Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Είδα το θεό στους ανθρώπους

Ιστορίες του Αγώνα (4)
ΕΙΔΑ ΤΟ ΘΕΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Ο Edward Ferguson ο διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών της νήσου Κύπρου καθόταν στο γραφείο του, ένα γραφείο ολοκάθαρο και τακτοποιημένο στην εντέλεια. Ήξερε που βρισκόταν το καθετί και με κλειστά μάτια θα μπορούσε να το βρει. Θα μπορούσε να περπατά σ’ αυτό με κλειστά τα μάτια χωρίς να κτυπήσει σε κάποιο έπιπλο. Μόλις έφευγε κάποιος επισκέπτης σηκωνόταν από τη θέση του και μετακινούσε τις δύο καρέκλες που ήταν απέναντι από το γραφείο του στη θέση τους με ακρίβεια χιλιοστού!
Παρόλο που πια δε χρησιμοποιείτο το μελάνι μπροστά του διατηρούσε ακόμη ένα παλιό μελανοδοχείο με πέννες και πενάκια. Πιο πέρα είχε μια φωτογραφία σε κορνίζα με τη γυναίκα του και τις δυο του κόρες. Πίσω του στον τοίχο μια μεγάλη φωτογραφία της Α.Μ. της Βασίλισσας της Αγγλίας σε χρυσή κορνίζα. Πάτησε το κουδούνι και αμέσως ο κλητήρας, ένας ελαφροποινήτης κατάδικος κτύπησε την πόρτα και με το «εμπρός» που άκουσε στεκόταν μπροστά στο διευθυντή σε στάση προσοχής.
-          Φώναξε τον υποδιευθυντή να έλθει εδώ στο γραφείο μου.
-          Αμέσως κύριε διευθυντά!
Σε λίγο ο υποδιευθυντής στεκόταν κι αυτός προσοχή μπροστά από το γραφείο του διευθυντή.
-          Κάθισε Νick. Τα ξημερώματα όπως ξέρεις θα έχουμε την εκτέλεση θανατικής ποινής σε δύο τρομοκράτες. Στις τέσσερεις το απόγευμα να είσαι εδώ μαζί με το δήμιο. Θέλω να επιθεωρήσουμε τους χώρους για να βεβαιωθώ ότι είναι όλα εντάξει. Μπορείς να πηγαίνεις!
-          Μάλιστα κύριε!
Στις τέσσερεις το απόγευμα ο Edward Ferguson περπατούσε μπροστά, ακολουθούσε ο Nicolas Flind ο υποδιευθυντής και πιο πίσω ερχόταν ο δήμιος ο Αχμέτ Σαλλαχίν που κληρώθηκε για την εκτέλεση των δύο καταδικασθέντων σε θάνατο. Ο διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών ήταν ψηλός, λεπτός και ξανθός στα πενήντα του. Ο υποδιευθυντής ήταν πιο κοντός με μαύρα μαλλιά και μουστάκι και ο δήμιος ένας χοντρός, κοντός και φαλακρός δεσμοφύλακας που για να βγάλει μερικά λεφτά παραπάνω γράφτηκε στον κατάλογο με τα τρία ονόματα των υποψηφίων δημίων για κλήρωση όποτε είχε εκτέλεση. Και οι τρεις δήμιοι ήταν τουρκοκύπριοι δεσμοφύλακες. Κανένας ελληνοκύπριος δε γράφτηκε στον κατάλογο των υποψηφίων δημίων. Φορούσαν και οι τρεις τους την καλοκαιρινή στολή τους, γιατί ήταν ακόμη Σεπτέμβρης και δεν είχε βγει η διαταγή για τη χειμερινή στολή. Κοντό παντελόνι μέχρι το γόνατο, κάλτσες κι αυτές μέχρι το γόνατο και μαύρα παπούτσια, χειμώνα-καλοκαίρι. Πουκάμισο κοντομάνικο και πηλίκιο μπλε κι αυτό χειμώνα-καλοκαίρι. Η στολή ήταν από χακί ύφασμα.
Πέρασαν από την πτέρυγα των θανατοποινιτών. Και οι δύο τους ξάπλωναν αμέριμνοι στα κρεβάτια τους και δεν έδωσαν καμιά σημασία στους επισκέπτες.
-          Νick έχετε δώσει στους κατάδικους χαρτί και μολύβι για την τελευταία τους επιστολή;
-          Μάλιστα κύριε!
-          Ωραία, ποια είναι η τελευταία τους επιθυμία;
-          Να τους επισκεφθεί ιερέας για να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν.
-          Ωραία, να φροντίσεις να είναι εδώ ο ιερέας στις επτά η ώρα.
-          Μάλιστα κύριε!
Οι θανατικές καταδίκες εκτελούντο διά απαγχονισμού. Μπήκαν και οι τρεις στην αίθουσα με την καταπακτή και τις αγχόνες.
-          Εμπρός Αχμέτ, τράβα το μοχλό να ανοίξει η καταπακτή.
Ο δήμιος τράβηξε το μοχλό, ακούστηκε ένα ενοχλητικό διαπεραστικό τρίξιμο και η καταπακτή άνοιξε απότομα.
-          Αχμέτ, γιατί δε φόρεσες την κουκούλα;
-          Πρόβα κάνουμε κύριε!
-          Η πρόβα δεν πρέπει να διαφέρει καθόλου από την πραγματικότητα! Βάλε την κουκούλα και πάμε ακόμη μια φορά!
Ο Αχμέτ έκλεισε την καταπακτή και πήρε θέση, φορώντας την κουκούλα, για να τραβήξει για δεύτερη φορά το μοχλό. Ο διευθυντής στάθηκε σε στάση προσοχής και χαιρετώντας στρατιωτικά διέταξε:
-          Υποδιευθυντά, προσοχή! Αχμέτ το μοχλό!
Ο Αχμέτ τράβηξε και πάλι το μοχλό και ακούστηκε το ίδιο εκείνο ενοχλητικό διαπεραστικό τρίξιμο με την καταπακτή να ανοίγει αφήνοντας ένα δυνατό γδούπο.
-          Όλα εντάξει! Στις τρεις και τριάντα όλοι στις θέσεις σας!
Ο Διευθυντής και ο Υποδιευθυντής αποχώρησαν και ο Αχμέτ Σελλαχίν έμεινε πίσω για να επαναφέρει την καταπακτή και το μοχλό στη θέση τους σκεφτόμενος: «Τα ξημερώματα οι Χριστιανοί θα κρεμάσουν δυο Χριστιανούς με τα χέρια ενός Μουσουλμάνου. Αλλάχ συγχώρα με, τη δουλειά μου κάνω!»

                                                                   ***

Ένα στρατιωτικό όχημα Land Rover έφερε τον ιερέα, τον παπά-Αντρόνικο, από την πλησιέστερη εκκλησία στις Κεντρικές Φυλακές για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους δύο μελλοθάνατους. Μετά από μισή ώρα περίπου ο παπά-Αντρόνικος βγήκε έξω από τη πτέρυγα των μελλοθανάτων και έφυγε τρέχοντας χωρίς να περιμένει το στρατιωτικό όχημα να τοn μεταφέρει στο σπίτι του. Τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα λες και έκλαιε δυο μέρες. Τα γκρίζα του μαλλιά ανακατεμένα και τα γένια του γυρισμένα προς τα πάνω λες και κάτι να τα είχε ηλεκτρίσει. Καθώς έτρεχε τα ράσα του ανέμιζαν από το βραδινό δροσερό αεράκι της Λευκωσίας. Και δεν ήταν μόνο αυτό! Μιλούσε λιγάκι συγχυσμένα αλλά κάποιος μπορούσε να ξεχωρίσει τη φράση που επαναλάμβανε «είδα το θεό στους ανθρώπους».  Όλο το βράδυ έτρεχε έτσι αλαφιασμένος στους δρόμους της πόλης και κατά τις τέσσερεις το πρωί βρέθηκε έξω από τον ψηλό τοίχο των Φυλακών και έψαλλε: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου …». Ο γδούπος από το άνοιγμα της καταπακτής ακούστηκε και έξω από τον τοίχο των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας διακόπτοντας την ησυχία και την ηρεμία της Λευκωσιάτικης νύχτας και αναγκάζοντας μερικά περιστέρια που είχαν τη φωλιά τους στον τοίχο των Φυλακών να πετάξουν μακριά. Σε λίγο επικρατούσε και πάλι η απόλυτη ηρεμία διακοπτόμενη πότε-πότε από τους λυγμούς του παπά-Αντρόνικου καθώς απομακρυνόταν από την περιοχή των Φυλακών. 
Μετά από εκείνο το βράδυ ο παπά-Αντρόνικος τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης αποπαρμένος και επαναλάμβανε «είδα το θεό στους ανθρώπους»! Γι αυτό και τον έστειλαν στο μοναστήρι του Κύκκου να ησυχάσει και να «φέρει το νου του». Εκεί αποδείχτηκε πρόθυμος, υπάκουος και καλός δουλευτής. Κάποια βράδια όμως γινόταν άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπό του κοκκίνιζε, τα μαλλιά του και τα γένια του ηλεκτρίζονταν και τα μάτια έλαμπαν λες και από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετάγονταν φλόγες από αυτά. Τότε έφευγε από το κελί του και έτρεχε μέσα στο δάσος σαν αγρίμι φωνάζοντας «είδα το θεό στους ανθρώπους».
 Στα βαθειά του γεράματα όταν άφηνε το μάταιο τούτο κόσμο είπε στους δυο-τρεις μοναχούς που μαζεύτηκαν στο κελί του προσευχόμενοι για «τη ψυχή του αμαρτωλού και ταλαιπωρημένου αδελφού που την κυρίευε συχνά ο οξαποδώ»:
-           Είδα το θεό στους ανθρώπους! Είδα το θεό στους δυο μελλοθάνατους!
Με αυτά τα λόγια, με ήρεμο και γαλήνιο βλέμμα αυτή τη φορά, ξεψύχησε.
Κ.Α.Χ.

4.9.2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου