Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Μια παρτίδα ταβλιού

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Μια παρτίδα ταβλιού

          Η μόνη σκέψη που έκανε ήταν η μεταθανάτια ζωή. Αν υπάρχει το μόνο που θα θυμάται είναι τους δυο τεράστιους προβολείς του φορτηγού, τα μεγάλα της μαύρα μάτια και τα τελευταία της λόγια.
          «Είναι αργά πια τώρα να ξανασμίξουμε».
          Η βροχή δυνάμωσε και δεν άφησε καν την άσφαλτο να βαφτεί στο αίμα. Μόνο στις στήλες των εφημερίδων η άσφαλτος βάφτηκε κόκκινη. «Ο μινώταυρος του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού πήρε πάλι το τίμημά του. Η άσφαλτος βάφτηκε κόκκινη από τη θανατηφόρα σύγκρουση μοτοσικλέτας και φορτηγού αυτοκινήτου στον 27ο μιλιοδείκτη του δρόμου...»
Το μόνο που έμεινε στον τόπο του δυστυχήματος την επομένη, ήταν ένα κόκκινο κράνος βαλμένο ακριβώς εκεί που ήταν το σήμα της ειρήνης με την ιταλική επιγραφή «Φάτε  λ’ αμόρε νον λα κουέρρα». Και η απαραίτητη αγγελία κηδείας στις εφημερίδες που κατέληγε με το «οι τεθλιμμένοι γονείς τ’ αδέλφια και λοιποί συγγενείς».
          Αν το δυστύχημα αυτό συνέβαινε πριν τριάντα χρόνια η πρώτη ανάμεσα στους τεθλιμμένους θα ήταν η σύζυγος Σόνια.

                                             ***
          Ήταν το 1970 σε μια από τις πρώτες δισκοθήκες που άνοιξαν στην Αμμόχωστο. Ο ρυθμός της εποχής τότε ήταν κάτι ανάμεσα στο «σιέικ» και το «τουίστ». ΄Έπαιζε όμως μουσική «μπλουζ» όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση, αφού προηγουμένως κοίταζε τα μεγάλα της μαύρα μάτια για καμιά εικοσαριά λεπτά κι’ αντιλήφθηκε πως τα βλέφαρά της έπαιζαν κάθε φορά που τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν.
-         Χορεύετε, τραύλισε και στάθηκε έτοιμος να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια, χάνοντας έτσι και το στοίχημα που έβαλε προηγουμένως με τους φίλους του.
-         Ευχαρίστως, ήρθε η απάντηση και τον κατακεραύνωσε ακόμη περισσότερο. Για περισσότερο από ένα λεπτό στεκόταν εκεί και δεν πίστευε στα αυτιά του. Ευτυχώς την ώρα εκείνη τέλειωσε και η μουσική. Και έτσι βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει.
-         Είμαστε άτυχοι φαίνεται.
-         Πάμε αρχίζει άλλος χορός, του είπε εκείνη τραβώντας τον προς την πίστα
Δυο τραγούδια είχαν τελειώσει κι’ εκείνος ήταν ακόμη   
κατακόκκινος και ιδρωμένος όχι από τη ζέστη της υπόγειας δισκοθήκης αλλά από την αμηχανία του. Από την αμηχανία του τον έβγαλε εκείνη με την ερώτησή της.
-         Πως σε λένε.
-         Άκη, εσένα.
-         Σόνια.
Ο ΄Άκης δούλευε τότε, μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του σ’ ένα
Κολέγιο, σε μια μεγάλη εταιρία οικοδομών. Η Σόνια είχε κάνει τρία χρόνια στο Λονδίνο «σκρετάριαλ στάντυς»- όπως είπε- μάλλον από χόμπι παρά από ανάγκη για δουλειά.
          Για ένα εξάμηνο όσοι πήγαιναν τακτικά στη δισκοθήκη τους θυμούνται αχώριστους. Ένα στοίχημα του Άκη με τους φίλους του σ’ εκείνη τη δισκοθήκη της Αμμοχώστου στάθηκε μοιραίο για τη ζωή τους. Έξι μήνες μετά από εκείνο το στοίχημα έπαιζαν τάβλι για να φανεί ποιος θα είναι ο πρώτος κουμπάρος. Πρωταθλητής σ’ εκείνη την παρτίδα ταβλιού βγήκε ο Τάκης, πράγμα που θα έπρεπε να το περιμένουν οι άλλοι επίδοξοι κουμπάροι μιας και ο Τάκης ήταν γνωστός ταβλαδόρος στο σύλλογο της Αγίας Ζώνης και έτσι ο διαγωνισμός γινόταν με άνισους όρους συμμετοχής. Έξι χρόνια αργότερα και αφού ο Τάκης άρπαξε αρκετές ξυλιές κατά τη διάρκεια των τριών γύρων του χορού του Ησαία, αποδείχτηκε πως εκείνη η παρτίδα ταβλιού ήταν μοιραία.

                                            ***

          Ο πόλεμος αποδεικνύεται πάντοτε μια μεγάλη τραγωδία για τους λαούς που αποτελείται από ένα σωρό ατέλειωτες ατομικές τραγωδίες, που για πολλούς παραμένουν άγνωστες.
          Ο Τάκης μετά τον πόλεμο του 74 με το στρατιωτικό ακόμη υποκάμισο ανακάλυπτε για πρώτη φορά τα μαύρα μάτια της κουμπάρας του Σόνιας, όταν τη συνάντησε με τα δυο της παιδιά στην προσφυγιά, στον καταυλισμό «Αμουνίσιον». Όταν συνέλαβε τον εαυτό του να αντικρίζει ακίνητος τα μαύρα της μάτια, διερωτήθηκε το γιατί και το έβρισκε στον πόλεμο, στην ανάγκη εξεύρεσης μιας αχτίδας φωτός, μιας ζεστασιάς και μιας ελπίδας ότι η ζωή δεν τελειώνει με την καταστροφή αλλά συνεχίζεται με την  οικοδόμηση του μέλλοντος.
          Από τα βουρκωμένα μάτια της Σόνιας έβγαινε μια σπίθα παρήγορης σιγουριάς όταν ένιωσε το σφιχταγκάλιασμα του κουμπάρου της.
          Μέχρι την απελευθέρωση του Άκη που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στον Πενταδάκτυλο, ο Τάκης στάθηκε δίπλα στη Σόνια και μοιράστηκε μαζί της τις πρώτες και τις πιο δύσκολες μέρες της προσφυγιάς. Και όταν ο Άκης έσφιγγε στην αγκαλιά του τη Σόνια δεν κατάλαβε γιατί εκείνη η τρεμούλα της γυναίκας του. Εκείνη την ένιωθε στο διαπεραστικό βλέμμα του Τάκη που στεκόταν λίγο παραπέρα.
          Φαίνεται πως όσο πιο μεγάλο κίνδυνο περάσει κανένας τόσο περισσότερο αγαπά τη ζωή και ρίχνεται στην πάλη για το ξαναφτιάξιμο. Ο Άκης ρίχτηκε αμέσως στον αγώνα τον καθημερινό, για τη ζήση της οικογένειάς του. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και τον βασάνιζε το θλιμμένο πάντοτε πρόσωπο της Σόνιας. Του προσφέρθηκε μια θέση στην εταιρία που δούλευε τότε, όταν γνώρισε τη Σόνια στην Αμμόχωστο υπό τον όρο να ξενιτευτεί στις αραβικές χώρες. Έφυγε λέγοντας στη Σόνια πως σε ένα χρόνο αν δεν πήγαιναν πίσω στο σπίτι τους θα την έπαιρνε μαζί του.
          Όταν στο χρόνο γύρισε πίσω ο κόσμος το είχε τούμπανο. Ο κουμπάρος του και η Σόνια ακολουθούσαν τη δική τους πορεία που όμως δεν οδηγούσε πουθενά γιατί όταν η Σόνια έπαιρνε διαζύγιο από τον Άκη έχανε μαζί μ’ αυτό και τον Τάκη που έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στο Λονδίνο, κυνηγημένος λιγότερο από τη συνείδησή του και περισσότερο από μια αόρατη περιφρόνηση που συναντούσε στο βλέμμα των γνωστών και φίλων.

                                     ***

          Στο Λονδίνο όταν ο Τάκης διάβασε για τη θανατηφόρα σύγκρουση μοτοσικλέτας και φορτηγού και όταν έμαθε πως προηγήθηκε δεύτερη πρόταση γάμου από τον Άκη στη Σόνια, σηκώθηκε νευρικός από την καρέκλα του καφενείου, έκλεισε το τάβλι και έφυγε με μάτια βουρκωμένα.
          Από τότε δεν τον ξανάδαν να παίζει τάβλι...

Κ.Α.Χ.
(Κωνσταντίνος Α. Χατζηπαύλου)
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ την Τετάρτη 26.8.1981)    
          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου