Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Χέλεν

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Χέλεν

     Κυριακή μετά το μεσημέρι στη Λευκωσία. Είναι η ώρα που στους δρόμους κυκλοφορούν μόνο οι τουρίστες και οι στρατιώτες, εκείνοι που δεν πρόλαβαν να χωθούν στους κινηματογράφους για την πρώτη απογευματινή παράσταση. Κάθομαι στη γωνιά του «καφέ» με διάπλατα ανοιγμένη την Κυριακάτικη αθηναϊκή εφημερίδα - δεν καταλαβαίνω Κυριακή αν δεν πάρω αθηναϊκή εφημερίδα – πάνω από τον καφέ μου που τον περιμένω να κρυώσει και παρακολουθώ στο διπλανό τραπεζάκι κάποιο κύριο γραβατωμένο και κοστουμαρισμένο που κάθε λίγο πατάει το κουμπί του ηλεκτρονικού ρολογιού του για να δει την ώρα. Θα έχει σίγουρα περάσει τα σαράντα.
     ΄Ένα ταξί σταματά μπροστά στο «καφέ» και κατεβαίνει ένα νεαρό κορίτσι με μαύρα μαλλιά και με ένα άσπρο φόρεμα από εκείνα τα πλατιά με τις πολλές σούρες που μόνο υπόσχονται αλλά δεν δείχνουν πολλά. Εάν δεν έβγαλε τη γυμνασιακή ποδιά χθες το Σάββατο, είμαι σίγουρος πως την έβγαλε τον περασμένο Ιούνη. Πλησιάζει το διπλανό τραπεζάκι με τον γραβατωμένο κύριο και σκορπά ένα απαθές χαμόγελο, περισσότερο παιδικό παρά γυναικείο. Κάθεται και τέσσερα χέρια σμίγουν δυο-δυο πάνω στο τραπέζι ενώ το γκαρσόνι είναι έτοιμο για την παραγγελία.
-         Χέλεν, καθυστέρησες πολύ, νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν. Γιατί.
-         Ξέρεις η μητέρα μου μόλις...
     ΄Έτσι έμαθα πως λεγόταν Χέλεν. Εάν δεν άφηνε εκείνο το περισσότερο παιδικό παρά γυναικείο χαμόγελο και αν δεν μου έριχνες εκείνη την αφηρημένη ματιά ασφαλώς ούτε που θα μάθαινα το όνομά σου. Ούτε που θα άκουγα τη συζήτηση σας  και ούτε που θα έμπαινες σ’ αυτές τις λίγες γραμμές που ίσως να μην διαβάσεις ποτέ. Χέλεν κοίταξες αφηρημένα ένα κάποιο άγνωστο χωμένο πίσω από την εφημερίδα, πάνω από ένα καφέ που τον περίμενε να κρυώσει.
     Τα χέρια τους έμειναν ενωμένα για λίγο πάνω στο τραπέζι. Η ώρα πια δεν ενδιαφέρει το γραβατωμένο κύριο. ΄Όμως το ύφος της Χέλεν, που βρίσκεται κάπου μεταξύ θλίψης και αμηχανίας, προδίδει πως κάτι το σημαντικό ετοιμάζεται να πει. Τον κοιτάζει στα μάτια, αποτραβά το ένα χέρι , δήθεν για διορθώσει τα μαλλιά της. Αποτραβά και το άλλο και τα σφίγγει κάτω από το τραπέζι.
-         Αυτός ο δεσμός δεν οδηγεί πουθενά!
-         Που θέλεις να οδηγήσει.
-         Δεν ξέρω, πάντως δεν οδηγεί πουθενά. Ο καιρός περνά. Καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε. Θα μπορούσα...
     ΄Ένα ανάλαφρο δάκρυ κυλάει στο μάγουλο της Χέλεν. Εκείνος σκύβει, της δίνει ένα πεταχτό φιλί και μετά ρίχνει μια κυκλική ματιά, ίσως για να δει μήπως υπάρχει κανένας γνωστός που θα μπορούσε να δει τη σκηνή. Φωνάζει το γκαρσόνι και του αφήνει ένα μεγάλο φιλοδώρημα. ΄Ίσως για να εξαγοράσει το γκαρσόνι που είδε τη σκηνή, ίσως για να καθησυχάσει τη συνείδησή του. Σηκώνονται και φεύγουν ενώ η Χέλεν μου ρίχνει ακόμη μια αφηρημένη ματιά. Φεύγουν ίσως για το πιο κοντινό ξενοδοχείο για να αγαπηθούν για μια ακόμη τελευταία φορά. Φεύγουν για να χωρίσουν για πάντα.
     Θα ζήσουν μα-δυο Κυριακές χωρίς αγάπη και τότε θα συναντηθούν πάλι στο ίδιο «καφέ». Το ξέρω Χέλεν, από εκείνο το περισσότερο παιδικό παρά γυναικείο χαμόγελο, πως σε μια-δυο Κυριακές την ώρα που στη Λευκωσία κυκλοφορούν μόνο τουρίστες και στρατιώτες, θα έλθεις εδώ στο ίδιο «καφέ» για να επαναλάβεις πως ο δεσμός σας δεν οδηγεί πουθενά και πως πρέπει να χωρίσετε για πάντα. Θα ρίξεις πάλι το ίδιο αφηρημένο βλέμμα στον άγνωστο το χωμένο πίσω από την εφημερίδα...
Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ το Σάββατο 15.10.1977)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου