Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Είναι ένα γεφύρι στον Πεδιαίο

Είναι ένα γεφύρι στον Πεδιαίο
Είναι ένα μικρό δωμάτιο με ατμόσφαιρα αποπνικτική από τη σκόνη και τον καπνό. Από το ταβάνι του που σχεδόν το έχουν καλύψει τα δίκτυα που πλέκουν υπομονετικά κα με άνεση οι αράχνες, κρέμεται ένα ηλεκτρικό φως που μόλις κατορθώνει να φωτίζει αμυδρά το δωμάτιο. Το πάτωμα είναι στολισμένο με αποτσίγαρα και φτύματα. Στη μια γωνιά κοντά στο παράθυρο είναι ένα ξέστρωτο κρεβάτι με σκορπισμένα πάνω του τραπουλόχαρτα. Δίπλα στο κρεβάτι ένα σπασμένο μπουκάλι και ένα-δυο ποτήρια. Πιο εκεί μύγες πετούν πάνω από ένα βρόμικο υγρό χυμένο στο πάτωμα και παραπέρα μια ξεσκισμένη πολυθρόνα με τα βαμβάκια της να κρέμονται απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Στην άλλη γωνιά είναι ένα ξεσχισμένο βιβλίο, η Οδύσσεια του Καζαντζάκη, ενώ δίπλα ένα ποντίκι ροκανίζει ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Κοντά στην πόρτα στέκεται ένα παλληκάρι κάπου 25 χρόνων με τα μαλλιά του ανακατεμένα και με λεπτά χαρακτηριστικά. Στο ένα χέρι κρατάει ένα μπουκάλι κονιάκ και στο άλλο ένα τσιγάρο. Φορεί ένα μαύρο κοστούμι και μια κόκκινη γραβάτα κρέμεται στο λαιμό του. Τα μάτια του είναι μισόκλειστα και μοιάζει σα να ονειρεύεται … Στέκεται πολλή ώρα έτσι.
Ξαφνικά ανοίγει τα μάτια και ρίχνει μια ματιά γύρω του σαν υπνωτισμένος. Ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνει τα σκαλιά βιαστικά. Σταματά για λίγο στην εξώπορτα. Από τη διπλανή ταβέρνα ακούονται πενιές μπουζουκιού και μια φωνή να σιγοτραγουδά «κι όμως οι συναναστροφές μου βγάλανε το μάτι …» Τα μάτια του νέου θολώνουν κι αρχίζει να περπατά στο στενό δρομάκι βιαστικά σαν κυνηγημένος.
Ο νέος αυτός γόνος μιας ευγενικής και αριστοκρατικής οικογένειας της Λευκωσίας ήταν τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήρθε να περάσει τα Χριστούγεννα με τους δικούς του και έμπλεξε με μια Σπανιόλα αρτίστα σε ένα καμπαρέ της Λευκωσίας. Δε γύρισε πίσω στις σπουδές του και ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι.
Ο νέος εκείνος φεύγοντας από το δωμάτιο όπου έμενε χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε έξω από το σπίτι των γονιών του. Στάθηκε λίγο διστακτικός. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι με αυλή και κήπο γύρω. Ο νέος άνοιξε την πόρτα της αυλής. Ο σκύλος του σπιτιού τον αναγνώρισε και τον κοίταζε λυπημένος περιμένοντας ένα χάδι που δεν ήρθε. Ούρλιαξε και αποσύρθηκε λες και κατάλαβε τα χάλια του νεαρού. Κτύπησε την πόρτα δειλά-δειλά. Ένας γέρος ασπρομάλλης φάνηκε στην πόρτα και από το στόμα του νεαρού ακούστηκε μια φωνή πνιγμένη σε λυγμούς.
-          Πατέρα …
-          Όχι δεν είσαι πια γιος μου. Πήγαινε να κάμεις το μπάνιο της τιμής έστω κι αν δεν έχει νερό. Είναι εδώ κοντά ένα γεφύρι στον Πεδιαίο. Πήγαινε, είπε ο γέρος και έκλεισε την πόρτα.
-          Μάνα, φώναξε ο νεαρός, έξω από την κλειστή πόρτα.
-          Παιδί μου, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή γεμάτη στοργή και αγωνία.
Ακούστηκε και πάλι η φωνή του πατέρα.
-          Είναι ένα γεφύρι στον Πεδιαίο.
Μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκαν τα βαριά βήματα του νέου που απομακρυνόταν. Περπατούσε σαν υπνοβάτης πότε αργά και πότε γρήγορα. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Με κάθε κτύπο της καρδιάς του ακούει και τη φωνή του πατέρα του: «Είναι ένα γεφύρι στον Πεδιαίο …»
Σταματά για λίγο κι ύστερα αρχίζει να τρέχει σαν κυνηγημένος από τη φωνή του πατέρα του. Τα βήματά του τον φέρνουν στο γεφύρι του Πεδιαίου, έξω από τα τείχη της Λευκωσίας. Ο Πεδιαίος ξεροπόταμος κι όμως ο απόηχος από το κλάμα μιας κουκουβάγιας δίνει την εντύπωση πως κυλά νερό στην κοίτη του. Ο νέος σταματά στη μέση της γέφυρας. Σε λίγο ακούεται ένας δυνατός θόρυβος κι ακολουθεί και πάλι το κλάμα της κουκουβάγιας μέσα στο πυκνό σκοτάδι.
Κ.Α.Χ.

(Βρήκα αυτό το κείμενο στη βιβλιοθήκη μου, γραμμένο στο πολυτονικό σύστημα, πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν μαθητής της Ε΄ ή της Στ΄ τάξης του Γυμνασίου)