Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

΄Ελληνες του Βελιγραδίου μέσα από μικρές αγγελίες του 19ου αιώνα

Οι Έλληνες του Βελιγραδίου μέσα από μικρές αγγελίες του 19ου αιώνα

( Του Κωνσταντίνου Α. Χατζηπαύλου)


Αγγελία

Ενοικιάζεται οικία με τρία υπνοδωμάτια, ηλιακό, κουζίνα, παιδικό δωμάτιο, δωμάτιο για πλύσιμο, υπόγειο και καταπακτή(1), από το δεκαπενταύγουστο, για ευκολία απευθύνεστε στο εμπορικό κατάστημα
Θωμά Μ. Λέκου
Οδός Λιουμπιτσίνα αρ. 11

(Πηγή «Σερβική Εφημερίδα» (Srpske Novine) αρ. 66, ημερ.24.3.1881)
(1) Καταπακτή, άνοιγμα στο δρόμο που επικοινωνούσε με το υπόγειο για αποθήκευση κάρβουνου για θέρμανση.

Μνημόσυνο

Στον αλησμόνητο σύζυγο, σεβαστό πατέρα και πενθερό
Αναστάσιο Ζάχο, έμπορο,
τελούμε εξάμηνο μνημόσυνο στις 12 Μαίου 1881, στο Βελιγράδι..
Η σύζυγος Σουλτάνα, οι υιοί Δημήτριος, Περικλής και Αλέξανδρος η θυγατέρα Λένκα Πάτσου και ο γαμβρός Δρ Λάζα Πάτσου.

(Πηγή «Σερβική Εφημερίδα» (Srpske Novine) αρ. 106, ημερ. 15.5.1881


Πωλώ

Ελιές από το Βόλο φετινές, χαλβά σε κουτιά, γαλλικές σαρδέλες και διάφορα άλλα είδη μπακάλη, που παρέλαβα αυτές τις μέρες, λιανικώς και χονδρικώς σε πολύ λογικές τιμές.
Βελιγράδι 4 Δεκεμβρίου 1880
Με σεβασμό
Τριαντάφυλλος Λαζαρίδης
Μπακάλης.

(Πηγή «Σερβική Εφημερίδα» (Srpske Novine) αρ. 272, ημερ. 5.12.1880)


Ιατρός

Ο Γενικός Ιατρός Δρ Λάζα Πάτσου ανακοινώνει στο σεβαστό κοινό ότι έχει εγκατασταθεί εδώ ως Γενικός Ιατρός. Κατοικεί στην οδό Σάββα αρ. 3, στο σπίτι του μακαρίτη Αναστάσιου Ζάχου. Δέχεται στο σπίτι από 1-3 και αυτές τις ώρες θεραπεύει δωρεάν τους άπορους.

(Πηγή «Σερβική Εφημερίδα» (Srpske Novine) αρ. 272, ημερ. 5.12.1880)


Ανακοίνωση

Τίμια έχω ανταποκριθεί στο γραμμάτιο με το οποίο χρωστούσα στο Νούση Χάρη από την ενορία Ηρώων, τρία χρυσά μετζίτια, 12 αργυρά γρόσια και του έχω αποπληρώσει το χρέος και επομένως σε οποιοδήποτε βρεθεί τέτοιο γραμμάτιο στο όνομά μου δεν αξίζει τίποτα.
1 Δεκεμβρίου 1880
Κρούσεβατς
Πασχάλη Παναγιώτης.

(Πηγή «Σερβική Εφημερίδα» (Srpske Novine) αρ. 274, ημερ. 9.12.1880)

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

΄Ελληνες του Βελιγραδίου μέσα από μικρές αγγελίες του 19ου αιώνα

Greeks in Serbia in 19th century

Ο Λουκής Λάρας του Δ. Βικέλα στα Σέρβικα

Ο ΛΟΥΚΗΣ ΛΑΡΑΣ του Δημητρίου Βικέλα στα Σέρβικα

Το 1881 ο Ελληνικής καταγωγής Μπόζιο Μπόντη (Bozidar Bodi) δημοσίευσε στη «Σερβική Εφημερίδα» του Βελιγραδίου, σε μετάφραση στα Σέρβικα, αποσπάσματα από το έργο του Δημητρίου Βικέλα Λουκής Λάρας με τον τίτλο Λούκα Λάρης.

Στο τέλος της μετάφρασης ο Μπόντη στις 23.1.1881 δημοσιεύει επίλογο στον οποίο αναφέρει τα ακόλουθα. «Παρόλο που αυτή η ωραία ιστορία του Βικέλα που μεταφέρω σε μετάφραση, δεν χρειάζεται από μέρους μου οποιαδήποτε προσθήκη για να τη συστήσω, εντούτοις από ενδιαφέρον για το θέμα πρέπει να αναφέρω ορισμένα πράγματα σε σχέση με τη λογοτεχνία στους σύγχρονους Έλληνες αφού κανένα έργο δεν γνωρίζουμε (στη Σερβία) που να περιέχει αξιόπιστες πηγές γι’ αυτούς».

Στη συνέχεια ο μεταφραστής αναφέρει δυο ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, του δρα Ρούντολφ Νικόλα στις εκδόσεις Μπρόντχαους και μια έκδοση του Αλέξανδρου Ραγκαβή στα γαλλικά. Για την πρώτη έκδοση του Ρούντολφ Νικόλα καταγράφει και αρκετά κριτικά σχόλια. Ο Μπόντη αναφέρει ως πρωτεργάτες του «νέου διηγήματος» στην Ελλάδα τους αδελφούς Αλέξανδρο και Παναγιώτη Σούτσου, αναφέροντας το διήγημα του Αλέξανδρου «Ο Εξόριστος του1861» και του Παναγιώτη «Λέανδρος». Αναφέρει επίσης το Γρηγόριο Παλαιολόγο και το έργο του «Ο ζωγράφος» και τον Κωνσταντίνο Ράμφο με το έργο «Χαλέτ Εφέντης». Προσθέτει, στον επίλογό του ο Μπόντη ότι «ο συγγραφέας Τιμολέων Αμπελάς έχει γράψει ένα πατριωτικό μυθιστόρημα με τον τίτλο ‘Η Ελένη της Μιλήτου’ και ότι ο γιατρός Π. Α. Σαλαμπάντας στο έργο του περιγράφει με εξαίρετο τρόπο την τύχη των Σουλιωτών». Κάνει επίσης αναφορά στο Στέφανο Ξένο και στην «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροίδη.

Ο Μπόντη καταλήγει. «Βλέποντας ότι ο Λουκής Λάρας είχε μεγάλη απήχηση στους λαούς της Δυτικής Ευρώπης, απεφάσισα να το μεταφράσω για χάρη του δικού μας αναγνωστικού κοινού. Αυτό το έργο στο σύνολό του θα συνεισφέρει στο να αμβλυνθεί η εντύπωση για το μικρό σε αριθμό ελληνικό λαό. Εμείς οι μικροί λαοί γνωρίζουμε ότι η σωτηρία μας έγκειται μόνο στην συνένωση και στην ανάπτυξη των σχέσεών μας, ότι η μοίρα μας είναι κοινή και ότι η ιστορία της επανάστασής μας και της ελληνικής επανάστασης έχουν πολλές παρόμοιες εκφάνσεις. Σειρά ιστοριών απελευθέρωσης του ενός και του άλλου λαού έχει γραφτεί με αίμα και όταν τα βάσανά μας είναι τα ίδια και όταν μας ενώνει η θρησκεία, εκτός τούτου γνωρίζουμε ότι για αιώνες ζήσαμε μαζί, τότε πρέπει ιδιαίτερα τώρα να σηκωθούμε με όλες μας τις δυνάμεις και με ενωμένες τις δυνάμεις μας να υπερασπίσουμε τα συμφέροντα των λαών μας έτσι που να είμαστε άξιοι απόγονοι των μεγάλων ηρώων, ΄Ομπιλιτς(1), Λεωνίδα, Σίντζελιτς(1) και Βαγατσάρη(2)».

(Του Κωνσταντίνου Α. Χατζηπαύλου)

(Πηγή «Σερβική Εφημερίδα» ( Srpske Novine) αρ. 17, ημερ. 23.1.1881)

(1)Οπλαρχηγοί-ήρωες των αγώνων των Σέρβων κατά των Τούρκων
(2)Άγνωστο όνομα
Ολόκληρο το έργο μετέφρασε αργότερα ο καθηγητής Dragutin Anastasijevic

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

΄Ελληνες της Σερβίας

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ

Μ. Α. Κολινέρη «Αι συντεχνίαι...»

«Τα ανασταλτικά μέτρα, υπό μορφήν εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, ήδη από του Μαχμούτ Β΄ (1808-1939) και ενωρίτερον, υπαγορεύοντο εκ της ανάγκης αντιμετωπίσεως των ποικιλομόρφως εκδηλωθεισών από των αρχών του ΙΘ΄αιώνος τάσεων απειθαρχίας, ως αιτίων παρακμής της Τουρκίας δια των κινήσεων αυτονομίας Τοπαρχών Πασάδων, εθνικοτήτων Σερβίας, Ελλάδος κλπ, συνεργούσης και της διεισδύσεως των ξένων δυνάμεων εις τα της Τουρκίας προς εκμετάλλευσιν και εξ ενδιαφέροντος δια την διαδοχήν της κληρονομίας των χωρών της» (σελ. 58).

«Δαπάνη της τιμιωτάτης Αδελφότητος των εν Ζεμόνι Ρωμαίων εκδίδεται, εν Βούδα, το υπό Γεωργίου Παπαζαχαρίου συνταχθέν λεξικόν ρωμαιοσλαβωνικόν» (σελ. 151).

«Και οι Τσιντσάροι απετέλεσαν κατά τον Δ. Πόποβιτς τα βασικά συστατικά της υποστάσεως της αστικής κοινωνίας της γείτονος Γιουγκοσλαβίας ανεξαρτήτως του ότι σημαντικόν μέρος των συντρόφων της πραγματείας της διασποράς δεν ήσαν Τσιντσάροι, αλλά γνησιώτατοι ΄Έλληνες (μονόγλωσσοι και μόνον) ως αποδεικνύεται εκ του τόπου καταγωγής των ανθρώπων και εξ αυτών των παρεμβολών του ίδιου Πόποβιτς. Είναι αξιοσημείωτος η πληροφορία του περί του αρτοποιού του Κάρλοβατς ο οποίος πλην της Οδυσσείας δεν είχεν άλλον βιβλίον και του εκ Βλάστης Γούσια Μπόντη εξέχοντος Παλαιοβελιγραδινού εμπόρου, αυτοδιδάκτου γνωρίζοντος εκ στήθους επεισόδια της Ιλιάδος και της Οδυσσείας» (σελ. 158)


***

Οι ΄Έλληνες απόδημοι και η μορφωτική ζωή της Σερβίας

(Του Κωνσταντίνου Α. Χατζηπαύλου)

Είναι γνωστό πως οι ελληνικές κοινότητες και οι Έλληνες απόδημοι έπαιξαν σημαντικό και πολλές φορές πρωταρχικό ρόλο στην οικονομία και την εμπορική ζωή των Βαλκανίων κατά το δέκατο ένατο και δέκατο όγδοο αιώνα. ΄Όμως οι δραστηριότητες των αποδήμων Ελλήνων δεν περιορίζονται μόνο στο εμπόριο και την οικονομία. Το ελληνικό πνεύμα διεισδύει παντού και κυριαρχεί στην εκκλησιαστική και κοινωνικό-μορφωτική ζωή και πολλές φορές και στην πολιτική ζωή των Βαλκανικών περιοχών και χωρών. Συναντούμε συχνά Έλληνες γραμματείς ηγεμόνων και Έλληνες διερμηνείς επικεφαλής διαφόρων αντιπροσωπειών για σύναψη ειρήνης και άλλων σχέσεων στα Βαλκάνια..

Στο κείμενο αυτό επιθυμώ να ρίξω λίγο φως στη συμβολή των Ελλήνων αποδήμων στη μορφωτική και κοινωνική ζωή της Σερβίας ως ελάχιστη συμβολή στην ιστορία του απόδημου ελληνισμού.

Το 1865 λειτουργούσαν στο Βελιγράδι 14 δημοτικά σχολεία, 7 αρρεναγωγεία και 7 παρθεναγωγεία. Την ίδια εποχή λειτουργούσαν και ιδιωτικές σχολές, ιδιαίτερα παρθεναγωγεία στα οποία φοιτούσαν νεανίδες από αριστοκρατικές κυρίως οικογένειες. Το 1870 γίνεται, κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων της Σερβίας, απογραφή των ιδιωτικών σχολών στο Βελιγράδι και των καθηγητών και καθηγητριών καθώς και του αριθμού των μαθητών και μαθητριών. Σύμφωνα με την απογραφή που τελείωσε το 1871, στο Βελιγράδι λειτουργούσαν εννέα ιδιωτικά παρθεναγωγεία και ένα αρρεναγωγείο. Μεταξύ των δασκάλων αναφέρονται και πολλοί ΄Έλληνες απόδημοι..

Το αρρεναγωγείο,το μοναδικό ιδιωτικό βρισκόταν στα χέρια των Ιωάννου Πίπη από το Μοναστήρι που τελείωσε φιλοσοφία στην Αθήνα και του Κωνσταντίνου Παπακωστόπουλου από τις Σέρρες που εκεί τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στο σχολείο αυτό φοιτούσαν 11 μαθητές.

Από τα εννέα παρθεναγωγεία τα δυο ήταν στα χέρια Ελληνίδων. Η Κατερίνη Λίδη, καταγόμενη από το Πάντσεβο, τότε της Αυστρίας, που τελείωσε εκεί το δημοτικό σχολείο και κατόπιν σπούδασε σε ιδιωτικό οικοτροφείο της Βιέννης. Στο σχολείο της είχε 28 μαθήτριες. Άλλη Ελληνίδα δασκάλα, ιδιοκτήτρια ιδιωτικού σχολείου, ήταν η Μαρία Πίπη, πιθανότατα σύζυγος του Ιωάννου, από την Αθήνα όπου και τελείωσε την Ανώτερη Σχολή Θηλέων. Στο σχολείο της είχε δέκα μαθήτριες.

Στα ιδιωτικά σχολεία διδάσκονταν κυρίως οικοκυρικά, μαθήματα πιάνου, ξένες γλώσσες και καλή διαγωγή και συμπεριφορά.

(Πηγή, Ιστορικό Αρχείο Βελιγραδίου)


***

Ο πρώτος κινηματογράφος στο Βελιγράδι
( Του Κωνσταντίνου Α. Χατζηπαύλου)

Ο πρώτος κινηματογράφος στο Βελιγράδι λειτουργούσε στο Μικρό Καλεμεγκτάν, περιοχή της πόλης, σε ένα μεγάλο αντίσκηνο το 1906. Ιδιοκτήτης του ήταν ο ελληνικής καταγωγής γνωστός έμπορος του Βελιγραδίου, Μπούμπης Καταρίβας. Πρέπει να αναφερθεί εδώ πως κατά τα διαλείμματα έπαιζε ορχήστρα τσιγγάνων και πως για το «έντιμο και σεβαστό ακροατήριο» τραγουδούσε ο τενόρος της όπερας του Βελιγραδίου Ζάρκο Γιάβιτς από το Νόβι Σάντ.

(Πηγή, εφημερίδα «Πολίτικα» 24.8.1974)
***
Οι μητροπολίτες των Σέρβων

(Του Κωνσταντίνου Α. Χατζηπαύλου)

Κατά το 19ο αιώνα οι μητροπολίτες των Σέρβων ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες που διορίζονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με το Dz Milicevic, Kraljevina Srbija, το 1858 στη Σερβική πόλη Νίσσα έρχεται νέος μητροπολίτης, ο Καλλίνικος ο οποίος παραμένει εκεί μέχρι το 1867. Στην πόλη αυτή ανθούσε τότε Ελληνική κοινότητα που έπαιζε σημαντικό ρόλο τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα κοινωνικά πράγματα ( Podaci za skolske i crkvene prilike u Nisu, 1827-1860. Beleska Petra Stankovica. Jovan Hadzi-Vasiljevic, Beograd 1923, godisnica Nikole Cubica ).
Στον Καλλίνικο ο γνωστός τότε δάσκαλος Αθανάσιος-Τάσος Πέτροβιτς αφιέρωσε δυο ποιήματά του που μελοποιημένα εκτελούνταν σε επίσημες τελετές. Την πρώτη στροφή ενός από αυτά τα ποιήματα παραθέτω σε ελεύθερη μετάφραση. Το ποίημα φέρει τον τίτλο «Ποίημα δεύτερο στον κυρ-Καλλίνικο». Αποτελείται από τρεις στροφές με ομοιοκαταληξία του πρώτου με το δεύτερο στίχο και του τρίτου με τον τέταρτο.
Χαρά ανείπωτη
σαν της επαγγελίας
μας κυριεύει όλους
την ημέρα της παρουσίας
του ποιμένα μας
του κύριου Καλλίνικου
του άγιου ιερέα μας
του κύριου Καλλίνικου
***
Radost neiskazana
Nam obecana
Obuzima nas sviju
V dan u prisustvuju
Nasega pastira
Kir Kalinika
Nam ze Gospodina
I svetoga vladikiu
Kiriju Kalinice

Sustim pod milosti
I velikom blagosti
Primi pohvalu
Jako daru
Vencanu nacalo
Pastirju Kalinice
Nam ze Gospodine
I svesti vladiko
Pjesno poctimbij

Stado slovesnoje
Tebi poverenoje
Radosno te svetajet
I dusevno vopijet
Zivio,, zivuo, zivio
Kiriju Kalinice
Nam ze Gospodine
I sveti vladiko
Dobri pobeditelju.

Primi pohvalu kao pocetak vencanom daru.

***
Οικογένεια Κουμανούδη
(Του Κωνσταντίνου Α. Χατζηπαύλου)

Ο Ιωάννης Κουμανούδη ήταν αρτοποιός στο Βελιγράδι που κατασκεύαζε ψηλής ποιότητας ψωμιά. Το αρτοποιείο του βρισκόταν δίπλα στο ξενοδοχείο «Νάσιοναλ» στα «μεγάλα σκαλοπάτια». Ήταν επίσης τραπεζίτης που επένδυε μεγάλα ποσά σε ακίνητη περιουσία. Το 1870 ανήγειρε «ευρωπαϊκό σπίτι» για τη θυγατέρα του Χριστίνα Κουμανούδη. Κατείχε επίσης το «Χάνι του Δεσπότη» που βρισκόταν δίπλα από το εστιατόριο «Ελληνίδα Βασίλισσα» στη γωνία των οδών Μαυροβουνίου και Ιερέα Λούκα.
Στην οδό Μπράνκοβα είχε μεγαλοαστικό σπίτι στο οποίο κατοικούσε η χήρα Χρυσάνθη με τη θυγατέρα της Μιλένα. Είχε επίσης σπίτι στο «Τεράζιε», την κεντρικότερη περιοχή του Βελιγραδίου, στη θέση του οποίου κτίστηκε αργότερα ανάκτορο σε ρυθμό μπαρόκ.
Ο Ιωάννης Κουμανούδη εξέδιδε την «Εμπορική Εφημερίδα (1861-1862). Είχε δυο γιους και δυο κόρες. Ο πρώτος του γιος Δημήτριος πούλησε αργότερα το σπίτι τους στον μπακάλη Κίκη ενώ ο δεύτερος του γιος ο Ανδρέας νυμφεύτηκε κόρη ξενοδόχου και διετέλεσε για ορισμένο χρόνο εμπορικός αντιπρόσωπος στη Θεσσαλονίκη.
Ο Δημήτριος ήταν ο πατέρας του Κότσου-Κώστα Κουμανούδη, διδάκτορα της νομικής και καθηγητή Πανεπιστημίου. Αργότερα ο Κώστας Κουμανούδη διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών και Εξωτερικών καθώς και Δήμαρχος Βελιγραδίου. Το σπίτι του βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο «Ρουαγιάλ». Νυμφεύτηκε κόρη της οικογένειας Μπαταλούκα και ταγματάρχη Νικηφόρου Γιοβάνοβιτς.
Ο έκτος γιος του Δημήτριου, ο Στέφανος Κουμανούδη , επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε καθηγητής της αρχαιολογίας.

΄Ελληνες της Σερβίας

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Στο χάνι των μουσαφίρηδων

IBO ANTΡITΣ

Στο χάνι των μουσαφίρηδων

(Μετάφραση Κώστας Α. Χατζηπαύλου)


     Από πέρσι την Άνοιξη  ο νέος ηγούμενος έκτισε το χάνι των μουσαφίρηδων, το διαχώρισε πλήρως από το μοναστήρι και το άφησε στον αδελφό Μάρκο να το φροντίζει και να κάνει κουμάντο.
     Ο αδελφός Μάρκο Κερνέτα ήταν ανεψιός του μακαρίτη του πανιερότατου  Επισκόπου Μάριαν Μπογκτάνοβιτς. Καθώς ήταν ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια, ο Επίσκοπος τον πήρε από μικρό παιδί στο μοναστήρι να υπηρετεί και να μάθει γράμματα. Όμως παρά την προστασία και τη φροντίδα του Επισκόπου, ο νεαρός δεν προόδευε καθόλου. Ήταν ιδιότροπος και αργόστροφος, τραύλιζε και πιτσίλιζε γύρω με τα σάλια του. Ούτε επικοινωνούσε με τους άλλους, ούτε τους άκουε. Μάλωνε  τους νεότερους και δεν υπολόγιζε τους μεγαλύτερους. Κανένας δεν μπορούσε να τον πείσει να μη βρίζει σαν τσοπάνος. Συνεχώς του έφταιγαν τα ρούχα του...
     - Ούτε το παλούκι μπορεί να ανθίσει καρφωμένο στη γη ούτε ο αδελφός Μάρκο να αγιάσει- μηνούσε ο Επίσκοπος στην αδελφή του που πέθανε με τον καημό που ο γιος της δεν θα γινόταν επίσκοπος.
    Πικραμένος ο Επίσκοπος αποφάσισε να δοκιμάσει άλλη μια φορά. Να τον στείλει στη Ρώμη, ίσως στη ξενιτιά να συνερχόταν και να έβαζε μυαλό. Παλεύοντας τώρα με τους αμόρφωτους και πείσμονες αδελφούς, με τους δύσκολους, αβέβαιους και επικίνδυνους δρόμους της Βοσνίας, με τις πάντοτε άπληστες τουρκικές Αρχές, θυμόταν, σαν όνειρο, τα χρόνια της νεαρής του ηλικίας που έζησε στη Ρώμη. Στο ίδιο εκείνο κοκκινωπό μοναστήρι στη Βία Μερουλάνα,(1) όπου εκείνος γνωστικός και γεμάτος με όνειρα μεγάλα έζησε τρία χρόνια, έστειλε τώρα τον ανεψιό του. Του φαινόταν σαν να συνεχίζει ο ίδιος εκεί τη ζωή του.

     Όμως και πάλι απογοητεύτηκε. Μάταια τον σύστηνε στους γνωστούς του.
     «Δε δείχνει να έχει κλήση για τίποτα. Μόνο που συνεχώς μεγαλώνει του ύψους και του πλάτους. Και με τη συμπεριφορά του μοιάζει με οτιδήποτε άλλο παρά με μοναχό, αν μου επιτρέπετε να το πω αγιότατε», έγραψαν στον Επίσκοπο από τη Ρώμη.
     «Αγνός και ταπεινός, θεοσεβής με το δικό του τρόπο. Δεν δείχνει αλήθεια καθόλου να επιθυμεί τις χαρές και τις παραδόσεις της αγιοσύνης και δυστυχώς στερείται παντελώς της έφεσης για την επιστήμη και τη μάθηση και δεν χαρακτηρίζεται από υπακοή στους ανωτέρους και αποδοχή των συναδέλφων του», έγραψε ο Πρόεδρος του Κοινοβιακού Συμβουλίου.
     Και από τον αδελφό Μάρκο έφταναν συνεχώς γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα, γεμάτα λάθη, με τα οποία απεγνωσμένα παρακαλούσε το θείο του να τον φέρει πίσω στο Κρέσιεβο.(2)
     «Σώστε με. Εγώ αυτό τον κόσμο δεν τον μπορώ!» Μόνο να δώσει ο Θεός να δει το Κρέσιεβο ας είναι και από μακριά, σαν εκείνο τον αμαρτωλό τον ΄Ιβαν Ρος που μη τολμώντας να πλησιάσει την πόλη που γεννήθηκε και πεθυμούσε, την αγνάντευε από μακριά ανεβαίνοντας στην κορφή ενός ψηλού βουνού.
     Τέτοια έγραφε συνεχώς.
     Ο Επίσκοπος περίμενε να περάσει κανένας χρόνος και ή που θα συνήθιζε ο νεαρός και θα προσαρμοζόταν ή που θα τον έφερνε πίσω στο Κρέσιεβο. Εκείνο το Χειμώνα όμως ο Επίσκοπος αρρώστησε με βαρύ κρυολόγημα και πέθανε αναπάντεχα. Κάλεσαν τότε αμέσως τον αδελφό Μάρκο από τη Ρώμη. Στη θέση του έστειλαν τον αδελφό Μίγια Σούμπασιτς, ένα αδύνατο και φιλόδοξο νέο.
     Εδώ και δυο χρόνια είναι ο οικονόμος του μοναστηριού. Φροντίζει τα ζωντανά και το κρασί, επιβλέπει και πληρώνει τους εργάτες, υποδέχεται και φιλοξενεί τους Τούρκους στο χάνι των μουσαφίρηδων.
     Ασχολείται συνεχώς με τους χωρικούς και τις βαριές δουλειές και έτσι ξεχνά κι’ εκείνα τα λίγα που έμαθε. Τα χέρια του ρόζιασαν και η φωνή του τσάκισε. ΄Έτσι ψηλός και πλατύς χόνδρινε ακόμη περισσότερο. Μεγάλωσαν τα αγκαθωτά μουστάκια του κι’ αγρίεψε το πρόσωπό του. Πιο συχνά τώρα ανακατεύονται οι βρισιές στη λαλιά του.
     Αποτυχημένος στις σπουδές, του χωρίς την προστασία του θείου του, γίνεται πιο ιδιόρρυθμος και πεισματάρης. Δεν ήταν εύκολη η ζωή στο μοναστήρι. Το χειρότερο ήταν που δεν ήξερε πότε οι άλλοι αδελφοί αστειεύονται και πότε μιλούν σοβαρά. Πότε ξεσπούσε χωρίς λόγο και φαινόταν πιο γελοίος και πότε μαλάκωνε κι’ έπιανε κουβέντα χωρίς να βλέπει πως στο βάθος της τραπεζαρίας τον ειρωνεύονταν στα φανερά.
     Όλο και περισσότερο απομονωνόταν από τους άλλους μοναχούς. Τον απάλλαξαν από το καθήκον του κοινού εκκλησιασμού και της κοινής προσευχής. Περνούσε τις μέρες του στα χωράφια και στο χάνι των μουσαφίρηδων. Παζάρευε και συζητούσε με τους χωρικούς. Πότε έπαιρνε μόνος του τον κασμά και έσκαβε μπροστά σε όλους μέχρι που ίδρωνε ολόκληρος και στην παγωνιά του δειλινού άχνιζε σαν βουναλάκι μετά τη βροχή. Πότε έχυνε το κρασί στη γούρνα κάτω στο υπόγειο, γέμιζε το βαρέλι θειάφι και το κυλούσε μπρος-πίσω να το απολυμάνει. Πότε στο αμπάρι μετακινούσε το στάρι όλη μέρα και ύστερα του έπαιρνε δυο μέρες να καθαρίσει τα αφτιά και το σβέρκο του από τη σκόνη.
     Αλλά παρόλα αυτά έχει και τις «ήσυχες» στιγμές του τις οποίες κανένας δεν καταλάβαινε, ούτε τις υποψιαζόταν. Ούτε ο ίδιος ξέρει πως του έρχεται και πότε.
     Έτσι ύστερα από κάποια δύσκολη δουλειά κάθεται στο σκαμνί, σκουπίζει τον ιδρώτα του και ξεθυμαίνει. Ξαφνικά νοιώθει πως το αίμα του κυλά στα πνευμόνια του, στο σβέρκο, στο κεφάλι, όλο και πιο δυνατά μέχρι που το κεφάλι του ορθώνεται. Τον κυριεύει όλο ένας οργασμός και τον μεταφέρει κάπου μακριά. Κάθεται αποπαρμένος με ανοιχτά τα μάτια και του φαίνεται πως πετά μακριά σαν βέλος. Και τότε αυτός που δεν ξέρει ούτε ωραία να γράφει ούτε έξυπνα να μιλά, μπορεί άξαφνα να καταλαβαίνει τα πάντα και να μιλά ξεκάθαρα κι’ ελεύθερα με τον ίδιο το Θεό.
     Εξάλλου σε κάθε δουλειά, καθώς εργάζεται, προσεύχεται χαμηλόφωνα στο Θεό. Μερικές φορές ακόμη τα βάζει με το Θεό, με το δικό του πάλι τρόπο.
     Φυτεύει έτσι μετά από μια βροχερή μέρα λάχανα, σκύβει, σκάβει μικρούς λάκκους στο μαλακό αυλάκι και με τα χέρια του πιέζει το χώμα γύρω από το φυτό. Για κάθε φυτό ψιθυρίζει μια προσευχή και την επαναλαμβάνει ασταμάτητα.
-         Με την ευχή μου, στο όνομα του Θεού, άντε με την ευχή
 μου!
     Ο ιδρώτας στάζει από το πρόσωπό του. Μόλις τελειώσει ένα αυλάκι ορθώνεται αναστενάζοντας, τεντώνει την πλάτη του, σκουπίζει τον ιδρώτα με το πίσω μέρος της λασπωμένης παλάμης του και ανασαίνοντας ψιθυρίζει.
     - Ε, να που τα φύτεψα. Και τώρα στείλε τα σκουλήκια να τα φάνε όπως πέρσι!
     Μερικές φορές τον γεμίζει μια ηρεμία χωρίς καμιά φανερή αιτία. Αγγίζει το ζάρι στο ξύλο ή τη ραφή στο ρούχο του και από τα δάκτυλά του τον διαπερνά και τον γεμίζει μια γαλήνη και μένει έτσι ακίνητος, με ανοιχτό το στόμα και με απλανές το βλέμμα. Περνά αρκετή ώρα έτσι και όταν συνέλθει δε θυμάται να είδε ή να άκουσε οτιδήποτε το συγκεκριμένο.
     Τις τρεις τελευταίες μέρες κανένας Τούρκος δεν φάνηκε στο χάνι των μουσαφίρηδων. Ο αδελφός Μάρκο κάθε μέρα αέριζε και κάπνιζε για να διώξει τη μυρωδιά του απόλαδου, του σκόρδου, της ρακής και του ιδρώτα που έμενε από τους τελευταίους ξένους. Την τρίτη μέρα, το Σαββατόβραδο, την ώρα του δείπνου ξεφύτρωσαν πάλι μερικοί Τούρκοι.
     Ο αδελφός Μάρκο ήταν ακριβώς κοντά στο καμίνι και έβαζε θρακιά στο καντήλι που του κρατούσε ένα αγόρι. Καθώς είδε τους Τούρκους να φαίνονται στο βουνό έχυσε τη θρακιά έξω από το καντήλι και έκαψε το παιδί που το έβαλε στα πόδια. Άνοιξε το στόμα να ρίξει καμιά βρισιά αλλά συγκρατήθηκε και βάρεσε το μέτωπό του λίγο πιο πάνω από τα φρύδια.
     Οι Τούρκοι ανέβαιναν σιγά-σιγά. Ο αδελφός Μάρκο
πήρε τη μισή ζάχαρη και το μισό καφέ και πήγε να τα κρύψει. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταξε τον κατήφορο. Ήταν τρεις. Οι δυο μετέφεραν τον τρίτο κρατώντας τον κάτω από τις μασχάλες. Αναγνώρισε τον ένα. ΄Ήταν ο Κέζμο, ο γενίτσαρος. Οι άλλοι δυο πρέπει να ήταν ξένοι. Εκείνος ο άρρωστος ήταν ακόμη νεαρό παιδί.
     Μόλις μπήκαν ζήτησαν κουβέρτα και μαξιλάρι όπου ξάπλωσαν τον άρρωστο σύντροφό τους. Ζήτησαν επίσης λεμόνια. Ο αδελφός Μάρκο δυσφόρησε. Τα αναζητάει αλλά φοβάται πως δεν έχει.
-         Παππού, κοίταξε καλά να μην αρχίσω να ψάχνω εγώ, του
 φώναξε ο Κέζμο.
    Ο Κέζμο αρκετές φορές ήδη είχε αναστατώσει και κατατρομάξει το μοναστήρι.
     Ο μοναχός γύρισε με τα λεμόνια. Στον άρρωστο έφτιαξαν μια λεμονάδα.
     - Τώρα κατέβασε το ταψί να κρεμάσω το όπλο, χωράτεψε ο Κέζμο.
     Ο αδελφός Μάρκο κατέβασε το ταψί και άρχισε να ετοιμάζει ομελέτες. Οι τούρκοι κάθισαν και άρχισαν το κάπνισμα. Εκείνος, ο άρρωστος, ξεκουράστηκε, ήπιε τη λεμονάδα και αισθάνθηκε καλύτερα. Ίσιωσε στα μαξιλάρια και μιλούσε κι’ αυτός παρόλο που έτρεμε και τα μάτια του έλαμπαν από τον πυρετό. Ο μοναχός τους έδωσε ρακή και ομελέτες και έβαλε νερό για καφέ. Εκείνοι τρώγοντας θορυβούσαν και πίεζαν τον άρρωστο να φάει παρόλο που δεν το ήθελε. Παράφαγαν και παράγυραν.
     - Μπας και έψησες γουρούνα στο ταψί σου, ρώτησε ο Κέζμο φέρνοντας το ταψί στη μύτη του.
     Ο αδελφός Μάρκος σκυφτός πάνω από τα κάρβουνα και απασχολημένος με τον καφέ είπε στο εαυτό του. Τώρα το σκέφτηκες, αφού έφαγες και χόρτασες!
     - Τι λες;
     - Όχι αγά μου, όχι. Δεν έχουμε εμείς γουρούνια.
     Τους προσφέρει καφέ. Ο Κέζμο τον κοιτάζει με τα μεγάλα πράσινα μάτια του.
-         Άκουσα πως ο καδής σας τιμώρησε με είκοσι γρόσια γιατί
 βρήκε κεφάλι κότας στο πιλάφι. Μα τον Αλλάχ αν σ’ εκείνο το βρομιάρη δώσατε είκοσι, σε μένα μπορείτε να δώσετε σαράντα.
-         Για τα λεφτά δεν ξέρω τίποτα.
-         Χα- χα, όλοι το ίδιο είστε. Δεν ξέρω, δεν έχω και είστε
γεμάτοι λεφτά σαν ασκί, μόνο που πρέπει να σας ψάξει κανείς.
    Τα γύρισαν όλα και πάλι στο αστείο.
     Νύχτωσε. Οι Τούρκοι το έριξαν στη συζήτηση για τον πόλεμο, για τους μισθούς των γενίτσαρων και όλο έπιναν. Εκείνος, ο άρρωστος, πότε αποκοιμιόταν, πότε ξυπνούσε κι’ άκουε. Ο αδελφός Μάρκο κάθισε στη γωνιά, στήριξε τους αγκώνες του στα γόνατα και το κεφάλι στις παλάμες. Σιωπούσε και άκουε. Από τη συζήτηση ξεκαθάρισε σιγά-σιγά πως ο άρρωστος Τούρκος είναι ο ΄Οσμο Μαμελέτζιγια από το Σαράγιεβο και εκείνος ο άλλος ο Μεχμέτ Μλιέβλιακ. Στο Σαράγιεβο είναι σε στρατόπεδο. Τώρα τριγυρνούν εδώ-εκεί και περιμένουν να πληρωθούν για να πάνε στο Βιντίν.(3)
     Ο Κέζμο το έριξε στην κουβέντα. Πόσο μακρύ είναι το γεφύρι στο Μουσταφά-Πασά,(4) πόσο μεγάλο είναι το Καραβάν-Σαράι στην Αδριανούπολη,(5) πως είναι τα χαμόσπιτα στην Πόλη και οι Ελληνίδες και οι Αρμένισσες σ’ αυτά.
     - Ε σύντροφε, τέτοιος που είναι ο αδελφός Μάρκο θα την πάθαινε. Έτσι δεν είναι αδελφέ Μάρκο;
     - Όχι εγώ δεν ξέρω τέτοια πράγματα.
     - Άντε ολάν!
     - Δεν είναι αυτά για μας. Και εμείς θα φτιάχναμε τέτοια σπίτια, εκεί στα λαγούμια αν μπορούσαμε.
     Οι Τούρκοι γελούν. Ο άρρωστος βογκά ελαφριά στο ύπνο του. Νυστάζουν και αυτοί από το δρόμο και τη ρακή. Ο αδελφός Μάρκο σηκώνεται και σβήνει με νερό όσα κάρβουνα έμειναν στο τζάκι.
     Την επομένη ο άρρωστος ήταν χειρότερα. Οι Τούρκοι αφού έφαγαν πάλι καμιά ντουζίνα αβγά, σκέφτονταν τι να κάνουν. Ο ηγούμενος ήθελε να τους ξεφορτωθεί. Προσπάθησε, με τη βοήθεια του αδελφού Μάρκο, να τους πείσει ότι δεν είναι καλό για τον άρρωστο να ξαπλώνει στο χάνι των μουσαφίρηδων. Εκείνοι ζήτησαν ένα άλογο. Ξέροντας πως δεν θα επέστρεφαν το άλογο, προσποιήθηκε πως δεν έχουν άλογα και πρόσφερε στον καθένα πέντε γρόσια. Κατάληξαν να πάρουν τα λεφτά και οι μοναχοί να προσέχουν τον άρρωστο μέχρι την αύριο. Θα επιστρέψουν με άλογο να τον πάρουν. Έτσι έφυγαν.
     Ο αδελφός Μάρκο θύμωσε που του άφησαν να φροντίζει τον Τούρκο.
     - Εδώ βρήκε να έρθει να τεμπελιάζει. Σαν να μην μου έφταναν οι γερό-μπαλήδες,(6) μου έφεραν και άρρωστο.
     Ο ηγούμενος τον καθησύχαζε και τον επέπληττε.
     Την πρώτη μέρα ούτε που κοίταξε τον Τούρκο. Έβαλε δίπλα του ψωμί και τυρί κι’ έφυγε.
     Πέρασαν τρεις μέρες και οι Τούρκοι δεν ήλθαν να πάρουν τον άρρωστο που όλη μέρα βογκούσε και έπινε όλο και περισσότερο νερό. Ο αδελφός Μάρκο συνήθισε να του δίνει νερό και να του προσφέρει γάλα και γλυκό. Κάθε μέρα μερικές φορές, άφηνε τη δουλειά του και έτρεχε στο χάνι των μουσαφίρηδων να δει τον άρρωστο. Μάλωνε με τον μάγειρο γιατί διάλεγε τα καλύτερα κομμάτια κρέας και τα πήγαινε στον άρρωστο. Οι μοναχοί πρόσεξαν τη φροντίδα του για τον Τούρκο και άρχισαν να τον πειράζουν.
     -  Πως είναι ο άρρωστός σου αδελφέ Μάρκο;
     Εκείνος τους απαντούσε κοφτά καθώς πήγαινε.
-         Να, ψοφάει. Άντε να τον δεις αν σ’ ενδιαφέρει.
     Στην πραγματικότητα όσο ο Τούρκος αδυνάτιζε, ο αδελφός Μάρκο τον φρόντιζε περισσότερο, παρόλο που προσπαθούσε να το κρύψει από τους άλλους. Ούτε στον εαυτό του δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
     Ο Τούρκος τις περισσότερες ώρες σιωπούσε. Ένα Βράδυ ο αδελφός Μάρκο άναψε φωτιά να ψήσει δίπλες. Καθώς περίμενε να ζεσταθεί η πλάκα στη θρακιά κάθισε δίπλα στο τζάκι μισοκλείνοντας τα μάτια από τη νύστα.
     - Αδελφέ Μάρκο, του μίλησε ο Μαμελέτζιγια από το κρεβάτι στη σκοτεινή γωνιά.
     - Α!
     - Δεν ήρθε ο Κέζμο;
     - Δεν ήρθε.
     Σιωπούσαν και οι δυο.
-         Να, ήταν να με μεταφέρει μέχρι το Σαράγιεβο και μετά...
    Κάηκαν τα κάτω ξύλα και υποχώρησαν, η φωτιά ταράχτηκε και πετάχτηκαν σπινθήρες γύρω από τον αδελφό Μάρκο. Η φλόγα ησύχασε και το δωμάτιο γέμισε με μια βαθυκόκκινη λάμψη.
-         Μη σκέφτεσαι το Σαράγιεβο και αυτούς τους αλήτες...
    Και μεμιάς και ίδιος ξαφνιάστηκε, συνέχισε όμως ήρεμα και χωρίς το συνηθισμένο του τραύλισμα.
-         Αλήθεια, γιατί εσύ ολάν ΄Οσμο να μην βαφτιστείς
 χριστιανός; Αν είναι να πεθάνεις να πεθάνεις παιδί βαφτισμένο, αν είναι να ζήσεις να ζήσεις σαν άνθρωπος και όχι σαν άλογο.
     Ο Τούρκος δεν απάντησε τίποτα. Ξάπλωνε βουβός, ακίνητος, με κλειστά μάτια.
     Από τότε προσπαθούσε να τον πείσει κάθε μέρα χωρίς να σκέφτεται μήπως και επιστρέψουν οι Τούρκοι και ο Μαμελέτζιγια τους το ομολογήσει ότι ήθελε να τον βαφτίσει. Τις προσπάθειές του τις έκρυβε από τους μοναχούς μην τον κοροιδεύουν. ΄Ηθελε όμως με κάθε τρόπο να σώσει την ψυχή του ΄Οσμο Μαμελέτζιγια.
     Όσα και να του έλεγε ο Τούρκος σιωπούσε και ούτε από το πρόσωπό του μπορούσε να φανεί τι σκεφτόταν. Μερικές φορές ο αδελφός Μάρκο νόμιζε πως τον μαλάκωσε, άλλες φορές πως ο Τούρκος είναι σκληρός και αδιόρθωτος.
     Ένα πρωί μπήκε στο χάνι των μουσαφίρηδων μια εργάτρια να ανάψει φωτιά. ΄Όπως γονάτισε δίπλα στο τζάκι να αρπάξει το κάρβουνο μαζεύτηκε η ντίμια(7) της και έκανε ένα μυμματιστό κύκλο. Ο Μαμελέτζιγια που μέχρι πριν λίγο ήταν σε κώμα και άκουε τον αδελφό Μάρκο με ανέκφραστο το πρόσωπο να του μιλά για τη χαρά της συγνώμης και την ομορφιά του εν Χριστώ θανάτου, μεμιάς άρχισε να σηκώνεται από τα μαξιλάρια, να απλώνει το χέρι του κάτω από την κουβέρτα και τρέμοντας να προσπαθεί να αρπάξει τη ντίμια της γυναίκας. Τότε ακριβώς μπήκε ο αδελφός Μάρκο που είχε βγει για λίγο. Είδε το Μαμελέτζιγια αλλαγμένο. με λαμπερά μάτια και τρεμάμενα χέρια. Του είχε πέσει η κουβέρτα και συρόταν στο γυμνό πάτωμα.
     Ήθελε να βάλει τις φωνές αλλά τον πρόδωσε η φωνή του. Έτσι μόνο άφησε μια κραυγή. Άρπαξε το σπασμένο λοστό από τη γωνιά και είπε.
-         Βγες έξω διαβόλου κόρη!
     Η γυναίκα πετάχτηκε πάνω, ήθελε να πάρει φωτιά αλλά δεν την άφησε παρά την έσπρωξε έξω. Μάταια εκείνη, που δεν ήξερε γιατί τη διώχνει έτσι, γύριζε και δικαιολογούταν ότι την έστειλαν να πάρει φωτιά. Εκείνος κουνούσε πίσω της απειλητικά το λοστό.
     - Σιχτίρ, κόρη της σκύλας. Θα τον σπάσω πάνω σου, μόνο έλα ξανά να ανεμίζεις τη ντίμια σου στο δωμάτιο.
     Δεν ήθελε καν να κοιτάξει τον Μαμελέτζιγια που ξάπλωσε πάλι ήσυχα. Μόλις κατά το μεσημέρι ζέστανε γάλα, το έβαλε δίπλα του και αμέσως, ψιθυρίζοντας κάτι στον εαυτό του, βγήκε από το δωμάτιο.
     - Ωχ, τζαναμπέτη, ποτέ δεν θα δεις το πρόσωπο του Θεού.
     Όμως την επομένη ήταν πάλι στις καλές του. Φρόντισε το Μαμελέτζιγια και του έλεγε συνεχώς για το βάφτισμα. Και το βράδυ ονειρευόταν πως πάλευε με τους διαβόλους που μαζεύτηκα γύρω από τον Μαμελέτζιγια. Τους κυνηγά με εκείνο το σπασμένο λοστό του τσεκουριού, αλλά σαν άνθρωπος που χτυπιέται στο όνειρό του δεν μπορεί να κινηθεί με όλη του τη δύναμη. Και εκείνοι είναι όλο και περισσότεροι, μαλλιαροί και μόνο κάτω στον  αστράγαλο φαίνεται το νευρώδες δέρμα τους. Ξυπνά. Στέκεται στη μέση του δωματίου. Ανάβει φως. Του πιάνει το χέρι. Ρίχνει από το ράφι ένα σκαλιστό και τον πορσελάνινο άγγελο, σπάζοντας την άκρη της δεξιάς του φτερούγας. Κάνει το σταυρό του και ξαπλώνει ξανά.
     Ο Μαμελέτζιγια είναι όλο και πιο αδύνατος. Δεν τρώγει. Όλη μέρα βογκά με κλειστά τα μάτια. Ο Κέζμο δεν φαίνεται από πουθενά. Ο ηγούμενος ανησυχεί μην του πεθάνει ο Τούρκος στο μοναστήρι.
    Ένα βράδυ ο Μαμελέτζιγια είναι καλύτερα. Συνήλθε και ζωντάνεψε και άρχισε τη συζήτηση με τον αδελφό Μάρκο που τύλιγε φιτίλια για τα κεριά και προσπαθούσε αγωνιωδώς να τον πείσει ότι είναι καλύτερα. Σκέφτηκε ότι αυτή η βελτίωση συμβαίνει πριν το θάνατο και τον πλησίασε προσπαθώντας να το πείσει με κάθε τρόπο.
    Έπιανε το θέμα όλο και πιο ζεστά. Και μόνος του διερωτόταν που έβρισκε τόση άνεση. Έλεγε πότε ότι θυμόταν από την κατήχηση και τα βιβλία και πότε, ξεχνώντας τα, τα έλεγε με το δικό του τρόπο.
-         Μήπως και θέλεις ολάν και στον άλλο κόσμο να είσαι με
 αυτόν τον κοιλάρα τον Κέζμο; Δεν βλέπεις πως φούσκωσε ολόκληρος από το ποτό και το μεθύσι; Ακόμη και ζωντανός μοιάζει με διάβολο. Μέσα του έχει την κόλαση. Όπου και να πάει μια μέρα θα τα τινάξει και θα βρεθεί στη μέση του καζανιού! Και εσύ μαζί του!
     Εδώ θύμωσε, ξεφώνισε μια βαριά λέξη, όμως γρήγορα διόρθωσε τον εαυτό του και προσευχήθηκε προσπαθώντας να θυμηθεί το «Ο ωραίος Ιησούς και η Μητέρα του». Ύστερα του διηγείται, αναζητώντας τα κατάλληλα λόγια, πως όταν πεθάνει ο Χριστιανός περιμένουν τη βαφτισμένη ψυχή του στον άλλο κόσμο με σάλπιγγες, λαμπρότητα και δόξα που, σε σύγκριση μ’ αυτά, η επίγεια ηδονή δεν είναι τίποτα.
     Ο Τούρκος σιωπούσε. Πότε-πότε μισάνοιγε τα κλειστά του μάτια. Ο αδελφός Μάρκο έσκυψε εντελώς από πάνω του, τον κοίταξε με προσοχή αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τι σκέφτεται. Το πρόσωπό του πάντα το ίδιο, λεπτό, ωοειδές με κλειστά τα μάτια και σφιγμένα τα χείλη σαν μωρού πεισματάρικου.
    - Μόνο πες. Σώτερ, σώσον ημάς! Πες το ΄Οσμο, του ψιθύρισε ο αδελφός Μάρκο όσο πιο ήρεμα και γλυκά μπορούσε. Ο Τούρκος σιωπούσε. Ανάπνεε βαθιά και έπαιζε το μάγουλό του.
    Νομίζοντας πως δεν μπορεί να μιλήσει πήρε το μικρό σταυρό που κρεμόταν στη μέση του και τον έφερε στα χείλη του.
-         Προσκύνα ΄Οσμο, αυτός είναι ο Σωτήρας σου και ο δικός
 μου. Προσκύνα να σου συγχωρέσει τις αμαρτίες και να σε δεχτεί.
     Το πρόσωπο του Τούρκου μόλις και κινήθηκε. Τα βλέφαρά του μισάνοιξαν, τα χείλη του κινήθηκαν σαν να ήθελε κάτι να πει. Μετά μάζεψε τα χείλη του περισσότερο και με μεγάλη προσπάθεια έφτυσε. Το φτύμα του κύλησε στο πηγούνι του.
     Ο μοναχός αποτράβηξε αστραπιαία το σταυρό, πετάχτηκε πάνω και μουρμουρίζοντας έτρεξε έξω.
     Πλατύς και μονότονος ο θόρυβος της καλοκαιρινής νύχτας. Μόνο στο τέλος του Καλοκαιριού ο ουρανός είναι τόσο χαμηλός και τ’ αστέρια τόσο μεγάλα.
     Πιάστηκε με τα χέρια στο φράχτη. Ακούστηκε το τρίξιμο των ξύλων. Το αίμα του μαζεύτηκε στο κεφάλι από το θυμό και δεν λέγει να φύγει παρά μόνο κτυπά και πάλι κτυπά στο φράχτη. Κοίταζε πάνω από τα σκοτεινά δέντρα, μακριά, μέχρι το βάθος του ουρανού όπου κρεμόταν τ’ αστέρια και έλεγε στον εαυτό του.
-         Δεν υπάρχει χειρότερος μοναχός από μένα ούτε
 μεγαλύτερος αμαρτωλός Τούρκος από τον ΄Οσμο. Εγώ τον ευλογώ κι’ αυτός... Αχ!
     Τράνταξε το φράχτη από το θυμό του.
     Σιγά-σιγά ηρέμησε. Χάθηκε στη βαθιά νύχτα κάτω από τα μάτια των αστεριών. Ξεχάστηκε. Το κύμα του τρεμάμενου κορμιού του μεταφέρεται στα πάντα γύρω του και νομίζει πως πλέει σε κάποια ανάλαφρη θάλασσα μέσα στο σκοτάδι. Από παντού θόρυβος. Σπασμωδικά κρατιέται από το φράχτη.
     Τα πάντα είναι σ’ αυτό το μεγάλο καράβι μέσα στο οποίο ταξιδεύει. Η πολιτεία και τα χωράφια, το μοναστήρι και το χάνι των μουσαφίρηδων.
-         Το ήξερα πως Εσύ δεν ξεχνάς κανένα, ούτε τον τραυλό
 αδελφό Μάρκο, ούτε εκείνο τον αμαρτωλό ΄Οσμο Μαμελέτζιγια. Όταν φτύσει κάποιος το σταυρό Σου είναι σαν να είδε ο άνθρωπος κακό όνειρο. Πάλι στο καράβι Σου υπάρχει χώρος για όλους. Ακόμη και γι’ αυτό τον τρελό τον Κέζμο, αν δεν έφευγε.
     Στην έξαψή του δεν ξέρει αν μιλά πραγματικά ή αν σκέφτεται μόνο. Όμως το βλέπει. Για όλους, για τον καθένα υπάρχει χώρος στο καράβι του Κυρίου, γιατί Αυτός δεν μετρά ούτε με το κιλό ούτε με το καντάρι . Τώρα καταλαβαίνει ότι  «ο Κύριος είναι τρομερός» και πως κινά τον κόσμο όλο. Καταλαβαίνει τα πάντα κι’ ας μη μιλά. Μόνο δεν καταλαβαίνει γιατί αυτός ο αδελφός Μάρκο Κερνέτα, αδέξιος κι’ ανυπάκουος οικονόμος, κρατά το πηδάλιο του πλοίου του Κυρίου. Ύστερα ξεχνά τον εαυτό του. Ξέρει μόνο πως όλα όσα υπάρχουν, κινούνται, ταξιδεύουν και οδεύουν προς τη σωτηρία.
     Έτσι πέρασαν ώρες.
     Πάγωσε ο νυχτερινός αέρας. Το αίμα του ηρέμησε. Πρώτα ένοιωσε τις μουδιασμένες παλάμες του σφιγμένες γύρω από το φράχτη. Σιγά-σιγά αρχίζει να αποχωρίζεται από το όνειρο και να συνέρχεται. Κάνει κρύο και πονά σαν να τον έχουν ξυπνήσει κουρασμένο την αυγή. Αφήνει με δυσκολία το φράχτη και ξεκινά με τα μανίκια σηκωμένα και επιστρέφει με ασταθή βήματα στο χάνι των μουσαφίρηδων.
     Τρεμοπαίζει και φωτίζει το αναμμένο κερί. Ο Τούρκος είναι γυρισμένος στον τοίχο και έχει το πρόσωπο σκεπασμένο μέχρι τα μάτια. Ισιώνει το κερί. Αναμοχλεύει τη φωτιά, ζεσταίνει το γάλα και πλησιάζει τον άρρωστο. Τον φωνάζει δυο φορές κι’ όταν δεν απαντά τον πλησιάζει και τον ξεσκεπάζει αλλά ο Μαμελέτζιγια παραμένει ακίνητος και παγωμένος.
     Αφήνει δίπλα στο κεφάλι του νεαρού το δοχείο με το γάλα που άχνιζε και βγαίνει να φωνάξει τον ηγούμενο. Είχε ήδη ξημερώσει για καλά.
     Έτρεξε χτυπώντας την πόρτα των θαλάμων από την αυλή. Μπήκε μέσα στο ηγουμενείο. Ο ηγούμενος εκείνη την ώρα περνούσε από το κεφάλι το πετραχήλι του. Όταν άκουσε πως κτυπούσε η πόρτα σταμάτησε  κι’ έτσι με σηκωμένα τα χέρια τον κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του.
-         Τι είναι τώρα;
     Κουνώντας αόριστα το δεξί του χέρι ο αδελφός Μάρκο είπε σχεδόν φωναχτά.
-         Να ξεψύχησε εκείνος... ο Τούρκος στο χάνι των
 μουσαφίρηδων.
-         Ε, γιατί φωνάζεις, σιωπή! Τον μάλωσε με το χέρι ο
 ηγούμενος και του έδειξε το δρόμο προς το κονάκι.
       Ο ηγούμενος ανησύχησε. Μόλις τέλειωσε τη λειτουργία και ήπιε τον καφέ του κατέβηκε στην πολιτεία να ειδοποιήσει τις Αρχές για το θάνατο του Μαμελέτζιγια και να καλέσει τους Τούρκους να τον μεταφέρουν και να τον θάψουν, καθώς πρέπει στους νεκρούς. Ήξερε ότι θα τον υποψιαστούν και ότι θα πλήρωνε στο τέλος κάποιο πρόστιμο.
     Ο αδελφός Μάρκο δεν ήθελε να επιστρέψει στο χάνι των μουσαφίρηδων κι’ έστειλε το μικρό διάκο Μάρτιν να μείνει μαζί με το νεκρό. Εκείνος πήγε με τους εργάτες στο χωράφι, στα ζαχαρότευτλα.
     Ξάγρυπνος και ταλαιπωρημένος περπατούσε βαριά και δύσκολα στο χωράφι.
     Τα αγόρια και τα κορίτσια άρχισαν το σκάψιμο. Ο αδελφός Μάρκο πήγαινε μπροστά και έκοβε τα χαμηλά φύλλα για να αερίζονται τα ζαχαρότευτλα καλύτερα και να γίνουν πιο χοντρά. Έσκυβε κι’ έκοβε περπατώντας και όταν γέμιζε μια αγκαλιά φύλλα, τα άφηνε στην άκρη. Πίσω του σε αποστάσεις έμεναν στοίβες από φύλλα. Και όταν ορθωνόταν κοίταζε πίσω από το χωράφι όπου έβλεπε το μεγάλο σκοτεινό μοναστήρι και δίπλα του το μικρό άσπρο χάνι των μουσαφίρηδων. Σ’ αυτό είναι ο νεαρός τη ψυχή του οποίου δεν μπόρεσε και δεν ήξερε να σώσει. Ύστερα έσκυβε γρήγορα κι’ έκοβε φύλλα και όταν έβγαινε και καμιά ρίζα την κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα και την κοιτούσε.
-         Άντε ρίζωσε, να δώσει ο Θεός... Καταβρόχθιζε τυρί και
 ρακή. Το σταυρό και τη συγχώρεση δεν ήθελε να δεχτεί. Άντε ρίζωσε! Να δώσει ο Θεός!
     Κάποια στιγμή είδε να έρχεται ο ηγούμενος και μαζί του ο ιμάμης και άλλοι δυο Τούρκοι, μαύροι σαν τις μύγες. ΄Όταν είδε να μεταφέρουν το νεκρό έσκυψε και πάλι και άρχισε να κόβει φύλλα ακόμη πιο γρήγορα.
-         Άντε καλορίζικο, να δώσει ο Θεός... Επαναλάμβανε
 μηχανικά αλλά η σκέψη του γύριζε πάλι στο μακαρίτη. Συγχωρημένο, ασυγχώρητο τον φρόντιζε και τον αγαπούσε σαν αδελφό!
     Έτσι σκυφτός που ήταν το αίμα του ερχόταν στο κεφάλι. Αναπνέοντας και ανασαίνοντας προσευχόταν για τη ψυχή του ΄Οσμο Μαμελέτζιγια, «ας ήταν όπου και να ήταν».
     Μόνο πότε-πότε σήκωνε το κεφάλι και φώναζε στα αγόρια που ενοχλούσαν τα κορίτσια.

-         Σκάβε τεμπελχανά! Γιατί πειράζεις; Για δες τον!...
    Και συνέχιζε να κόβει φύλλα και να προσεύχεται.


Σημειώσεις μεταφραστή

(1) Βία Μερουλάνα, οδός στο κέντρο της Ρώμης με εκκλησίες και μοναστήρια

(2)  Κρέσιεβο, πόλη στην κεντρική Βοσνία

(3)  Βιντίν, πόλη της Βουλγαρίας, στο Δούναβη, στα σύνορα με τη Σερβία και τη Ρουμανία

(4) Μουσταφά-Πασά,  παλαιότερη ονομασία του Σβίλενγκραντ Βουλγαρίας  

(5) Το Καραβάν-Σαράι στην Αδριανούπολη χρησιμοποιείτο  για διαμονή από τους εμπόρους μεταξιού που ταξίδευαν προς ή από την Ανατολή

(6) Μπαλήδες αποκαλούσαν υποτιμητικά  τους Τούρκους οι Σέρβοι και οι Κροάτες στη Βοσνία

(7) Ντίμια, λαϊκή γυναικεία ενδυμασία στη Βοσνία     
     
              
         

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

New words

ΝΕΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Η Αγνή γέννησε το 1959 μια κορούλα που ονόμασαν Αντρονίκη. Τον ίδιο χρόνο. Δυο μήνες αργότερα γέννησε και η γειτόνισσά της η Σερεφέ ένα κοριτσάκι που το ονόμασαν Μειρέμ. Τα σπίτια των δυο οικογενειών βρίσκονταν στον ίδιο δρόμο, σχεδόν το ένα απέναντι από το άλλο. Οι γονείς των δυο κοριτσιών ήταν γεωργοί και πολλές φορές η μια οικογένεια βοηθούσε την άλλη στην καλλιέργεια των χωραφιών τους και στη συγκομιδή της σοδειάς. Τα δυο κοριτσάκια μεγάλωναν μαζί και έπαιζαν κουμπάρες και δασκάλες, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου

Μια μέρα, στις αρχές του 1964 η Αντρονίκη άκουσε τους μεγάλους να λένε πως «χάθηκε» ο άντρας της Σερεφέ, ο πατέρας της Μειρέμ.. Δεν κατάλαβε αυτό το «χάθηκε» και έτρεξε στη φίλη της τη Μειρέμ με την κούκλα της να παίξουν κουμπάρες. Η Μειρέμ άκουσε κι’ αυτή τους μεγάλους στο σπίτι της να λεν ότι «χάθηκε» ο πατέρας της. Δεν καλά κατάλαβε αυτό το «χάθηκε», όμως ένοιωσε πως ήταν κάτι κακό αφού είδε τη μητέρα της να κλαίει και όλους τους συγγενείς της να μαζεύονται στο σπίτι της. Πήρε κι’ αυτή την κούκλα της και πήγε να παίξει τις κουμπάρες με την Αντρονίκη.

Μετά από αρκετά χρόνια η Μειρέμ κατανόησε πλήρως αυτό το «χάθηκε». ΄Εμαθε πως τον πατέρα της το σκότωσαν κάποιοι Ελληνοκύπριοι από το διπλανό χωριό την ώρα που πήγαινε στο σταθμό βενζίνης να πάρει καύσιμα για την αντλία του με σκοπό να ποτίσει το περιβόλι του.

Το 1974 οι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στο χωριό της Αντρονίκης και μάζεψαν όλους τους άντρες στο καφενείο της πλατείας δίπλα από την εκκλησία. Ανάμεσα σ’ αυτούς και πατέρας της Αντρονίκης. Οι Τούρκοι μετέφεραν τους άντρες αιχμάλωτους στην Τουρκία και σε τρεις μήνες έδιωξαν την Αντρονίκη και τη μητέρα της από το χωριό τους. Βρέθηκαν σε ένα αντίσκηνο σε ένα καταυλισμό έξω από τη Λάρνακα μαζί με πολλούς άλλους.. Πολλοί από τους άντρες του χωριού επέστρεψαν από την αιχμαλωσία, όχι όμως και ο πατέρας της Αντρονίκης, που έγινε κόρη «αγνοούμενου» . Μια νέα λέξη μπήκε στη ζωή της Αντρονίκης. Το λεξιλόγιό της εμπλουτίστηκε με τη λέξη «αγνοούμενος» .

Μετά από πολλά χρόνια η Αντρονίκη έμαθε πως οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον «αγνοούμενο» πατέρα της και τον έθαψαν σε ομαδικό τάφο κοντά στο σκουπιδότοπο του χωριού τους. Μια μέρα της παρέδωσαν ένα κιβώτιο με οστά, της είπαν ότι είναι του πατέρα της,, και τα κήδεψε στο νεκροταφείο.

΄Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα η Αντρονίκη πήγε στο χωριό της να δει το σπίτι της. Η Μειρέμ από απέναντι την αναγνώρισε και τη φώναξε να πιούν καφέ στο σπίτι της.

- Αντρονίκη, έχω τρία παιδιά και τα έμαθα να μην μισούν κανένα.
- Μειρέμ, έχω κι’ εγώ τρία παιδιά και τα έμαθα να αγαπούν όλο τον κόσμο.
- Να μην έχουμε ξανά «χαμένους» και «αγνοούμενους», ακούστηκε η βραχνή φωνή της Σερεφέ.
- Να δώσει ο Θεός!
- Βάλλαχι!
(Δεν ξεχώρισα ποια είπε το «Βάλλαχι» και ποια είπε «Να δώσει ο Θεός»)

Κ.Α.Χ.
27.1.2011