Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Το προικοσύμφωνο

Κυπριώτικο σκετς                                        

                                       ΤΟ ΠΡΟΙΚΟΣΥΦΩΝΟ
Του Κώστα Α. Χατζηπαύλου


ΣΚΗΝΗ Α

Η σκηνή στον προσφυγικό κυβερνητικό
συνοικισμό Λατσιών. Το καθιστικό του
σπιτιού βλέπει προς τον Πενταδάκτυλο.
Απόγευμα, έξω βρέχει.

ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωνσταντής

Ελένη


Κω   Βρέσιει  Ελενού. Βρέσιει ο Θεός.

Ελ    Βρέσιει τζιαι φοούμαι πως εν να βρασιεί η κορού μας. ΄Ετο εν η ώρα που
        σκολάνουν  τωρά. Τζιαι ήτουν να πάει να ψουμνίσει τζιόλις για τις γιορτές.   
         Αμμά με έτσι νερά που να πάει το καυμένον τζιαι τζιείνον.

Κω   Βρέσιει Ελενού.

Ελ    Ε είπες μου το. ΄Ελα κάτσε τζιαι έβρασα λλίον τραχανάν να φάεις να βράσεις.
        ΄Ηντα μ πόμεινες έτσι με κολλημένα τα μούτρα πα στο τζιάμι. ΄Ελα λαλώ σου.

Κω    Βρέσιει τζιαι εν χαρά Θεού.

Ελ     Μα εν ακούεις που σου λαλ΄ψ. Εν να κρυάνει ο τραχανάς. Εκούφανες
          Κωνσταντή.

Κω    Βρέσιει τζιαι ποτζιεί στον Πενταδάκτυλον.

Ελ     Βρέσιει τζαι ποτζεί. Εν τζιαι καταλάβει ο Θεός που πράσινες γραμμές τζιαι συρματομπλέγματα. ΄Αμα πει να βρέξει ο πλάστης μου, μεγάλη η χάρη του, βρέσιει παντού. Για τον κόσμον ούλλον. Τζιαι για Γριστιανούς τζιαι για Τούρκους. Αμμά έλα κάτσε λαλώ σου Κωνσταντή.

Κω   Βρέσιει τζιαι ποτίζεται το περβολούινμας. Τζιείνον στον ΄Αγγουλον που σου έδωκεν ο μακαρίτης ο τζιύρης σου.

Ελ    Ποτίζεται αμμά άλλος μαζεύκει τον καρπόν.

Κω   Φτάνει που βρέσιει ο Θεός τζιαι πίννουν τα δεντρά μας τζιαι μεινίσκουν ζωντανά. Εν δικά μας τα δεντρά, να ζήσουν να τα ξαναβρούμεν.                                                    

Ελ   Έτο έσιει πέντε γρόνια που μας εδκιώξαν που τον τόπο μας, που το χωρκό μας. Λαλείς να εν ζωντανά τα δεντρά μας Κωνσταντή.
Κω  Ένας θεός ηξέρει τζιαι τούτος... για να βρέσιει πάει να πει πως εν ζωντανά, εν εξεράναν. Ζουν τζιαι τζιείνα τζιαι καρτερούν.

Ελ   Έτο ήτουν να παντρέψουμεν την κόρη μας, την Μάρω μου, τζιαι εγίνην το κακόν...

( Κλαίει και σκουπίζει τα δάκρυά της)

΄Εφυεν η προξενήτρα που το σπίτι μας, είπαμεν το ναι.Εώκαμεν τον λον μας. Εδέχτην τζιαι η κόρη μας τζιαι γυρισόντα  μέρα αντί  να κάμνουμεν το προικοσύφφωνον εβουρούσαμεν να φύοθμεν σαν τα πουλιά τα τζυνηιμένα. ΄Ηταν να βουρά το αγγονούιν  μας σήμμερα μέσα στο περβολούιν να σμίουν οι φωνούες του με το τζελαήδημα των πουλιών.

( Συνεχίζει να κλαίει)

Κω   ΄Ατε, άτε . Σταμάτα το κλάμαν.

Ελ   ΄Ηντα λοίς να μεν κλάψω Κωνσταντή. ΄Ητουν λεβέντης ο Γιωρκής, που ήταν ναν ο γαμπρός μας τωρά. Τζιαι η κόρη μας που τότες εν λαλεί το ναι για κανέναν άλλον.

Κω   Η κόρη μας... Εν εσού που της τον συναφέρνεις κάθε μέρα τζιαι εν την αφήνεις να ξηχάσει,να πάρει απόφαση να παντρευτεί. 

Ελ   Εγιω πέφτω στα γόνατα τζιαι παρακαλώ την να παντρευτεί. ΄Εσιει τόσα κοπέλια που την εζητήσαν. Τζιαι χωρκανά μας τζιαι ξένα. Που δαμαί στον συνοικισμόν. Αμμά τζιείνη όχι, όχι, όχι. Εν το γινάτιν σου που έσιει. Τέλεια που λλόου σου που επήρεν... Μα έσιει τζιαι δίτζιον. Ο Γιωρκής ήταν ο πιο λεβέντης νέος του χωρκού μας.

Κω

( Κάθεται και ρουφά τη σούπα του)

Μεν τον συναφέρνεις τον Γιωρκήν. Ομορφκιές είσιεν αμμά είσιεν τζιαι παραξενιές. ΄Ηντα εσηκώθην τζιαι έφυεν που τον τόπον του. Πρόσφυγας αλλά στον τόπον σου. Αν εσηκωννούμαστεν ούλλοι τζιαι εφέφκαμεν ήνταν που ήταν να γενεί τούτος ο τόπος

Ελ   ΄Ηρτεν που την αιχμαλωσίαν τζιαι έσυρεν πέτραν πίσω του. Επήεν  εις την Αραπιάν τζιαι εν εξαναπάτησεν που τότε στον τόπον του. Η μάνα του έμεινεν με δκυο σιείλη καμένα. Κλαίει τζιαι οδύρεται. Για λλόου της σαν να εν αγνοούμενος ο γιος της... Θέλεις τζι άλλην σούππαν Κωσταντή. ΄Εσιει .                                                           

Κω   Κανεί. Τρώμεν τζιαι λλίην πόψε. Πο νάρτει τζι η κόρη μας... Αμμά έτο ήρτεν το λεωφορείον τζιαι τζιείνη εν εφάνην.                                                        

Ελ   Είπουν σου Κωσταντή. ΄Ητουν να πάει να ψουμνίσει. ΄Ερκουνται γιορτές                                                       

Κω   ΄Ετο εσταματήσαν τα νερά. Να πετχτώ τζι εγιω στον καφενέν του συνοικισμού, να δω τους χωρκανούς μας , να πούμεν καμμιάν κουβένταν.

Ελ   Εντάξει Κωστντή. Αλλά μεν σε παρασύρει ο Μισιελλής του Κουτσού με το ττάβλι τζιαι νυχτωθείς...

Κω   Μεν φοάσαι αν νάρτω γλήορα. Γειά σου.

Ελ   Στο καλό.



ΣΚΗΝΗ Β

Η σκηνή σε ένα μεγάλο
κατάστημα της Λευκωσίας.


ΠΡΟΣΩΠΑ

Μάρω (Κόρη του Κωσταντή
Και της Ελένης)

Ρένα ( Φίλη της Μάρως)

Γιωρκής


Ρ. Κόρη πάει σου πολλά τούντο τρικό. Κάμνει σε κούκλα

Μ. Αλήθκεια σου. Τωρά θέλεις να πεις ως μου πάει τούτος ο γιακκά ο παραδκιάνταλος που πέφτει στην μιαν μερκάν.

Ρ. Σαν την ηθοποιό που σε κάμνει. Ο γιακκάςτούτοε εν της μόδας ΄Αλλες παν στο Λονδίνο να φέρουν έτσι πράμα. Πρέπει όμως να πιάσεις τζιαι την μπλούζαν που πάει μαζί με το τρικό.

Μ. Τζιαι την μπλούζαν. ΄Ηντα ενναφάω ούλλον μου τον μισθόν. Αν σου κρωστώ εσένα εν να μεν κρατώ ούτε για το λεωφορείον.

Ρ. ΄Ατε κόρη, έρκουνται γιορτές. Να ντυθείς, να βκεις λλίον έξω. Να δεις τα κοέλια, να σε δουν. Εβαώθηκες μου με στον συνοικισμόν με τους γέρους σαν να μεν ηζιείς στην χώραν.                                                          

Μ. Καλά να πιάσω τζιαι την μπλούζαν τζιαι πάμεν να φύπυμεν. ΄Ετο εσταματήσαν τζιαι τα νερά.

( Στο ταμείο του καταστήματος)

Ρ. Ε άτε κόρη Μάρω. ΄Ηντα έμεινες έτσι χάσκοντα. ΄Ατε πιέρωνε να φέβκουμε, η κοπ’ελλα του ταμείου καρτερά.

Μ. Μα... μα... κο... κόρη...

Ρ. Ήντα έχασες το λόγια σου. ΄Επαθες τίποτα.

Μ. Εν ο γιωρκής τούτος

(Πιο δυνατά)

Γιωρκή!... Γιωρκή!

Γ. Μα ενη φωνή της Μάρως τούτη. Μάρω! Μα εν δυνατόν. Μάρω!

Μ. Παναγία μου. ΄Εννεν δυνατόν... Μα όμως εν ο Γιωρκής. Γιωρκή! Γιωρκή μου!

Γ. Μάρω μου! Εγιώ είμαι.

Μ. Μα εν ήσουν έξω. Στες Αραπκιές.

Γ. ΄Ημουν. Αλλά έφερα τον νουν μου. Εμάζεψα τα πράματά μου τζιαι ήρτα. ΄Εσιει τρεις μέρες που ήρτα. Τες δκυό έφατες νάβρω τους δικούς μου. Σήμερα εν η Τρίτη μέρα τζιαι ήρτα στη χώρα να σε  εύρω. Τζιαι η τύχη έφερεν το να σε βρω μες τούντο μαγαζί.

Μ. Ο Θεός Γιωρκή. ΄Ακουσεν τα παρακάλια μου επιτέλους. Μα γιατί εχάθηκες.

Γ. Που τότες που εγύρισα που την αιχμαλωσίαν έφυα. Επήα στες Αραπκιές τζιαι είπα ότι εν θα ξαναπατήσω δαμέσα αν δεν ελευθερωθεί  ο τόπος μας. Όμως...

Μ. Γιατί Γιωρκή. Γιατί. Αν έφεφκεν ούλλος ο κόσμος έτσι ηνταλοίς να ελευθερωθεί ο τόπος. Τον τόπον κάμνουν τον τα πλάσματα. Την λευτεριάν φέρνουν την οι αδρώποι.

Γ. ΄Εσιεις δίτζιον Μάρω... Αμμά ανάδοξεν μου. Θέλεις ο πόλεμος, θέλεις η αιχμαλωσία, θέλεις η προσφυγιά. Ευτυχώς εφώτισεν με ο Θε’ος τζιαι εγύρισα στον τόπον μου όπου εν να μείνω ώσπου ζιώ! Αμμά πάμεν κάπου να κάυσουμεν να τα πούμεν.

Μ. Να πάμεν Γιωρκή τζιαι έχουμεν πολλά να πούμεν. Να σου συστήσω τζιαι την φίλην μου τη Ρέναν.                                                      

Ρ. Χαίρω πολύ.

Γ. Χάρηκα.                                                      

Ρ. Να πηαίννω όμως εγώ... Εσιετε πολλά να πείτε τζιαι καλά. Πρώτη φορά θωρώ τη Μάρω χαμογελαστή.

Μ. Εντάξει Ρένα. ΄Εσιαις δίκαιο. Στο καλό τζιαι μεν χαθείς.


ΣΚΗΝΗ Γ

Η σκηνή στο ίδιο σπίτι
Στον προσφυγικό συνοικισμό Λατσιών.

ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωσταντής

Ελένη

Μάρω

Γιωρκής

Θεορού (μητέρα
του Γιωρκή)

Παπαχαράλαμπος


Π. Γειά στα σιέρκα Ελενού. ΄Ετσι γλυκόν μόνο στο χωρκό μας έτρωα τζιαι εφκαριστιούμουν το.

Ε. Με τε ςυγείες σου δάσκαλε. Την ευτζιήν σου.

Π. Την ευτζιήν του Θεού νάσιεις τζιαι να δώκει να ξαναφάμεν γλυκόν καρυδάκιν στο χωρκό μας.

Κ. Τζιαι να πιούμεν πουπάνω νερόν που την βρύσην της εκκλησιάς.

Π. Ναι αγίασμαν της Παναγίας τζιαι γλυκόν καρυδάκι που τα σιέρκα της Ελενούς.

Κ. Μα που εν η Μάρω.

Ε. Εν ποτζιεί στην κάμαρήν της τζιαι κάθεται. ΄Οπου τζι αν είσαι εν νάρτει ο Γιωρκής τζι η μάνα του η Θεορού να δώκουμεν λον.                                                            

Κ. Λον  εδώκαμεν στο χωρκόν μας. Τωρά εν  να κάμουμεν το προικοσύφωνον τζιαι να ορίσουμεν ημερομηνίαν για το γάμον                                                            

Ε. Καλόν Κωσταντή. Τον λον μας εδώκαμεν τον τζιαι η κόρη μας εκράτησεν τον.

Κ. ΄Ατε φώναξε τη Μάρω τζιαι κανεί σάσιμο.

Ε. Μάρω. ΄Ελα κόρη μου. Έλα τζιαιεν νάρτουν τα πλάσματα τζιαι εσύ ακόμα εν να σάζεσαι.
                                                               
Κ. ΄Ελα τζι είσαι καλή Για νάρτει ο Γιωρκής ύστερα που τόσα χρόνια στην ξενητειάν τζιαι να σε εύρει σημαίνει πως οι ομορφκιές σου εν μαγνήτης.

Μ. Καλάν παπά έρκουμαι τζιαι μεν λαλείς έτσι λόγια... Ω μα εν τζι ο Παπαχαράλαμπος. Την ευτζιήν σου δάσκαλε..

Π. Την ευτζιήν του Θεού κόρη μου.

Κ. Γίνεται να κάμουμεν προικοσύφωνον δίχως τον παπάν του χωρκού μας. Εγιώέκοψα τόσην στράταν τζιαι επήα στον συνοικισμόν στο Κολόσσι για να φέρω τον Παπαχαράλαμπον.

Π.΄ Εθελα το τζι εγιώ πολλά τούτον. Στες χαρές της μοναχοκόρης σου έθελα νάμαι παρών.

( Κτυπά η πόρτα)

Κ. ΄Ανοιξε τζιαι κτυπά η πόρτα Ελενού.

Ε. Κοπιάστε. Καλωσορίσατε!

Γ. Γεια σας. Γεια σου Μάρω!

Θ. Καλώς σας βρήκαμε συμπεθθέροι. Την ευτζιήν σου δάσκαλε.

Π. Ο Θεός μαζί σου Θεορού. Θωρώ σε με τες χαρές σου.

Θ. Γιατί να μεν είμαι. Εν δκυο φορές που έχασα τον γιον μου. Μιαν στον πόλεμον τζιαι μιαν στην ξενητειάν. Δκυο φορές αναστήθηκα με τον γυρισμόν του.

Κ. Ελάτε κάτσετε. ΄Ηνταν που στέκεστε. ΄Ελα Γιωρκή. Κάτσε δαμαί κοντά μου. Τζι εσού Μάρω που την άλλην, δίπλα στον Γιωρκήν.

Μ. Καλόν παπά..

Κ. Ο Γιωρκής τζι εγιω εν να πιούμεν ζιβανίαν. Να μας κάμεις τζι εσού δάσκαλε παρέαν.                                                      

Π. Μιαν εν να πιω μαζί σας.                                                     

Κ. ΄Ατε Ελενού φέρε τε ς καντήλες τζιαι ρώτα τζιαι την συμπεθθεράν ήντα που εν να πιεί.

Θ.΄ Ενα νερόν εγιώ.

Ε. Γιατί νερόν μόνον. Να σου γύρω τζι εσέναν ζιβανίαν να πιούμεν εις υγείαν των παιδκιών μας.                                                 

Κ. Φέρε ποτήρκα για ούλλους τζιαι μεν αρωτάς.

( ΄Ολοι μαζί)

Εις υγείαν. Να μας ζήσουν! Να ζήσετε! 

Κ. Τον λον εδώκαμεν τον πριν την προσφυγιάν στο χωρκόν μας. Τωρά πριν στρωθεί το τραπέζιν για φαίν να κάμουμεν τζιαι το προικοσύφωνον.

Γ. Εν θέλουμεν τίποτε πατέρα. Έτο έφερα λλία ριάλια πόξω. Εν να πιάμεν τζιαι οικόπεδον που την αυτοστέγαση να χτίσουμεν το σπίτιν μας..

Μ. ΄Εχω τζι εγιώ λλία, ότι εφύλαξα που τον μισθόν μου.

Θ. Μα ήντα προικοσύφωνον συμπέθθερε. Αφού ότι είχαμεν εχάσαμεν το.

Κ. Παπαχαράλαμπε γράφε εσύ. Τζιαι εν τα εχάσαμεν Θεορού. Εν να γυρίσουμεν μιαν ημέραν πίσω στα χωρκά μας.

Π. Λάλε Κωσταντή. Λάλε να γράφω.

Κ. Το σπίτιν μας στο χωρκόν διώ το της κόρης μου. Με ότι έσιει μέσα. Τζιαι το περβολούιν στον ΄Αγγουλον. Γράψε το Παπαχαράλαμπε τζιαι το περβολούιν. Τζιαι εν να πάμεν στο χωρκόν μα μιαν ημέραν. Θέλω το αγγονούιν μου να τζιηλαδίσει στον ΄Αγγουλον! Στο χωρκόν μας!


                                                ΤΕΛΟΣ

Λευκωσία 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου