Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Νενικήκαμεν (ακόμη μια φορά)

ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ (ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ)
Είμαστε με το φίλο μου το Βάκη για καφέ σε καφετέρια της οδού Ονασαγόρου αυτή τη φορά. Τις περισσότερες φορές πηγαίνουμε στην οδό Λήδρας όμως κάποτε για αλλαγή πάμε και στην Ονασαγόρου όπου παρεμπιπτόντως μπορείτε να βρείτε εύγευστα και χορταστικά «λαχματζούν». Ο καφές αχνίζει στο τραπεζάκι και ο φίλος μου ο Βάκης χωσμένος πίσω από την εφημερίδα μου λέει διαβάζοντας:
-          Δεν θα έρθει τελικά ο Φίλιπ Χάμοντ!
-          Ο Υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου εννοείς!
-          Ναι, αυτός!
-          Ο επικεφαλής του Φόρεϊν όφεως όπως αρέσκεται και μάλλον τέρπεται να γράφει ο κύριος Λάζαρος Μαύρος στην εφημερίδα «Σημερινή»!
-          Με τα πολλά διαβήματα της κυβέρνησής μας να μην έρθει την πρώτη Απριλίου, να μην πάει στο προεδρικό του ΄Ερογλου, να μην έρθει μέσω των Βρετανικών Βάσεων κλπ, τα καταφέραμε.
-          Νενικήκαμεν και πάλι δηλαδή! Θα είναι τώρα ευχαριστημένα και τα κόμματα εκείνα που επέμεναν συνιστώντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην τον δεχτεί αν συναντήσει τον ΄Ερογλου στο προεδρικό του.
-          Θα είναι ευχαριστημένος και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που δεν θα έχει στο κεφάλι τον μπελά να τον δει ή να μην τον δει!
-          Περισσότερο ευχαριστημένο πάντως πρέπει να είναι το καθεστώς των κατεχομένων.
-          Γιατί; Τι εννοείς;
-          Ο κύριος Χάμοντ θα ερχόταν ενόψει της επανέναρξης των συνομιλιών (παρεμπιπτόντως μπάϊ-μπάϊ ΕΝΙ-ΚΟΝΓΚΑΣ και Μπαπμπαρός) για να ενθαρρύνει τις δυο πλευρές να προχωρήσουν με περισσότερη αποφασιστικότητα και ευελιξία. Εμείς είμαστε αρκετά ευέλικτοι, τουλάχιστο αυτά λέει η αντιπολίτευση, και επομένως θα τα άκουε κατά βάση ο ΄Ερογλου!
-          Ναι, θα είχε όμως και όφελος προεκλογικά!
-          Ουδέν κακόν αμιγές καλού! Εμείς όμως αγαπητέ μου Βάκη καταφέραμε άλλη μια νίκη κατά των ΄Αγγλων και μάλιστα και αυτή τη φορά πρωταπριλιάτικα! Το γεγονός ότι θα ερχόταν στην Κύπρο και θα ήταν εδώ κατά την ημέρα έναρξης του απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ 55-59, ένας καλός διπλωμάτης θα το ερμήνευε προς το συμφέρον της Κύπρου, κάτι περίπου σαν αναγνώριση των δικαίων μας! Εμείς όμως όπως πάντα κοντόφθαλμοι, δογματικά προσηλωμένοι στο παρελθόν. Τιμούμε τους αγώνες του Κυπριακού λαού και του Ελληνισμού, ξέρουμε την καταγωγή μας και είμαστε περήφανοι γι αυτήν. Όμως πρέπει να μάθουμε και να συγχωρούμε, χωρίς φυσικά να ξεχνούμε την ιστορία μας αλλά να διδασκόμαστε από αυτή. Πρέπει να έχουμε τη δύναμη, το θάρρος και την αποφασιστικότητα να προχωρούμε σε συμφιλίωση και να κοιτάξουμε το μέλλον. Μόνο έτσι μπορεί αυτή η πατρίδα, επανενωμένη, χωρίς κατοχικά στρατεύματα, θα σταθεί στα πόδια της και να κοιτάξει μπροστά με προοπτική προόδου και ανάπτυξης!
-          Πάλι τα έφερες εκεί που ήθελες. Στο Κυπριακό και στη λύση του!
-          Με πονεί η κατοχή και περισσότερο με πονεί το ότι δεν κάνουμε περισσότερα προς την κατεύθυνση της λύσης!
Κ.Α.Χ.

1.4.2015 

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

"Φραπεδάδικο"

«ΦΡΑΠΕΔΑΔΙΚΟ»
Καιρό είχαμε να βρεθούμε με το φίλο μου το Βάκη για καφέ. Προχτές πήγαμε για το συνηθισμένο μας πρωινό καφέ σε καφετέρια της οδού Λήδρας με πρόθεση να καθίσουμε έξω για να βλέπουμε την πρωινή κίνηση στο δρόμο. Τελικά λόγω βροχής βρεθήκαμε μέσα στην καφετέρια στριμωγμένοι αφού πολλοί ήταν αυτοί που είδαν τον ηλιόλουστο καιρό και αποφάσισαν να πάνε στην καφετέρια. Κινδύνευσαν όμως να βραχούν μέχρι το κόκαλο επειδή έπεφτε βροχή, όχι πολύ δυνατή αλλά διαρκείας! Μετά την πρώτη γουλιά καφέ ο Βάκης μου λέει:
-          Λοιπόν θυμάσαι που σου έλεγα ότι ο γιος ενός γείτονά μου, που σπούδασε κοινωνικές επιστήμες και είναι άνεργος, θα ασχολείτο με την πώληση φραπέ;
-          Ναι, μου είπες ότι ο πατέρας του θα τον βοηθούσε να αγοράσει ένα τρίκυκλο απ’ αυτά που τα τοποθετούν στην άκρη του δρόμου και πουλάνε φραπέ τώρα το καλοκαίρι.
-          Τι να κάνει ο άνθρωπος; Παρά να βλέπει το γιο του άνεργο είπε να τον βοηθήσει να ξεκινήσει μια δουλειά και μετά θα βλέπανε.
-          Πολύ καλά έκανε. Η δουλειά δεν είναι ντροπή!
-          Αγόρασαν που λες το τρίκυκλο. Το πλήρωσε 1200 Ευρώ μεταχειρισμένο. Ξόδεψε ακόμη τόσα περίπου για να το μετατρέψει σε «φραπεδάδικο» και να το εξοπλίσει κατάλληλα. Το έβαψαν εξωτερικά με ωραία φανταχτερά χρώματα για να προσελκύει την πελατεία και σχεδίασαν πάνω σ’ αυτό και ένα μεγάλο ποτήρι με παγωμένο φραπέ που το έβλεπες και σου έλεγε «έλα να με πιεις στο ποτήρι»!
-          « ΄Ελα να με πιείς στο ποτήρι» έπρεπε να σου λέγει η υπάλληλος που θα έφτιαχνε τα φραπέ!
-          Αυτό έκαναν. Προσέλαβαν όπως όλοι οι άλλοι και μία υπάλληλο από τη Ρουμανία και την έντυσαν με ένα καυτό σορτσάκι και μια ανάλαφρη μπλουζίτσα!
-          Την έγδυσαν και έμεινε με ένα καυτό σορτσάκι θέλεις να πεις!
-          Τέλος πάντων! Όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσει να λειτουργεί η επιχείρηση. Βρήκαν και ένα σημείο κατάλληλο με εύκολη στάθμευση, εκεί στον κυκλικό κόμβο του «Μπάτα», στο Καιμακλί, και στάθμευσαν εκεί το «φραπεδάδικο».
-          ΄Εχει πάνω από τριάντα χρόνια που έκλεισε το εργοστάσιο υποδημάτων «Μπάτα» όμως η περιοχή εξακολουθεί να φέρει το όνομά του. Κατάλληλος τόπος όμως για μια τέτοια επιχείρηση. Υπάρχουν στην περιοχή πολλές βιοτεχνίες που εργοδοτούν  πολλούς εργαζόμενους. Εκεί πηγαίνουν και πολλοί πελάτες καθώς και πολλοί προμηθευτές των βιοτεχνιών με εμπορεύματα και άλλα υλικά. ΄Εκαναν πιστεύω καλή επιλογή του χώρου να στήσουν το «φραπεδάδικο». Να πάμε κι εμείς καμιά φορά να τον υποστηρίξουμε!
-          ΄Ακου να δεις τη συνέχεια. Στην αρχή η επιχείρηση δούλεψε για καμιά βδομάδα και πήγαινε πολύ καλά. Πατέρας και γιος ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τις εισπράξεις. Μετά όμως ήρθαν τα δύσκολα!
-          Τι συνέβη;
-          Πλησίασε λοιπόν κάποιος το γιο του γείτονα μου και τον απείλησε ότι θα του κάψει το «φραπεδάδικο» και «όχι μόνο» όπως του είπε με νόημα!
-          Ωμή απειλή δηλαδή;
-          Ναι, και του είπε ακόμη ότι έπρεπε να γνώριζε ότι στον «τομέα» αυτό δραστηριοποιούνται μόνο ορισμένοι που έχουν μοιράσει τα στέκια μεταξύ τους και δεν πρέπει άλλοι παρείσακτοι να μπλέκονται στις δουλειές τους! Του πρόσφερε μάλιστα και 500 Ευρώ για να αγοράσει το «φραπεδάδικο».
-          Δεν πήγε στην αστυνομία;
-          Τι να κάνει η αστυνομία άμα τους έκαιγαν το «φραπεδάδικο» και κανένα αυτοκίνητο;
-          Το αποτέλεσμα;
-          Πούλησαν το «φραπεδάδικο» και ο γιος είναι και πάλι άνεργος!
            Κ.Α.Χ.

            31.3.2015

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Παιδικά "πρότζεκτ"

ΠΑΙΔΙΚΑ «ΠΡΟΤΖΕΚΤ»
ΕΙΚΟΣΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Θυμάμαι όταν είμαστε πιτσιρικάδες στη γειτονιά μας, στο Καιμακλί, κατά την προσχολική ηλικία ολόχρονα και τα καλοκαίρια ύστερα,  παίζαμε διάφορα παιγνίδια. Κυριαρχούσε το ποδόσφαιρο! Μια μπάλα και ένα αδειανό οικόπεδο ήταν αρκετά. Το οικόπεδο το καθαρίζαμε από τα χόρτα και τη λοιπή βλάστηση και βάζαμε πέτρες για να σημαδεύουμε το τέρμα, τις «πόρτες» όπως τις λέγαμε. Μερικές φορές φτιάχναμε το τέρμα από ξύλινα δοκάρια που τα μαζεύαμε από οικοδομές ή από χαλάσματα. Οργανώναμε και αγώνες μεταξύ των διαφόρων γειτονιών. ΄Αλλα παιγνίδια ήταν « κλέφτες κι αστυνόμοι», «καουμπόηδες και ινδιάνοι» κ. ά. Τα κορίτσια έπαιζαν κυρίως «βασιλέα», «δασκάλες» και με τις κούκλες τους «κουμέρες».
Τα αγόρια δεν περιοριζόμασταν μόνο στα παιγνίδια. Οργανώναμε και αναλαμβάναμε να διεκπεραιώσουμε και διάφορα «πρότζεκτ». Ένα απ’ αυτά τώρα που θυμάμαι ήταν να μεγαλώσουμε και να εκπαιδεύσουμε ένα σκύλο! Ναι, βρήκαμε ένα μικρό σκυλάκι και το περιμαζέψαμε. Επειδή οι γονείς μας δεν μας άφηναν να πάρουμε το σκυλάκι στην αυλή των σπιτιών μας, φτιάξαμε ένα ξύλινο σπιτάκι, πηδήξαμε το μαντρότοιχο μιας μεγάλης αποθήκης που υπήρχε στη γειτονιά και το βάλαμε εκεί. Πήραμε λοιπόν το σκυλάκι και το δέσαμε με ένα μεγάλο σχοινί να μη μας φύγει και το φροντίζαμε καθημερινά. Του βάζαμε νερό και του πηγαίναμε φαγητό που φύλαγε ο καθένας από το σπίτι του. Άλλοι ενημερώσαμε τους γονείς μας και άλλοι όχι. Περνούσαμε σχεδόν όλη τη μέρα εκεί παίζοντας με το σκυλάκι. Στην αποθήκη δεν έρχονταν συχνά εργάτες για να φορτώσουν ή να ξεφορτώσουν εμπόρευμα. Όταν τους βλέπαμε να πλησιάζουν παίρναμε το σκυλάκι και φεύγαμε πηδώντας το μαντρότοιχο. Μια φορά όμως δεν τους είδαμε οπότε εκείνοι έλυσαν το σκυλάκι και το άφησαν ελεύθερο. Ψάξαμε σε όλη τη γειτονιά αλλά δυστυχώς δεν το βρήκαμε. Μπορεί και να το πήρε μαζί του κάποιος από τους εργάτες … Το σκυλάκι το είχαμε βαφτίσει «Ουίσκι» γιατί ήταν άσπρο και μαύρο και τότε διαφήμιζαν στην τηλεόραση ένα ουίσκι με το όνομα «Black and White» μαζί με δυο σκυλάκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο.
Ένα άλλο παιδικό «πρότζεκτ» που θυμάμαι ήταν το κρέμασμα της γάτας! Δεν ξέρω τι μας έπιασε εκείνο το καλοκαίρι αλλά αποφασίσαμε να αρπάξουμε μια γάτα και να την «κρεμάσουμε» από ένα πεύκο που υπήρχε στην αυλή ενός από τα παιδιά της παρέας! Μπορεί να ακούγεται λίγο μακάβριο αλλά σας διαβεβαιώνω ότι όταν όλοι της παρέας μεγαλώσαμε τις αγαπήσαμε πολύ και έχουμε και γάτες στα σπίτια μας!
Λοιπόν όσον αφορά τις γάτες στην αρχή κυνηγούσαμε τις όλοι μαζί προσπαθώντας να τις στριμώξουμε σε κάποια γωνιά και να πιάσουμε μία. Στάθηκε αδύνατο! Οι γάτες μας ξέφευγαν αφού αγρίευαν και υπήρχε κίνδυνος να μας γρατσουνίσουν! Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν άγριες και ήμερες γάτες. Εμείς ασχολούμασταν με τις άγριες αφού ήταν πρόκληση και το «πρότζεκτ» μας γινόταν έτσι πιο συναρπαστικό αλλά και επικίνδυνο.
Συμπεράναμε λοιπόν ότι έπρεπε να παγιδεύσουμε τη γάτα για να την πιάσουμε. Πήραμε ένα κοφίνι και το στερεώσαμε ανάποδα με ένα ξύλο για να υπάρχει χώρος να μπει η γάτα από κάτω. Το ξύλο ήταν δεμένο με σπάγκο στην άκρη του. Κρατούσαμε την άλλη άκρη του σπάγκου και κρυμμένοι παραμονεύαμε να την τραβήξουμε και να παγιδεύσουμε από κάτω τη γάτα. Βάλαμε και λίγο ψωμί και χαλούμι για δόλωμα! Τα καταφέραμε και παγιδεύσαμε εκεί μια γάτα! Ποιός όμως θα τολμούσε να βάλει το χέρι του από κάτω και να την πιάσει; Κανένας!
Και τα δύο αυτά παιδικά «πρότζεκτ» που θυμάμαι έληξαν άδοξα δυστυχώς για μας και ευτυχώς για το σκύλο και τη γάτα!
Κ.Α.Χ.
29.3.2015  


Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Υφάντριες

ΥΦΑΝΤΡΙΕΣ
ΕΙΚΟΣΤΗ ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Η γιαγιά μου πάντα διηγιόταν πως η θεία της, αδελφή της μητέρας της, που ήταν υφάντρια την πήγαινε μαζί της στους διάφορους υφασματέμπορους τους οποίους προμήθευε με υφάσματα που είχε υφάνει η ίδια ή που είχε αγοράσει από άλλες υφάντριες στο Καιμακλί και τα μεταπωλούσε με το ανάλογο κέρδος. ΄Ελεγε επίσης πως πήγαιναν και στο γυναικοπάζαρο στη Λευκωσία όπου η θεία της πουλούσε υφάσματα σε λιανική τιμή.
Την εποχή εκείνη οι υφάντριες ύφαιναν ρούχα για σεντόνια, για φορέματα και αντρικά ρούχα καθώς και για μαντηλιές και τραπεζομάντηλα. ΄Υφαιναν επίσης τη λεγόμενη «αλατζά», ένα ύφασμα με το οποίο έραβαν πουκάμισα για άντρες. Στο Καιμακλί υπήρχαν τότε αρκετές γυναίκες που ασκούσαν το επάγγελμα της υφάντριας από το σπίτι τους. Είχαν αργαλειό τη λεγόμενη «βούφα» και εργαζόντουσαν στο σπίτι τους. Σήμερα το επάγγελμα αυτό έχει εκλείψει και οι «βούφες» έγιναν μουσειακό αντικείμενο. Σε μερικά μουσεία υπάρχουν «βούφες» και υφάντριες που υφαίνουν για να βλέπουν οι τουρίστες και τα παιδιά των σχολείων πώς λειτουργούν!
Μια θεία μου είχε μάθει την τέχνη της υφαντικής. Ο αργαλειός στον οποίο εργαζόταν καταλάμβανε σχεδόν ένα δωμάτιο. Πολλές φορές καθόμουνα δίπλα της και την παρακολουθούσα με πόση μαεστρία και ταχύτητα ύφαινε. Τα πόδια της ήταν στα πετάλια και τα χέρια της στο μηχανισμό στον οποίο εφαρμοζόταν το χτένι μέσα από το οποίο περνούσαν τα νήματα που έρχονταν από ψηλά στον αργαλειό σκεπάζοντάς τον έτσι που νόμιζες πως ήσουν σε αντίσκηνο. Με το ένα χέρι έριχνε το «μακούτζι» ανάμεσα στα νήματα από το οποίο ξετυλιγόταν άλλη κλωστή που μαζί με τις άλλες δυο σειρές των νημάτων μπλεκόταν και δημιουργούσε το ύφασμα. Το άλλο χέρι περίμενε να παραλάβει το «μακούτζι» στην άλλη άκρη, εκεί που τέλειωνε το χτένι. Στο μεταξύ το χέρι που είχε ρίξει το «μακούτζι» τραβούσε το μηχανισμό με το χτένι και τα πόδια ανέβαζαν και κατέβαζαν τα πετάλια κάθε φορά και έτσι γινόταν η ύφανση. Οι κινήσεις αυτές γίνονταν με μεγάλη ταχύτητα, συγχρονισμένες και συντονισμένες και το ύφασμα που παραγόταν τυλιγόταν σε ένα κυλινδρικό ξύλο το οποίο αφαιρούσαν στο τέλος και δημιουργούσαν το «τόπι»
Μικρός πήγαινα και μόνος στο δωμάτιο με τον αργαλειό. Καθόμουνα στο κάθισμα και φανταζόμουν τον εαυτό μου οδηγό σε «καουμπόικη» άμαξα στο «Φαρ Ουέστ» με ινδιάνους και σερίφηδες γύρω μου! Μια φορά μάλιστα «έμπλεξα» τη νήματα της θείας μου που χρειάστηκε αρκετή ώρα να τα ξαναφτιάξει. Δεν μου θύμωσε όμως ούτε με επέπληξε γιατί ήμουν το πρώτο παιδί της τρίτης γενιάς στην οικογένεια και δεν μου χαλούσαν χατίρι!
Το «υφαντουργείο» εκτός από τον αργαλειό διέθετε «δουλάπι» και ανέμη, που ήταν τα σύνεργα για να τυλίγεται το νήμα στα «κανιά». Το «δουλάπι» ήταν βασικά ένας μηχανισμός με ένα μεγάλο ξύλινο τροχό που μετέδιδε στροφές στην ανέμη, ένα κωνικό κατασκεύασμα από καλάμια στο οποίο τοποθετείτο το νήμα και με τις περιστροφές από το «δουλάπι» τυλιγόταν στα «κανιά» για να μπορεί να τοποθετηθεί στο  «μακούτζι» και να γίνεται η ύφανση. Τα «κανιά ήταν μικρά κομμάτια, σαν σωλήνες, από καλάμι.
Κάτι άλλο που θυμάμαι, όχι και τόσο καλά, ήταν μια διαδικασία ενίσχυσης της αντοχής των κλωστών με μια αυτοσχέδια γόμα που ήταν βασικά υγρή ζύμη, αλεύρι με νερό. Είχαν μια ξύλινη δοκό στην οποία ήταν καρφωμένα μεγάλα καρφιά στα οποία περνούσαν τα «κανιά» με την κλωστή. Σε ένα τοίχο είχαν επίσης καρφωμένα μεγάλα καρφιά με άλλα «κανιά». Μετέφεραν από τα κανιά της δοκού στα καρφιά του τοίχου, ή το αντίθετο, δεν θυμάμαι καλά, την κλωστή που στο μεταξύ την ενίσχυαν με τη ζύμη.
Στο Καιμακλί σε κάθε ευρύτερη οικογένεια υπήρχε και ένα κορίτσι που μάθαινε την τέχνη της υφάντριας, τόσο για τις ανάγκες του σπιτιού και των άλλων συγγενών, που πλήρωναν όμως τα υφαντά τους, αλλά και για την οικονομική ενίσχυση της ίδιας της πιο στενής οικογένειας.
Ακόμη και σήμερα αν κάποιος ανοίξει το ερμάρι της γιαγιάς θα βρει υφαντά από τα χέρια της θείας μου τυλιγμένα σε «τόπια».
Κ.Α.Χ.
23.3.2015  


  

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Παρέδωσε το κλειδί ...

ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ …
Χτες πήγαμε με το φίλο μου το Βάκη στη συνηθισμένη μας καφετέριας στην οδό Λήδρας. Ο φίλος μου,  αφού άφησε το κλειδί του αυτοκινήτου του και τα κλειδιά του σπιτιού του,  πήγε να φέρει καφέ. Όταν επέστρεψε και έβαλε τους καφέδες στο τραπεζάκι, κατέβασα πρώτα μια γουλιά και του είπα:
-          Μου παρέδωσες τα κλειδιά του σπιτιού σου;
-          Όχι είναι βαριά και με ενοχλούν μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου.
-          Θυμάσαι που ο δήμαρχος Λευκωσίας όταν έγινε στην Κύπρο η Σύνοδος των Αρχηγών Κρατών της Κοινοπολιτείας παρέδωσε στη Βασίλισσα Ελισάβετ το χρυσό κλειδί της πόλης;
-          Κάτι θυμάμαι όχι όμως λεπτομέρειες.
-          Μερικοί τότε διαμαρτύρονταν για την ενέργεια του τότε δημάρχου και το συμβολισμό που έχει το χρυσό κλειδί. Σε ποιον ανήκει σήμερα η Λευκωσία;
-          Στους κατοίκους της! Σε ποιον να ανήκει;
-          Είδες που ένας κάτοικος Λεμεσού παρέδωσε το κλειδί του διαμερίσματος του στο υποκατάστημα της τράπεζας απ’ όπου πήρε δάνειο και ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να αποπληρώνει τις δόσεις του;
-          Ναι το είδα. Δηλαδή τώρα το διαμέρισμα ανήκει στην τράπεζα;
-          Ασφαλώς και όχι! ΄Οποιος κρατά το κλειδί ενός σπιτιού δεν σημαίνει ότι είναι και δικό του!
-          Δηλαδή δεν πέτυχε τίποτα αυτός ο «αγανακτισμένος» πολίτης;
-          Τίποτα, μια τρύπα στο νερό. Μάλλον έκανε το «σόου» του και έδωσε την ευκαιρία  στον πρόεδρο των οικολόγων και σε μια «οικολόγα» να λάβουν μέρος στο «σόου»  και να εμφανιστούν και πάλι στα κανάλια. Το σκηνικό ήταν κατάλληλα στημένο. Είχε προαναγγελθεί το «σόου», μάς το ανακοίνωσαν τα κανάλια. Καθορίστηκε και η ώρα και έτρεξαν εκεί οι «συνήθεις ύποπτοι» για να εμφανιστούν στις μικρές οθόνες των σπιτιών μας! Εφόσον είναι αποφασισμένος ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος να εγκαταλείψει το υποστατικό του γιατί δεν περίμενε λίγο το νόμο για τις εκποιήσεις να το δώσει νόμιμα στην τράπεζα και να απαλλαγεί από το δάνειό του;
-          Ναι αλλά θα έχανε το «σόου»!
-          Αμ’  τα κανάλια; ΄Ετρεξαν όλα, μαζί τους και η δημόσια ραδιοτηλεόραση, μπας και χάσει, να προβάλουν το γεγονός χωρία να το διερευνήσουν καθόλου. Ποιος είναι αυτός ο δανειολήπτης; Πράγματι δεν μπορεί να πληρώνει τις δόσεις του και γνωρίζουν τα εισοδήματά του οι δημοσιογράφοι; Αλλά είπαμε είμαστε στην Κύπρο στη χώρα των υπερβολών και στη χώρα του ότι δηλώσεις είσαι!
-          ΄Εχεις δίκαιο φίλε μου αλλά σου ξεκαθαρίζω ότι εγώ δεν σου παρέδωσα τα κλειδιά του σπιτιού μου. Τα έβαλα απλώς στο τραπεζάκι!
Κ.Α.Χ.
17.3.2015




Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Στην Πόλη και πάλι

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου με είχε επισκεφθεί η μητέρα μου. ΄Εμεινε μαζί μου για μια βδομάδα. Λογαριάζαμε να πάμε μαζί, με το τρένο, μέχρι την Αθήνα και απ’ εκεί να έπαιρνε το αεροπλάνο για τη Λευκωσία (όχι για τη Λάρνακα αφού μιλάμε για την προ της εισβολής περίοδο).
Ένα βράδυ καθώς τρώγαμε σε ένα εστιατόριο της διηγήθηκα τις εντυπώσεις μου από τις επισκέψεις μου στην Κωνσταντινούπολη και ειδικά αυτές από την Αγια-Σοφιά. Την είδα ενθουσιασμένη από την αφήγησή μου για το συναίσθημα που σε καταλαμβάνει όταν σταθείς κάτω από το θόλο και κοιτάξεις ψηλά και τότε νοιώθεις ότι βλέπεις το γαλανό του ουρανού ενώ είσαι σε κλειστό χώρο και της είπα:
-          Τι λες να πάμε μαζί μέχρι την Κωνσταντινούπολη και να πάρεις απ’ εκεί το αεροπλάνο για τη Λευκωσία;
-          Ότι πεις εσύ γιέ μου!
Φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και καταλύσαμε σε ένα ξενοδοχείο όχι μακριά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Την επομένη πήγαμε στην Αγια-Σοφιά. ΄Ηταν συγκινητική η επίσκεψή μας εκεί. Η μητέρα μου σπάνια εκδήλωνε τα συναισθήματά της με χαμόγελο. Πάντα τη θυμάμαι να έχει ένα ύφος σοβαρό. Εκεί, μέσα στην Αγια-Σοφιά, διέκρινα στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
Επισκεφθήκαμε και την «μεγάλη κλειστή αγορά» απ’ όπου θυμάμαι ότι η μητέρα μου αγόρασε δυο χρυσά δακτυλίδια τα οποία βρήκε ότι πουλιούνταν σε πολύ πιο χαμηλή τιμή σε σύγκριση με την Κύπρο. Πήρα τότε κι εγώ ένα δακτυλίδι το οποίο αποτελείτο από τέσσερεις χαλκάδες που σχημάτιζαν αλυσίδα και συναρμολογούνταν σε ένα σύνολο με ειδικό τρόπο που μου έδειξε ο χρυσοχόος. Δεν ξέρω πού βρίσκεται σήμερα αυτό το δακτυλίδι ούτε και είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να το συναρμολογήσω.
Συνεχίζοντας, πήγαμε στην πλατεία Ταξίμ γιατί εκεί κοντά ήταν τα γραφεία των Τουρκικών Αερογραμμών. Μία υπάλληλος μας εξυπηρέτησε με το εισιτήριο (Κωνσταντινούπολη-΄Αγκυρα-΄Αδανα-Λευκωσία). Πλήρωσα με δολάρια. Η υπάλληλος μας εξήγησε ότι από τα γραφεία των αερογραμμών ξεκινούσε το λεωφορείο που σε πήγαινε στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης.
Την επομένη πρωί-πρωί, πριν ακόμη ανοίξουν τα γραφεία και τα καταστήματα πήγαμε στα γραφεία των Τουρκικών Αερογραμμών για να πάρουμε το λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Στη στάση του λεωφορείου μας περίμενε η υπάλληλος που μας εξυπηρέτησε. Με φοβισμένο και παρακλητικό ύφος μου είπε ότι ένα από τα χαρτονομίσματα των 50 δολαρίων που της έδωσα ήταν πλαστό. ΄Ετσι της είπαν στην τράπεζα. Σκέφτηκα πως ο μηνιαίος μισθός της μπορεί να είναι και λιγότερος από 50 δολάρια και  μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι μπορούσε να είχε και δίκαιο μιας και το χαρτονόμισμα δόθηκε από ένα ναύτη στο λιμάνι Αμμοχώστου σε κάποιο φίλο και κατέληξε σε μένα. Γι αυτό και της το αντικατέστησα και πράγματι μετά  το πήγα σε τράπεζα όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστό.
Με το λεωφορείο φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Εκεί στον πάγκο ελέγχου των εισιτηρίων πληροφορηθήκαμε ότι στην ΄Αγκυρα οι επιβάτες έπρεπε να κατέβουν και να επιβιβαστούν στη συνέχεια σε ένα άλλο αεροπλάνο. Στα Άδανα οι επιβάτες δεν θα κατέβαιναν και μετά την επιβίβαση και άλλων επιβατών αναχωρούσαν για τη Λευκωσία. Κοίταξα γύρω και είδα δυο-τρεις νέους της ηλικίας μου που κρατούσαν κυπριακό διαβατήριο. Υπολόγισα ότι θα ήταν φοιτητές και μίλησα με ένα. Μου ανέφερε ότι σπουδάζει αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ότι είναι από τη Λευκωσία και συγκεκριμένα από τον ΄Αγιο Λουκά. Τον παρακάλεσα να βοηθήσει τη μητέρα μου στο αεροδρόμιο της ΄Αγκυρας στην αποβίβαση και επιβίβαση και δέχτηκε ευχαρίστως.
Αργότερα την ίδια μέρα, αναχώρησα και εγώ από την Κωνσταντινούπολη. Μετά από λίγες  μέρες πήρα γράμμα από τη μητέρα μου ότι όλα πήγαν μια χαρά. Τότε δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα να επικοινωνούμε αμέσως!
Κ.Α.Χ.

16.3.2015 

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Στην Πόλη με ... τσάι (η επιστροφή)

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΕ … ΤΣΑΙ (η επιστροφή)
΄Ηρθε η μέρα της αναχώρησης από την Πόλη. Η μέρα της επιστροφής. Το πρωί διευθετήσαμε τα του ξενοδοχείου και ρωτήσαμε το ξενοδόχο να μας εξηγήσει πού θα βρούμε συνεργείο για αλλαγή λαδιού του αυτοκινήτου.
Μετά πήγαμε σε ένα γαλατάδικο για πρωινό. Πήραμε μπουρέκι με γιαούρτι. Το μπουρέκι το φτιάχνουν σε μεγάλα ταψιά και σου ζυγίζουν το κομμάτι που θέλεις. Πλούσιο μπουρέκι σε τυρί αλλά και με πολύ λάδι. Αφού όταν μας το σέρβιραν σε άσπρη κόλλα το λάδι περνούσε μέσα  απ’ αυτή και μας λέρωσε τα χέρια. Με όσα χρήματα μας είχαν απομείνει, κάτι κέρματα δηλαδή, αγοράσαμε ένα στρογγυλό ψωμί για την επιστροφή.
Βρήκαμε το συνεργείο στον παραλιακό δρόμο στην έξοδο της πόλης. ΄Ηταν ένας χώρος μέσα στα βυζαντινά τείχη της πόλης. Συμφωνήσαμε να μας αλλάξει το λάδι που είχαμε φέρει μαζί μας και αντί πληρωμής να κρατήσει το υπόλοιπο. Δέχτηκε άραγε επειδή μας λυπήθηκε ή επειδή κάτι θα άξιζε το λάδι που θα έμενε; Αυτό δεν μπόρεσα να το εξηγήσω ποτέ!
Κάναμε και πάλι σταθμό στην Αδριανούπολη (Εντιρνέ) μόνο για ξεκούραση και επίσκεψη σε ένα μεγάλο τζαμί που δεν θυμούμαι το όνομά του. Λεφτά δεν είχαμε ούτε για καφέ ούτε για τσάι. Όσα μας απέμειναν προορίζονταν για τα καύσιμα. Το βράδυ όταν φτάσαμε στα σύνορα με τη Βουλγαρία είδαμε συγκεντρωμένα πολλά αυτοκίνητα. Οι Βούλγαροι δεν μας άφηναν να περάσουμε. Θα ξεκινούσαμε το πρωί μπαίνοντας σε φάλαγγα και συνοδεία μέχρι τα σύνορα με την τότε Γιουγκοσλαβία. Είχε τότε ξεσπάσει στην Τουρκία μια ασθένεια των προβάτων και οι Βούλγαροι για προληπτικούς λόγους δεν άφηναν αυτοκίνητα από την Τουρκία να κυκλοφορούν ελεύθερα στη χώρα.
Περάσαμε όλο το βράδυ στο αυτοκίνητο τυλιγμένοι με τις κουβέρτες που είχαμε πάρει μαζί μας. ΄Εκανε φοβερό κρύο και το χιόνι είχε φτάσει το ένα μέτρο περίπου. Μόλις χάραξε το πρώτο φως της μέρας μας έβαλαν να περάσουμε τα αυτοκίνητα από μια λιμνούλα με απολυμαντικό και οι επιβάτες να κατέβουμε και να πατήσουμε σε ένα χαλί βρεγμένο με απολυμαντικό επίσης.
Μπροστά μπήκε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, ακολουθούσε ένα ασθενοφόρο και μετά τα αυτοκίνητα των ταξιδιωτών. Τη φάλαγγα έκλεινε και πάλι ένα περιπολικό της αστυνομίας. Μαζεύτηκαν καμιά διακοσαριά αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε αφού μας εξήγησαν ότι απαγορεύεται το προσπέρασμα. Εμείς βρεθήκαμε στο πρώτο μισό της φάλαγγας. Το αυτοκίνητό μας έπιανε και δεν έπιανε τα 100 χιλιόμετρα και εξαιτίας μας η φάλαγγα έσπασε στα δύο. Η αστυνομία το κατάλαβε και σταμάτησε τη φάλαγγα. Μας έβαλε επικεφαλής και έτσι εμείς ρυθμίζαμε την ταχύτητα της πορείας.
Όταν πλησιάσαμε τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας η αστυνομία κατάργησε τη φάλαγγα και μας άφησε ελεύθερους να προχωρήσουμε και να φύγουμε έτσι από τη χώρα. Τότε άρχισαν τα υπόλοιπα αυτοκίνητα να μας προσπερνούν και φαντάζομαι βρισιά που έπεσε σε βάρος μας!
Μας έμεναν 30-40 χιλιόμετρα μέχρι τον προορισμό μας, τα σπίτια μας. Όπου νάναι ξημέρωνε  και ο οδηγός μάς ανήγγειλε ότι μείναμε από καύσιμα! Ο αδελφός του πήρε το τελευταίο δοχείο με λάδι και με ωτο-στόπ ξεκίνησε να βρει βενζινάδικο για να το ανταλλάξει με καύσιμα. Τα κατάφερε και μετά από καμιά ώρα επέστρεψε με το πολύτιμο υγρό για να συνεχίσουμε πλέον κανονικά την πορεία μας.
Μπήκαμε στην πόλη ξαγρυπνημένοι, κουρασμένοι και νηστικοί. Είχε χαράξει το φως για καλά και οι διανομείς γάλακτος και γιαουρτιού είχαν αφήσει έξω από τα καταστήματα το γάλα και το γιαούρτι σε κιβώτια. Σταματήσαμε  και πήραμε από τα κιβώτια γάλα και γιαούρτι. Μερικά   χρόνια αργότερα οι εταιρείες διανομής τοποθέτησαν μεταλλικά κιβώτια έξω από τα γαλατάδικα στα οποία τοποθετούσαν τα προϊόντα και τα κλείδωναν!
Κ.Α.Χ.

14.3.2015

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Στην Πόλη με ... τσάι (συνέχεια)

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΕ … ΤΣΑΙ (συνέχεια)
Την επομένη θα φεύγαμε από την Κωνσταντινούπολη και γι αυτό αποφασίσαμε να επισκεφθούμε ακόμη μερικά αξιοθέατα της πόλης. Πήγαμε και στο Μπλε Τζαμί όπου θεωρείται απαραίτητη μια επίσκεψη. Είναι ένα τζαμί ενεργό και γι αυτό επιβάλλεται οι επισκέπτες να βγάζουν τα παπούτσια πριν μπουν σ’ αυτό. Το τζαμί κτίστηκε το 1616 από το Σουλτάνο Αχμέτ μετά την ειρήνη με τους Ρώσους για την ενίσχυση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη. ΄Εχει έξι μιναρέδες και η αρχιτεκτονική του ομοιάζει πολύ με αυτήν της Αγια-Σοφιάς που βρίσκεται εκεί κοντά.
Μετά από την επίσκεψη στο Μπλε Τζαμί κατηφορίσαμε στη γέφυρα του Κεράτιου κόλπου όπου όρθιοι φάγαμε ψάρι. Εκεί βλέπεις πολλούς Τούρκους που ψαρεύουν με καλάμι. ΄Εχουν δίπλα τους αναμμένα κάρβουνα και σου ψήνουν το ψάρι το οποίο σου προσφέρουν σε εφημερίδα με ένα κομμάτι ψωμί. Πάνω στα κάγκελα της γέφυρας έχουν δεμένο ένα κονσερβοκούτι με αλάτι στο οποίο οι περισσότεροι πελάτες βουτάνε το ψάρι τους. Αν θυμάμαι καλά τα ψάρια πρέπει να ήταν σαρδέλες και η τιμή που το πουλούσαν πάρα πολύ χαμηλή!
Επισκεφθήκαμε ξανά την Αγια-Σοφιά όπου εκεί έξω μαζεύονται  πολλοί που σερβίρουν σαλέπι. ΄Ολοι πίνουν σαλέπι από το ίδιο μεταλλικό κύπελλο το οποίο όμως ο πωλητής ξεπλένει πριν σερβίρει το σαλέπι με λίγο απ’ αυτό! Το κύπελλο είναι δεμένο με αλυσίδα στο δοχείο που μεταφέρει ο πωλητής στην πλάτη του, προφανώς για να μην το παίρνουν οι πελάτες και να φεύγουν. Ο πωλητής για να γεμίσει το κύπελλο με σαλέπι από το δοχείο που μετέφερε στην πλάτη του έσκυβε μπροστά και το σαλέπι έτρεχε από ένα μικρό μπρούντζινο σωλήνα. Ας σημειωθεί ότι το δοχείο ήταν σκαλιστό και στολισμένο με βελούδο και ρούχινα φλόκια.
Προχωρώντας συναντούμε το ξενοδοχείο «Ουτοπία». Δεν ξέρω αν λειτουργεί και σήμερα. ΄Ενας ψηλός μαντρότοιχος με μια πόρτα και στην αυλή ένα διώροφο σπίτι το «ξενοδοχείο». Σ’ αυτό κατέλυαν Ευρωπαίοι τουρίστες με ελάχιστα λεφτά. Το «ξενοδοχείο» δεν διέθετε κρεβάτια ούτε στρώματα και κουβέρτες. Ο καθένας χρησιμοποιούσε τον υπνόσακό του! Εκεί, όταν καταλάβουν ότι είσαι ξένος, σε προσεγγίζουν διάφοροι έμποροι ναρκωτικών και σου προσφέρουν το εμπόρευμά τους. Μας προσέγγισαν κι εμάς.  Το κορίτσι του φίλου μου ήταν ξανθό και ξεχώριζε από ένα χιλιόμετρο ότι δεν ήταν Τουρκάλα. Σου προσφέρουν το εμπόρευμα πλησιάζοντάς σε και λέγοντας: ”Do you need good hash my friend? The best of Anatolia.” Ευτυχώς όταν τους πεις ότι δεν ενδιαφέρεσαι απομακρύνονται και δεν επιμένουν. Δεν είναι κολλιτσίδες όπως τα μικρά παιδιά που πουλούν καρτ-ποστάλ και μικρά ενθύμια έξω από την Αγια-Σοφιά.
Εκείνη την τελευταία μέρα επισκεφθήκαμε και το Τοπ-Καπί. Το παλάτι του Τοπ-Καπί (Topkapi Saray) που δεσπόζει πάνω από το Βόσπορο, είναι σήμερα μουσείο με πάρα πολλούς επισκέπτες. Εκεί έμεναν για 400 χρόνια οι Σουλτάνοι και στις περιόδους άνθησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατοικούσαν εκεί γύρω στις 4.000 άτομα (φρουρά, υπηρετικό προσωπικό ). Εκεί εκτίθεται ο τεράστιος πλούτος των Σουλτάνων, σπουδαία λεία από τις κατακτήσεις τους. Σε ένα δωμάτιο, νομίζω εκεί που είναι το κρεβάτι του Σουλτάνου, φυλάγεται και μια τρίχα από την κεφαλή του Μωάμεθ και πολλοί Οθωμανοί σκύβουν και την προσκυνούν! Θυμήθηκα τότε την ομώνυμη ταινία με τη Μελίνα Μερκούρη που γυρίστηκε εκεί το 1964.
Το βράδυ που θα ήταν το τελευταίο στην Πόλη πήγαμε σε ένα νυχτερινό κέντρο έξω από την πόλη όπου προσφερόταν θέαμα για τους τουρίστες. Κορίτσια χόρευαν το χορό της κοιλιάς και μερικά από αυτά προσέγγιζαν τα τραπέζια και χόρευαν ασταμάτητα μέχρις ότου ο θαμώνας να βάλει κάποιο χαρτονόμισμα στο στηθόδεσμό τους. Το ίδιο κάναμε κι εμείς!
Κ.Α.Χ.

12.3.2015 

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Στην Πόλη ... με τσάι

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΕ … ΤΣΑΙ
΄Ηταν χειμώνας όταν αποφασίσαμε να πάμε με αυτοκίνητο (τρόπος του λέγειν!) στην Κωνσταντινούπολη για να προμηθευτούμε δερμάτινα παλτά που ήταν τότε στη μόδα αλλά και φτηνά. Ο ιδιοκτήτης, το κορίτσι του (ένα πολύ αδύνατο κορίτσι, πετσί και κόκαλο που λέμε) ο αδελφός του ιδιοκτήτη κι εγώ. Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου υπολόγισε το κόστος των καυσίμων και του λαδιού της μηχανής και το διαιρέσαμε διά τέσσερα. Μάζεψε ο καθένας ότι  λεφτά είχε, αγοράσαμε το τσάι σε χύμα μορφή σε κάτι καφέ χαρτοσακούλες και το φορτώσαμε στο αυτοκίνητο καμουφλάροντας το και λιγάκι από το φόβο του τελωνείου! Νέοι όντες δεν σκεφτήκαμε ενδεχόμενες συνέπειες. Το πολύ-πολύ είπαμε να μας το κατάσχουν! Στόχος μας ήταν να πουλήσουμε το τσάι, που όπως είπα στους φίλους μου, από την εμπειρία μου της πρώτης μου επίσκεψης στην Κωνσταντινούπολη, πουλιόταν ακριβά και με τα χρήματα που θα παίρναμε θα αγοράζαμε παλτά που τότε ήταν πολύ φτηνά στην Τουρκία.
Μπήκαμε λοιπόν και οι τέσσερεις στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. ΄Ηταν ένα Citroen 2CV (deux chevaux). Το αυτοκίνητο αυτό ήταν το πιο φτηνό αυτοκίνητο στον κόσμο με μηχανή που άντεχε τα πάντα και το κρύο και τη ζέστη. Είχε δοκιμαστεί και στην έρημο της Σαχάρας. Κατασκευασμένο από σκέτη λαμαρίνα χωρίς επένδυση και από πάνω με καραβόπανο που άνοιγε και γινόταν καμπριολέ. Τα τέσσερα καθίσματα ήταν από σωλήνες και καραβόπανο και ο μοχλός των ταχυτήτων ήταν δίπλα στο τιμόνι. Τα παράθυρά του είχαν δυο κομμάτια γυαλί που άνοιγαν διπλώνοντάς το ένα κομμάτι προς τα πάνω και στερεώνοντάς το στο άλλο κομμάτι. Το αυτοκίνητό μας είχε και κάποια ηλικία, οι πόρτες του δεν έκλειναν καλά και κοιτάζοντας κάτω μπορούσες να δεις το οδόστρωμα! Γι αυτό πήραμε μαζί μας και από μια κουβέρτα να σκεπαζόμαστε για να μην κρυώσουμε!
Ευτυχώς περάσαμε τα σύνορα της Τουρκίας χωρίς κανένα πρόβλημα με το τελωνείο και το τσάι. Μου είχε κάνει εντύπωση ο αυτοκινητόδρομος στην Ανατολική Θράκη που είχε συνέχεια εναλλασσόμενες ανηφόρες και κατηφόρες. Κάναμε σταθμό στην Αδριανούπολη (Εντιρνέ) και συνεχίσαμε για την Κωνσταντινούπολη. Φτάσαμε το απογευματάκι στην Πόλη, (στην Ισταμπούλ, Εις την Πόλιν) και καταλύσαμε σε ένα ξενοδοχείο μεταξύ του σιδηροδρομικού σταθμού και της γέφυρας πάνω από τον Κεράτιο κόλπο.
Πουλήσαμε το τσάι στον ξενοδόχο και «γεμίσαμε» τις τσέπες μας λεφτά. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ πήγαμε για φαγητό σε μια ταβέρνα. Κοιτάζοντας τον κατάλογο βρήκα και παρήγγειλα «Ιζμίρ κεμπάπ». ΄Ηταν τόσο καφτό που αναγκάστηκα να πιω τρεις μπύρες «΄Εφες» για να καλμάρω από το κάψιμο του πιπεριού!
Την επομένη πήγαμε στην «μεγάλη κλειστή αγορά» (Kapalicarsi) προς αναζήτηση δερμάτινων. Βρήκε ο καθένας μας ότι ήθελε. Εγώ θυμάμαι ότι αγόρασα ένα παλτό πορτοκαλί απ’ έξω και από μέσα ήταν προβιά. Ότι έπρεπε για το κρύο και τα χιόνια του χειμώνα. Εγώ είχα βγάλει το Πανεπιστήμιο και το μεταπτυχιακό με εκείνο το παλτό και το είχα και αρκετά χρόνια μετά.
Στη «μεγάλη κλειστή αγορά» μπορείς να βρεις τα πάντα, ρούχα, χαλιά, έπιπλα, χρυσαφικά, δερμάτινα κλπ. Η κεντρική της είσοδος είναι δίπλα από το Πανεπιστήμιο και μπορείς να βγεις από την πίσω πόρτα σε ένα μικρό λιθόστρωτο δρομάκι εκεί που ήταν κάποτε τα καταστήματα των Ελλήνων και των Αρμενίων. Στη συνέχεια το δρομάκι κατηφορίζει προς τον Κεράτιο κόλπο. Πολύ εκθαμβωτικό είναι το μέρος της αγοράς που καταλαμβάνουν οι χρυσοχόοι. Οι βιτρίνες είναι κατάμεστος από χρυσαφικά και ο φωτισμός τέτοιος που προς στιγμή κλείνεις τα μάτια σου για να συνέλθεις!
Αφήσαμε το ψώνια μας στο ξενοδοχείο και περάσαμε τη γέφυρα του Κεράτιου κόλπου ανακαλύπτοντας την Πόλη. Ο δρόμος μας μάς έφερε σε ένα λιθόστρωτο ανηφορικό δρομάκι που μόνο με τα πόδια θα μπορούσες να το διασχίσεις. Προσέξαμε πολύ κόσμο να μαζεύεται και να κοιτά από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών. Από περιέργεια προσεγγίσαμε κι εμείς. Καταλάβαμε ότι είχαμε πέσεις τη γειτονιά με τα μπουρδέλα της Πόλης. Μέσα ήταν τα κορίτσια μισόγυμνα και διαφήμιζαν τον εαυτό τους! Θυμάμαι ότι στο τοίχο έγραφε, πάνω σ’ ένα χαρτόνι, την τιμή, ΄Ηταν 14 τουρκικές λίρες, δηλαδή ένα δολάριο περίπου τότε.
Συνεχίσαμε και ανακαλύψαμε την πλατεία Ταξίμ (Taksim), που λεγόταν έτσι πριν το Κυπριακό και σημαίνει «διαμοιρασμός» γιατί εκεί υπήρχαν δεξαμενές από τις οποίες γινόταν η κατανομή νερού στην πόλη. Επισκεφθήκαμε σ’ εκείνη την επίσκεψη και το Πατριαρχείο.
Κ.Α.Χ.

11.3.2015   

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Στην Κωνσταντινούπολη

ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΝΟΥΠΟΛΗ
΄Ηταν η δεύτερη φορά που ταξίδευα στην Κωνσταντινούπολη με τρένο. Όταν φτάσαμε στα σύνορα με την Τουρκία επιβιβάστηκαν στο τρένο οι αστυνομικοί για διαβατηριακό έλεγχο. Σημειώνω ότι το τρένο μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας περνούσε τότε και από Ελληνικό έδαφος, μισό περίπου χιλιόμετρο και έβλεπες την Ελληνική σημαία και τη σκοπιά με το στρατιώτη.
Ο Τούρκος αστυνομικός μπήκε στο κουπέ όπου καθόμουν κι εγώ και ζήτησε τα διαβατήριά μας. Τότε ταξίδευα με διαβατήριο στο οποίο, όπως και σήμερα δεν φαινόταν το όνομα του κατόχου του απ’ έξω και έγραφε το Κυπριακή Δημοκρατία με ίσα σε μέγεθος γράμματα στα Ελληνικά, στα Τουρκικά και στα Αγγλικά. Όταν ο αστυνομικός πήρε το διαβατήριό μου χαμογέλασε και κάτι είπε στα Τούρκικα. Μετά που είδε το όνομά μου είπε: «Α Γιουνάν!» Το μετροφύλισε και μου είπε στα Αγγλικά:
-          Δεν έχει χώρο για να βάλω σφραγίδα!
Πράγματι το διαβατήριό μου ήταν γεμάτο από βίζες και σφραγίδες αλλά υπήρχε κάπου χώρος για άλλη μια σφραγίδα.
-          Υπάρχει κάπου λίγος χώρος, ήταν η απάντησή μου.
-          Όχι!
Πήρε το διαβατήριό μου και έφυγε. Η αλήθεια είναι ότι ανησύχησα αλλά δεν είπα τίποτα. Σε λίγο επέστρεψε πίσω και μου είπε χαμηλόφωνα να μην ακούει κανένας άλλος:
-          Κανονικά θα πρέπει να πας στην ΄Αγκυρα στην πρεσβεία της χώρας σου να βγάλεις άλλο διαβατήριο. Δώσε εκατό δολάρια και θα βάλω σφραγίδα!
-          Είμαι φοιτητής και δεν έχω λεφτά!
-          Δώσε πενήντα!
-          Δεν έχω!
΄Εφυγε και πάλι με το διαβατήριό μου. Δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος και σηκώθηκα να πάω στο κουπέ όπου κάθονταν οι δύο αστυνομικοί και είπα σ’ αυτόν που κρατούσε το διαβατήριό μου:
-          Στον επόμενο σταθμό θα κατέβω να μιλήσω με τον αξιωματικό υπηρεσίας και με την πρεσβεία της Κύπρου και θα τους πω ότι μου κατακρατάτε το διαβατήριό μου!
Αυτά είπα και επέστρεψα στο κουπέ μου. Σε λίγο ήρθε ο αστυνομικός και μου έδωσε το διαβατήριό μου σφραγισμένο λέγοντας κάτι στα Τούρκικα, προφανώς κάποια βρισιά!
Στους σταθμούς που κάνει το τρένο στην Τουρκία μέχρι την Κωνσταντινούπολη μαζεύονταν μικρά παιδιά όταν έφτανε το τρένο και ζητούσαν από τους επιβάτες να τους ρίξουν κάτω όσα μπουκάλια, κυρίως γυάλινα, δεν ήθελαν ή κανένα κέρμα.
΄Εξω από την Αγιά-Σοφιά επίσης μαζεύονταν μικρά παιδιά και με μερικές λέξεις Ελληνικά που έμαθαν προσπαθούσαν να πουλήσουν στους επισκέπτες καρτ-ποστάλ και άλλα μικρά ενθύμια. Την πρώτη φορά που μπήκα στην Αγιά-Σοφιά, στάθηκα κάτω από το θόλο και κοίταξα ψηλά. Είχα την εντύπωση πως ήταν ανοιχτά και έβλεπα το γαλάζιο χρώμα του ουρανού όπως το βλέπουμε συνήθως σε όλες τις Βυζαντινές εκκλησίες. Θέλω να πιστεύω πως αυτό οφείλεται στην αρχιτεκτονική του ναού και όχι σε συναισθηματικούς λόγους όταν ένας Έλληνας μπαίνει στην Αγιά-Σοφιά!
Κ.Α.Χ.

10.3.2015 

Πρωτοχρονιά στο τρένο

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ
Παραμονή πρωτοχρονιάς, αν θυμάμαι καλά το 1970 και βρέθηκα, με ένα σακίδιο στον ώμο, στο σιδηροδρομικό σταθμό και με ένα εισιτήριο στο χέρι για Κωνσταντινούπολη, μετ επιστροφής. Γιατί αποφάσισα να ταξιδέψω την παραμονή πρωτοχρονιάς ούτε και σήμερα δε μπορώ να το εξηγήσω!
Επιβιβάστηκα στο τρένο, το οποίο είχε ελάχιστους επιβάτες και μπήκα σε ένα κουπέ όπου καθόταν ένα κορίτσι στην ηλικία μου περίπου. Χαιρέτισα, έβαλα το σακίδιό μου στο χώρο αποσκευών, κάθισα και το τρένο ξεκίνησε. Μέχρι να φτάσουμε στα σύνορα της Βουλγαρίας το τρένο είχε αδειάσει. Μείναμε μόνο δυο επιβάτες, το κορίτσι που ήταν από την Τουρκία αλλά ζούσε στη Γερμανία κι εγώ!
Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό της Σόφιας στις δώδεκα παρά τέταρτο. Καθόμασταν στο κουπέ και βλέπαμε τα φώτα της πόλης. Τα μεσάνυχτα φωτίστηκε ο ουρανός από βεγγαλικά που ανάγγελλαν τον ερχομό του νέου χρόνου. Ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο με αγκαλιές και φιλιά «ευτυχισμένο το 1971» οπότε μπήκε στο βαγόνι ένας μεθυσμένος Βούλγαρος με μια μπουκάλα ρακί στο χέρι. Μας αγκάλιασε και μας ευχήθηκε. Μας πρόσφερε και ρακί από τη μπουκάλα του που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε γιατί έτσι όπως ήταν «υπό την επήρεια αλκοόλης», όπως λέει και η αστυνομία, δεν ξέραμε αν θα θύμωνε και πως θα αντιδρούσε. Ο Βούλγαρος μετά που αδειάσαμε το μπουκάλι με το ρακί μας αποχαιρέτησε και κατέβηκε από το τρένο. ΄Ετσι μείναμε και πάλι μόνο δύο επιβάτες.
Μετά από τρία τέταρτα περίπου ξεκίνησε το τρένο και είχε ήδη χαράξει το πρώτο φως της μέρας όταν φτάσαμε στα σύνορα της Τουρκίας. Στους επόμενους δυο ή τρεις σταθμούς που έκανε το τρένο μέσα στην Τουρκία επιβιβάστηκαν και άλλοι επιβάτες. Μέσα στο τρένο έγινε ο διαβατηριακός έλεγχος ενώ ο τελωνειακός θα γινόταν κατά την άφιξή μας στην Κωνσταντινούπολη.
Φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και ήδη είχα συνεννοηθεί με το κορίτσι από την Τουρκία να με βοηθήσει να βρω ξενοδοχείο. ΄Εβαλα το σακίδιό μου στον ώμο και το κορίτσι μου ζήτησε να το βοηθήσω με τις αποσκευές του δίνοντάς μου μια μεγάλη τσάντα χεριού. Προχώρησα προς τον τελωνειακό έλεγχο όπου κάτι μου είπε στα τούρκικα ο τελώνης. Δεν κατάλαβα και του έδωσα το διαβατήριό μου. Τότε μου έδειξε να περάσω χωρίς να κοιτάξει τις αποσκευές μου. Κοίταξα πίσω και είδα ότι είχαν ανοίξει και τις δύο βαλίτσες που μετέφερε το κορίτσι του τρένου.
Αφού βγήκε κι αυτή έξω πήραμε ταξί για το ξενοδοχείο στο οποίο μου σύστησε να μείνω. ΄Ηταν ένα καλούτσικο ξενοδοχείο «Βόσπορος» λεγόταν, απέναντι από το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και πολύ κοντά στην «κλειστή αγορά». Στο ξενοδοχείο ενώ περίμενα να μου δώσουν το κλειδί του δωματίου που θα έμενα το κορίτσι μιλούσε με σοβαρό ύφος με το ξενοδόχο ο οποίος σε κάποια στιγμή άπλωσε εφημερίδες στο πάτωμα και άδειασε σ αυτές το περιεχόμενο της χειραποσκευής που πέρασα από το τελωνείο, «βοηθώντας» το κορίτσι του τρένου. Η τσάντα ήταν γεμάτη τσάι το οποίο όπως είχα μάθει αργότερα ότι έχει μεγάλη κατανάλωση στην Τουρκία και η τουρκική κυβέρνηση το φορολογούσε βαριά. Γι αυτό και γινόταν λαθρεμπόριο τσαγιού, τότε, σήμερα δεν ξέρω.
Το κορίτσι πήρε λεφτά από το ξενοδόχο, αρκετά λεφτά απ ότι πρόσεξα και ύστερα με αποχαιρέτησε. Πήρα όμως κι εγώ το μάθημα μου. Να μη μεταφέρω αποσκευές αγνώστων και  ότι το τσάι είχε μεγάλη αξία στην Τουρκία!
Κ.Α.Χ.

9.3.2015   

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Δυο τσιγάρα δρόμο (συνέχεια)

ΔΥΟ ΤΣΙΓΑΡΑ ΔΡΟΜΟ (συνέχεια)
Ώστε δυο τσιγάρα δρόμο και θα είμαστε στη συνοριακή διάβαση. ΄Ετσι μας είπε ο οδηγός που μας πήρε και μας άφησε στη μέση του πουθενά για να πάρει το χωματόδρομο για τη φάρμα του.
Ο φίλος μου ο Γερμανός είχε τελειώσει το τρίτο του τσιγάρο όταν πράγματι στο βάθος σ΄ εκείνο το πράσινο άρχισαν να ξεχωρίζουν δέντρα. Μας πήρε ακόμη άλλες δυο ώρες ποδαρόδρομο να φτάσουμε ως εκεί και ο Γερμανός κάπνισε ακόμη τρία τσιγάρα. Εγώ ήμουνα μέσα στην τρελή ταλαιπωρία. Φορούσα κάτι παπούτσια με σχετικά ψηλό τακούνι. Εκείνη την εποχή ήταν στη μόδα τα αντρικά παπούτσια με ψηλό τακούνι. Επίσης φορούσα παντελόνι «καμπάνα» που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή. ΄Ηταν 30 Οκτωβρίου και εξακολουθούσε να κάνει ζέστη παρόλο που ήμασταν στα βόρεια.
Δώσαμε τα διαβατήριά μας στους Γιουγκοσλάβους ,τότε, συνοριοφύλακες που αδιάφορα χωρίς καλά-καλά να μας κοιτάξουν τα σφράγισαν και μας χαιρέτισαν. Όταν φεύγεις από μια χώρα δεν κάνουν ιδιαίτερο έλεγχο. Όταν εισέρχεσαι είναι που σε ελέγχουν.
Μπήκαμε στο δωμάτιο που ήταν οι Έλληνες συνοριοφύλακες και δώσαμε τα διαβατήριά μας, οπότε ακούω αυτόν που κρατούσε το δικό μου να λέγει:
-          Γιάννη έλα να δεις κυπριακό διαβατήριο!
Τόσο σπάνια περνούσαν από εκεί Κύπριοι που του έκανε εντύπωση και κάλεσε το συνάδελφό του να δει κυπριακό διαβατήριο. Μετά έριξε μια ματιά έξω και με ρώτησε:
-          Το αυτοκίνητό σας πού είναι; Ο άνθρωπος δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να είχαμε πάει εκεί με τα πόδια.
-          Μας άφησε με βλάβη λίγο πιο πίσω στη Γιουγκοσλαβία. Του απάντησα έτσι γιατί δε θα μπορούσα να του εξηγήσω την περιπέτειά μας και να με πάρει στα σοβαρά.
-          Και τώρα πού θα πάτε;
-          Στη Φλώρινα.
-          Να σας φωνάξω ταξί. Δεν υπάρχει άλλο μέσο μέχρι τη Φλώρινα. Δεν είναι μακριά ούτε και κοστίζει πολλά!
Πήραμε το ταξί και πήγαμε στο κέντρο της Φλώρινας. Καθίσαμε σε μια καφετέρια στη γωνιά του δρόμου, αν θυμάμαι καλά και ήπιαμε καφέ. Φάγαμε και τυρόπιτα και τραβήξαμε για το σιδηροδρομικό σταθμό. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη όταν έπεφτε το πρώτο σκοτάδι και πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο στην Εγνατίας όπου αποκοιμηθήκαμε μέχρι την επόμενη μέρα. Τόση ήταν η κούραση μας!
Την επομένη πήγαμε στην Καμάρα όπου ήπιαμε καφέ και φάγαμε μπουγάτσα. Ακολούθως πήραμε το ΚΤΕΛ και πήγαμε στην Αγία Τριάδα για μπάνιο παρά του ότι ήταν η τελευταία μέρα του Οκτώβρη.
Θυμάμαι το φίλο μου το Γερμανό με το μαγιό να κάνουμε βουτιές και να βγαίνει έξω να βρει χαρτομάντιλο για τη μύτη του!
Τελειώσαμε το μπάνιο μας και καθίσαμε σε ένα εστιατόριο παραθαλάσσιο για ψάρι. Το γκαρσόνι μας έλεγε τι ψάρια είχε κι εμείς του λέγαμε ¨βάλε δυο στα κάρβουνα, ρίξε μισό κιλό στο τηγάνι κλπ». Σε μισή ώρα ήρθε το γκαρσόνι και μας ρώτησε:
-          Πότε θα έρθουν οι υπόλοιποι για να αρχίσω και το τηγάνισμα;
-          Μα δεν περιμένουμε άλλους!
-          Καλά, πώς θα φάτε τόσο ψάρι δυο άτομα; Θα αφαιρέσω τα τηγανιτά. Αυτά στα κάρβουνα ψήνονται ήδη!
Απολαύσαμε το ψάρι και το κρασί μας, οπότε λέω στο Γερμανό:
-          Αυτός που μας είπε δυο τσιγάρα δρόμο φαίνεται πως καπνίζει τρία τη μέρα!

Κ.Α.Χ.

7.3.2015

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Δυο τσιγάρα δρόμο

ΔΥΟ ΤΣΙΓΑΡΑ ΔΡΟΜΟ
Η συζήτηση με το φίλο μου το Βάκη για καθορισμό του χρόνου με τη μέθοδο «όσο κρατάει ένας καφές» εκτός του ότι μου θύμισε το ομώνυμο τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη μου έφερε στο νου και μια άλλη ιστορία από τα φοιτητικά χρόνια.
Βρέθηκα στο Μοναστήρι (Μπίτολα) που τότε ανήκε στη Γιουγκοσλαβία και σήμερα βρίσκεται στο κράτος των Σκοπίων όπως το αποκαλούν οι ΄Ελληνες  παίρνοντας το όνομα της πρωτεύουσάς του. Οι ίδιοι οι κάτοικοί του αποκαλούν το κράτος τους «Μακεντόνιγια», ο υπόλοιπος κόσμος «Μασεντόνια» (Macedonia) και όταν είναι παρόντες και Έλληνες, στα επίσημα βήματα, το αποκαλούν FYROM (ΠΓΔΜ, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Βρέθηκα εκεί με ένα φίλο μου Γερμανό καθοδόν προς τη Θεσσαλονίκη. Φυσιολογικά θα με ρωτήσετε πως βρέθηκα εκεί και δεν πήγα απευθείας στη Θεσσαλονίκη. Για δύο λόγους, πρώτο θέλαμε να δούμε το Μοναστήρι και δεύτερο βρήκαμε δυο δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια, μιας διαδρομής για το Μοναστήρι. Το κορίτσι του Γερμανού φίλου μου εργαζόταν σε μια αεροπορική εταιρεία και δικαιούταν δωρεάν εισιτήρια. ΄Εβγαλε δυο εισιτήρια το ένα στο όνομα του πατέρα της και το άλλο στο όνομα του αδελφού της και έτσι ταξιδέψαμε μέχρι το Μοναστήρι. Σήμερα κάτι τέτοιο φαντάζει αδιανόητο με τους αυστηρούς ελέγχους για την τρομοκρατία και την ασφάλεια. Τότε δεν υπήρχε καθόλου έλεγχος ταυτοποίησης αυτού που ταξιδεύει σε σχέση με το εισιτήριο και το ταξιδιωτικό έγγραφο. ΄Ηταν αρκετό να κρατάς ισχύον εισιτήριο με το κίτρινο αυτοκόλλητο για την κράτηση και να έχεις στο διαβατήριο βίζα για τη χώρα προορισμού. Αυτό μόνο έλεγχαν. Εξάλλου όταν είχες δωρεάν εισιτήριο σε θεωρούσαν συνάδελφο και σε εξυπηρετούσαν!
΄Ετσι βρέθηκα στο Μοναστήρι θαυμάζοντας τα κτήρια με ελληνικό χαρακτήρα, σχολεία, το προξενείο, σπίτια πλουσίων Ελλήνων, κυρίως εμπόρων, που ζούσαν κάποτε εκεί στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θυμάμαι ότι φάγαμε γλυκά του ταψιού σε ένα ζαχαροπλαστείο που ονομαζόταν «Κυρά Φροσύνη». Τότε είχα φέρει στο νου μου ένα ντοκιμαντέρ με το σουλτάνο που είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι, που γύρισαν οι αδελφοί Μανάκη, πρωτοπόροι του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Επισκεφθήκαμε και μερικές εκκλησίες με βυζαντινές τοιχογραφίες και καταλήξαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουμε το τρένο για τη Φλώρινα ή τη Θεσσαλονίκη.
Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε ότι δεν υπάρχει επιβατηγό τρένο για την Ελλάδα. Σημειώνω ότι η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στα Βαλκάνια ήταν Μοναστήρι-Θεσσαλονίκη! Προσπαθήσαμε να πείσουμε το σταθμάρχη να μας επιβιβάσει σε φορτηγό τρένο αλλά στάθηκε αδύνατο. Το μόνο που μας έμενε ήταν το ωτο-στοπ!
Βγήκαμε έξω από την πόλη στο δρόμο όπου μια πινακίδα που έγραφε «προς Ελλάδα» Η κίνηση ήταν ελάχιστη. Σταμάτησε τελικά ένα φορτηγάκι, του εξηγήσαμε που πάμε και μας πήρε. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε. Στα αριστερά υπήρχε ένας χωματόδρομος και μας εξήγησε ότι θα πάρει το δρόμο αυτό για τη φάρμα του. Μας έδειξε στο βάθος κάτι που πρασίνιζε, σαν δέντρα που μόλις ξεχώριζαν σε τόση απόσταση και μας είπε να συνεχίσουμε με τα πόδια. «Είναι μακριά;» τον ρώτησα. «΄Όχι! Δυο τσιγάρα δρόμο!»
Ένα νέο μέτρο καταγραφής του χρόνου έμπαινε στη ζωή μου …

Κ.Α.Χ.
5.3.2015


Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

΄Οσο κρατάει ένας καφές

ΟΣΟ ΚΡΑΤΑΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΦΕΣ
Ακόμη δεν είχα προσεγγίσει καλά-καλά το τραπεζάκι που καθόταν ο φίλος μου ο Βάκης σε καφετέρια της οδού Λήδρας όπου είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε για καφέ και μου λέει:
-          Γιατί έτσι καθυστερημένος;
-          Ε όχι και καθυστερημένος! Αργοπορημένος θα εννοείς! Πάω να φέρω καφέ και θα σου εξηγήσω.
Επέστρεψα με δυο αχνιστούς αρωματικούς καφέδες, τους έβαλα στο τραπεζάκι και κάθισα.
-          Καθοδόν σταμάτησα στο φίλο μου το Χρίστο, καθίσαμε για καφέ και τα είπαμε για λίγο όσο κρατάει ένας καφές και μάλιστα κυπριακός ή ελληνικός ή βυζαντινός που στην πραγματικότητα είναι τούρκικος.
-          Τούρκικος;
-          Τούρκικος μάλιστα. ΄Όχι ο καφές φυσικά αλλά ο τρόπος ψησίματός του. Όταν οι Τούρκοι πολιορκούσαν τη Βιέννη είχαν μαζί τους καφέ που τον έψηναν με τον τρόπο που λέμε σήμερα κυπριακός καφές.
-          Καλά γιατί δεν μου τηλεφώνησες ότι θα αργήσεις λίγο να ξέρω να μην ανησυχώ;
-          Είπα λίγη αργοπορία, όσο κρατάει ένας κυπριακός καφές δεν πειράζει. Εξάλλου ξέρεις τη σχέση μου με τα τηλέφωνα!
-          Το πόσο κρατάει ένας καφές όμως από μας εξαρτάται.
-          Όχι! Εξαρτάται από τον καφέ! Για παράδειγμα ο εσπρέσο κρατάει μερικά δευτερόλεπτα και τον πίνεις στο πόδι.
-          Ναι αλήθεια. Τότε που πήγαμε μαζί εκδρομή στην Ιταλία μας είχε κάνει εντύπωση που οι Ιταλοί στα όρθια έπιναν τον καφέ τους και συνέχιζαν το δρόμο τους.
-          Τι άλλο μας είχε κάνει εντύπωση;
-          Τι άλλο;
-          Που μας χρέωναν το νερό! ΄Οπου ζητούσαμε ένα ποτήρι νερό μας έφερναν και μας το χρέωναν!
-          Τώρα κάνουν τα ίδια και στην Κύπρο! Παραγγέλλεις καφέ κυπριακό και σου τον φέρνουν χωρίς νερό! Αν είναι δυνατόν ο κυπριακός καφές χωρίς νερό!
-          Το κάνουν για να ζητήσεις νερό και σου φέρνουν εμφιαλωμένο για να σου το χρεώσουν. Λοιπόν σε διάρκεια ακολουθεί τον εσπρέσο ο κυπριακός καφές, ειδικά αν βάλεις και λίγο νερό σ΄αυτόν τότε κανονικά τελειώνει σε πέντε-έξι λεπτά. Αυτός ο ζεστός καφές, αμερικάνο ή φίλτρου κρατάει περίπου μισή ώρα. Εκείνος που διαρκεί ώρες πολλές είναι ο φραπέ το καλοκαίρι, ειδικά στην Ελλάδα που σου προσθέτουν και άλλα παγάκια αν θέλεις!
-          Ώστε τόσο κρατάει ένας καφές και επομένως δεν χρειαζόταν να μου τηλεφωνήσεις ότι θα αργήσεις!
-          Ναι και να προσέχεις από τους έρωτες που κρατάνε όσο κρατάει ένας καφές!
Κ.Α.Χ.

4.3.2015