Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Η χώρα του Μακάριου

Ιστορίες της ζωής μου


                Η χώρα του Μακάριου


     Σε όλους τους φοιτητές, εκτός από αυτούς που σπούδαζαν στην Ελλάδα, τουλάχιστο την εποχή που εγώ σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και στην Κύπρο ερχόμασταν μια φορά το χρόνο- αν ερχόμασταν κι’ αυτή τη μια φορά- έλειπαν τα Κυπριακά προϊόντα κυρίως το χαλούμι και κάθε Πάσχα οι φλαούνες.
     Σχεδόν κάθε Πάσχα κατέβαινα στη Θεσσαλονίκη από το Βελιγράδι, περίπου δώδεκα ώρες δρόμος με το τραίνο και άγνωστο πόσες με το ωτοστόπ. Πήγαινα εκεί για τις φλαούνες που έστελλε με κάποιο τρόπο η μητέρα μας από την Κύπρο στην αδελφή μου που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Λέγω με κάποιο τρόπο γιατί συνήθως οι φλαούνες έφταναν με κάποιο φοιτητή που ερχόταν εκείνες τις μέρες από την Κύπρο έστω και μετά το Πάσχα. Μερικές φορές έφταναν και με το ταχυδρομείο.
     Εκείνη τη χρονιά το Πάσχα, τα οικονομικά ήταν αρκετά στενά και αποφάσισα να πάω στη Θεσσαλονίκη για φλαούνες με ωτοστόπ. ΄Ήταν δυο μέρες μετά το Πάσχα. ΄Έβαλα μερικά πράγματα στο σακίδιο, το πέρασα στον ώμο και τράβηξα στο εστιατόριο στον αυτοκινητόδρομο όπου συνήθως υπήρχαν ελληνικά αυτοκίνητα-ψυγεία που φορτωμένα με κρέατα, κυρίως από την Πολωνία, κατευθύνονταν προς την Αθήνα. Εκεί σταματούσαν οι οδηγοί τα αυτοκίνητά τους για να ξεκουραστούν λιγάκι, να φάνε κάτι ή να πιουν ένα καφέ. Εκεί βρίσκαμε εύκολα τρόπο να ταξιδέψουμε για την Ελλάδα, Θεσσαλονίκη ή Αθήνα. ΄Ήταν ένα ωτοστόπ πολυτελείας αφού το ταξίδι γινόταν κατευθείαν στον προορισμό, χωρίς αλλαγές μεταφορικού μέσου.
     Οι οδηγοί των φορτηγών-ψυγείων ήταν πάντα πολύ βιαστικοί. Για δυο λόγους. Πρώτο γιατί τα κρέατα έπρεπε να φτάσουν στην Αθήνα τα ξημερώματα, να ξεφορτωθούν έγκαιρα και να πάνε νωρίς-νωρίς στην κρεαταγορά και τα κρεοπωλεία. Δεύτερο για να έχουν περισσότερο χρόνο να δουν τη γυναίκα και τα παιδιά τους. Οι ίδιοι οι οδηγοί των φορτηγών-ψυγείων έλεγαν πως είναι οι ναυτικοί της στεριάς που περνούν τον περισσότερο χρόνο τους μακριά από τις οικογένειές τους.
     ΄Εφτασα  λοιπόν στο εστιατόριο στον αυτοκινητόδρομο αλλά στο χώρο στάθμευσης δεν υπήρχε ούτε ένα φορτηγό.
Παράξενο σκέφτηκα. Πάντοτε έτσι ώρα της μέρας υπήρχαν τρία-τέσσερα. Κάθισα και περίμενα Πέρασε μια ώρα αλλά τίποτα. Πέρασε άλλη μισή ώρα αλλά και πάλι τίποτα. Μπήκα μέσα και ρώτησα το γκαρσόνι αν είδε τίποτα ΄Έλληνες οδηγούς.
-         Μπα σήμερα όχι! Είναι Πάσχα. Οι τελευταίοι πέρασαν βιαστικοί τη Μεγάλη Παρασκευή. Οι επόμενοι πλέον μάλλον τη Δευτέρα του Θωμά.
-         Κι’ εγώ που θέλω να πάω με ωτοστόπ στη Θεσσαλονίκη τι να κάνω, είπα με απογοήτευση.
-         Περίμενε εδώ. Κάποιος θα βρεθεί να σε πάει νότια.
     Πραγματικά σε τρία τέταρτα της ώρας βρέθηκε κάποιος με ένα ημιφορτηγό που πήγαινε προς το νότο και με πήρε μαζί του γιατί ήταν ξαγρυπνημένος και ήθελε παρέα να κουβεντιάζει μην κοιμηθεί στο τιμόνι. Τον κουβέντιαζα συνέχεια περί ανέμων και υδάτων τόσο για να περάσει ή ώρα όσο και από φόβο μπας και αποκοιμηθεί. Μετά από τρεις ώρες ταξίδι σταμάτησε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου και μου είπε.
-         Ως εδώ. Εγώ βγαίνω τώρα από το δρόμο για το χωριό.    Κάποιος θα βρεθεί να σε πάρει παρακάτω.
-         Ευχαριστώ πολύ. Ας το ελπίσουμε ότι κάποιος θα βρεθεί.
     Κατέβηκα και περπάτησα λίγο στο δρόμο. Στο βάθος σε τρία περίπου χιλιόμετρα φαίνονταν τα πρώτα σπίτια ενός χωριού. Σταμάτησα και άρχισα να κάνω το σήμα του ωτοστόπ στα αυτοκίνητα που περνούσαν που και που. Δεν σταματούσε κανένας.
     Από τα διπλανά χωράφια με πλησίασε ένας χοιροβοσκός.
-         Γεια σου πατριώτη, με χαιρέτησε
-         Γεια σου, αποκρίθηκα.
-         Δεν σταματούν εδώ τα αυτοκίνητα. Που θες να πας, με ρώτησε
-         Στη Θεσσαλονίκη.
-         Δεν σταματούν εδώ τα λεωφορεία. Να πας μέχρι το χωριό στη στάση.
-         Δεν θέλω λεωφορείο. Δεν θέλω να πληρώσω
-         Δεν θέλει να πληρώσει και θέλει να πάει στη Θεσσαλονίκη, είπε σε τρίτο πρόσωπο και έκανε το σταυρό του.
     Απομακρύνθηκε για λίγο προς τους χοίρους που βοσκούσε  και επέστρεψε κοντά μου σχολιάζοντας κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιο αυτοκίνητο στο οποίο έκανα σήμα για ωτοστόπ.
-         Δεν θα σταματήσει. Δεν σταματούν εδώ αυτοκίνητα, έλεγε σαν να έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του.
-         Μην κακομελετάς, του έλεγα.
     Εκείνος τίποτα το βιολί του.
-         ΄Έλα πιες μια ρακή,- είπε προτάσσοντάς μου το μπουκάλι, και πρόσθεσε- Από που είσαι.
-         Από την Κύπρο, του είπα.
-         Και που είναι αυτό το χωριό, ρώτησε.
-         Δεν είναι χωριό. Είναι χώρα!
-         Τι χώρα! Εγώ ξέρω για τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα, την Αμερική... Για Κύπρο δεν ξέρω, είπε κοιτάζοντάς με καχύποπτα.
-         Από τη χώρα του Μακάριου.
-         Τώρα μάλιστα! Ξέρω το Μακάριο. Τον βλέπω με τα ράσα του στην τηλεόραση! Ωραίος άνθρωπος. ΄Έλα πιες μια ρακή ακόμη.
     Του έφυγε η καχυποψία και άρχισε μαζί μου να κάνει κι’ εκείνος σήμα στα αυτοκίνητα να σταματήσουν, αγωνιώντας περισσότερο από μένα αν θα σταματήσει κανένας να με πάρει.
     Αφού αδειάσαμε το μπουκάλι με τη ρακή σταμάτησε κάποιο αυτοκίνητο να με πάρει. Αποχαιρέτησα το χοιροβοσκό που δεν ήξερε την Κύπρο αλλά ήξερε το Μακάριο.
     Αργά το βράδυ, σχεδόν μεσάνυχτα, έφτασα στη Θεσσαλονίκη σκοτωμένος από την κούραση και απόλαυσα ακόμη περισσότερο τη φλαούνα της μαμάς!

Κώστας Χατζηπαύλου

Λευκωσία 1979 (Μεταδόθηκε από σχετική ραδιοφωνική εκπομπή του ΡΙΚ)      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου