Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Το αστείο του μεσονυκτίου

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΌ ΔΙΉΓΗΜΑ


Το αστείο του μεσονυκτίου


Του Ρόμπερτ ΄Αρθουρ (Μετάφραση Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
-------------------------------------------------------------------------------------------
      ΄Ηταν ιδέα του Μπρέντλυ. Ανιαρή και βαρετή η νύχτα στο μισοσκόταδο της αστυνομικής αίθουσας όπου μαζεύονται οι δημοσιογράφοι που γεμίζουν τις στήλες των εφημερίδων τους με τα διάφορα εγκλήματα. Ο Μπρέντλυ της "Εξπρές"  ήταν κατακουρασμένος από το παιγνίδι των χαρτιών και την αναμονή να συμβεί κάτι.
     - Ακούστε- είπε κτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.- Ελάτε να σπάσουμε πλάκα με τον Ποπ.
     Ο Ποπ Χέντερσον ήταν ο νυχτοφύλακας του νεκροτομείου που βρισκόταν στο υπόγειο του κτιρίου. ΄Ηταν περίπου εβδομήντα χρόνων και πολύ αργός. Από καιρό πήρε σύνταξη, αλλά είχε οικογένεια να συντηρεί και η σύνταξη δεν ήταν αρκετή. Μια και η δουλειά δεν ήταν δύσκολη, οι διευθυντές έκαναν πως δεν ήξεραν την ηλικία του και τον άφησαν να εργάζεται.
     - Πως να σπάσουμε πλάκα- ρώτησε ο Φάρνες, ένας λεπτός και ψηλός άντρας που είχε τις στήλες των τοπικών νέων της "Ρέκορντ".
     Ο Μπρέντλυ εξήγησε και ο Φάρνες κούνησε το κεφάλι.
     - Δεν μου αρέσει. ΄Ασε τον Ποπ στην ησυχία του.
     Ο Μπρέντλυ όμως δεν τα έβαζε κάτω εύκολα. Του άρεσε πάρα πολύ να κάνει αστεία σε βάρος άλλων, χωρίς να τον νοιάζει για το ποιος είναι
     Συνέχισε να πείσει τον Φάρνες που βαριόταν να συζητά και στο τέλος δέχτηκε. Ο ρεπόρτερ της " Κρόνικλ", Μόργκαν που είχε πιει μερικά ποτηράκια δέχτηκε επίσης. ΄Ετσι κι' οι τρεις τους ξεκίνησαν για το μεγάλο, ψυχρό νεκροτομείο όπου ο Ποπ Χέντερσον καθόταν στο μικρό γραφείο, περιμένοντας να περάσει η ώρα και να πάει σπίτι του.
     Κατά μήκος ενός τοίχου υπήρχαν 20 κιβώτια αρκετά μεγάλα που να μπορεί να χωρέσει σ' αυτά ένας άνθρωπος. Σ' αυτά η θερμοκρασία ήταν χαμηλή και τα περισσότερα ήταν συνήθως γεμάτα γιατί στις μεγάλες πόλεις συμβαίνουν πολλά δυστυχήματα.
     - Ποπ- είπε ο Μπρέντλυ- θα θέλαμε να δούμε το κιβώτιο 11. ΄Ισως να είναι εκεί ο τραπεζίτης από τη Νέα Υόρκη που χάθηκε.
     - Αριθμός έντεκα.- Ο Ποπ σηκώθηκε αργά και πήγε προς τα κιβώτια. ξεκλείδωσε την πόρτα με τον αριθμό αυτό και τράβηξε το κινούμενο συρτάρι έξω. Ο Μπρέντλυ σήκωσε το σεντόνι και κοίταξε το νεκρό.
     - Φαίνεται πως είναι αυτός... Ναι, ανταποκρίνεται στην περιγραφή. Φέρε μου τα στοιχεία του, Ποπ.
     - Μάλιστα κύριε Μπρέντλυ.
     Ο νυχτοφύλακας γύρισε και έφυγε. Ο Μπρέντλυ έκανε νόημα στον Φάρνες που ακολούθησε τον Ποπ στο γραφείο. Τον καθυστέρησε εκεί μερικά λεπτά κάνοντας πως εξετάζει τα στοιχεία του ανθρώπου που ήταν στο κιβώτιο 11. Τότε μπήκε κι' ο Μόργκαν.
     - Μην προσπαθείς άλλο Ποπ- είπε συγκρατώντας με δυσκολία το γέλιο-. Φαίνεται πως κάναμε λάθος. Μπορείς να κλείσεις το κιβώτιο 11. ΄Ελα Φάρνες, πάμε για καμιά παρτίδα χαρτιά.
     Ο Ποπ έβαλε τα στοιχεία στο φάκελο και πήγε στο μεγάλο δωμάτιο με το ανοιχτό κιβώτιο. Είχε πιάσει το χερούλι για να σπρώξει όταν το πτώμα μετακινήθηκε. Ακούστηκε κάποιος αναστεναγμός και το σεντόνι μετακινήθηκε από το πρόσωπο. Ο γέρος στο σκοτάδι δεν αναγνώρισε τον Μπρέντλυ.
     - Που είμαι - ρώτησε ο δημοσιογράφος με αλλαγμένη φωνή.
     Ο Ποπ Χέντερσον έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ο Μπρέντλυ σήκωσε το χέρι του και κατεύθυνε το δάκτυλό του προς αυτόν.
     - Εσείς! Τι μου κάνατε. Προσπαθήσατε να με σκοτώσετε!
     ΄Ηταν πολύ σκληρό όπως και όλα τα αστεία του Μπρέντλυ, αλλά ήθελε να εντυπωσιάσει το γέρο του οποίου και οι αισθήσεις άρχισαν να αδυνατίζουν. Ο αιφνιδιασμός όπως πρόσεξε ο Μπρέντλυ ήταν αποτελεσματικός. Ο Ποπ Χέντερσον ανέπνεε βαθιά και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη σκάλα.
     - Είναι ζωντανός- φώναξε.- Λοχία, λοχία Ρόμπερτς! Ελάτε! ΄Ενα πτώμα ζωντάνεψε!
     Πέρασε τρέχοντας δίπλα από το Φάρνες και το Μόργκαν και πήγε στο δωμάτιο του αξιωματικού που διανυκτέρευε. Ο Ντέιβ Μπρέντλυ το εκμεταλλεύτηκε, σηκώθηκε και μετέφερε το πτώμα από το κιβώτιο 12 στο 11.
     - Ελάτε παιδιά- είπε πνιγμένος από το γέλιο, στους φίλους του.- Παραμερίστε πριν έρθει ο λοχίας.
     ΄Ηδη είχαν μπει στο δωμάτιο των δημοσιογράφων όταν άκουσαν το γέρο φύλακα και το λοχία που ήταν θυμωμένος να περνούν από το διάδρομο.
     - Σηκώθηκε, λοχία , σας λέγω ότι σηκώθηκε, με κοίταξε και...
     Οι φωνές τους χάθηκαν όταν κατέβηκαν τα σκαλιά. Ο Μπρέντλυ κάθισε στην πολυθρόνα προφανώς ικανοποιημένος από τον εαυτό του Ο Μόργκαν σιωπούσε και ο Φάρνες, θυμωμένος που επέτρεψε ένα τέτοιο ανόητο αστείο, προσπαθούσε να ανάψει τσιγάρο το οποίο έσβησε αμέσως.
     Τρία λεπτά αργότερα ο λοχίας εμφανίστηκε στην πόρτα.
     - Αστειεύεστε ε!- ψιθύρισε.- Ακριβώς πετύχατε με ποιον,- και απομακρύνθηκε γνωρίζοντας πως με τους εκπροσώπους του Τύπου πρέπει να προσέχει τα λόγια του.
     - Είδατε το πρόσωπο του λοχία- χαριεντιζόταν ο Μπρέντλυ.- Ε τι σας συμβαίνει παιδιά. Δεν σας είναι γελοίο.
     - Πηγαίνω εγώ- είπε ο Φάρνες παίρνοντας το καπέλο του.- Α με ζητήσουν από τη σύνταξη πέστε τους πως πήγα να διερευνήσω ένα περιστατικό.
     Ο Μόργκαν συνέχιζε να πίνει.
     - Μπορεί να μην ήταν και πολύ φαεινή ιδέα- είπε στο τέλος ο Μπρέντλυ, όταν είδε πως  οι φίλοι του δεν το ευχαριστήθηκαν και πολύ.- Πάω για κανένα ποτό και ύστερα στο σπίτι.
     Σαν έφευγε κάτι έλεγε εναντίον των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν από αστεία. Στάθηκε να ανάψει τσιγάρο και τότε εμφανίστηκε ο Ποπ Χέντερσον.
     - Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό, κύριε Μπρέντλυ, φοβήθηκα πολύ. Και το χειρότερο ο λοχίας θύμωσε μαζί μου.  ΄Ετσι κι' αλλιώς δεν με χωνεύει. Μου είπε πως αν ξανακάνω λάθος θα μείνω μόνο με τη σύνταξη... Σας παρακαλώ να μην αστειεύεστε μαζί μου κύριε Μπρέντλυ.
     Ο Μπρέντλυ δεν ήξερε τι να πει. Αποφεύγοντας το βλέμμα του γέρου προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο.
     ΄Οταν βρέθηκε μόνος στον κρύο δρόμο το αστείο του με το γέρο δεν του φαινόταν και τόσο αστείο. σκέφτηκε πως ένα ποτό θα τον συνέφερνε. Αποφάσισε να πάει σε ένα μικρό μπαρ κοντά στο λιμάνι όπου πήγαιναν συχνά οι δημοσιογράφοι. 
Φάρνες και ο Μόργκαν. Δεν ήξεραν από αστεία.
     Κοίταξε γύρω του. ΄Ηταν δυο περασμένα μεσάνυχτα και το μπαρ άδειο. Μόνο αυτός, ο μπάρμαν και ένας κοντός άνθρωπος που έπινε μπίρα. μικρό το ακροατήριο, αλλά καλύτερα.
     Χωρίς να τον προσέξει κανείς έβαλε ένα σπίρτο ανάμεσα στο τακούνι και τη σόλα του παπουτσιού του ανθρώπου που έπινε μπίρα. Το άναψε, κάθισε καλά στη θέση του και διάταξε ακόμη ένα ουίσκι.
     Καθώς ο μπάρμαν του έβαζε το ποτό , κοίταξε τον κοντό.
     - Κοιτάξτε!- ψιθύρισε στο μπάρμαν κλείνοντας το μάτι.
     Ο μπάρμαν τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Μπρέντλυ όμως έσκασε στα γέλια. Ξαφνικά ο κοντός έβγαλε μια κραυγή, πετάχτηκε πάνω και προσπαθούσε να σβήσει τη φλόγα. 
     Ο Μπρέντλυ γελούσε δυνατά κοιτάζοντας κατά πόσο ο μπάρμαν θα διασκέδαζε με το αστείο του.
     Ο κοντός τον πλησίασε και χωρίς καμιά λέξη του έδωσε μια γροθιά στο πηγούνι. Ο Μπρέντλυ έπεσε κτυπώντας το κεφάλι στον πάγκο. Αισθάνθηκε ένα φοβερό πόνο και έχασε τις αισθήσεις του.
     Ο κοντός χωρίς να το μετανοιώσει τον κοίταξε αρκετά θυμωμένος.
     - Τον κτύπησε πολύ Μπόλγκινς- του είπε ο μπάρμαν.- Ξάπλωσε σαν νεκρός.
     - Δεν είναι τίποτα. Την επόμενη φορά θα σκέφτεται πρώτα πριν κάνει έτσι ανόητα αστεία.
     - Το κεφάλι του- είπε ο μπάρμαν με ανησυχία.- είναι παράξενη η στάση του. ΄Ισως είναι...
     ΄Εγυρε προς τον Μπρέντλυ και του έπιασε το σφυγμό. ΄Οταν σήκωσε το πρόσωπό του ήταν ολάσπρο σαν τον ασβέστη.
     - Είναι νεκρός... είναι νεκρός.
     - Νεκρός- ο κοντός έξυσε το κεφάλι του.- Μάικ, είναι ατύχημα, δεν το ήθελα...
     - Φυσικά Μπόλγκινς. Πρόκειται για ατύχημα.
     Ο μπάρμαν πήγε κι' έκλεισε την πόρτα, κατέβασε τα ρολά κι' έσβησε τα εξωτερικά φώτα. Μετά γύρισε στον Μπρέντλυ.
     - Κακά ξεμπερδέματα νεαρέ μου- έλεγε καθώς έψαχνε τις τσέπες του Μπέντλυ.- Αρκετά μπλεξίματα είχα με την αστυνομία και δεν μου φαίνεται να είσαι και εσύ περιστερά.
     - Ξέρω, ξέρω- είπε ο Μπόλγκινς.- Θύμωσα και του την έδωσα. Τώρα την πάτησα. Τι να κάνω.
     Ο μπάρμαν κοίταξε το πορτοφόλι του Μπρέντλυ
     - Νεαρέ μου την πατήσαμε για καλά. Ο τύπος είναι δημοσιογράφος της "Εξπρές", πράγμα χειρότερο παρά να ήταν αστυνομικός.
     - Δημοσιογράφος! Αυτός έτυχε να μου βάλει σπίρτο στο παπούτσι! Αχ Θεέ μου... τι μου ήρθε να μείνω απόψε τόσο αργά.
     - ΄Εχω μια ιδέα!- είπε ο μπάρμαν.- Θα τον ξεφορτωθούμε. ΄Επεσε και κτύπησε!
     - Ναι Μάικ, ναι- αρπάχτηκε ο Μπόλγκινς όλο χαρά.- Το καράβι μου αποπλέει αύριο στις έξι. Αν ανακαλύψει κανένας ότι ήρθε εδώ πες του ότι έφυγε μεθυσμένος την ώρα που έκλεισες. Τι συνέβη παρακάτω δεν έχεις ιδέα.
     - Ακριβώς. Πάμε τώρα. Πρώτα να του πάρουμε όλα τα στοιχεία έτσι που να δυσκολευτούν να τον αναγνωρίσουν και μετά θα τον πάμε μέχρι την αποβάθρα.
     ΄Εψαξε στα γρήγορα τις τσέπες του Μπρέντλυ και το περιεχόμενό τους το έβαλε στις δικές του. ΄Εσβησε όλα τα φώτα και άνοιξε την πίσω πόρτα που οδηγούσε σ' ένα στενό δρομάκι.
     Στη συνέχεια μετέφεραν τον Μπρέντλυ ανάμεσά τους έτσι που αν τους έβλεπε κάποιος θα νόμιζε πως ήταν μεθυσμένος...


                                                              ***


     Ο Μπρέντλυ άρχισε σιγά-σιγά να συνέρχεται. Προσπάθησε να μετακινηθεί αλλά οι μυς του δεν υπάκουαν και το κορμί του ήταν αδύναμο. Δεν αισθανόταν κανένα πόνο. Δεν αισθανόταν τίποτα. Δεν ήταν ούτε βέβαιος σε ποια στάση βρισκόταν αλλά νόμιζε πως βρισκόταν ανάσκελα.
     "Το σβέρκο μου" σκέφτηκε. "Κτύπησα όταν  έπεσα. Ακριβώς στο ίδιο μέρος που κτύπησα όταν έπαιζα ποδόσφαιρο στο Γυμνάσιο. Τότε έμεινα ένα μήνα ακίνητος στο νοσοκομείο. Τώρα χειρότερα. Χτύπησα περισσότερο".
     ΄Υστερα ακούστηκε μια φωνή σαν να ερχόταν από μακριά.
     - Εντάξει τον αφήνουμε- έλεγε η φωνή.- Τον βρήκαμε κάτω στο λιμάνι. Φαίνεται ότι γλίστρησε κι' έπεσε. Είχε ξεπαγιάσει όταν τον βρήκε κάποιος περαστικός. Ο γιατρός διαπίστωσε πως η καρδιά του δεν χτυπά και τον έστειλε εδώ. Δεν έχει στοιχεία. Βάλε τον σ' ένα κιβώτιο. Η αυτοψία θα γίνει αύριο.
     Η φωνή απομακρύνθηκε. Ο Μπρέντλυ κατάλαβε πως τον μετακινούσαν. Κάτι τάραξε στο σβέρκο του και μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια. Φαίνεται ότι απελευθερώθηκε κανένα σημαντικό νεύρο.
     ΄Ετσι μισοαναίσθητος όπως ήταν κατάλαβε το μέρος όπου βρισκόταν.
     - Ποπ!- ψιθύρισε.- Ποπ Χέντερσον!
     Ο γέρος τέλειωσε το δέσιμο των ποδιών και των χεριών του Μπρέντλυ. Ο Μπρέντλυ ξαναδοκίμασε.
     - Ποπ!- τώρα η φωνή του ήταν ξεκάθαρη.- Ποπ είμαι ζωντανός!
     Ο φύλακας γύρισε και πάγωσε. Ο Μπρέντλυ δοκίμασε και πάλι καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια.
     - Ποπ! Εγώ είμαι ο Ντέιβ Μπρέντλυ. Είμαι ζωντανός. Φώναξε γρήγορα το γιατρό!
     Ο Ποπ Χέντερσον φαινόταν συγχυσμένος. Πλησίασε τον Μπρέντλυ και τον κοίταξε έχοντάς τα χαμένα.
     - Κύριε Μπρέντλυ- είπε χωρίς να το πιστεύει,- δεν ήξερα ότι είσαστε εσείς γιατί το πρόσωπό σας είναι παραμορφωμένο. Κανένας δεν το ξέρει.
     - Αυτό τώρα δεν έχει σημασία- η κάθε του λέξη έβγαινε με μεγάλη δυσκολία.- Είμαι ζωντανός. Βγάλε με από δω μέσα. Φώναξε το γιατρό.
     Ο Ποπ αμφιταλαντευόταν και μετά πήρε το σεντόνι και άρχισε να το ξεδιπλώνει.
     - Κύριε Μπρέντλυ σας είπα. Δεν Θέλω να κάνετε τέτοια αστεία σε βάρος μου. Αρκετά για απόψε.
     Τον σκέπασε με το σεντόνι.
     - Ο λοχίας Ρόμπερτς είχε θυμώσει πολύ- ψιθύρισε στον εαυτό του.- ΄Οχι κύριε Μπρέντλυ. ΄Οχι το ίδιο αστείο δυο φορές το ίδιο βράδυ.
     Αδιάφορα έσπρωξε το συρτάρι-κρεβάτι στο κιβώτιο και έκλεισε την πόρτα. Μετά γύρισε στο γραφείο του και περίμενε να ξημερώσει να πάει στο σπίτι του.
   


                                                    
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου