Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ζητούνται προσφοραί

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ζητούνται προσφοραί

     «Ζητούνται προσφοραί δι’ ανέγερσιν...».
      Διάβαζε την εφημερίδα του  με βλέμμα ήσυχο πίσω από τα μαύρα του γυαλιά με τους στρογγυλούς φακούς, τοποθετημένα πάντοτε κάτω από τη μέση της μύτης του και ένιωθε αγαλλίαση. Καθόταν με τη σταυρωτή ρόμπα του στην πολυθρόνα δίπλα από την είσοδο, στη «δική του θέση» δηλαδή, με τις βελούδινες παντούφλες  στα πόδια και το άσπρο του υποκάμισο με γραβάτα και ζούσε στο δικό του κόσμο.. Διάβαζε τις αγγελίες με τις προσφορές και ένιωθε πως υπήρχε ακόμη, ένιωθε να τον κυριεύει παντού η αναζήτηση της καλύτερης προσφοράς, αυτής που θα αφήσει το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.
    Ήταν ήδη 70 χρόνων και εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που έφυγε από την εταιρία με σύνταξη, η μόνη ικανοποίηση της ζωής του ήταν το διάβασμα των αγγελιών για προσφορές. Φυσικά αυτό, μια και δεν ήταν πια στην εταιρία, δεν εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό σκοπό, μάλλον ο μόνος πρακτικός σκοπός που εξυπηρετούσε ήταν η ικανοποίηση που ένιωθε όταν έβρισκε την καλύτερη προσφορά και το ότι άφηνε ελεύθερο τον εαυτό του από τα διάφορα αδιέξοδα στα οποία τον έσπρωξε από τότε που πήρε τη σύνταξή του.
     Δίπλωσε την εφημερίδα και άφησε ένα λεπτό χαμόγελο, χαμόγελο το οποίο όμως κόπηκε απότομα. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Σηκώθηκε, προχώρησε προς το τηλέφωνο, σήκωσε το ακουστικό από τη θέση του και έκανε δυο-τρία βήματα προς την κουζίνα όπου ήταν η γυναίκα του. Στάθηκε και φώναξε.
-         Έχω πει χίλιες φορές να μην τυλίγετε το σύρμα του τηλεφώνου.
     Από την κουζίνα καμιά απάντηση. Μόνο προς στιγμή ακούστηκε πιο δυνατά ο θόρυβος που έκανε η γυναίκα του πλένοντας τα πιάτα.
     Εκείνος γύρισε πίσω με τα ίδια νευρικά βήματα, τοποθέτησε το ακουστικό στη θέση του, κάθισε στην πολυθρόνα του, σήκωσε την εφημερίδα και άρχισε πάλι να διαβάζει τις αγγελίες προσφορών, από τη δεύτερη σελίδα, μπας και του διέφυγε καμιά.
     «Ζητούνται προσφοραί δι’ ενοικίασιν...» .
     Τον είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος από το μονότονο διάβασμα των προσφορών όταν κτύπησε το τηλέφωνο. Μπορούσε να το σηκώσει αμέσως αλλά δεν το έκανε. Το είχε πάντοτε συνήθεια να κτυπήσει το τηλέφωνο τουλάχιστο τρεις φορές και ύστερα να το σηκώσει. Σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι πράγματι κτυπούσε. Εξάλλου και τις αγγελίες τις διάβαζε τρεις φορές και ύστερα έπαιρνε την τελική απόφαση. Σήκωσε το ακουστικό. Παρά λίγο να πει «λογιστήριον», όπως έλεγε μια ολόκληρη ζωή όταν σήκωνε το ακουστικό στο γραφείο.
- Παρακαλώ.
     Καμιά απάντηση.
-         Παρακαλώ. Εμπρός!
     Καμιά απάντηση και το τηλέφωνο έκλεισε. Κατέβασε  και αυτός το ακουστικό, έκανε δυο-τρία νευρικά βήματα προς την κουζίνα και είπε.
-         Είναι δεύτερη φορά που συμβαίνει αυτό το διάστημα των τελευταίων τριών μηνών. Σας έχω πει χίλιες φορές να μην δίνετε σε όποιον-όποιον τον αριθμό του τηλεφώνου...
     Σταμάτησε εδώ σκεφτόμενος τι να πει. Του τηλεφώνου μου ή του τηλεφώνου μας. Δεν είπε τίποτα.
     Από την κουζίνα καμιά απάντηση. ΄Η μάλλον η ίδια απάντηση, το δυνάμωμα του θορύβου από το πλύσιμο των πιάτων.
     Ξαναγύρισε στην πολυθρόνα του, σήκωσε την εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει για Τρίτη φορά τις αγγελίες προσφορών.
     «Ζητούνται προσφοραί δια προμήθειαν...».
     Είχε φτάσει στην έβδομη σελίδα της εφημερίδας όταν σήκωσε το βλέμμα του προς τη βιβλιοθήκη και είδε το ρολόι. Μια και τριάντα. Σηκώθηκε και το πήρε. Δοκίμασε να το κουρδίσει και το κουρδιστήρι έκανε μόνο δυο γύρους και σταμάτησε.
     Προχώρησε ένα-δυο βήματα προς την κουζίνα και είπε.
-         Σας έχω πει χίλιες φορές ότι το ρολόι πρέπει να κουρδίζεται πάντοτε την ίδια ώρα. Στις μια και τριάντα ακριβώς. Κάποιος το κούρδισε νωρίτερα.
    Από την κουζίνα καμιά απάντηση. Μόνο ένας βαθύς αναστεναγμός. Το πλύσιμο των πιάτων είχε τελειώσει.
    Άφησε το ρολόι στη βιβλιοθήκη και γύρισε στην πολυθρόνα του. Κάθισε αλλά δε σήκωσε την εφημερίδα αυτή τη φορά γιατί είχε ήδη διαβάσει τρεις φορές τις αγγελίες.. Κοιτούσε το ρολόι.
     «Μια και τριάντα πέντε».
     Κοιτούσε το δευτερολεπτοδείκτη και επαναλάμβανε με το λεπτοδείκτη.
     «Μια και τριάντα έξι».
     «Μια και τριάντα επτά».
     «Μια και τριάντα οκτώ».
     «Μια και τριάντα εννέα».
     «Ναι, ακόμη λίγο, ακόμη ένα δευτερόλεπτο» και τον περιέλουσε κρύος ιδρώτας από αγωνία λες και μετρούσε τα δευτερόλεπτα για εκτόξευση πυραύλου.
     «Μια και σαράντα».
     Αυτό ήταν. Σηκώθηκε, έτριψε τα χέρια του, έκανε δυο-τρία νευρικά βήματα προς την κουζίνα και είπε.
-         Μια και σαράντα. Ακόμη να φανεί η προκομμένη μας. Σχολάζει στις μια και τριάντα και δεν της χρειάζονται περισσότερο από δέκα λεπτά για να έλθει από το γραφείο στο σπίτι. Και όμως τώρα είναι μια και σαράντα ένα και ακόμη να φανεί.
     Από την κουζίνα αυτή τη φορά ήρθε η απάντηση.
-         Έλα να φαμε. Ακούω το αυτοκίνητο της ΄Αντρης στο γκαράζ.
-         Και όμως είναι μια και σαράντα δυο, είπε  και μπήκε στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια του.
     Η ΄Αντρη μπήκε στην κουζίνα. Η μητέρα της ανάσανε και της είπε.
      - Γίνεται όλο και χειρότερος από τότε που πήρε τη σύνταξή του. Τον      ενοχλούν τα πάντα. ΄Έγινε αγνώριστος. Αυτός που ποτέ του πριν τίποτα δεν κοιτούσε, ακόμη και αυτά που έπρεπε.
     Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε, έβγαλε το κεφάλι του έξω και είπε.
     - Σας έχω πει χίλιες φορές να μην σιγοψιθυρίζεται όταν είμαι εγώ στο
        σπίτι.
     Καμιά απάντηση από κανένα. Κάθισαν και οι τρεις στο τραπέζι.
-         ΄Αντρη, που είναι η απογευματινή εφημερίδα. Σου έχω πει χίλιες φορές να μου την φέρνεις στο τραπέζι.
-         Την άφησα στο αυτοκίνητο. Πάω να τη φέρω.
     Η ΄Αντρη επέστρεψε με την εφημερίδα. ΄Ήταν γυρισμένη στην Τρίτη σελίδα.
     - Σου έχω πει χίλιες φορές πως θέλω την εφημερίδα διπλωμένη καθώς   
       πρέπει.
     Καμιά απάντηση παρά μόνο δυο-τρεις ρουφηξιές της σούπας. Και από τις δυο γυναίκες, πιο δυνατές απ’ ότι συνηθίζεται.
     Εκείνος δίπλωσε την εφημερίδα κανονικά, έφαγε λίγη σούπα, γύρισε την εφημερίδα στη δεύτερη σελίδα και άρχισε να διαβάζει.
     «Ζητούνται προσφοραί δι’ αγοράν...».

Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Κυριακή 25.10.1981)
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου