Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η κτηνοτροφία στο Καϊμακλί (2)

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΤΟ ΚΑΪΜΑΚΛΙ (2)
Κάθε βοσκός ή κτηνοτρόφος στο Καϊμακλί, για σκοπούς αναπαραγωγής είχε στο κοπάδι του και έναν αριθμό αρσενικών ζώων, ανάλογα με το μέγεθος του κοπαδιού του. Τα κοπάδια με αίγες είχαν τράγους («τράουλλους») και τα κοπάδια με πρόβατα κριούς («κλιάρους»). Την εποχή του ζευγαρώματος (μια φορά το χρόνο) οι τράγοι και οι κριοί μάχονταν μεταξύ τους για το ποιος θα τα καταφέρει να ζευγαρώσει με την προβατίνα ή την αίγα. Όταν ο βοσκός είχε μικρό τράγο ή κριό, επειδή τα μεγαλύτερα ζώα δεν το άφηναν να προσεγγίσει, ξεχώριζαν μερικές αίγες ή προβατίνες και τις μάντριζαν χωριστά μαζί με το μικρό αρσενικό ζώο. Η «βάκλα» της προβατίνας αποτελούσε εμπόδιο κατά το ζευγάρωμα και έτσι στα νεώτερα χρόνια όταν άρχισαν να έρχονται μορφωμένοι γεωπόνοι ή ειδικοί στη κτηνοτροφία από τα πανεπιστήμια τοποθετούσαν στα αρνιά ένα λαστιχάκι στη βάση της «βάκλας» η οποία ατροφούσε και σιγά-σιγά έπεφτε. Από οικονομικής πλευράς η «απώλεια» της «βάκλας» δεν είχε κόστος γιατί το λίπος που θα συσσωρευόταν εκεί, διαμοιραζόταν στους άλλους ιστούς του ζώου.
Οι κτηνοτρόφοι και οι βοσκοί κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια για να αποφεύγεται η αιμομιξία και να αδυνατίζουν τα ζώα τους, πουλούσαν τους κριούς και τους τράγους τους και τους αντικαθιστούσαν με άλλους. Η Αγγλική Διοίκηση για να ενισχύσει τη κτηνοτροφία στην Κύπρο άρχισε την παραγωγή εξελιγμένων φυλών κριών και τράγων στις φάρμες της Αθαλάσσας και διέθετε τα ζώα έναντι αμοιβής στους ενδιαφερόμενους. Με τα χρόνια δημιουργήθηκε και το Κτηνιατρείο όπου έπαιρναν οι βοσκοί τα άρρωστα ζώα τους και συνήθως τους έκαναν ενέσεις πενικυλίνης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι προηγουμένως για πολλά χρόνια, ακόμη και μετά τη λειτουργία του κτηνιατρείου, οι βοσκοί δεν πήγαιναν τα ζώα τους στους κτηνίατρους. Προτιμούσαν να τα σφάζουν και να καταναλώνουν το κρέας τους. Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι οι βοσκοί όταν καθάριζαν τις μάντρες τους, κάθε καμιά δεκαπενταριά μέρες, χρησιμοποιούσαν ασβέστη για σκοπούς απολύμανσης.
Μια συνηθισμένη ασθένεια των προβάτων ήταν η εκροή «μίξας» από τη μύτη τους. Έλεγαν ότι «τους πίτησεν ο φλώρος»-ο φλώρος ήταν ένα έντομο- και η ασθένεια αυτή αντιμετωπιζόταν με φύσημα ξιδιού στις μύτες των ζώων, υπό μορφή ψεκάσματος.
Οι προβατίνες γεννούσαν ένα ή δυο αρνιά και οι αίγες ένα μέχρι τρία ερίφια. Το ζευγάρωμα των ζώων λεγόταν από τους κτηνοτρόφους και τους βοσκούς «παράστημα». Έλεγαν «παράστησα» την αίγα μου ή το βόδι μου.
Εκτός από το γάλα και το κρέας τα πρόβατα έδιναν και το μαλλί τους από το οποίο κατασκευάζονταν κλωστές για ύφανση, στρώματα και μαξιλάρια. Κούρευαν τα πρόβατα μια φορά το χρόνο, συνήθως κάθε Απρίλη. Οι «κουρευτές» ήταν εξειδικευμένοι στο κούρεμα και είχαν ειδικά ψαλίδια τα οποία κατά διαστήματα ακόνιζαν πάνω σε «λαδόκονο», μια πέτρα στην οποία έβαζαν λάδι και έτριβαν τα ψαλίδια τους. Το μαλλί αφαιρείτο ως ένα ενιαίο κουβάρι το οποίο καθάριζαν από τα «βερδέλια», τους σβώλους με ακαθαρσίες στο πίσω μέρος του προβάτου. Τα ψαλίδια αντικαταστάθηκαν με την πάροδο του χρόνου με ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές. Μετά το κούρεμα τα χέρια «κουρευτάδων» γέμιζαν με λάδι από το λίπος.  Με το τέλος του κουρέματος ο κτηνοτρόφος ή ο βοσκός πλήρωνε ασφαλώς τους «κουρευτάδες» αλλά ύστερα ακολουθούσε διασκέδαση με κρασί ή ζιβανία!
Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι δεν ήταν οι ίδιοι βοσκοί αλλά μίσθωναν άλλα πρόσωπα ως βοσκούς που συνήθως κοιμόντουσαν στις μάντρες σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Ο βοσκός ήταν εξοπλισμένος με μια ράβδο, τη «ματσούκα» του που τη χρησιμοποιούσε για να περπατά, να ακουμπά να ξεκουράζεται, να μαντρίζει τα ζώα κλπ. Μερικές φορές όμως η ματσούκα γινόταν φονικό όπλο στους καυγάδες στα χωράφια για τα ζώα ή τα σπαρτά!. Ο βοσκός είχε επίσης τη «βούρκα» του, τσάντα από δέρμα προβάτου με το μαλλί απ’ έξω για σκοπούς μόνωσης. Μέσα στη «βούρκα» έβαζε το «κολότζι» με το νερό του και το «κουππί» του με ελιές και ψωμί. Το σύνολο των τροφίμων του βοσκού που ετοίμαζε είτε ο ίδιος είτε ο εργοδότης του ονομαζόταν «καττίκι». Οι βοσκοί αρχικά φορούσαν «βράκες» και αργότερα παντελόνια καθώς και μπότες από δέρμα ζώου, «τσαγγαροποδίνες» (γεμάτες μπαλώματα) και από κάτω είχαν «πρόκες», καρφιά για να αντέχουν περισσότερο στο περπάτημα μέσα στον κάμπο. Στο πάνω μέρος οι «ποδίνες» είχαν ένα λουρί από τρίχες της αίγας και με αυτό της έδεναν πάνω στο πόδι τους. Οι βοσκοί μετέφεραν μαζί τους και το δερμάτινο  «κάδο» τους με τον οποίο αντλούσαν νερό από τους λάκκους για να ποτίζουν τα ζώα. Δίπλα από τους λάκκους υπήρχαν μαρμάρινες λαξευτές «βούρνες» (γούρνες) απ’ όπου έπιναν νερό τα ζώα. Μέσα στη «βούρνα» αυτή έκαναν και οι βοσκοί το μπάνιο τους. Τις «βούρνες» τις έπλεναν με νερό και τις έτριβαν με ένα κομμάτι «θρουμπί»
Μερικοί βοσκοί είχαν γαϊδούρι πάνω στο οποίο κάθονταν και οι ίδιοι και μετέφεραν και τον εξοπλισμό τους. Μερικές φορές κάθονταν και στη σκιά του γαϊδάρου!
Κ.Α.Χ.
15.7.2015

(Βασισμένο σε πληροφορίες από τον ξάδελφο μου Φάνο)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου