Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Το "θέρος" και το αλώνισμα στο Καϊμακλί

ΤΟ «ΘΕΡΟΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΣΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ
Για να θερίσουν τα δημητριακά που έσπερναν οι Καϊμακλιώτες έφερναν θεριστές κυρίως από την Τηλλυρία και το Τραχώνι της Κυθραίας. Τους πλήρωναν με το σύστημα ένας βασικός μισθός και  τα λεγόμενα «συνέξοδα» (συν τα υπόλοιπα έξοδα). Πλήρωνε δηλαδή ο γεωργός το ποσό που συμφωνείτο και παραχωρούσε φαγητό και ύπνο στους θεριστές.  Το φαγητό ήταν σχεδόν καθημερινά πιλάφι πλιγούρι, ψωμί, ελιές, χαλούμι, ντομάτα, αγγούρι και κρεμμύδι.
Οι θεριστές έμπαιναν στη σειρά, ο ένας πλάι στο άλλο και έκοβαν με τα δρεπάνια τους τα στάχυα αφήνοντάς τα χάμω. Ακολουθούσαν ένας-δύο άλλοι με διχάλα, μάζευαν τα κομμένα στάχυα και τα έδεναν, χρησιμοποιώντας δύο-τρία στάχυα σε «δεμάτια».
Φόρτωναν τα «δεμάτια» για μεταφορά είτε πάνω σε γαϊδούρια, πάνω στο «σάμα»,δεξιά και αριστερά, είτε πάνω σε «καρρέττες», ξύλινα αμάξια. Τα αμάξια τα έσερναν είτε βόδια, εξ ου και βοϊδάμαξες, είτε μουλάρια. Οι άμαξες που έσερναν τα βόδια διέφεραν από αυτές που έσερναν τα μουλάρια. Βασικά αυτές που έσερναν τα βόδια είχαν ένα μοχλό για δέσιμο στα βόδια ενώ αυτές που έσερναν τα μουλάρια είχαν δύο . Οι δεύτερες είχαν και ένα είδος τιμονιού για να καθοδηγούνται τα ζώα στην πορεία τους και μπορούσαν να πηγαίνουν και με την όπισθεν, όπως θα λέγαμε σήμερα για τα αυτοκίνητα.
Τα δεμάτια μεταφέρονταν στα αλώνια και στοιβάζονταν σε σωρό σαν πυραμίδα. Το στοίβαγμα σε αυτή τη μορφή ήταν σκόπιμο. Σε περίπτωση καλοκαιρινής μπόρας το νερό της βροχής θα κυλούσε κάτω και δεν θα μαζευόταν στην κορυφή με αποτέλεσμα το φούσκωμα των δημητριακών. Τα δημητριακά που μεταφέρονταν στα αλώνια ήταν βασικά σιτάρι, κριθάρι και σιφουνάρι. Οι γεωργοί διανυκτέρευαν στα αλώνια για να προσέχουν τα δεμάτια τους από τους ανθρώπους και από τα ζώα!
Για το αλώνισμα χρησιμοποιούσαν τις «δοκάνες» που ήταν μονές ή διπλές σε πλάτος. Οι «δοκάνες» ήταν ένα χοντρό σανίδι πλάτους ενός μέτρου και μήκους δύο μέτρων περίπου που στο κάτω μέρος τους είχαν τοποθετημένα κομμάτια σκληρής πέτρας, τσακμακόπετρας, σε σειρές εναλλάξ έτσι που να μην αφήνεται κενό και να ξεφεύγουν τα στάχυα. Μπροστά είχαν κλίση προς τα πάνω, τριάντα μοιρών περίπου για να μην ανεβαίνουν πάνω τα στάχυα. Στο σημείο της κλίσης τοποθετούσαν λαμαρίνα, συνήθως από τενεκέδες λαδιού κλπ, για προστασία και για ευκολότερο γλίστρημα.
