Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Ο θησαυρός

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Εκείνη τη μέρα ο πατέρας γύρισε πολύ νωρίς από το καφενείο και είπε στη μητέρα μας:
-         Γυναίκα έσπασε η γραμμή της Μια-Μηλιάς και ο τουρκικός στρατός προελαύνει προς την Αμμόχωστο. Πρέπει να φύγουμε για να σωθούμε. Να πάμε προς τον Άγιο Δημήτριο στο Καϊμακλί κι απ΄εκεί στην Αγλαντζιά στην αδελφή σου. Πάω να φέρω το τρακτέρ με την καρότσα. Φώναξε και τους γονείς σου και τα παιδιά του αδελφού μου.
Η μητέρα έκανε το σταυρό της και είπε:
-         Παναγία μου βοήθησέ μας, τί κακό είναι κι αυτό!
Πήγε στην κουζίνα και έφερε ένα τενεκεδένιο κουτί απ΄αυτά που μας έφερνε κάθε Χριστούγεννα ο πατέρας μας με μπισκότα βουτύρου ή σοκολατάκια. ‘Εβαλε στο κουτί τα ασημικά της που ήταν σεμια βιτρίνα στον «ηλιακό» μας. Καπνιστήρι, μερρέχα, έξι κουταλάκια και έξι πηρουνάκια. Έριξε επίσης εκεί τα σκουλαρίκια της και τα σταυρουδάκια που μας είχαν κρεμμάσει στο λαιμό, της αδελφής μου κι εμένα, όταν μας φάφτισαν.
Εκείνη την ώρα μπήκε στον «ηλιακό» η γιαγιά μας. Έβγαλε από την τσέπη της ένα μαντιλάκι  και ξέδεσε τρεις κόμπους.
-         Να πάρε κι αυτές τις τρεις χρυσές λίρες. Τις είχα για το γάμο της εγγονής μου. Όταν γυρίσουμε θα της τα δώσω στο γάμο της.
-         Είμαι μικρή ακόμη γιαγιά για γάμο!
Ο πατέρας μου επέστρεψε και άφισε το τρακτέρ μπροστά στο σπίτι. Πήρε από τη μητέρα το τενεκεδένιο κουτί και με φώναξε να του πάρω την τσάππα. Στάθηκε δίπλα από τον κορμό της λεμονιάς που είχαμε στην αυλή, μέτρησε τρία βήματα και έσκαψε ένα μικρό λάκκο. Εκεί έθαψε το κουτί. Το κουτί με το θησαυρό, όπως είπαμε όλοι.
-         Να θυμάστε όλοι. Τρία βήματα από τον κορμό της λεμονιάς με κατευθυνση το καμπαναριό.
-         Τρία βήματα αλλά με τα μυτερά σου τα παπούτσια, είπε η μητέρα αστειευόμενη.
-         Σε δυο-τρεις μέρες εδώ θα είμαστε και θα ξεθάψουμε το θησαυρό. Θα φορώ τα ίδια παπούτσια.
Κλείσαμε την πόρτα του σπιτιού κι ανεβήκαμε όλοι στην καρότσα του τρακτέρ. Ο πατέρας οδήγησε προς το νότο. Την ώρα που διαταυρώναμε το δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου είδαμε στο βάθος, σε ένα περίπου χιλιόμετρο μακριά τα άρματα των Τούρκων. Ευτυχώς δεν άνοιξαν πυρ και έτσι φτάσαμε στο σπίτι της θείας στην Αγλαντζιά.
Οι δυο-τρεις μέρες έγιναν δεκαετίες. Η γιαγιά πέθανε με το παράπονο που δεν είχε τις τρεις χρυσές λίρες για το γάμο της αδελφής μου.
Συχνά-πυκνά αναφέραμε στην οικογένεια τον κρυμμένο θησαυρό μας και η μυτέρα φύλαξε τα μυτερά παπούτσια του πατέρα μας για να έχει το μέτρο να βρει το θησαυρό όποτε γυρίσουμε στο χωριό μας και το σπίτι μας.
Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα πήγαμε με τον πατέρα μου να δούμε το σπίτι μας. Σ΄αυτό κατοικούσε μια οικογένεια Τουρκοκύπριων που μπορώ να πω μας καλοδέχτηκε. Μας άφησαν να γυρίσουμε όλα τα δωμάτια και να βγούμε στην αυλή. Τα βλέμματά μας πήγαν κατευθείαν στη λεμονιά και το καμπαναριό της εκκλησίας μας. Δεν είπαμε όμως τίποτα, ούτε και κάναμε οτιδήποτε.
Όταν θα φεύγαμε η Τουρκάλα μας είπε:
-         Να πείτε και της μάνας σας να έρθει γιε μου.
Η μητέρα μου δεν ήθελε να πάει. Δεν ήθελε να πάει σαν ξένη στο σπίτι της. Το σπίτι όπου παντρεύτηκε και γέννησε τα παιδιά της. Με τα πολλά όμως και με την ανάγκη τελικά να βρούμε το θησαυρό την πείσαμε και μια Κυριακή ξαναπήγαμε στο χωριό μας. Η μητέρα μου μάλιστα πήρε και τα μυτερά παπούτσια του πατέρα μου που ήταν η μεζούρα μας για το θησαυρό.
Μπήκαμε στον «ηλιακό» και βγήκαμε στην αυλή. Σταθήκαμε με δέος μπροστά στη λεμονιά. Μας είδε η Τουρκάλα και φώναξε στη μητέρα μου:
-         Έλα κοκόνα μου. Έλα στη κουζίνα.
Πήγαμε όλοι στην κουζίνα και η γυναίκα έβγαλε από ένα μικρό ερμάρι ένα τενεκεδένιο κουτί. Ήταν αυτό που θάψαμε κάτω από τη λεμονιά όταν φεύγαμε από το σπίτι μας για να γυρίσουμε σε δυο-τρεις μέρες. Η Τουρκάλα το άνοιξε και είπε στη μητέρα μου:
-         Έλα κοκόνα μου. Είναι δικά σου αυτά. Κοίταξε να μου πεις αν είναι όλα όπως τα άφησες.
-         Ναι είναι όλα όσα αφήσαμε. Ευχαριστώ!
-         Το Θεό μόνο να ευχαριστείς. Δεν τόκανε η καρδιά μου να πάρω ξένα ασημικά και χρυσαφικά. Άφησα κι εγώ μια «αμπούστα» με πέντε χρυσές και πενήντα χάρτινες λίρες σε μια «δόμη» στο χωριό μου, στο Μαρί. Δεν ξέρω αν θα με αξιώσει ο Θεός να τα βρω.
Φύγαμε από το χωριό μας με το θησαυρό μας. Καθώς πηγαίναμε προς την έξοδο του χωριού η μητέρα μου είπε στον πατέρα:
-         Σταμάτα να πετάξω αυτά τα μυτερά παπούτσια. Δεν τα χρειαζόμαστε πια.
Κ.Α.Χ.

6.12.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου