κι εγώ σε εκείνο το δωμάτιο. Με τη φαντασία μου νόμιζα πως ήμουνα ιππότης σε κάποιο πύργο και αντέκρουα τις επιθέσεις του εχθρού που μας πολιορκούσε! 
Στα σπίτια αυτά από «πλινθάρια» τριγυρνούσαν και φίδια. Μια μέρα κάποιος περαστικός κτύπησε την πόρτα της γιαγιάς και μας είπε ότι σε μια τρύπα στον τοίχο είδε να τρυπώνει ένα φίδι. Τα φίδια τρύπωναν συνήθως σε τρύπες όπου είχαν φωλιές τα σπουργίτια. ΄Εφεραν μια σκάλα γιατί ήταν ψηλά, πήραν ένα δαδί για να κάψουν το φίδι και ξέρετε ποιος ανέβηκε να κυνηγήσει το φίδι; Η θεία η Αλίκη που δεν φοβόταν τα φίδια! Αν ζούσε στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε σε ντοκιμαντέρ κυνηγών φιδιών! Το φίδι όταν έβαλε η θεία τη δάδα στην τρύπα έπεσε κάτω και το σκότωσαν με ένα φτυάρι. Τη σκηνή αυτή την είδα ο ίδιος γιατί έτυχε να είμαι στη γιαγιά μου εκείνη τη μέρα.
Από τη γιαγιά μου άκουσα και άλλες ιστορίες με φίδια. Μια μέρα ενώ ο παππούς καθόταν στο τραπέζι για το βραδινό του έπεσε μπροστά του , από τη στέγη, ένα φίδι. Μια άλλη φορά ο γάτος της γιαγιάς μου στεκόταν δίπλα από ένα πιθάρι και νιαούριζε λες και την καλούσε να πάει εκεί. Μέσα στο πιθάρι υπήρχε ένα φίδι. Όταν η γιαγιά μου πήγε εκεί ο γάτος πήδηξε μέσα και βγήκε θριαμβευτής με το φίδι σκοτωμένο Άλλη ιστορία που άκουσα από τη γιαγιά ήταν όταν ο γάτος της έφερε ένα φίδι, μικρό, να της το δείξει και να πάρει το εύγε!
Η γιαγιά μου η Ελένη πάντοτε είχε γάτους στο σπίτι της. Τους είχε για την εξόντωση των φιδιών και των ποντικών. Τους είχε όμως και για παρέα, μετά που πάντρεψε τα παιδιά της και έμεινε μόνη. Κάθονταν στην ποδιά της και αυτή τους μιλούσε λες και ήτανε παιδιά της!
Κ.Α.Χ.
22.4.2015



Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Ακόμη ένας θείος

ΑΚΟΜΗ ΕΝΑΣ ΘΕΙΟΣ
ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
΄Οποτε ακούω για μετανάστες από την Αφρική να χάνουν τη ζωή τους στη Μεσόγειο προσπαθώντας με σαπιοκάραβα να φτάσουν σε κάποια Ευρωπαϊκή χώρα για μια καλύτερη ζωή θυμάμαι τα παιδιά της γιαγιάς μου που μετανάστευσαν στην Αφρική για να βρουν την τύχη τους. Πριν μισό αιώνα οι μεταναστευτικές ροές ήταν αντίθετες, Ευρώπη-Αφρική ενώ τώρα έγιναν Αφρική-Ευρώπη. Ξέρω θα μου πείτε για τις αποικίες, την εκμετάλλευση των πόρων και του εργατικού δυναμικού. Εδώ όμως το θέμα είναι άλλο!
 Η γιαγιά μου, είχε έξι παιδιά από τα οποία τα τρία, ο πρωτότοκος γιος της και οι δύο μικρότερες κόρες της πήγαν στην Αφρική για ένα καλύτερο μέλλον. Μάλιστα αυτά ήταν τα τρία από τα έξι της παιδιά που κατάφερε παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που είχε, να τα στείλει στο Γυμνάσιο απ’ όπου αποφοίτησαν με άριστα! Τα άλλα τρία της παιδιά, δύο κόρες και ένας γιος έμειναν στην Κύπρο. Αν με ρωτήσετε ποια παιδιά βρήκαν την τύχη τους , αυτά που πήγαν στην Αφρική ή αυτά που έμειναν στην Κύπρο, μάλλον θα απαντούσα αυτά που έμειναν στην πατρίδα τους! Και τύχη φυσικά δεν σημαίνει απαραίτητα μόνο τα λεφτά, είτε πολλά είτε λίγα!
Ο πρωτότοκος γιος της γιαγιάς μου τέλειωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο και απασχολήθηκε για λίγο στη Σεβέρειο Βιβλιοθήκη και στην Τράπεζα Κύπρου, αν «κρυφάκουσα» σωστά! Με χίλια δυο βάσανα τον έστειλαν στο Γυμνάσιο με την προοπτική να εργαστεί και να βοηθήσει τα άλλα του αδέλφια να πάνε κι’ αυτά στο Γυμνάσιο. Αποφάσισε όμως τελικά να φύγει για την Αφρική «όπου θα έβγαζε, όπως πίστευε ο ίδιος, πολλά λεφτά και θα βοηθούσε περισσότερο». ΄Εφυγε για τη Γκάνα ή τη Νιγηρία όπου εργάστηκε και έβγαλε πράγματι αρκετά λεφτά όμως απ’ ότι άκουσα από τους μεγάλους μετά την κατάργηση της αποικιοκρατίας έχασε τα πάντα! Το μόνο που έστειλε απ’ εκεί ήταν κάτι δέρματα κροκοδείλου! ΄Ετσι οι δυο μεγαλύτερες κόρες της γιαγιάς, η μητέρα μου και η θεία Αλίκη, είχαν από μια τσάντα και από ένα ζευγάρι παπούτσια από δέρμα κροκοδείλου!
Ο θείος αυτός που είχε ασχοληθεί στην Αφρική με μεταφορές μεταλλεύματος από τα ορυχεία στα λιμάνια νυμφεύθηκε με μια κοπέλα από το Λίβανο και όταν έχασε τα πάντα στην Αφρική εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βηρυτό. Απέκτησε τέσσερα παιδιά από τα οποία τα δύο είναι στην Κύπρο, το ένα στην Αυστραλία και το άλλο στο Λίβανο.
Στη συνέχεια ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο απ’ όπου πήγε για δουλειά στις χώρες του Αραβικού Κόλπου. ΄Ηταν περιζήτητος γιατί εκτός από τα Ελληνικά ήξερε Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και Αραβικά.
Αφυπηρέτησε και επέστρεψε στην Κύπρο όπου τον χάσαμε σχετικά νωρίς, από διαβήτη. Αγαπούσε πολύ το φαγητό και δεν ξέρω αν ο διαβήτης οφείλεται σ’ αυτή του την αγάπη! Πάντως η γιαγιά μου έλεγε πάντοτε ότι όταν είχε όλα της τα παιδιά μικρά στο σπίτι αυτός έτρωγε τη μερίδα του λέοντος ξεγελώντας τα υπόλοιπα αδέλφια του! Επίσης άκουσα να λένε ότι, μια φορά μέχρι να καθίσουν οι άλλοι στο τραπέζι, αυτός άδειασε την κούπα με τη σούπα αυγολέμονο απ’ όπου θα έβαζαν και όλοι οι άλλοι στο πιάτο τους για να δειπνήσουν!
Κ.Α.Χ.

20.4.2015

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Ντόρις

ΝΤΟΡΙΣ
ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Η πρώτης παράγραφος της εικοστής ένατης ιστορίας θα μπορούσε να επαναληφθεί εδώ και να ισχύει και γι’ αυτή την ιστορία! Θα πρόσθετα, κάτι σημαντικό ακόμη, ότι αυτή η θεία, το μικρότερο παιδί της γιαγιάς μου με βοήθησε τουλάχιστο μια φορά να γράψω μια έκθεση για το Γυμνάσιο με θέμα το Πάσχα.
Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιό είναι το όνομα αυτής της θείας μου! Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πριν ακόμη πάω στο δημοτικό σχολείο, στο Αρρεναγωγείο Καιμακλίου, άκουσα που έλεγαν  ότι την είχε βαφτίσει κάποιος ΄Αγγλος και της έδωσε το όνομα Ντόρις, πιθανόν από την ηθοποιό Ντόρις Ντέϊ. Οι δικοί της την φώναζαν επί το ελληνικότερο υπολογίζω, Ντόρη. Κάποιες φίλες της την έλεγαν Δώρα και στο Γυμνάσιο Θηλέων Φανερωμένης νομίζω πως ήταν γραμμένη στα μητρώα ως Δωροθέα!
Όταν ήταν δύο χρονών λόγω της τότε ανέχειας, η μητέρα της την είχε δώσει στη γιαγιά της, τη μητέρα του πατέρα της, να τη μεγαλώσει. Σε δυο χρόνια όμως , ευτυχώς, το μετάνιωσε και την πήρε πίσω. Χρειάστηκαν μερικοί μήνες, όπως μου εξομολογήθηκε μια μέρα ο θείος μου που δυστυχώς χάσαμε πρόσφατα, για να μπορέσει το τετράχρονο κοριτσάκι να ξαναπεί τη μάνα του «μητέρα» και να ενταχθεί στην οικογένεια και πάλι!
Τέλειωσε κι αυτή με άριστα το Γυμνάσιο και από «κρυφακούσματα», γιατί τότε στην οικογένεια της γιαγιάς μου υπήρχαν θέματα «ταμπού» που ουδέποτε τα συζητούσαν μπροστά στους μικρούς, την αρραβώνιασαν με κάποιο από το διπλανό προάστιο της Λευκωσίας που ουδέποτε είπαν το όνομά του παρά μόνο τον αποκαλούσαν με το όνομα του τόπου καταγωγής του! Ο αρραβώνας αυτός κράτησε κανένα μήνα περίπου γιατί ο άνθρωπος αυτός πέθανε ξαφνικά από καρδιά! Στο μεταξύ εκείνος είχε προλάβει να μεταβιβάσει ένα οικόπεδο που είχε στην αρραβωνιαστικιά του και ο παππούς ανέλαβε την υποχρέωση να κτίσει σ’ αυτό σπίτι για το ζευγάρι.
Μετά το θάνατό του συνέβη κάτι απίστευτο με τα σημερινά δεδομένα στον κόσμο της διαφθοράς και της απάτης παντού. Την επομένη της κηδείας ο παππούς μου μαζί με την άτυχη αυτή θεία μου πήγε στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας και επέστρεψε στην αδελφή του θανόντα το οικόπεδο! Είχε αυτή την τιμιότητα ο παππούς!
Η θεία αυτή λοιπόν βρήκε δουλειά στο ΡΙΚ αλλά οι δικοί της δεν την άφησαν για πολύ εκεί γιατί «δεν ήτο πρέπον»  ένα κορίτσι να έρχεται σπίτι του μετά τα μεσάνυχτα με το λεωφορείο της δουλειάς που οδηγούσε άντρας. Αυτό συνέβαινε όταν εργαζόταν νυχτερινή βάρδια και ήταν η τελευταία που θα κατέβαινε από το λεωφορείο αφού το Καιμακλί ήταν ο τελικός σταθμός της διαδρομής. Τελικά την έστειλαν στη Νότια Αφρική, στην αδελφή της, να βρει την τύχη της!
Τα κρυφακούσματα εδώ έχουν πολλά παράσιτα! Είχα ακούσει ότι η θεία μου παντρεύτηκε εκεί στο Γιοχάνεσμπουργκ με έναν Ελλαδίτη, νομίζω! Τον εγκατέλειψε, αν κατάλαβα καλά από την πολλή καταπίεση και ζήλεια. ΄Εφυγε και από τη Νότια Αφρική και βρέθηκε να εργάζεται κάπου στη Γερμανία. Εκεί για πολύ καιρό είχαν χαθεί τα ίχνη της. Στη συνέχεια εμφανίζεται στην Αθήνα με άντρα ένα ελαιοχρωματιστή δεν θυμάμαι να είπαν αν παντρεύτηκαν μα παπά και με κουμπάρο ή απλώς συζούσαν. Μαζί του απέκτησε ένα αγόρι το οποίο βάφτισε με το όνομα του πατέρα της. Μια φορά όταν ζούσε η γιαγιά πήγε με τη μητέρα μου στην Αθήνα και βρήκε την κόρη της. Από τότε όμως κανένας δεν ξέρει που βρίσκεται και αν ζει.
Ιστορία κατάλληλη για το τηλεοπτικό πρόγραμμα «πάμε πακέτο» σκέφτομαι καμιά φορά, είναι αλήθεια!
Κ.Α.Χ.

17.4.2015

Ανάμεσα σε πατρίδα και παιδιά

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΝΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Τη θυμάμαι με τη μπλε ποδιά και το πλατύγυρο καπέλο του Γυμνασίου Θηλέων Φανερωμένης. Με το ποδήλατό της το μισό πισινό τροχό του οποίου κάλυπτε ένα ύφασμα ή μουσαμάς για να προστατεύει την ποδιά του σχολείου να μην μπλεχτεί στις αχτίνες. ΄Αριστη μαθήτρια στο Γυμνάσιο μια από τα τρία παιδιά που κατάφερε η γιαγιά μου, καθαρά για οικονομικούς λόγους, να στείλει στο Γυμνάσιο. Από το ανώτερο σχολείο, το Γυμνάσιο, αποφοίτησαν τα τρία από τα έξι της παιδιά. Ο πρωτότοκος γιος και οι δύο τελευταίες κόρες της.
Η θεία η Αθηνά ή η θεία η Αθηνούλα όπως τη λέγαμε. Όταν σφουγγάριζε τα μάρμαρα του ηλιακού και έφτανα στην εξώπορτα με σήκωνε υπό μάλης και με μετέφερε στην αυλή για να μην πατήσω και λερώσω τα σφουγγαρισμένα.
Θυμάμαι το γάμο της που έγινε στο σπίτι της αμέσως μεγαλύτερης αδελφής της. Μετά το γάμο έφυγε για τη Νότια Αφρική και μετά ήρθε μια καρτ ποστάλ με δυο ζέβρες! Η θεία αυτή παντρεύτηκε με προξενιό, όπως γίνονταν τότε όλοι οι γάμοι. Η ιδιαιτερότητα ήταν ότι ο άντρας της, ο θείος μου που είχε μεταναστεύσει από μικρός στη Νότια Αφρική «για να φτιάξει τη ζωή του και το μέλλον του», για να βρει γυναίκα από τον τόπο του να παντρευτεί και να την πάρει μαζί του στο Γιοχάνεσμπουργκ. «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο» που λέγει η παροιμία. Ο γάμος της θυμίζει σκηνή από ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου! Δεν ξέρω πώς νοιώθει ένα κορίτσι που μόλις τελειώσει το Γυμνάσιο το παντρεύουν με ένα άντρα και το στέλλουν μαζί του στη ξενιτειά. Δεν τη ρώτησα ποτέ ούτε και προτίθεμαι να τη ρωτήσω!
Εκεί απέκτησαν μια κόρη κι ένα γιο που μετά τις σπουδές τους εγκαταστάθηκαν τελικά στη Νότια Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ όπου ζουν και εργάζονται. Η θεία μου όταν απέκτησε με το σύζυγό της ένα καλό κομπόδεμα επέστρεψε με την οικογένειά της για να εγκατασταθεί στην Κύπρο. Επειδή ο θείος είχε ένα οικόπεδο στην Κερύνεια, την «αγαπημένη πόλη της Κερύνειας» που λέγει κι ο ποιητής, έκτισαν εκεί ένα ωραίο για την εποχή σπίτι και έφεραν όλα τους τα υπάρχοντα, μέχρι και το αυτοκίνητό τους, μια μεγάλη «σεβρολέ». Μόλις μπήκαν στο σπίτι τους ο θείος έφυγε στην Αφρική με σκοπό να πουλήσει την επιχείρηση που είχε και να επιστρέψει πίσω. Όμως εκείνο το καλοκαίρι του 1974 έγινε η εισβολή. Η θεία εγκλωβισμένη με δυο παιδιά στο ξενοδοχείο «Ντόουμ», μεταφέρεται από του ΄Αγγλους στη Βάση του Ακρωτηρίου γιατί είχε αγγλικό διαβατήριο και τα παιδιά Νοτιοαφρικάνικο. Στη συνέχεια φεύγει και πάλι για τη ξενιτειά και πάλι από την αρχή! Στο σπίτι της έμενε, ίσως και να μένει ακόμη, ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής της Κερύνειας, που χρησιμοποιούσε και το αυτοκίνητό τους.
Στο Γιοχάνεσμπουργκ πέθανε ο άντρας της και έτσι επέστρεψε για να ζήσει στην Κύπρο όπου αναπαλαίωσε το πατρικό της σπίτι. ΄Εζησε μερικά χρόνια εδώ αλλά την τραβούσε και η χώρα όπου έζησε τα πιο ωραία χρόνια της ζωής και ζουν σήμερα τα παιδιά της. ΄Εμεινε μερικά χρόνια εκεί αλλά και πάλι επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα της. Ζει μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στην πατρίδα της και τα παιδιά της, και τα εγγόνια της τώρα πια.
΄Οποτε δω κανένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση με ζέβρες θυμάμαι την καρτ ποστάλ που είχε στείλει η θεία μου όταν πρωτοπήγε στη Νότια Αφρική. Την είχε βάλει η γιαγιά μου, και ήταν εκεί για πολλά χρόνια, πάνω στον καθρέφτη της κονσόλας της. Και εγώ πήγαινα εκεί μπροστά και χάζευα για ώρες νομίζοντας πως είμαι στη ζούγκλα και κυνηγώ άγρια θηρία!
Κ.Α.Χ.

16.4.2015 

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ανάσταση, Λαμπρή, Πάσχα!

ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΛΑΜΠΡΗ, ΠΑΣΧΑ!
ΕΙΚΟΣΤΗ ΟΓΔΟΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Στα δικά μου παιδικά ακούσματα και αναμνήσεις η ορολογία των ημερών αναπτύχθηκε με τη σειρά Ανάσταση, Λαμπρή, Πάσχα. ΄Ετσι όταν ήμουνα πολύ μικρός όλοι μιλούσαν για την Ανάσταση και μένα μου πήγαινε πολύ ωραία, γάντι που λέμε. Γι’ αυτό σκεφτόμουνα μετά την Ανάσταση ευχόμαστε ο ένας στον άλλο:
-          Χριστός ανέστη!
-          Αληθώς ανέστη ο κύριος!
Μετά όταν πήγαινα στην Τρίτη ή Τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου όλο και περισσότερο άκουα τον όρο Λαμπρή. Τον κατάλαβα κι’ αυτόν αναλογιζόμενος το «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί»! Η Ανάσταση, λαμπρή μέρα για τους χριστιανούς!
Τώρα επικρατεί το Πάσχα, εβραϊκή λέξη που σημαίνει το πέρασμα!
Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου πηγαίναμε όλη η οικογένεια στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας για να ακούσουμε τον «καλό λόγο» την αγγελία της Ανάστασης. Να ανάψουμε το κερί μας, μετά έγινε λαμπάδα, και να μεταφέρουμε με αυτή το άγιο φως στο σπίτι μας, στο σπίτι της γιαγιάς που ήταν πολύ κοντά στην εκκλησία και όπου μαζευόμασταν όλοι για να φάμε σούπα αυγολέμονο ή ζωμό βοδινού κρέατος με κομμάτια από κρέας και πατάτες. Τσουγκρίζαμε επίσης κόκκινα αυγά και τρώγαμε φλαούνα. Δεν ξέραμε τότε από μαγειρίτσα και τσουρέκι.
Το μεσημέρι της Κυριακής, μετά που τέλειωνε η θεία λειτουργία, η «Λιτή» δηλαδή η περιφορά του Αναστάντος Χριστού γύρω από την εκκλησία, και αφού έλεγαν το ευαγγέλιο σε πολλές ξένες γλώσσες, θέλοντας να αναφερθούν σ’ όλα τα έθνη και τη δύναμη της αγάπης σε όλους τους ανθρώπους, μαζευόμασταν και πάλι στο σπίτι της γιαγιάς για το ψητό της Κυριακής. Και πάλι, τότε δεν ξέραμε από οβελία ή σούβλα! Τον οβελία τον έμαθα στην Ελλάδα. Στην Κύπρο μάς έψηνε οβελία ο κουμπάρος μου στο «χωράφι» του, στο εξοχικό του κοντά στη θάλασσα τότε που ακόμη δεν υπήρχε ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι εκεί. Την εξόρμηση αυτή την απολαμβάναμε ιδιαίτερα!
Στον περίβολο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας στο Καιμακλί άναβαν τότε οι μεγάλοι και τα παιδιά των μεγάλων τάξεων του Γυμνασίου, με τους γονείς τους να επιβλέπουν, τη «λαμπρατζιά» και μαζευόμασταν όλοι γύρω απ’ αυτή. Μερικοί έριχναν μερικές άκακες κροτίδες, τριγωνικές, κατασκευασμένες από χαρτί τσιμεντοσακούλας, τα λεγόμενα «φυσέκια». Άλλος τρόπος για να ακούεται έκρηξη ήταν το κλειδί και η βελόνα. Υπήρχαν τότε κάτι μεγάλα κλειδιά για τις εξώπορτες που είχαν στην άκρη, στο κάτω μέρος μια τρύπα, σαν σωλήνα κλειστή στο πίσω μέρος. ΄Εδεναν το κλειδί αυτό με σπάγκο και στην άλλη άκρη του μια βελόνα που χωρούσε στην τρύπα του κλειδιού. Μέσα στην τρύπα έβαζαν το εκρηκτικό, ξύσμα της κεφαλής μερικών σπίρτων. Η βελόνα τοποθετείτο στην τρύπα πάνω από το εκρηκτικό και με το κτύπημά της πάνω στον τοίχο της εκκλησίας γινόταν έκρηξη. Χρειαζόταν προσοχή να μην πεταχτεί το κλειδί και κτυπήσει το χειριστή.
΄Ενας άλλος τρόπος έκρηξης ήταν ο «μαστραπάς» με την ασετιλίνη. ΄Ηταν ένα κουτί του κακάο ή του «νεσκαφέ» με μια τρύπα στο κάτω μέρος. Μέσα τοποθετείτο ένα κομμάτι ασετιλίνης το οποίο βρεχόταν με μερικές σταγόνες νερού και τοποθετείτο το πώμα. Με το βρέξιμο της ασετιλίνης δημιουργείτο αέριο το οποίο έκανε έκρηξη όταν άναβες ένα σπίρτο στην τρύπα στο πίσω μέρος του κουτιού. Η έκρηξη εκσφενδόνιζε μακριά το πώμα.
Τη Δευτέρα της Λαμπρής οι Καϊμακλιώτες πήγαιναν στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ήταν η δεύτερη εκκλησία της κοινότητας και εκεί έκαιγαν τον Ιούδα αφού πρώτα τον κρεμούσαν πάνω σε ένα δέντρο ή πάνω σε ένα ομοίωμα αγχόνης. Ο Ιούδας ήταν από ένα ξύλο σε σχήμα σταυρού στο οποίο φορούσαν ένα παντελόνι και ένα σακάκι που γέμιζαν με άχυρο.
Το κάψιμο του Ιούδα σήμαινε και το τέλος των εορτών του Πάσχα.
Κ.Α.Χ.

14.4.2015  

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Ο Χαλίλης

Ο ΧΑΛΙΛΗΣ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
΄Ηταν καλοκαίρι του 1972 όταν ένας φίλος μου μού είπε πως θα πήγαινε να επισκεφθεί τον Τουρκοκυπριακό θύλακα Λευκωσίας. ΄Ηθελε να πάει να δει το πατρικό του σπίτι στον Άγιο Λουκά και τα κατάφερε με την παρέμβαση κάποιων Τουρκοκυπρίων που γνώρισε στη Γερμανία να του επιτρέψουν να εισέλθει στον κλειστό θύλακα της Λευκωσίας. Μου πρότεινε αν ήθελα να τον συνοδέψω. Άλλο που δεν ήθελα! Χωρίς δεύτερη σκέψη του απάντησα θετικά. Κανονικά θα έπρεπε να υπολογίσω ενδεχόμενους κινδύνους και πολλά άλλα αλλά ο ενθουσιασμός της νιότης τότε δεν άφηνε περιθώρια σε οποιαδήποτε άλλη λογική σκέψη.
Η επίσκεψη θα γινόταν τη Δευτέρα. Βρεθήκαμε λοιπόν εκεί στο Λήδρα Πάλας στην καθορισμένη ώρα. Οι δικοί μας αστυνομικοί που είχαν ενημερωθεί εκ των προτέρων αφού σημείωσαν τα ονόματα και τις ταυτότητές μας μάς επέτρεψαν να προχωρήσουμε προς το φυλάκιο των ΗΕ. Εκείνοι είχαν ειδοποιηθεί από τους Τουρκοκύπριους και αφού κατέγραψαν τα στοιχεία μας, μας συνόδεψαν μέχρι το φυλάκιο των Τουρκοκυπρίων. Εκεί μας περίμεναν οι  γνωστοί του φίλου μου. Κατέγραψαν και οι Τουρκοκύπριοι τα στοιχεία μας και προχωρήσαμε πεζοί. Στην αρχή ομολογώ ότι είμαστε μουδιασμένοι και συγκρατημένοι, σιγά-σιγά όμως ξεθαρρέψαμε και δεν χορταίναμε να βλέπουμε τα μέρη που περπατήσαμε μικροί, τους δρόμους που περνούσαμε με τα ποδήλατά μας, τις διαδρομές που κάναμε με το λεωφορείο της γραμμής Καιμακλί-Λευκωσία …
Περάσαμε και από το σπίτι του φίλου μου. Κοντοσταθήκαμε απ έξω και τότε παρατήρησα ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό του …
Στην επιστροφή μπήκαμε σε ένα πολύ στενό δρομάκι στη συνοικία του Αγίου Λουκά. Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να περάσει από εκεί αυτοκίνητο εκτός κι αν στο τιμόνι καθόταν ένας πολύ έμπειρος οδηγός. Σε ένα σημείο του δρόμου ο δρόμος γινόταν λιγάκι πιο πλατύς και εκεί υπήρχε ένα χαμηλό σπιτάκι με πόρτα στο δρόμο και ένα σκαλοπάτι μπροστά. Εκεί στο σκαλοπάτι καθόταν ένας υπέργηρος άντρας με τα πόδια διπλωμένα έτσι που τα γόνατά του άγγιζαν σχεδόν στο πηγούνι του. Τα άσπρα μαλλιά του ήταν κουρεμένα, όπως και το μούσι του και μόλις έφτανε το ένα εκατοστό. Φορούσε μια κουρελιασμένη στρατιωτική χλαίνη. Λίγο πιο πέρα ήταν σταθμευμένο, μάλλον παρατημένο, ένα τρίτροχο ποδήλατο με μια καρότσα στο πίσω μέρος του. Στο φθαρμένο από το χρόνο ξύλο μόλις που μπορούσε ένας καλός παρατηρητής να διαβάσει τα ξεθωριασμένα γράμματα «Εκτελούντε Μεταφορέ». Με αυτή την «ορθογραφία» και με άλλα γράμματα κεφαλαία και άλλα μικρά. ΄Ηταν ο Χαλίλης.
Ο Χαλίλης κυκλοφορούσε στη Λευκωσία χειμώνα-καλοκαίρι με μια στρατιωτική χλαίνη και με το τρίτροχό του εκτελούσε μεταφορές. Του ανέθεταν οι διάφοροι έμποροι αλλά και ο απλός κόσμος να τους μεταφέρει βαριά αντικείμενα και του έδιναν μερικά γρόσια. Δεν είχε ταρίφα, ούτε μετρούσε η απόσταση. ΄Επαιρνε όσα του έδιναν και έλεγε ευχαριστώ! Τον θυμάμαι που είχε έρθει δυο-τρεις φορές στο σπίτι της γιαγιάς μου και έφερε διάφορα πράγματα στο σπίτι, στο Καιμακλί, που του είχε δώσει ο παππούς μου από το παντοπωλείο Λευκωσίας απ’ όπου περνούσε όταν σχόλναγε από τη δουλειά του. Μια φορά μάλιστα τα πράγματα που έφερε δεν ήταν καθόλου βαριά και κατάλαβα ότι τον έστειλε ο παππούς σκόπιμα για να τον πληρώσει και να μη φανεί ότι του έδινε τα γρόσια σαν «ελεημοσύνη». Το είχε πάντοτε αυτό ο παππούς!
Ο Χαλίλης κατέβαζε τα πράγματα και τα άφηνε στο σκαλοπάτι της εισόδου. Ποτέ δεν έμπαινε στο σπίτι. Ακόμη και όταν ήταν καλοκαίρι και του έδιναν ένα ποτήρι νερό να δροσιστεί του το έπαιρναν στην είσοδο! ΄Ακουσα από τους μεγάλους ότι τη στρατιωτική χλαίνη τη φορούσε πάντοτε από τότε που επέστρεψε από το μέτωπο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Δεν είχε παντρευτεί ο Χαλίλης γιατί όπως κρυφάκουσα μια μέρα να λένε οι μεγάλοι, τραυματίστηκε εκεί που κανένας άντρας δεν θα το ήθελε ποτέ του!
Πώς και θυμήθηκα το Χαλίλη; Χτες το απόγευμα με πήρε ένας ξάδελφος βόλτα στην κατεχόμενη Λευκωσία και έτυχε να περάσουμε και από εκείνο το δρομάκι που ήταν το σπίτι του Χαλίλη. Φυσικά δεν ήταν εκεί ούτε ο Χαλίλης, ούτε και το τρίτροχό του! Στο σημείο που το δρομάκι γινόταν λίγο πιο πλατύ, εκεί που στάθμευε το τρίτροχό του ο Χαλίλης, υπήρχε ένα σχοινί με κρεμασμένα ρούχα για να στεγνώσουν. Απόδειξη όπως είπε ο ξάδελφος μου, ότι εκεί εγκαταστάθηκαν έποικοι!
Κ.Α.Χ.

6.4.2015

Από λάθος χειρισμό

ΑΠΟ ΛΑΘΟΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ»,  ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
΄Ηταν ακόμη σχετικά νέος άνκαι συνταξιούχος. Είχε κλείσει τα πενήντα πέντε το Γενάρη, πριν τέσσερεις μήνες και επέστρεψε στην πατρίδα του, την Κύπρο, να ξεκουραστεί και να ζήσει το «υπόλοιπο του βίου του» με ησυχία και ηρεμία, μακριά από την πολυκοσμία και τη ζωή της μεγαλούπολης της Νέας Υόρκης. Εκεί είχε πάει πριν τριάντα χρόνια για σπουδές με σκοπό να επιστρέψει πίσω μόλις έπαιρνε το πτυχίο του. ΄Ετσι είχε πει  στον εαυτό του και έτσι υποσχέθηκε και σε ένα κορίτσι της γειτονιάς του, πέντε σπίτια από το πατρικό του σπίτι.
Τέλειωσε τις σπουδές του και ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει έμαθε δυστυχώς ότι το κορίτσι δεν τον περίμενε πια … Πολύ στεναχωρημένος διέκοψε αμέσως κάθε επικοινωνία και βρήκε  δουλειά σε μια εταιρεία στο χρηματιστήριο. Δούλεψε σκληρά, δέκα με δώδεκα ώρες τη μέρα. Αφού μάζεψε αρκετά χρήματα απεφάσισε τελικά να επιστρέψει πίσω , στον τόπο του στην ηλικία των πενήντα πέντε χρόνων!
Αγόρασε ένα διαμέρισμα στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας στη Λευκωσία, το επίπλωσε και απολάμβανε την ησυχία του και τη μοναξιά του που μάλλον την επεδίωκε ύστερα από μια τόσο έντονη ζωή στη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης.
Στην Κύπρο όταν έφτασε πληροφορήθηκε από κάποιο παλιό του γείτονα από την παιδική του ηλικία εκεί στο Καιμακλί ότι εκείνο το κορίτσι ήταν ακόμη … «κορίτσι». «Δηλαδή τι κορίτσι», του είπε ο γείτονας «γεροντοκόρη». ΄Εμαθε τελικά ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ της και κατάλαβε ότι το μήνυμα που πήρε πριν 26-27 χρόνια ήταν λανθασμένο ή και σκόπιμο!
Καθόταν λοιπόν μπροστά από την τηλεόραση και παρακολουθούσε ένα ντοκιμαντέρ για ένα αεροπορικό δυστύχημα που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 167 ανθρώπων. Οι ειδικοί ανέλυαν όλα τα δεδομένα της πτήσης, τις καιρικές συνθήκες, το προσόντα των χειριστών, τα δεδομένα από το μαύρο κουτί και κατέληξαν ότι επρόκειτο για ανθρώπινο λάθος. Το αεροπλάνο κατέληγε η έκθεση των εμπειρογνωμόνων κατέπεσε από «λάθος χειρισμό». Μάλιστα το ντοκιμαντέρ τέλειωνε με το κλείσιμο ενός φακέλου και την τοποθέτηση στο εξωτερικό του μιας σφραγίδας που έγραφε «από λάθος χειρισμό».
΄Εκλεισε την τηλεόραση και σηκώθηκε. ΄Εκανε τρία-τέσσερα βήματα και ξανακάθισε. Σηκώθηκε και πάλι, πήγε στο υπνοδωμάτιό του ντύθηκε και κατέβηκε από τη σκάλα της πολυκατοικίας πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά. Είχε πατήσει το κουμπί του ανελκυστήρα αλλά δεν είχε καν την υπομονή να περιμένει.
Βγήκε στο δρόμο. Σταμάτησε ένα ταξί, αφού ακόμη δεν ήρθε το αυτοκίνητο που είχε παραγγείλει και είπε στον οδηγό να τον πάει στην οδό που ήταν το πατρικό του σπίτι στο οποίο έμεναν τώρα κάποιοι νοικάρηδες. Κατέβηκε εκεί μπροστά από την είσοδο του σπιτιού του, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. ΄Εριξε μια κλεφτή ματιά και προχώρησε προς το σπίτι όπου έμενε εκείνο το κορίτσι που του υποσχέθηκε πριν τριάντα πέντε χρόνια ότι θα επέστρεφε αμέσως μετά τις σπουδές του. Ανέβηκε με αποφασιστικότητα τα πέντε σκαλιά της εισόδου και κτύπησε την πόρτα. Χτύπησε με εκείνο το χερούλι που είχαν οι παλιές πόρτες, πριν τοποθετηθούν τα ηλεκτρικά κουδούνια. Του άνοιξε το κορίτσι εκείνο που ήξερε και άφησε με την υπόσχεση να γυρίσει. Τον κοιτούσε με ένα βλέμμα απορίας, αβεβαιότητας  και αμηχανίας. Εκείνος όμως με σταθερή φωνή της λέει:
-          Μέχρι σήμερα ζήσαμε χώρια! Ας μη συνεχίσουμε το ίδιο, από λάθος χειρισμό!
Αυτά είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά του!
Κ.Α.Χ.

5.4.2015 

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Το μηχανουργείο του μάστρο-Νίκου

ΤΟ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΝΙΚΟΥ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
΄Οποτε περάσεις από το μηχανουργείο του, το «μαγαζί» του, στο Χάνδακα Καιμακλίου θα τον βρεις εκεί, ακόμη και σήμερα στην ηλικία των 85 ετών. Πότε θα κάθεται πίσω από το γραφείο του, πότε θα στέκεται πίσω από τον τόρνο του, πότε θα μαστορεύει κάτι στον πάγκο του και πότε θα βρίσκεται πάνω από κάποιο μηχάνημα προσπαθώντας να το επιδιορθώσει, δίνοντάς του και πάλι «ζωή». Πάντοτε όμως πρόθυμος να διακόψει ότι κάνει για να πιούμε μαζί ένα καφέ που θα φτιάξει κάποιος από τους υπαλλήλους του.
΄Ετοιμος πάντοτε για πολιτική συζήτηση αλλά και έτοιμος να θυμηθεί και να απαγγείλει Σεφέρη, Γκάτσο («αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ, Κεμάλ») και Σολωμό!
Όταν τέλειωσε το δημοτικό σχολείο οι δικοί του ήθελαν να τον στείλουν στο Γυμνάσιο αλλά η έλλειψη οικονομικών πόρων (τότε έπρεπε να πληρωθούν δίδακτρα για το Γυμνάσιο) τον οδήγησαν «τσιράκι» σε ένα μηχανουργείο στον Άγιο Λουκά στη Λευκωσία, να μάθει τέχνη και να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα.
Όταν ήμουνα μικρό παιδί και εκείνος εικοσιπεντάχρονος νέος τον θυμάμαι να σχολνά από τη δουλειά του το σούρουπο και να έρχεται στο σπίτι της γιαγιάς κατάκοπος και με μουντζουρωμένα χέρια. Δειπνούσε πρώτα και ύστερα με τον παππού πάντοτε διάβαζαν εφημερίδα και συζητούσαν στη συνέχεια για τα πολιτικά αλλά και για άλλα σοβαρά θέματα, είτε της δουλειάς είτε οικογενειακά.
Κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με τον παππού όπου δέσποζε μια ξύλινη βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία. Θυμάμαι την «Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου», καθώς και βιβλία του Ιουλίου Βερν, του Νίτσε, του Μακιαβέλι, του Μολιέρου και πολλά άλλα.
Όταν έμαθε την τέχνη άνοιξε το δικό του μηχανουργείο σε έναν αδιέξοδο δρόμο παράλληλο της οδού Ερμού, στα βόρεια. Η ενέργειά του αυτή απαιτούσε μεγάλο θάρρος και πολλή και σκληρή δουλειά. Με την εργατικότητα, τις γνώσεις του και την τιμιότητά του «πιάστηκε» στο παζάρι και έγινε περιζήτητος. Στα δύσκολα όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στου μάστρο-Νίκου.
Είχε τελειώσει το δημοτικό αλλά με τις γνώσεις που απέκτησε στη φυσική, τον ηλεκτρισμό, τη γεωμετρία την αντοχή των μετάλλων, την υδραυλική και πολλά άλλα συγκρίνεται με απόφοιτο πανεπιστημίου, χωρίς υπερβολή! Όταν ήταν στις δόξες τους τα εργοστάσια μωσαϊκών πήγε με μια μέθοδο εκμάθησης της ιταλικής «υπό μάλης» και μαθήτευσε εκεί για μερικούς μήνες. Στην Κύπρο μετά κατασκεύαζε ο ίδιος μηχανές για τα εργοστάσια μωσαϊκών.
Κάποτε επί Αγγλοκρατίας πέρασε εξετάσεις για διορισμό στο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων και ο τότε ΄Αγγλος που τον είχε δει να επιδιορθώνει στην Αμμόχωστο μια δύσκολη βλάβη σε μηχανή καϊκιού τον κάλεσε για δουλειά. Αρνήθηκε τότε παρόλο που ο μισθός δεν ήταν ευκαταφρόνητος. Τον καταλαβαίνω, είναι πνεύμα ελεύθερο και δημιουργικό δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε καλούπια.
Μερικά απλά πράγματα από τη ζωή μου συνδέονται με το θείο μου αυτόν. Μαζί αγοράσαμε το πρώτο μου ποδήλατο. Μαζί αγοράσαμε το πρώτο μου ρολόι. Τότε που θα πήγαινα στο Γυμνάσιο.
Θυμάμαι ότι με το θείο Νίκο έφαγα την καλύτερη ψαρόσουπα στη ζωή μου. Μια Κυριακή έστειλα πρωί-πρωί αυτοκίνητο να τον πάρει από το Καιμακλί στο Καραβοστάσι. Είχε χαλάσει η μηχανή μιας τράτας και φώναξαν τον μάστρο-Νίκο να την επιδιορθώσει. ΄Ημουνα μικρός στην προσχολική ηλικία νομίζω και με πήρε μαζί του εκδρομή. Εκεί στην παραλία τον περίμεναν με ένα καζάνι με ψαρόσουπα να βράζει στα κάρβουνα. Μας σέρβιραν πριν ακόμη πιάσει δουλειά παρά τη διαμαρτυρία του ότι προέχει η δουλειά! Τέτοια ψαρόσουπα, παρόλο που έφαγα ψαρόσουπα σε πολλά εστιατόρια στην Κύπρο και σε πολλές άλλες χώρες, ακόμη και σε ιχθυοτροφεία, δεν έχω ξαναδοκιμάσει!
Κ.Α.Χ.
3.4.2015


Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Στο Σύνταγμα μια μέρα ...

ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ …
Πριν τρεις τέσσερεις μέρες βρισκόμουν στην πλατεία Συντάγματος και παρακολουθούσα τους περαστικούς πριν μπω στην καφετέρια για καφέ. ΄Ετσι καθώς κοίταζα αδιάφορος το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν άνθρωπο στην ηλικία των εβδομήντα ετών περίπου, καλοντυμένο, με κοστούμι και γραβάτα. Περπατούσε και κοίταζε έντονα κάτω στο έδαφος. Σταματούσε όπου έβρισκε μικρά χαρτάκια και τα κουνούσε με τα παπούτσια του για να γυρίσουν και από την άλλη πλευρά. Συνέχιζε και ενώ περπατούσε έκανε τα ίδια με όποιο χαρτάκι έβρισκε στο πλακόστρωτο. Τον πλησίασα και του είπα:
-          Με συγχωρείτε, κύριε, να σας ρωτήσω κάτι;
-          Ναι, παρακαλώ!
-          Ψάχνετε κάτι που χάσατε σ’ αυτά τα χαρτάκια που παρατηρείτε με τόση προσοχή;
-          Σας φαίνομαι περίεργος;
-          Ε, μάλλον;
-          Ψάχνω να βρω κανένα χαρτάκι από το μνημόνιο που ξέσχισε η νέα μας κυβέρνηση εδώ στο Σύνταγμα! Ξέρετε δεν έχω τίποτα να αφήσω στα εγγόνια μου και σκέφτηκα πως σε εκατόν χρόνια ένα κομμάτι από το ξεσχισμένο μνημόνιο θα είναι μέρος της ιστορίας μας και θα καταστεί συλλεκτικό αντικείμενο με μεγάλη αξία!
-          Είστε σίγουρος ότι το ξέσχισαν το μνημόνιο;
-          ΄Ετσι δεν είπαν; Όμως δεν βρήκα τίποτα μέχρι τώρα!
-          Μήπως και ανέλαβε αυτό το έργο ο κύριος Παναγιώτης Καμ(μ)ένος και αντί να το σχίσει το έκαψε και γι αυτό δεν βρίσκετε τίποτα;
Κόκκαλο ο άνθρωπος!
Κ.Α.Χ.

2.4.2015