Στο αλώνι τώρα άπλωναν τρεις-τέσσερεις στοίβες «δεμάτια». Μετά έβαζαν τα ζώα ,τα βόδια ή τα μουλάρια να περπατήσουν πάνω στα στάχυα, τα»δεμάτια» που έλυσαν και στη συνέχεια άρχιζαν τη διαδικασία του αλωνίσματος. Τα ζώα, δυο βόδια ή δυο μουλάρια για τις μεγάλες «δοκάνες» ή ένα μουλάρι για τις μικρές. Ο γεωργός έβαζε μια καρέκλα πάνω στη «δοκάνη» και καθόταν πάνω κάνοντας γύρους μέχρι να συνθλίψει πλήρως τα στάχυα. Τα μάζευαν στην άκρη  σε σωρούς, σε «θερνάτζια», στα δυτικά του αλωνιού και άρχιζαν τη διαδικασία από την αρχή μέχρι να τελειώσουν όλα τα «δεμάτια». Ακολούθως περίμεναν να φυσήξει λίβας, δυτικός άνεμος και τότε ανέμιζαν με ένα ξύλινο φτυάρι τα σπασμένα, σχεδόν αλεσμένα στάχυα. Κοντά τους έπεφτε ο καρπός, το «μαξούλι», όπως λεγόταν  το σιτάρι ή το κριθάρι, πιο πέρα έπεφταν τα «κόνδυλα», το χοντρό μέρος του σταριού, εκεί που είναι οι ενώσεις των μερών του και πιο μακριά έπεφταν τα άχυρα. Τα τοποθετούσαν σε σακιά και τα μετέφεραν στους αποθηκευτικούς χώρους του σπιτιού τους με τα γαϊδούρια ή με τις βοϊδάμαξες. Το άχυρο το έβαζαν στο χώρο που λεγόταν «σιελονάρι».
Από το «μαξούλι» έφτιαχναν αλεύρι ή το έσπαγαν με πίεση και το χρησιμοποιούσαν ως τροφή για τα ζώα, τα «κόνδυλα» τα χρησιμοποιούσαν για να τα καίνε στο φούρνο του σπιτιού τους και τα άχυρα ως τροφή για τα ζώα. Να σημειωθεί ότι τα άχυρα από σιτάρι ή από κριθάρι ή από «σιφουνάρι», είχαν διαφορετική θρεπτική αξία και πολλές φορές τα ανακάτευαν, έκαναν «κούτσισμα», είτε μεταξύ τους είτε με κριθάρι ή «σιφουνάρι» ή πίτουρα που τα έπαιρναν από το μύλο όπου άλεθαν τα σιτηρά τους.
Οι γεωργοί δε φύτευαν πάντα το ίδιο χωράφι με το ίδιο φυτό. Του έδιναν χρόνο να «πνάσει», να ξεκουραστεί. Έτσι φύτευαν και άλλα δημητριακά όπως «ρόβι», βίκο ή «φαβέττα». Τα δημητριακά αυτά δεν τα θέριζαν αλλά τα ξερίζωναν . Παρατάσσονταν γραμμή και σκυφτοί τα ξερίζωναν. Στη γραμμή στην πρώτη θέση στεκόταν ένας άντρας που έκανε γρήγορα το ξερίζωμα και στις άλλες θέσεις έμπαιναν γυναίκες που έπρεπε να βρίσκονται στην ίδια σειρά ακολουθώντας το ρυθμό του άντρα. Από πίσω έρχονταν αλλά ένα-δυο άτομα που μάζευαν με «αρκάτζι» τα ξεριζωμένα φυτά και τα μετέφεραν με αμάξια στο σπίτι τους. Πίσω ακολουθούσε μια άλλη γυναίκα, συνήθως ένα κορίτσι, που μετέφερε νερό σε «κούζα» ή «βάττα», ή «κουκουμάρα». Όταν έβλεπε κάποια από τις γυναίκες να ψηλώνει το χέρι πήγαινε κοντά της και της έδινε νερό σε ένα αλουμινένιο μαστραπά. Επειδή ο κάμπος του Καϊμακλίου είχε ελάχιστα δέντρα, για να μένει δροσερό το νερό, έβαζαν τα δοχεία κάτω από τα ξεριζωμένα φυτά.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι θεριστές και οι γυναίκες, οι «ροβομαζώχτρες», για να παραφράσω τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, είχαν τον ηγέτη τους, τον ομαδάρχη. Είναι γνωστή η «Αρκοντού», που οργάνωνε γυναίκες από το Τραχώνι.
Όποιος γεωργός δεν είχε το δικό του αλώνι, οι περισσότεροι δεν είχαν, πλήρωνε τον ιδιοκτήτη του αλωνιού, είτε σε χρήμα, είτε σε είδος για να το χρησιμοποιήσει. Το ίδιο έκαναν και όσοι δεν είχαν «δοκάνη» και ζώα.
Κ.Α.Χ.    1.7.2015

(Βασισμένο σε πληροφορίες που μου έδωσε ο ξάδελφος μου Φάνος) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου