Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ο βρακάς

Ιστορίες του Αγώνα (12)
Ο ΒΡΑΚΑΣ
Το 1958, το καλοκαίρι, ο Άγγλος στρατιωτικός διοικητής της πόλεως και επαρχίας Αμμοχώστου στρατηγός Alfred Singlair ετοιμαζόταν για τα εγκαίνια έκθεσης ζωγραφικής των έργων του, στο ξενοδοχείο Savoy. Είχε κλείσει τη μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου και έδωσε ήδη στο τυπογραφείο τις προσκλήσεις για εκτύπωση. Στο κείμενο αναφέρονταν με μεγάλα μαύρα γράμματα ότι τα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής θα τελούσε ο Κυβερνήτης της νήσου Κύπρου.
Ο Alfred Singlair είχε σκοπό να εκθέσει σαράντα πίνακες. Για να φτάσει τον αριθμό σαράντα έπρεπε να τελειώσει ακόμη τρεις και γι αυτό καθημερινά, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος αφού έπαιρνε τα σύνεργά του, ένα στρατιωτικό Land Rover τον πήγαινε στη Σαλαμίνα όπου εργαζόταν μέχρι τις μία ή όσο άντεχε κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιούνη. Στη Σαλαμίνα έστηνε τον τρίποδα με τον καμβά δίπλα από μια κολώνα κορινθιακού ρυθμού και ζωγράφιζε αμέριμνος, έχοντας δίπλα του ένα παγούρι με νερό για να αντιμετωπίζει τη ζέστη. Ο οδηγός του περιπλανιόταν στην περιοχή περιμένοντας και φρουρώντας παράλληλα το διοικητή. Πολλές φορές ο οδηγός χάζευε τους αρχαιολόγους, τους φοιτητές και τους ντόπιους εργάτες της Σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής που και εκείνο το καλοκαίρι διεξήγαγαν ανασκαφές στην αρχαία Σαλαμίνα.
Ανάμεσα στους Κύπριους εργάτες ήταν και ένας παραδοσιακός βρακοφόρος ο μάστρο-Μιχαήλης που με την ενδυμασία του προσέδιδε μια φολκλορική πινελιά στο σκηνικό.
Εκείνη την περίοδο η Οργάνωση επιθυμούσε να κάνει πιο αισθητή τη δράση της στην επαρχία Αμμοχώστου και να επιφέρει κάποιο σοβαρό πλήγμα κατά του Αγγλικού στρατού. Γι αυτό γνωρίζοντας τη συνήθεια του Άγγλου στρατιωτικού διοικητή να κάθεται και να ζωγραφίζει δίπλα στον ίδιο κίονα πλησίασε το μάστρο-Μιχαήλη. Συγκεκριμένα δυο μέλη της Οργάνωσης πήγαν και συνάντησαν το μάστρο-Μιχαήλη στο σπίτι του. Εκεί του μίλησαν για τον αγώνα της Κύπρου για ελευθερία και απελευθέρωση από τους Άγγλους και τον έπεισαν να παραλάβει την ερχόμενη Κυριακή από το καφενείο του Νίκου στο Κάτω Βαρώσι μια βόμβα ρυθμισμένη να εκραγεί την ώρα που θα ήταν εκεί ο στρατηγός Alfred Singlair . Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πάει εκεί πριν φτάσει ο στρατηγός με το Land Rover και τον οδηγό του και να κρύψει τη βόμβα σε μια «παλλούρα» που είχε φυτρώσει δύο τρεις υάρδες μακριά από την κολώνα. Εκεί  δίπλα όπου καθόταν ο στρατηγός ζωγραφίζοντας. Στη συνέχεια θα πήγαινε στη δουλειά του και δεν είχε να φοβηθεί τίποτα.
Πράγματι ο μάστρο-Μιχαήλης πήγε την Κυριακή το απόγευμα στο Κάτω Βαρώσι και παρέλαβε από τον καφετζή ένα δέμα με τη βόμβα μέσα. Τη Δευτέρα πριν ακόμη χαράξει το πρώτο φως της μέρας ο μάστρο-Μιχαήλης έφτανε με το ποδήλατό του στη Σαλαμίνα. Κατευθύνθηκε προς την κολώνα του στρατηγού Alfred Singlair και εντόπισε την «παλλούρα» μέσα στην οποία θα έκρυβε τη βόμβα. Εκείνη την ώρα οι πρώτες ακτίνες του ανατέλλοντος ήλιου χρύσιζαν πάνω στην ατάραχη θάλασσα της Σαλαμίνας και αντανακλούσαν το φως τους πάνω στον κορινθιακό κίονα. Ο κίονας έπαιρνε ένα χρώμα φαντασμαγορικό, μαγευτικό και απαλό και νόμιζες πως τα λουλούδια στο κιονόκρανο ήταν πραγματικά. Σ’ αυτό συνέβαλλε και η δρόσος της αυγής που δεν είχε ακόμη διαλυθεί και διασπούσε τις ακτίνες σε όλα τα χρώματα της ίριδας.
Ο μάστρο-Μιχαήλης στάθηκε ακίνητος, μαγεμένος, σχεδόν υπνωτισμένος από  το θέαμα που έβλεπε. Νόμιζε πως ο κίονας του μιλούσε, ότι κουνιόταν λες και ήθελε να τον αγκαλιάσει. Έκανε δυο βήματα πιο κοντά και φώναξε!
-         Όχι! Όχι!
Έτρεξε προς την παραλία και άφησε στη χρυσή άμμο που τη χάιδευε το πρωινό κύμα το δέμα με τη βόμβα, λέγοντας στον εαυτό του. «Όχι, όχι! Ποιος είμαι εγώ που θα καταστρέψω αυτήν εδώ την κολώνα. Βρίσκεται εκεί όρθια  χιλιάδες χρόνια. Πολλοί άνθρωποι τη θαύμασαν. Άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια. Και όμως, αυτή είναι εδώ, θυμίζει και ευλογεί τα έργα των ανθρώπων. Ποιός είμαι εγώ να κάνω ένα τέτοιο έγκλημα;»
Μ΄ αυτές τις σκέψεις πήρε το δρόμο για το χώρο των ανασκαφών ενώ είδε από μακριά το Land Rover του στρατηγού να πλησιάζει προς την κολώνα. Θυμήθηκε τότε και κάτι από το σχολείο, το δημοτικό. Στο Γυμνάσιο δεν κατάφερε να πάει και γι αυτό έμεινε βοσκός με τη βράκα. Θυμήθηκε που τους είπε ο δάσκαλός τους πως όταν οι Έλληνες αρματολοί πολιορκούσαν τον Παρθενώνα όπου είχαν οχυρωθεί οι Τούρκοι, πρόσεξαν ότι αυτοί άρχισαν να ξηλώνουν τους κίονες για να πάρουν το μολύβι που υπήρχε στη μέση και τις στερέωνε. Και αυτό για να φτιάξουν βόλια να πολεμούν. Τότε οι Έλληνες τους διεμήνυσαν να αφήσουν απείραχτες τις κολώνες και θα τους δίνουν αυτοί μολύβι για βόλια! Ήθελαν να σώσουν τις κολώνες ακόμη κι αν τους στοίχιζε τη ζωή τους! Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο χώρο των ανασκαφών και χαιρέτισε ήσυχα τους υπόλοιπους. Ευτυχώς δεν πρόσεξε κανένας τους ένα δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλο του μάστρο-Μιχαήλη. Ένα δάκρυ για μια κολώνα!
Κ.Α.Χ.
17.9.2015


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου