Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Εφημερίδες

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ …
ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ», ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΟΧΙ …
Η εφημερίδα τότε που ήμουνα μικρό παιδί ήταν το μόνο μέσο ενημέρωσης. Τηλεόραση δεν υπήρχε καθόλου και τα ραδιόφωνα ήταν λιγοστά. Θυμάμαι που ο παππούς μου, πολύ προοδευτικός άνθρωπος για την εποχή του, αφού από τότε είχε τη δική του βιβλιοθήκη από την οποία όλα τα εγγόνια του δανειζόμασταν βιβλία, απέκτησε το πρώτο του ραδιόφωνο. Στο μέγεθος ήταν όσο μια τηλεόραση δεκατεσσάρων ιντσών και λειτουργούσε με μπαταρία. Μια μεγάλη μπαταρία στο μέγεθος των μπαταριών αυτοκινήτου, μάρκας BEREC που διαρκούσε δύο μήνες περίπου. Όταν άδειαζε με έστελλε σε ένα κατάστημα που πουλούσε ελάχιστα πράγματα αλλά και μπαταρίες!
Η λήψη στο ραδιόφωνο δεν ήταν σταθερή και συχνά παρεμβάλλονταν «παράσιτα». Θυμάμαι ότι ο θείος μου είχε ανεβεί τότε στη στέγη του σπιτιού και τοποθέτησε μια κεραία. ΄Ηταν ένα γυμνό κόκκινο σύρμα, στην ουσία πολλά λεπτά σύρματα τυλιγμένα μαζί τα οποία στερέωσε σε δύο πασσάλους που τοποθέτησε πάνω στη στέγη.
Η εφημερίδα όμως και τότε και πολλά χρόνια μετά ήταν το κύριο μέσο ενημέρωσης. Δεν υπήρχαν τότε περίπτερα σε κάθε δρόμο όπως σήμερα και τις εφημερίδες τις πωλούσαν οι εφημεριδοπώλες. Το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη, αν υπήρχε σήμερα που κυριαρχούν στα εργατικά οι συντεχνίες θα κατατασσόταν στα «ανθυγιεινά» επαγγέλματα!  Οι εφημεριδοπώλες πήγαιναν στο πρακτορείο τύπου με το ποδήλατό τους γύρω στα μεσάνυχτα να παραλάβουν τις εφημερίδες. Τις περισσότερες φορές ξημερωνόντουσαν εκεί περιμένοντας να έλθει και η τελευταία εφημερίδα που αργούσε γιατί τότε οι βλάβες στα τυπογραφεία ήταν συχνές. Πήγαιναν εκεί χειμώνα-καλοκαίρι, με κρύο και με ζέστη, Κυριακές, γιορτές και σχόλες- εκτός από τις ημέρες που δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες. Υπήρχε δε και η αργία των εφημεριδοπωλών, μια φορά το χρόνο.
Μετά πήγαιναν στο σπίτι τους και εκεί πάλι δουλειά. Να τυλίξουν τις εφημερίδες και να τις βάλουν σε σειρά κατά οδό και κατά πελάτη. Στη συνέχεια άρχιζε η διανομή. Στους κεντρικούς δρόμους της Λευκωσίας θυμάμαι τους εφημεριδοπώλες που πωλούσαν τις απογευματινές εφημερίδες  –κυκλοφορούσαν δύο τότε και η καθεμιά είχε το δικό της εφημεριδοπώλη- και διαλαλούσαν την εφημερίδα με το όνομά της καθώς και με την κύρια είδηση που δημοσίευε!
Στο Καιμακλί εφημεριδοπώλης μας ήταν ο κύριος Μωυσής. Περνούσε πρωί-πρωί με το πρώτο φως της αυγής καβάλα στο ποδήλατό του και έριχνε με μαεστρία και ευστοχία την εφημερίδα του καθενός στη βεράντα του. Στα σπίτια που δεν είχαν βεράντα τοποθετούσε την εφημερίδα στο χερούλι της πόρτας. Ο καθένας τότε περίμενε να έλθει η εφημερίδα του για να της ρίξει μια ματιά προτού φύγει για τη δουλειά του. Το πραγματικό διάβασμα γινόταν μετά την επιστροφή από τη δουλειά. Ο κύριος Μωυσής ερχόταν κατά κανόνα στην ώρα του. Αν τύγχαινε να καθυστερήσει καμιά φορά, τότε μερικοί ήταν άξιοι να τον περιμένουν και να του κάνουν παράπονο! Σπάνια αστοχούσε, δεν πετύχαινε δηλαδή να ρίξει την εφημερίδα στη βεράντα. Αν αυτό γινόταν το καλοκαίρι μικρό το κακό. Αν όμως γινόταν το χειμώνα και η μέρα ήταν βροχερή τότε υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Μέχρι που ένας γείτονάς μας, γνωστός για τη τσιγγουνιά του, αρνιόταν να πληρώσει την εφημερίδα του για εκείνην τη μέρα.
Ο κύριος Μωυσής πληρωνόταν κάθε Σάββατο. Μετά τη διανομή έκανε δεύτερη βόλτα στα σπίτια και εισέπραττε τα οφειλόμενα της βδομάδας. Θυμάμαι που είχαμε έτοιμα δυο σελίνια και ένα γρόσι κάθε Σάββατο γιατί τότε η εφημερίδα πουλιότανε προς τρία γρόσια. Θυμάμαι επίσης πως μερικές φορές παρόλο που μπορεί μια μέρα να μην κυκλοφορούσε εφημερίδα, εντούτοις πληρώναμε τρία γρόσια επί εφτά μέρες. Ο παππούς μου έλεγε «δεν πειράζει είναι το δώρο του εφημεριδοπώλη!» Μερικοί τον πλήρωναν την Κυριακή μετά τη θεία λειτουργία. Ο κύριος Μωυσής τους έβρισκε στο καφενείο όπου σύχναζαν.
Πάντοτε διερωτόμουν γιατί τον αποκαλούσαν «κύριο Μωυσή» και όχι σκέτο «Μωυσή». ΄Ισως γιατί ασχολείτο με τα γράμματα, με τις εφημερίδες!
Κ.Α.Χ.

16.10.2014  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου