Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Στο σταθμό Σκαρίνου

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Στο σταθμό Σκαρίνου

     Το αυτοκίνητο που μόλις πήρε ανάσα μετά τον ανήφορο, σταμάτησε σ’ ένα κέντρο στα μέσα του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού. ΄Ένας άντρας και μια γυναίκα προχώρησαν με αργά βήματα προς την είσοδο του καφενείου, τραβώντας τα ρούχα τους να ξεκολλήσουν από τα ιδρωμένα κορμιά τους ενώ απέναντι στο ε4ργοτάξιο του καινούριου δρόμου ο ορίζοντας γινόταν πιο θαμπός από μια ανάμιξη της μεσημεριανής καλοκαιρινής αύρας και της λεπτής άσπρης σκόνης που ανέβαινε σιγά-σιγά, σαν αίμα, από τις πληγές που άνοιγαν στο βουνό τα βαριά μηχανήματα.
     Κοντοστάθηκαν και οι δυο στην πόρτα.
-         Να τελειώνει κι’ αυτή η ιστορία και τέρμα, είπε η γυναίκα.
-         Ναι, απάντησε σχεδόν αδιάφορα ο άντρας, ενώ στο βάθος των ματιών του διέκρινε κανείς πως πίσω από τη φαινομενική αδιαφορία κρυβόταν μια απροσδιόριστη αγωνία.
     Το ρεύμα που γινόταν από το μεσημεριανό αέρα τους άρεσε και κρατήθηκαν ακόμα λίγο στην πόρτα.
-         Δεν αντέχω άλλο αυτή την ιστορία.
     Ο άντρας δεν απάντησε παρά μόνο κοίταζε με απάθεια προς δυο παλιές, κιτρινισμένες από τον καιρό, διαφημίσεις ενός αναψυκτικού και μιας μπίρας απ’ όπου χαμογελούσαν δυο ξανθές κοπέλες με μαγιό της δεκαετίας του σαράντα. Σκούπισε τον ιδρώτα του και γύρισε προς τη γυναίκα.
     - Να πιούμε κάτι και μετά συνεχίζουμε.
     Με τη σειρά της δεν απάντησε. Το πρόσωπό της συννέφιασε περισσότερο και έπαιρνε και η ίδια ύφος αδιάφορο ή μάλλον σκακιστή που δεν έχει πια ελπίδες να κερδίσει το παιγνίδι και κάνει μόνο κάτι κινήσεις απλώς για να μην παραδώσει τον αγώνα.
     Κάθισαν δίπλα σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο απέναντι από την πίσω πόρτα του καφενείου από την οποία φαινόταν μια μικρή δεξαμενή γεμάτη νερό στη ρίζα μιας συκιάς. Στον τοίχο της δεξαμενής υπήρχαν διάφοροι πολύχρωμοι τενεκέδες φυτεμένοι με γαρύφαλλα, κυρίως κόκκινα και μερικά ροζ. Οι τενεκέδες εκείνοι αποτελούν μια ξεχωριστή διαφήμιση διάφορων προϊόντων πολλά από τα οποία ίσως ήδη να μην υπάρχουν πια στην αγορά. Το τετράγωνο τραπέζι ήταν σκεπασμένο με ένα καρό τραπεζομάντιλο άσπρο και πράσινο και στη μέση είχε ένα σταχτοδοχείο κόκκινο που διαφημίζει μια μάρκα τσιγάρων.
     Κανένας άλλος πελάτης δεν βρισκόταν εκείνη την ώρα στο καφενείο. Μια χοντρή κυρία, η ιδιοκτήτρια και γκαρσόνα, έτριβε σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της, στάθηκε από πάνω τους έτοιμη να πάρει την παραγγελία.
-         Ένα καφέ σκέτο,- είπε στη γκαρσόνα και γυρίζοντας προς τη γυναίκα συνέχισε-. Πως είναι ο καφές σου.
-         Μάλλον.
     Η γκαρσόνα έφυγε με ένα χαμόγελο που κράτησε μέχρι που χώθηκε πίσω από τον πάγκο.
     - Τρία χρόνια σχεδόν καθημερινά μαζί και δεν ξέρεις τι καφέ πίνω.
     - Ρώτησα απλώς για να δω αν θα πιεις καφέ ή τίποτα άλλο, απάντησε             ο άντρας, όμως το πρόσωπό του έδειχνε ξεκάθαρα πως ο λόγος δεν ήταν   αυτός.
     Η γκαρσόνα έφτασε με τους καφέδες και διέκοψε τη σιωπή.
     - Ζέστη πολλή σήμερα.
     - Ε, Ιούλιος μήνας είναι. Δεν έχει κίνηση.
     - Έχασαν οι σταθμοί τη σημασία τους πια. Τ’ αυτοκίνητα δεν έχουν ανάγκη να ξεκουραστούν κι’ οι άνθρωποι μόνο βιάζονται, είπε η γκαρσόνα και πήγε προς τον πάγκο της με το ίδιο χαμόγελο όπως πριν, το προγραμματισμένο να διαρκεί μέχρι την είσοδο του πάγκου.
     - Μόνο εσύ δε βιάζεσαι, είπε η γυναίκα
     - Όπως το πάρεις, απάντησε δοκιμάζοντας τον καφέ του.
     - Τι θα έλεγες αν μετάνιωνα, αν το κρατούσα.
     - Όπως θέλεις εσύ, είπε ο άντρας με ύφος βυζαντινού αγίου που δεν του ταίριαζε καθόλου.
     - Πάντοτε έτσι λες και όλο το δικό σου γίνεται.
     - Ξέρεις ότι ακόμη οι συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να γίνουμε τρεις, όμως αν το επιθυμείς μπορούμε να το κοιτάξουμε.
     - Όχι δεν υπάρχει λόγος. Πάντως φοβάμαι.
     - Δεν είναι τίποτα.
     - Για σένα. Για μένα όμως.
     - Ο γιατρός είναι πολύ καλός. Την ξέρω.
     - Η γιατρός! Είναι τυχαίο.
     - Τι σημασία έχει.
     - Δεν μου το είπες μέχρι τώρα.
     - Δεν έτυχε.
     - Δεν έτυχε! Για σένα όλα είναι τυχαία.
     - Εκτός από σένα.
     - Από που την ξέρεις.
     - Απλούστατα σπουδάζαμε τα ίδια χρόνια.
     Ο άντρας φώναξε τη γκαρσόνα και σηκώθηκε αφήνοντας τέσσερα σελίνια στο τραπέζι. Τον ακολούθησε και η γυναίκα. Στη βεράντα του καφενείου κοντοστάθηκαν πάλι.
     - Να τελειώσει πάντως αυτό και δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε. Το έχω πάρει απόφαση.
     - Όπως θέλεις. Θα ήθελα η απόφαση να μην είναι αποτέλεσμα αυτού που συμβαίνει σήμερα.
     - Είναι αποτέλεσμα των τριών χρόνων που είμαστε μαζί.
     Μπήκαν στο αυτοκίνητο αμίλητοι. Ο άντρας έβαλε μπροστά τη μηχανή και το ραδιόφωνο. Τράβηξαν για τη Λεμεσό αφήνοντας πίσω τους το σταθμό Σκαρίνου.

                                            ***
     Εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα φυσούσε ένα ανάλαφρο δροσερό αεράκι που σήκωνε την κουρτίνα ενός σπιτιού σε μια οικία στις ψηλές περιοχές της Λευκωσίας και το φως του φεγγαριού φώτιζε δυο γυμνά κορμιά μισοσκεπασμένα μ’ ένα γαλάζιο σεντόνι.
-         Θα πάμε αύριο στη θάλασσα, ρώτησε η γυναίκα.
-         Όπως θέλεις εσύ, απάντησε ο άντρας.

Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Κυριακή 12.7.1981)

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου