Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Κατ' εικόνα και καθ ομοίωσιν

ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘ’ ΟΜΟΙΩΣΙΝ
Χτες κτύπησε το τηλέφωνό μου αλλά δεν το απάντησα. Συνήθως δε σηκώνω το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού μου με τη σκέψη ότι θα είναι κάποιος άγνωστος, γιατί αν ήταν φίλος ή γνωστός θα με έπαιρνε στο κινητό. Εξάλλου είναι γνωστό «πως όταν κτυπάει το τηλέφωνο εννιά φορές στις δέκα είναι για κακό!» Σε λίγο κτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Βάκης.
-          Γιατί δεν απαντάς;
-          Αφού μιλάμε, πώς δεν απαντώ;
-          Έλα τώρα! Το σταθερό εννοώ! Αλλά άσε, καλά που μου απάντησες έστω και το κινητό. Έρχομαι να σε πάρω να πάμε στη Λάρνακα, αν δεν έχεις κάτι το καλύτερο.
-          Σε περιμένω, έλα τι το καλύτερο να έχω με τέτοιες ζέστες;
Σε δεκαπέντε λεπτά κατέφθασε ο φίλος μου ο Βάκης και σε μισή ώρα ήμασταν στην ακτή Μακένζη και βουτούσαμε στη θάλασσα. Κάναμε μπάνιο για κανένα μισάωρο, αλλάξαμε και καθίσαμε στη συνηθισμένη μας καφετέρια. Απολαμβάναμε τον καφέ μας και χαζεύαμε τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν περνώντας χαμηλά από μπροστά μας. Πολλά αεροπλάνα πολλών εταιρειών που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια στο δάσος ή μάλλον στη ζούγκλα του σκληρού ανταγωνισμού στον τομέα των αερομεταφορών.
-          Βάκη τι μεταφέρουν τα αεροπλάνα αυτά;
-          Τουρίστες, τι άλλο;
-          Τουρίστες από τη βόρεια Ευρώπη με λευκό ευαίσθητο δέρμα για να μαυρίσουν και να πάνε πίσω να ξεχειμωνιάσουν!
-          Θα μας αφήσουν όμως και τα Ευρώ τους!
-          Ναι θα πληρώνουν για τη ξαπλώστρα καμιά δεκαριά Ευρώ τη μέρα για να «ψήνονται» στον ήλιο. Και σε καμιά τριανταριά χρόνια να κινδυνεύουν  να παρουσιάσουν καρκίνο του δέρματος!
-          Τι είναι αυτά που λες;
-           Διάβαζα τις προάλλες σε μια Αγγλική εφημερίδα ότι παρουσιάζεται έξαρση του καρκίνου του δέρματος στους εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες και ότι οι ειδικοί την αποδίδουν στην έκθεση στον ήλιο από τότε που ήταν είκοσι και τριάντα χρονών και έκαναν κάθε χρόνο διακοπές στις ακτές της Μεσογείου!
Κι εμείς παρόλα αυτά κοιτάζαμε τα όμορφα, ελκυστικά κορμιά των νεαρών τουριστριών και «θαυμάζαμε» κάτι μεγάλες κοιλιές σε άντρες λουόμενους λες και είχαν άδειασει κανένα βαρέλι μπύρα.
-          Κοίταξε αυτόν πόσο μεγάλη κοιλιά έχει!
-          Αν στεκόσουν στη γωνία, φίλε Βάκη, θα έβλεπες πρώτα την κοιλιά και σε τριάντα δευτερόλεπτα θα εμφανιζόταν και ο κάτοχός της!
-          Ο θεός δε δημιούργησε τον άνθρωπο;
-          Ναι και μάλιστα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Δεν μπορώ να φανταστώ το θεό με τέτοια κοιλιά! Έδωσε όμως και μυαλό στον άνθρωπο για να μην τρώει σαν ζώο!
Κ.Α.Χ.

28.7.2015 

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Διάλογοι από το ραδιόφωνο

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Με το φίλο μου το Βάκη πίναμε το φραπέ μας σε καφετέρια της οδού Λήδρας στη δροσιά του συστήματος κλιματισμού. Όλοι ψάχνουν τώρα για μια θέση μέσα στην καφετέρια. Στον κλιματιζόμενο χώρο, αφού έξω η ζέστη είναι ανυπόφορη. Κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων.
-          Βάκη σήμερα το πρωί άκουσα από ένα ραδιοφωνικό σταθμό τον εξής διάλογο:
-          «Ναι καλημέρα σας, σας ακούμε»
-          «Εγώ μιλώ;»
-          «Ναι εσείς μιλάτε. Είστε στον αέρα!»
-          «Είμαι ναυαγοσώστης και παίρνω για να σας πω ότι ξεκινούμε δουλειά στις εννέα η ώρα και τελειώνουμε στις πέντε. Οι λουόμενοι τις άλλες ώρες κινδυνεύουν! Σημειώστε ότι πάρα πολλοί κάνουν το μπάνιο τους νωρίς το πρωί και φεύγουν πριν ακόμη ξεκινήσουν δουλειά οι ναυαγοσώστες»
-          «Μα αυτό είναι απαράδεκτο! Πρέπει η Κυβέρνηση να φροντίσει να εργάζονται οι ναυαγοσώστες για τουλάχιστο δώδεκα ώρες. Ειδικά τώρα το καλοκαίρι»
-          «Να πω ακόμη κάτι;»
-          «Ναι σας ακούμε!»
-          «Ζητούμε ακόμη κατοχύρωση του επαγγέλματος του ναυαγοσώστη. Είναι απαράδεκτο να δουλεύουμε εννέα μήνες το χρόνο και τους άλλους τρεις να μην πληρωνόμαστε»
-          «Έχετε απόλυτο δίκαιο!»
-          Δηλαδή η δημοσιογράφος αγαπητέ Βάκη που κατέχει τα πάντα βρίσκει δίκαιο στους ναυαγοσώστες. Δε διερωτάται όμως, κάνοντας «διεισδυτική δημοσιογραφία» για το πού θα βρεθούν τα απαραίτητα χρήματα! Άκου και τον ακόλουθο διάλογο:
-          «Καλημέρα κορούλα μου και συγχαρητήρια για την εκπομπή σου»
-          «Ευχαριστώ πολύ κυρία Μαρία»
-          «Να πω ένα παράπονο για το νοσοκομείο κόρη μου. Περίμενα πάνω που μία ώρα για εγγραφή για να με δει ο γιατρός!»
-          «Μια ώρα κυρία Μαρία; Μα είναι απαράδεκτο!»
-          «Κόρη μου έχει τρία παραθυράκια για εγγραφή αλλά μόνο το ένα ήταν ανοιχτό»
-          «Απαράδεκτο! Πρέπει να ανοίγουν και τα τρία!»
-          Και πάλι η δημοσιογράφος δε διερωτάται πού θα βρεθούν τα χρήματα για να δουλεύουν όλες οι θυρίδες στα νοσοκομεία και στα εξωτερικά ιατρεία.
-          Φίλε μου οι «δημοσιογράφοι απλά βγάζουν τον κόσμο στον αέρα για να γεμίζουν την ώρα που έχουν στη διάθεσή τους.
-          Έχεις δίκαιο αλλά άκου τι είπαν!
-          Μου θυμίζεις το τηλεοπτικό παιγνίδι «Άκου τι είπαν»
-          Ακριβώς! Ρωτήσαμε εκατό ανθρώπους να μας πουν: «Να δουλεύουν δώδεκα ώρες οι ναυαγοσώστες  και να πληρώνονται για όλο το χρόνο;» Και οι εκατό απάντησαν «ναι»! Ρωτήσαμε εκατό ανθρώπους να μας πουν: «Να στελεχώνονται όλες οι θυρίδες στα νοσοκομεία και στα εξωτερικά ιατρεία για εγγραφή των ασθενών;» Και οι εκατό απάντησαν «ναι»!
-          Μα ήταν επόμενο, τι περίμενες να σου απαντήσουν;
-          Περίμενε, ακόμη δεν τέλειωσε το «Άκου τι είπαν».
-          Λέγε!
-          Ρωτήσαμε εκατό ανθρώπους να μας πουν: «Συμφωνείτε να αποκοπεί από το μισθό σας ή από τη σύνταξή σας ένα τοις εκατόν για να πληρώνονται οι ναυαγοσώστες για δώδεκα ώρες και οι γραφείς στα νοσοκομεία για να στελεχώνονται όλες οι θυρίδες εγγραφής ασθενών;» Και οι εκατόν απάντησαν «όχι»!

Κ.Α.Χ.

      27.7.2015

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Η άδεια τσάντα

Η ΑΔΕΙΑ ΤΣΑΝΤΑ
Η Cathrine Lawson  άπλωσε νωχελικά το χέρι στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού και διαπίστωσε ότι ο σύζυγός της Richard Lawson, ταγματάρχης του Αγγλικού στρατού, δεν είχε ακόμη επιστρέψει στο σπίτι τους.
Ήταν ξημερώματα της πρώτης Απριλίου, γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα όταν το τηλέφωνο της οικίας Lawson στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, μιας αριστοκρατικής συνοικίας της Λευκωσίας με όμορφες μονοκατοικίες, της δεκαετίας του πενήντα, με κήπους και πολύ πράσινο, κτυπούσε επίμονα. Ο ταγματάρχης Lawson σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήγε στο γραφείο και σήκωσε το ακουστικό. Σε λίγο επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και στα σκοτεινά, για να μην ενοχλήσει τη Cathrine, άρχισε να ντύνεται βάζοντας τη στρατιωτική του στολή. Η Cathrine που είχε ξυπνήσει από το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου, ρώτησε:
-          Τι συμβαίνει darling;
-          Κάτι το υπηρεσιακό. Πρέπει να πάω στο γραφείο. Κοιμήσου εσύ.
Ένα στρατιωτικό όχημα Land Rover κατέφθασε σε λίγο και σταμάτησε μπροστά από την είσοδο της οικίας Lawson, με τρεις ένοπλους Άγγλους στρατιώτες. Ο Λοχίας που ήταν επικεφαλής κατέβηκε από το όχημα και χαιρέτησε στρατιωτικά τον ταγματάρχη, ο οποίος κάθισε στη θέση του συνοδηγού και έφυγαν για τα Woosley barracks.
Η Cathrine στριφογύρισε μερικές φορές στο κρεβάτι αλλά δεν την έπαιρνε ο ύπνος και πάλι αφού ήδη το φως του ήλιου φώτισε αρκετά το δωμάτιο. Κάθισε στο κρεβάτι και καθώς έψαχνε με τα πόδια τις παντούφλες της, σήκωσε το ξυπνητήρι από το κομοδίνο και είδε την ώρα. Ήταν ήδη οχτώ και μισή. Σηκώθηκε και έβαλε τη ρόμπα της. Βγήκε από το υπνοδωμάτιο και πήγε στην τζαμαρία. Ήταν κιόλας Απρίλης μήνας και ο ήλιος της Κύπρου ζέσταινε για καλά την ατμόσφαιρα. Άνοιξε το παράθυρο και φώναξε:
-          Zenon!
-          Yes madam!
Εκτός από το «yes madam» ο Ζήνων, ο ηλικιωμένος κηπουρός από ένα χωριό κοντά στη Λευκωσία, δεν ήξερε τίποτα άλλο στα Αγγλικά. Γι αυτό και η Cathrine επιστράτευσε τα Ελληνικά της και συνέχισε:
-          Ζήνων, πρέπει να φυτέψεις τα λουλούδια που είναι μέσα στα σακουλάκια στο γκαράζ! Είναι καιρός!
-          Yes madam, απάντησε ο Ζήνων και συνέχισε να σκαλίζει το χώμα γύρω από τα φυτά των τριανταφυλλιών που ήταν φυτεμένα σε μορφή στρατιωτικής παράταξης δίπλα από το πλακόστρωτο που οδηγούσε από την πόρτα της αυλής στα σκαλοπάτια της εισόδου του σπιτιού.
Η Cathrine έκλεισε το παράθυρο της τζαμαρίας γιατί ένοιωσε λίγη ψυχρίτσα. Ναι μεν ο ήλιος ζεσταίνει αυτή την εποχή στο νησί αλλά είναι ακόμη πρωί, Απρίλης μήνας και μάλιστα πρωταπριλιά. Κάθισε στην αναπαυτική καρέκλα δίπλα από ένα τραπεζάκι και φώναξε:
-          Μαρούλα! Το τσάι μου, εδώ στην τζαμαρία!
-          Μάλιστα κυρία!
Η Μαρούλα ήταν η οικονόμος του σπιτιού. Ερχόταν κι αυτή από ένα χωριό κοντά στη Λευκωσία, καθάριζε και μαγείρευε. Ήταν μια γεροδεμένη χοντρή γυναίκα, χήρα -- ο άντρας της πέθανε πριν χρόνια, καμιά τριανταριά, αφήνοντάς την με ένα μικρό παιδί -- γύρω στα πενήντα πέντε της, έτοιμη για κάθε δουλειά, γυναικεία ή αντρική! Ερχόταν κάθε πρωί στις εφτά η ώρα και έφευγε στις τρεις το απόγευμα.
Έφερε λοιπόν η Μαρούλα το τσάι της κυρίας και προσπαθούσε να καταλάβει πού είναι ο κύριος. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε μπροστά από το σπίτι ένα στρατιωτικό όχημα από το οποίο κατέβηκε ο Richard που πήγε κατευθείαν στην τζαμαρία.
-          Θα πιω κι εγώ ένα τσάι και θα πάω για ύπνο. Χρειάζομαι λίγη ανάπαυση.
-          Τι συμβαίνει Richard;
-          Τίποτα το ιδιαίτερο darling. Έγιναν ψες κάποιες εκρήξεις και κυκλοφόρησε μια προκήρυξη από μια οργάνωση, πώς την είπαν; … ΕΟΚΑ. Ναι και υπογράφει κάποιος Διγενής.
-          Διγενής;
-          Ναι, όπως εξήγησε ο Αστυνόμος Andrew Edwin που σπούδασε τα Ελληνικά στο Kings College στο Λονδίνο, Διγενής σημαίνει από δύο γένη.
-          Δηλαδή Έλληνας και Κύπριος;
-          Ναι, υποθέτω!

                                                              ***

Εκείνο το πρωινό ο Αυγουστιάτικος ήλιος στο νησί έκαιγε, «έσπαγε πέτρες» όπως λεν οι ντόπιοι. Η Cathrine πρόσεξε κάτι τι παράξενο στη συμπεριφορά της Μαρούλας. Ήταν κατακόκκινη, ίδρωνε και έτρεμαν τα χέρια της           
-  Μαρούλα, αν δεν νοιώθεις καλά μπορείς να πας σπίτι σου.
-  Όχι κυρία είμαι καλά, ίσως η ζέστη!
Δεν ήταν όμως η ζέστη. Ο γιος της Μαρούλας που «είχε μυηθεί στην οργάνωση», την ΕΟΚΑ  είχε δώσει στη μητέρα του μια τσάντα από μουσαμά με μια ωρολογιακή βόμβα ρυθμισμένη να εκραγεί η ώρα τρεις και μισή το απόγευμα. Έπεισε τη μητέρα του να αφήσει τη τσάντα κάτω από το γραφείο του ταγματάρχη Richard Lawson και να φύγει από το σπίτι στις τρεις η ώρα όπως κάθε μέρα.
Η Μαρούλα αποχαιρέτησε εκείνη την Αυγουστιάτικη μέρα την κυρία Cathrine Lawson, αλλά τη βασάνιζε η σκέψη ότι θα μπορούσε να σκοτωθεί άνθρωπος από την έκρηξη της βόμβας. Καταλάβαινε ότι οι Άγγλοι στερούσαν από την πατρίδα της την ελευθερία και ότι ο μοναχογιός της ήταν έτοιμος να θυσιάσει την ίδιά του τη ζωή γι αυτή την ελευθερία. Όμως από την άλλη σκεφτόταν ότι κινδύνευε η ζωή ανθρώπων και δεν το άντεχε αυτό. Έτσι σε δέκα λεπτά επέστρεψε πίσω. Της άνοιξε η Cathrine με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια της.
-          Ξέχασα τη τσάντα μου κυρία. Την παίρνω και φεύγω!
-          Καλά μπορούσες να την πάρεις και αύριο!
-          Έχω αγοράσει παπούτσια για τον εγγονό μου που έχει σήμερα τα γενέθλιά του.
Η Μαρούλα πήρε τη τσάντα και έφυγε βιαστικά. Στάθηκε στην άκρη μιας γέφυρας εκεί κοντά, την άδειασε και συνέχισε το δρόμο της. Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη που άφησε επί τόπου νεκρή τη Μαρούλα και εκτόξευσε μακριά την άδεια τσάντα.

                                                                          ***

Την επομένη το πρωί το ζεύγος Lawson έπαιρνε το τσάι του στην τζαμαρία και άκουε τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο. «Από έκρηξη που σημειώθηκε πάνω από τη γέφυρα του Πεδιαίου ποταμού στον Άγιο Ανδρέα Λευκωσίας σκοτώθηκε η Μαρούλα Τρύφωνος … Εικάζεται ότι τη βόμβα τοποθέτησαν τρομοκράτες για να ανατινάξουν αυτοκίνητα του στρατού που διέρχονται από εκεί συχνά»
-          Η καημένη η Μαρούλα αν δεν επέστρεφε να πάρει τη τσάντα με τα παπούτσια του εγγονού της θα ήταν τώρα ζωντανή!
-          Όπως με ενημέρωσε ο Αστυνόμος Andrew Edwin βρέθηκε εκεί κοντά μια άδεια τσάντα από μουσαμά. Ήταν η τσάντα της κυρίας Μαρούλας. Αυτή που κρατούσε πάντα όταν ερχόταν στο σπίτι μας. Ήταν όμως άδεια.

                                                        ***

Ο στρατάρχης Richard Lawson απεβίωσε το 1995 σε ηλικία 87 ετών και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της γενέτειράς του York, έγραψαν οι Yorkshire Times  και πρόσθεσαν «ότι ο στρατάρχης υπηρέτησε πιστά τις ένοπλες δυνάμεις της  Α. Μ. της Βασίλισσας στην Κένυα και στην Κύπρο». Ο στρατάρχης πέθανε  χωρίς να μάθει ποτέ γιατί η τσάντα από μουσαμά που βρέθηκε στο σημείο που σκοτώθηκε η Μαρούλα, ήταν άδεια. Ο τάφος της Μαρούλας στο κατεχόμενο σήμερα χωριό της δε σώζεται. Βρέθηκε από το γιο της στο λεηλατημένο κοιμητήριο του χωριού της ένας σπασμένος σταυρός στον οποίο ακόμη και ένας καλός παρατηρητής με δυσκολία θα μπορούσε να διαβάσει το όνομά της!
Κ.Α.Χ.
22.7.2015


Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Όχι

ΟΧΙ
Πολλές φορές ο Ελληνικός λαός είπε ΟΧΙ σε πολλούς. Το 2015 ο Τσίπρας είπε ΟΧΙ στους Ευρωπαίους Μετά τους είπε ΝΑΙ αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Στις πλείστες γλώσσες της Ευρώπης το όχι ξεκινά με το γράμμα νι (νο, νιετ, νάιν κλπ) ενώ στην Ελληνική γλώσσα ξεκινά με το γράμμα όμικρον. Γιατί άραγε;
Μια φορά κι ένα καιρό στην εποχή των πρωτόγονων ανθρώπων υπήρχε ένα μικρό χωριό στην Αττική όπου ζούσε μια ελληνική φυλή. Οι γυναίκες ασχολούνταν με τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού και με τη γεωργία, την καλλιέργεια σιτηρών και τη συγκομιδή των ελιών. Οι άντρες πήγαιναν όλοι μαζί στο κυνήγι για να πετύχουν κανένα αγριοκάτσικο ή αγριογούρουνο ή και κανένα λαγό. Το θήραμα το μοιραζόντουσαν όλοι ανάλογα με τις ανάγκες τους αφού ήταν το αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς. Όλοι για τον ένα και ο ένας για όλους!
Ανάμεσα στους άντρες υπήρχε κάποτε και ένας ατίθασος χαρακτήρας που ήταν η προσωποποίηση της άρνησης, της ατομικότητας και της έλλειψης συνεργασίας. Του έλεγαν για παράδειγμα να πάει αριστερά για να κυκλώσουν το θήραμα κι αυτός πήγαινε ίσια με αποτέλεσμα το κατσίκι ή το γουρούνι να καταλαβαίνει τον κίνδυνο και να ξεφεύγει. Οι κυνηγοί εξαιτίας του πολλές φορές γύριζαν με άδεια χέρια οπότε καθοδόν τον βαρούσαν και τον έκαναν «μαύρο» στο ξύλο!
Αυτός από τον πόνο ούρλιαζε και φώναζε «οχ, οχ, όχιιι μάνα μου» αλλά μυαλό δεν έβαζε! Από αυτό το όχι έμεινε στην Ελληνική η άρνηση ΟΧΙ!
Έκτοτε όποτε ο Ελληνικός λαός λέγει ΟΧΙ τον κάνουν «μαύρο» όχι στο ξύλο πια αλλά με διάφορους άλλους τρόπους, π.χ. μνημόνια και άλλα παρόμοια!
Κ.Α.Χ.

17.7.2015

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Μαρίνα Ζυγίου

ΜΑΡΙΝΑ ΖΥΓΙΟΥ
Με το φίλο μου το Βάκη περπατούσαμε χτες το απόγευμα στη Μαρίνα Ζυγίου, με τη ψευδαίσθηση ότι θα κάψουμε τις θερμίδες που φορτώσαμε μετά το φαγοπότι του μεσημεριού! Και φευ, εκεί που περπατούσαμε έχοντας στο στόχαστρο τις θερμίδες, νάτη  η νέα πρόκληση! Στο χώρο της Μαρίνας υποτίθεται ότι απαγορεύεται η πλανοδιοπώληση, τουλάχιστο έτσι γράφει μια μεγάλη πινακίδα με διάφορες απαγορεύσεις. Νάσου μπροστά μας ένας πλανοδιοπώλης παγωτατζής με αυτοκίνητο στο οποίο υπάρχουν ζωγραφιές με ελκυστικά παγωτά. Μου λέει ο Βάκης:
-          Δεν παίρνουμε ένα παγωτό;
-          Και δεν παίρνουμε;
Με το παγωτό στο χέρι προχωρήσαμε και καθίσαμε σε ένα πέτρινο παγκάκι για να απολαύσουμε το παγωτό μας. Καθίσαμε σε απόσταση δύο μέτρα ο ένας από τον άλλο! Στη μια άκρη ο ένας και στην άλλη ο άλλος, γιατί το υπόλοιπο μέρος από το παγκάκι ήταν καταλερωμένο!
-          Κοίταξε τους ασυνείδητους -μου λέει ο Βάκης- έφαγαν τα παγωτά τους και λέρωσαν το παγκάκι.
-          Έχεις δίκαιο αυτή είναι ο αγωγή μερικών! Όμως δεν θα έπρεπε κάποιος αρμόδιος να φροντίζει για την καθαριότητα του χώρου; Φαίνεται όμως ότι από τότε που κατασκευάστηκε η Μαρίνα δεν καθαρίστηκαν οι χώροι της!
-          Ναι, είδες εκεί ανάμεσα στους ογκόλιθους πόσες ακαθαρσίες;
-          Πλαστικά μπουκάλια, τενεκεδάκια, χαρτιά, κιβώτια από πολυστερίνη κ.ά. Ακόμη και ένα ελαστικό από τροχό κάποιου οχήματος!
Καθώς τα λέγαμε αυτά ένα σκυλάκι πέρασε από μπροστά μας και πίσω του έτρεχε ένα παιδί. Ακολούθησε και δεύτερο σκυλάκι και πίσω του μια κυρία να το κυνηγά για να του περάσει το λουρί του.
-          Μα στην απαγορευτική πινακίδα γράφει ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος σε σκυλιά, λέει ο φίλος μου ο Βάκης.
-          Η πινακίδα μπήκε φαίνεται για τους τύπους! Αφού δεν υπάρχει κανένας να φροντίζει να τηρούνται οι κανόνες …
Με διέκοψε ένας εκκωφαντικός θόρυβος από μοτοποδήλατο με κομμένο το σωλήνα εξαερισμού. Ακολούθησε και δεύτερο μοτοποδήλατο. Δεν είμαι σίγουρος αν έκαναν κούρσες αλλά ο θόρυβος ήταν πολύ ενοχλητικός. Άσε που κινδύνευαν και οι πεζοί που περπατούσαν αμέριμνοι, ίσως γιατί πίστεψαν στην απαγορευτική πινακίδα!
-          Βάκη, πρόσεξες ότι ερχόμενοι προς τα εδώ περάσαμε από τα στενά, όχι των Θερμοπυλών, αλλά του εστιατορίου;
-          Ναι, αυτός ο «αφιλότιμος» δεν έβαλε τραπεζάκια μπροστά από το εστιατόριό του μόνο αλλά και στην άκρη του πρώτου πλατό της Μαρίνας και άφησε στη μέση ένα πέρασμα.
-          Αυτό, Βάκη, παίρνει διαστάσεις σκανδάλου. Ξόδεψε το κράτος εκατομμύρια για να βρει χώρο ο εστιάτορας να απλωθεί; Δε λέω, καλό είναι σε μια μαρίνα να υπάρχουν εστιατόρια και καφετέριες, αλλά αυτός το παράκανε. Πενταπλασίασε τη χωρητικότητα του εστιατορίου σε βάρος του δημοσίου, διότι δεν είναι δυνατόν να του δόθηκε τέτοια άδεια. Αν του δόθηκε ιδού «στάδιο δόξης λαμπρό» για το Γενικό Ελεγκτή!
-          Στο κάτω-κάτω ας δώσουν και σε άλλους που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του δρόμου άδειες να βάλουν τραπεζάκια όμως με λελογισμένο τρόπο και αριθμό.
-          Μα και στους πλανοδιοπώλες θα μπορούσαν να δώσουν άδειες, να εισπράξει και το κράτος κάτι και ας ορίσουν και τρία τέσσερα σημεία γι αυτούς, έτσι που να υπάρξει μια τάξη και να εξυπηρετούνται οι επισκέπτες της Μαρίνας.
Κ.Α.Χ.

16.7.2015

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η κτηνοτροφία στο Καϊμακλί (2)

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ (2)
Κάθε βοσκός ή κτηνοτρόφος στο Καϊμακλί, για σκοπούς αναπαραγωγής είχε στο κοπάδι του και έναν αριθμό αρσενικών ζώων, ανάλογα με το μέγεθος του κοπαδιού του. Τα κοπάδια με αίγες είχαν τράγους («τράουλλους») και τα κοπάδια με πρόβατα κριούς («κλιάρους»). Την εποχή του ζευγαρώματος (μια φορά το χρόνο) οι τράγοι και οι κριοί μάχονταν μεταξύ τους για το ποιος θα τα καταφέρει να ζευγαρώσει με την προβατίνα ή την αίγα. Όταν ο βοσκός είχε μικρό τράγο ή κριό, επειδή τα μεγαλύτερα ζώα δεν το άφηναν να προσεγγίσει, ξεχώριζαν μερικές αίγες ή προβατίνες και τις μάντριζαν χωριστά μαζί με το μικρό αρσενικό ζώο. Η «βάκλα» της προβατίνας αποτελούσε εμπόδιο κατά το ζευγάρωμα και έτσι στα νεώτερα χρόνια όταν άρχισαν να έρχονται μορφωμένοι γεωπόνοι ή ειδικοί στη κτηνοτροφία από τα πανεπιστήμια τοποθετούσαν στα αρνιά ένα λαστιχάκι στη βάση της «βάκλας» η οποία ατροφούσε και σιγά-σιγά έπεφτε. Από οικονομικής πλευράς η «απώλεια» της «βάκλας» δεν είχε κόστος γιατί το λίπος που θα συσσωρευόταν εκεί, διαμοιραζόταν στους άλλους ιστούς του ζώου.
Οι κτηνοτρόφοι και οι βοσκοί κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια για να αποφεύγεται η αιμομιξία και να αδυνατίζουν τα ζώα τους, πουλούσαν τους κριούς και τους τράγους τους και τους αντικαθιστούσαν με άλλους. Η Αγγλική Διοίκηση για να ενισχύσει τη κτηνοτροφία στην Κύπρο άρχισε την παραγωγή εξελιγμένων φυλών κριών και τράγων στις φάρμες της Αθαλάσσας και διέθετε τα ζώα έναντι αμοιβής στους ενδιαφερόμενους. Με τα χρόνια δημιουργήθηκε και το Κτηνιατρείο όπου έπαιρναν οι βοσκοί τα άρρωστα ζώα τους και συνήθως τους έκαναν ενέσεις πενικυλίνης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι προηγουμένως για πολλά χρόνια, ακόμη και μετά τη λειτουργία του κτηνιατρείου, οι βοσκοί δεν πήγαιναν τα ζώα τους στους κτηνίατρους. Προτιμούσαν να τα σφάζουν και να καταναλώνουν το κρέας τους. Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι οι βοσκοί όταν καθάριζαν τις μάντρες τους, κάθε καμιά δεκαπενταριά μέρες, χρησιμοποιούσαν ασβέστη για σκοπούς απολύμανσης.
Μια συνηθισμένη ασθένεια των προβάτων ήταν η εκροή «μίξας» από τη μύτη τους. Έλεγαν ότι «τους πίτησεν ο φλώρος»-ο φλώρος ήταν ένα έντομο- και η ασθένεια αυτή αντιμετωπιζόταν με φύσημα ξιδιού στις μύτες των ζώων, υπό μορφή ψεκάσματος.
Οι προβατίνες γεννούσαν ένα ή δυο αρνιά και οι αίγες ένα μέχρι τρία ερίφια. Το ζευγάρωμα των ζώων λεγόταν από τους κτηνοτρόφους και τους βοσκούς «παράστημα». Έλεγαν «παράστησα» την αίγα μου ή το βόδι μου.
Εκτός από το γάλα και το κρέας τα πρόβατα έδιναν και το μαλλί τους από το οποίο κατασκευάζονταν κλωστές για ύφανση, στρώματα και μαξιλάρια. Κούρευαν τα πρόβατα μια φορά το χρόνο, συνήθως κάθε Απρίλη. Οι «κουρευτές» ήταν εξειδικευμένοι στο κούρεμα και είχαν ειδικά ψαλίδια τα οποία κατά διαστήματα ακόνιζαν πάνω σε «λαδόκονο», μια πέτρα στην οποία έβαζαν λάδι και έτριβαν τα ψαλίδια τους. Το μαλλί αφαιρείτο ως ένα ενιαίο κουβάρι το οποίο καθάριζαν από τα «βερδέλια», τους σβώλους με ακαθαρσίες στο πίσω μέρος του προβάτου. Τα ψαλίδια αντικαταστάθηκαν με την πάροδο του χρόνου με ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές. Μετά το κούρεμα τα χέρια «κουρευτάδων» γέμιζαν με λάδι από το λίπος.  Με το τέλος του κουρέματος ο κτηνοτρόφος ή ο βοσκός πλήρωνε ασφαλώς τους «κουρευτάδες» αλλά ύστερα ακολουθούσε διασκέδαση με κρασί ή ζιβανία!
Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι δεν ήταν οι ίδιοι βοσκοί αλλά μίσθωναν άλλα πρόσωπα ως βοσκούς που συνήθως κοιμόντουσαν στις μάντρες σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Ο βοσκός ήταν εξοπλισμένος με μια ράβδο, τη «ματσούκα» του που τη χρησιμοποιούσε για να περπατά, να ακουμπά να ξεκουράζεται, να μαντρίζει τα ζώα κλπ. Μερικές φορές όμως η ματσούκα γινόταν φονικό όπλο στους καυγάδες στα χωράφια για τα ζώα ή τα σπαρτά!. Ο βοσκός είχε επίσης τη «βούρκα» του, τσάντα από δέρμα προβάτου με το μαλλί απ’ έξω για σκοπούς μόνωσης. Μέσα στη «βούρκα» έβαζε το «κολότζι» με το νερό του και το «κουππί» του με ελιές και ψωμί. Το σύνολο των τροφίμων του βοσκού που ετοίμαζε είτε ο ίδιος είτε ο εργοδότης του ονομαζόταν «καττίκι». Οι βοσκοί αρχικά φορούσαν «βράκες» και αργότερα παντελόνια καθώς και μπότες από δέρμα ζώου, «τσαγγαροποδίνες» (γεμάτες μπαλώματα) και από κάτω είχαν «πρόκες», καρφιά για να αντέχουν περισσότερο στο περπάτημα μέσα στον κάμπο. Στο πάνω μέρος οι «ποδίνες» είχαν ένα λουρί από τρίχες της αίγας και με αυτό της έδεναν πάνω στο πόδι τους. Οι βοσκοί μετέφεραν μαζί τους και το δερμάτινο  «κάδο» τους με τον οποίο αντλούσαν νερό από τους λάκκους για να ποτίζουν τα ζώα. Δίπλα από τους λάκκους υπήρχαν μαρμάρινες λαξευτές «βούρνες» (γούρνες) απ’ όπου έπιναν νερό τα ζώα. Μέσα στη «βούρνα» αυτή έκαναν και οι βοσκοί το μπάνιο τους. Τις «βούρνες» τις έπλεναν με νερό και τις έτριβαν με ένα κομμάτι «θρουμπί»
Μερικοί βοσκοί είχαν γαϊδούρι πάνω στο οποίο κάθονταν και οι ίδιοι και μετέφεραν και τον εξοπλισμό τους. Μερικές φορές κάθονταν και στη σκιά του γαϊδάρου!
Κ.Α.Χ.
15.7.2015

(Βασισμένο σε πληροφορίες από τον ξάδελφο μου Φάνο)  

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Η κτηνοτροφία στο Καϊμακλί

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ
Πολλοί Καϊμακλιώτες εκτός από γεωργοί ήταν και κτηνοτρόφοι ή μόνο κτηνοτρόφοι. Είχαν τις μάντρες τους είτε στον κάμπο της κοινότητας, είτε στις αυλές των σπιτιών τους. Μάλιστα σε μερικά σπίτια για να πάνε τα ζώα στη μάντρα τους έπρεπε να περάσουν μέσα από το σπίτι, από τον «ηλιακό» του σπιτιού. Πολλές φορές ο νοικοκύρης έμπαινε καβάλα στο άλογό του και περνούσε από τον «ηλιακό» στην αυλή όπου ξεπέζευε! Πολλοί κτηνοτρόφοι απασχολούσαν «μισταρκούς» (άτομα τα οποία μίσθωναν για να προσέχουν και να βόσκουν τα ζώα τους) που κοιμόντουσαν μέσα στις μάντρες. Αρκετοί από τους «μισταρκούς» ήταν Τουρκοκύπριοι. Το καλοκαίρι μάλιστα αρκετές δε μάντριζαν τα κοπάδια τους αλλά τα «ξωτζοίμιζαν».
Πολλοί κτηνοτρόφοι για να ξεχωρίζουν τα πρόβατά τους και να μπορούν να συνεννοούνται με τους «μισταρκούς» για ποιο πρόβατο μιλούν, έδιναν σ’ αυτά ονόματα, όπως:
«Μαυρόψα», με μαύρο στο κεφάλι.
«Πυρόψα», με ξανθό κεφάλι.
«Χελιδόνα», με ανοιχτά αυτιά.
«Μίτα», με μικρά αυτιά.
«Μαυρομμάτα», με μαυρο χρώμα γύρω από τα μάτια.
«Διπλοβίζα» και «Μονοβίζα», ανάλογα με την κατασκευή των μαστών τους, κ.ά.
Οι προβατίνες ηλικίας δύο ετών που γεννούσαν αρνιά και επομένως είχαν παραγωγή γάλακτος ονομάζονταν «αρνάδες»
Οι κτηνοτρόφοι συνεργάζονταν μεταξύ τους στον απογαλακτισμό των αρνιών τους. Έδινε ο ένας στον άλλο,  για κανένα μήνα, τα αρνιά του και του τα φρόντιζε μέχρι να απογαλακτιστούν και μετά έπαιρνε και πάλι ο καθένας τα δικά του. Οι προβατίνες δεν άφηναν ξένα αρνιά να θηλάσουν από αυτές και έτσι οι κτηνοτρόφοι μπορούσαν και τις άρμεγαν και έπαιρναν αυτοί το γάλα. Ας σημειωθεί ότι κατά κανόνα οι προβατίνες ή οι αίγες συνεργάζονταν στο άρμεγμα γιατί ήθελαν και αυτές να απαλλαγούν από το «βάρος» του γάλακτος αφού δεν είχαν αρνιά να θηλάσουν. Για να ξεχωρίζει μάλιστα ο κάθε κτηνοτρόφος τα δικά του αρνιά τους έβαζε ένα σημάδι με μπογιά.
Το Καϊμακλί απασχολούσε δυο αγροφύλακες, ή «τουρκόπουλους» όπως τους έλεγαν. Οι αγροφύλακες διορίζονταν από την κυβέρνηση και περιφέρονταν στους αγρούς για να επιβλέπουν και να προλαβαίνουν παρανομίες, τέτοιες όπως η είσοδος κοπαδιών σε σπαρμένα χωράφια άλλου γεωργού, κλοπές «δεματιών», κλοπές ζώων κ.ά. Οι αγροφύλακες φπρούσαν και σήμα που τους παραχωρούσε η κυβέρνηση, κάτι σαν το σήμα του σερίφη στην Αμερική και φορούσαν στολή σε χρώμα χακί. Οι αγροφύλακες είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν πρόστιμο και να διακανονίζουν διενέξεις. Οι σοβαρές υποθέσεις βέβαια κατέληγαν στην αστυνομία. Αν κοιτάξει κάποιος τα αρχεία της αστυνομίας της εποχής εκείνης θα διαπιστώσει ότι οι υποθέσεις με τις οποίες ασχολείτο το σώμα ήταν στη πλειοψηφία τους υποθέσεις που αφορούσαν γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες.
Κ.Α.Χ.
14.7.2015

(Βασισμένο σε πληροφορίες από τον ξάδελφο μου Φάνο)

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Ο Μπάμπης



Ο ΜΠΑΜΠΗΣ
Ο Μπάμπης ήρθε ένα βράδυ και με βρήκε στο υπόγειο φοιτητικό εστιατόριο στο κέντρο της πόλης και μου φάνηκε λιγάκι παράξενος και ταραγμένος.
-          Γεια σου Κωστή, μου λέει.
-          Καλώς τον Μπάμπη! Τι κάνεις;
-          Παντρεύομαι!
Ο Μπάμπης Γκαλέρης ήταν οδηγός φορτηγού ψυγείου και έκανε μια με δυο φορές τη βδομάδα τη διαδρομή Αθήνα-Πολωνία-Αθήνα. Πήγαινε σε μια μικρή πόλη κοντά στη Βαρσοβία όπου φόρτωνε σφάγια βοοειδών και τα μετέφερε στη χονδρική αγορά κρεάτων στην Αθήνα.  Δούλευε σε ένα μεγαλέμπορο κρεάτων για πολλά χρόνια. Όταν πήγαινε στην Πολωνία δε σταματούσε ποτέ να μας συναντήσει.. Στο γυρισμό για την Αθήνα, όποτε είχε χρόνο, σταματούσε και συναντιόμασταν συνήθως στο φοιτητικό εστιατόριο στο κέντρο της πόλης. Καθόμασταν εκεί μέχρι τις εννιά η ώρα που έκλεινε και μετά πηγαίναμε σε ένα άλλο εστιατόριο όπου πίναμε κρασί συνοδευόμενο με μεγάλη ποικιλία μεζέδων. Ο Μπάμπης πλήρωνε πάντοτε το λογαριασμό. Ποτέ δεν μας άφησε να πληρώσουμε λέγοντας μας πάντα: «Άντε εις υγεία φοιτητάκια!»
-          Παντρεύεσαι; Τον ρώτησα με έκπληξη.
-          Ναι ρε παντρεύομαι!
-          Καλά ρε συ Μπάμπη, δεν άφησες τα ερωτικά σου «αποτυπώματα» σε όλη τη διαδρομή Αθήνα-Πολωνία και τώρα μου λες παντρεύεσαι;
-          Ο άντρας Κωστή πρέπει να παντρεύεται πριν φτάσει τα σαράντα. Πρέπει να παίρνει γυναίκα νεότερη για να τον γηροκομήσει! Τα σαράντα είναι ορόσημο, για να μπορέσει να «προσφέρει» στη γυναίκα τα ερωτικά του καμιά εικοσαριά χρόνια. Έτσι θα έχει κι αυτή κάτι το «ευχάριστο» να θυμάται και ύστερα να τον γηροκομήσει, διαφορετικά θα καταλήξει σίγουρα σε κανένα γηροκομείο! Και τώρα πάμε για κρασάκι αφού πρώτα περάσουμε από κάποιο χρυσοχοείο. Ξέρεις εσύ την πόλη.
Πήγαμε λοιπόν σε ένα χρυσοχοείο και ζητήσαμε να μας δείξουν γυναικεία δακτυλίδια. Ο χρυσοχόος μας έδειξε μερικά που θα έκαναν τότε, με σημερινά λεφτά 250 μέχρι 350 Ευρώ. «Όχι αυτά, πες του Κωστή. Θέλουμε κάτι καλύτερο!» Το είπα στον χρυσοχόο και αυτός μας έριξε μια παράξενη ματιά νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύουμε και στο τέλος δε θα παίρναμε τίποτα! Μας έφερε όμως μετά κάτι άλλα δακτυλίδια με διαμάντια. Ο Μπάμπης διάλεξε ένα που του άρεσε και ρώτησε πόσα οφείλει, χωρίς να ρωτήσει αν θα του έκανε έκπτωση. Πλήρωσε τότε, αν θυμάμαι καλά, σε σημερινά λεφτά γύρω στα 1300 Ευρώ!
Παντρεύτηκε λοιπόν ο Μπάμπης τη Βασιλική και ζούσαν στο Γέρακα που τότε ήταν ένα χωριό στην Αττική, έξω από την Αθήνα. Τώρα ο Γέρακας έχει συγχωνευτεί με την ευρύτερη Αθήνα με πολύ ωραίες οικοδομές. Τότε ο Μπάμπης και η Βασιλική έκτιζαν και είχαν τελειώσει με πολλές στερήσεις τρία από τα δωμάτια του σπιτιού τους. Ζούσαν λοιπόν εκεί, δουλεύοντας και προσδοκώντας σε καλύτερες μέρες!
Πριν τρεις μέρες ήμουνα στην Αθήνα και πήγα στο Γέρακα μετά από πολλά χρόνια να δω τον Μπάμπη. Το σπίτι του ήταν τελειωμένο και από πάνω έχτισε άλλο όπου ζει η μοναχοκόρη του  με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ο ίδιος ο Μπάμπης. Με κοίταξε για λίγο και μετά με αναγνώρισε:
-          Ρε Κωστή, φοιτητάκο!
-          Όχι και φοιτητής πια Μπάμπη! Πάει καιρός!
Καθίσαμε και είπαμε πολλά ενώ η Βασιλική μας φίλευε συνεχώς με ούζο και μεζεδάκια. Και σε κάποια στιγμή, όταν ήμασταν μόνοι μου λέγει ο Μπάμπης:
-          Ευτυχώς Κωστή,  που είναι κι αυτή και έχω κι εγώ κάποιον να λέω τον πόνο μου και να με ακούει! Ωσότου έχω τη Βασιλική δεν έχω κανένα παράπονο από τη ζωή!
Κ.Α.Χ.
13.7.2015