Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Μπάνιο στη θάλασσα

ΜΠΑΝΙΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Κολυμπούσαμε στο Ζύγι με το φίλο μου το Βάκη, μόνοι σε παραλία «πριβέ». Δεν υπήρχε εκεί κανένας άλλος λουόμενος. Ο Βάκης στον κόσμο του, σιγοτραγουδούσε «θάλασσα κι αλμυρό νερό, να σε ξεχάσω δεν μπορώ …», αλλά κι εγώ στο δικό μου κόσμο!
Κάθε φορά που μπαίνω στη θάλασσα ο νους μου ταξιδεύει στην «αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας». Η θάλασσα της Κερύνειας ήταν (είναι ακόμη;) η θάλασσα των Λευκωσιατών. Ναι αυτή είναι η θάλασσά «μας». Γεωγραφικά η θάλασσα της Λευκωσίας είναι αυτή της Μόρφου. Όμως άσχετα από τη γεωγραφία η θάλασσα της Κερύνειας είναι η θάλασσα της καρδιάς των Λευκωσιατών!
Εκεί για πρώτη φορά μπήκαμε στη θάλασσα και αποκτήσαμε έμπρακτα τη γνώση για την αλμύρα του θαλασσινού νερού. Εκεί, στα χέρια του πατέρα μας μάθαμε να επιπλέουμε στο νερό και να κολυμπούμε. Εκεί κάναμε τα πρώτα μακροβούτια μας. Εκεί στα νεανικά μας χρόνια αρχίσαμε να βλέπουμε τα κορίτσια με τα μαγιό τους με ένα διαφορετικό τρόπο και σιγά-σιγά καταλάβαμε το γιατί!
Πριν ακόμη αποκτήσουμε στην ευρύτερη οικογένεια αυτοκίνητο, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη θάλασσα της Κερύνειας με τα λεωφορεία της γραμμής του Κατσελλή ή του Τσέντα. Αρχικά πηγαίναμε από την τουρκική συνοικία, το Κιόνελι και το Μπογάζι. Μετά έγιναν οι διακοινοτικές ταραχές και πηγαίναμε γύρω, από τη Μύρτου. Κάποτε όμως, όταν ταίριαζαν οι ώρες πηγαίναμε από την κανονική διαδρομή με το «κονβόι» των Ηνωμένων Εθνών.
Ο τόπος που πηγαίναμε για μπάνιο ήταν στο «πέντε μίλι», εκεί που κατέβηκαν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, ή στο «έξι μίλι» στο κέντρο Κλέαρχος. Πηγαίναμε με το λεωφορείο το οποίο ερχόταν και μας έπαιρνε στην καθορισμένη ώρα που του έλεγαν οι γονείς μας ότι θέλαμε να επιστρέψουμε πίσω στη Λευκωσία. Ερχόταν μέχρι το κέντρο και «έπαιζε μπουρού» για να τον ακούσουν οι επιβάτες και να μπουν στο λεωφορείο.
Στα κέντρα τότε δεν παραγγέλναμε φαγητό. Το φαγητό μας το παίρναμε από το σπίτι, συνήθως κεφτέδες ή μακαρόνια παστίτσιο, σαλάτες και φρούτα. Από το κέντρο παίρναμε εμείς τα παιδιά αναψυκτικά και οι μεγάλοι μπύρες. Πλήρωναν οι γονείς μας τα ποτά και το «ενοίκιο» του τραπεζιού που αν θυμάμαι καλά ήταν πέντε σελίνια.
Κάποτε ένας από τους θείους μου απέκτησε αυτοκίνητο, ένα «Φίατ 1100» και μερικές φορές πηγαίναμε για μπάνιο όλοι μαζί μ’ αυτό το αυτοκίνητο. Δυο οικογένειες, σύνολο εννιά άτομα. Πολλές φορές διερωτώμαι πώς χωρούσαμε τόσα άτομα σε ένα αυτοκίνητο.
Απέναντι από το «έξι μίλι» είχαμε σε ένα χωράφι τη χαρουπιά «μας». Εκεί πηγαίναμε το μεσημέρι για φαγητό πάνω στις απλωμένες κουρελούδες. Μετά το φαγητό οι μεγάλοι το έριχναν στην ξεκούραση και τραβούσαν και κανένα υπνάκο. Εμείς τα παιδιά συνεχίζαμε το παιγνίδι.
Θυμάμαι ότι δεν διασταυρώναμε το δρόμο Καραβά-Λαπήθου-Κερύνειας αλλά περνούσαμε κάτω από ένα γεφύρι του δρόμου. Εκεί μετά το γεφύρι υπήρχε μια πηγή με κρύο νερό και από κάτω σχηματιζόταν μια λιμνούλα. Σ’ εκείνη τη λιμνούλα έβαζαν όλοι οι εκδρομείς τα καρπούζια τους για να κρυώσουν. Τα βάζαμε μόλις φτάναμε και τα παίρναμε μόλις τελειώναμε το μεσημεριανό. Ο καθένας έπαιρνε το δικό του. Για να το ξεχωρίζει χάρασσε τα αρχικά του ονόματός του πάνω στο καρπούζι!
Εκείνη την εποχή δεν είχαμε σκουπίδια να αφήσουμε πίσω μας. Οι μαμάδες μάζευαν τα πιάτα, τις πετσέτες και όλα τα άλλα. Δεν υπήρχαν ούτε πλαστικά μπουκάλια, ούτε τενεκεδάκια. Ακόμη και τα φύλλα του καρπουζιού τα φέρναμε πίσω, είτε για τις κότες της αυλής της γιαγιάς, είτε για να κάνει γλυκό του καρπουζιού η μαμά!
Έτσι καθώς κολυμπώ στη θάλασσα στο Ζύγι σκέφτομαι και τι δε θα έδινα να ξαναβρεθώ στο «έξι μίλι» της Κερύνειας, να καθίσω και πάλι στο βράχο «μου», εκεί που περνούσα ώρες ονειρευόμενος τον πειρατή της Καραϊβικής να πηδά σε ξένα καράβια, να τα ληστεύει και να παίρνει μαζί του το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου!
Κ.Α.Χ.

19.6.2015   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου