Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σελίδες

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η επιστροφή του σκοτωμένου

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥ
Οι μάχες μαίνονταν γύρω από τη Λευκωσία και ο τουρκικός στρατός έβαλλε με σφοδρά πυρά τα βόρεια προάστια της πόλης. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Καϊμακλίου είτε έφυγαν στις νότιες περιοχές της πόλης είτε κλείστηκαν στα σπίτια τους, στα πιο ασφαλή σημεία.
-         Μα πού ετοιμάζεσαι να πας; Έξω γίνεται ο χαμός, είπε η γυναίκα στο σύζυγό της.
-         Θα πάω στη μάντρα να δω τι γίνεται με τα ζώα.
-         Τρελός είσαι; Θα πας στο στόμα του λύκου;
-         Θα πάω να ταΐσω και να ποτίσω τα ζώα.
-         Άσε τα ζώα. Κοίταξε τι γίνεται με τους ανθρώπους. Πριν από λίγο το ασθενοφόρο του στρατού περνούσε από  εδώ μεταφέροντας νεκρούς και τραυματίες.
-         Και τα ζώα πλάσματα του θεού είναι. Δε μπορώ να τα αφήσω έτσι.
Ο άντρας πήρε το μικρό του φορτηγάκι και τράβηξε προς τη μάντρα του που ήταν ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο και τη δεξαμενή του Μαγκλή. Τάισε τα ζώα του και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το σπίτι του όταν άκουσε το σκύλο του να γαυγίζει. Ακούονταν επίσης φωνές Τούρκων στρατιωτών καθώς έμπαιναν στη μάντρα του. Σήκωσε τα χέρια ψηλά και είπε ότι είναι κτηνοτρόφος που ήρθε να φροντίσει τα ζώα του. Ένας Τούρκος στρατιώτης τον πλησίασε και τον έσπρωξε κάτω στο έδαφος ενώ άλλοι στρατιώτες έψαχναν με προσοχή τα υποστατικά της μάντρας. Ο σκύλος εξακολουθούσε να γαυγίζει μέχρι που ακούστηκε μια ριπή όπλου και το κλάμα του λαβωμένου σκυλιού που απομακρυνόταν για λίγο μέχρι να πέσει νεκρό.
Σε λίγο έφτασαν κι άλλοι στρατιώτες έχοντας μαζί τους άλλα τέσσερα άτομα που είχαν τα χέρια στο κεφάλι. Οι τρεις ήταν βοσκοί και ο νεότερος ήταν κρεοπώλης που αγόραζε ζώα από αυτούς. Ήταν κουμπάρος του πρώτου αλλά από φόβο και από ένστικτο ίσως, οι δυο τους δεν έδωσαν γνωριμία.
Οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν τους αιχμαλώτους τους να καθίσουν κάτω με την πλάτη στον τοίχο και έμειναν εκεί τρεις που τους φρουρούσαν. Είχε πέσει το σκοτάδι για καλά όταν ακούστηκαν φωνές και φάνηκε ένας Τούρκος αξιωματικός συνοδευόμενος από δύο ένοπλους στρατιώτες.
-         Τους σκύλους τους γκιαούρηδες μου σκότωσαν ένα άντρα. Θέλω εκδίκηση!
Πλησίασε τους πέντε αιχμαλώτους και είπε στο νεότερο, τον κρεοπώλη να σηκωθεί. Τον κτύπησε στο κεφάλι με το πιστόλι του και του έδειξε να προχωρήσει μπροστά. Άρπαξε το αυτόματο ενός στρατιώτη και αφού ο κρεοπώλης είχε προχωρήσει καμιά ογδονταριά μέτρα άνοιξε πυρ. Είδε τον κρεοπώλη να εξαφανίζεται, νόμισε ότι τον πέτυχε και έπεσε νεκρός. Μετά πήρε τους δυο συνοδούς του και έφυγε δίνοντας κάτι διαταγές σε όσους έμειναν πίσω να φρουρούν τους εναπομείναντες αιχμαλώτους.
Ο κρεοπώλης είχε Άγιο. Την ώρα που ο Τούρκος αξιωματικός άνοιγε πυρ βρισκόταν στο χείλος ενός ξεροπόταμου και όπως ήταν σκοτάδι έπεσε κάτω σε κάτι θάμνους γεμάτους αγκάθια. Παρά τον πόνο από τα αγκάθια δεν έβγαλε λέξη και περίμενε. Μετά από καμιά ώρα κατάφερε να ξεφύγει από τους θάμνους και τα αγκάθια αφού είχε καταματωθεί και ξεσχίσει τα ρούχα του. Άρχισε να κινείται χωρίς να έχει προσανατολιστεί στην κοίτη του ξεροπόταμου και βγήκε σε ένα σημείο όπου ήταν ένα μεικτό χωριό. Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν φύγει, ο ίδιος όμως είχε εκεί ένα Τουρκοκύπριο κτηνοτρόφο με τον οποίο συνεργαζόταν. Κτύπησε την  πόρτα και φώναξε:
-         Αχμέτη, ο Γιαννής είμαι.
Άνοιξε την πόρτα η γυναίκα του, η Αλιγιέ και φώναξε τον άντρα της:
-         Έλα Αχμέτ είναι ο Γιαννής.
Στο σπίτι αυτό του περιποιήθηκαν τα γδαρσίματα από τα αγκάθια των θάμνων και του έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσει.
                                                     ***
Την επομένη εκεί στη μάντρα ήρθε ένας άλλος Τούρκος αξιωματικός και αφού είδε τους ηλικιωμένους αιχμαλώτους που είχαν τα χάλια τους απεφάσισε να τους αφήσει να φύγουν ελεύθεροι.
-         Πηγαίνετε στα σπίτια σας και εύχομαι ο Αλλάχ να σας σώσει από τα πυρά των γκιαούρηδων εκεί απέναντι. Το κρίμα στο λαιμό τους.
Ο άνθρωπος κατάφερε να φτάσει στο σπίτι του όπου τον περίμενε με αγωνία η γυναίκα του. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και της διηγήθηκε τι έγινε. Στο τέλος της είπε:
-         Αύριο θα πάω στην κουμπάρα να της πω τα κακά μαντάτα, ότι οι Τούρκοι σκότωσαν τον άντρα της. Δεν μπορώ να αποκρύψω αυτό που είδα με τα μάτια μου.
-         Κάνε αυτό που νομίζεις σωστό, ότι σε φωτίσει ο θεός. Θα έρθω κι εγώ μαζί σου.
Το πρωί της επομένης βρήκε τη γυναίκα του κρεοπώλη να κλαίει απαρηγόρητη από τα κακά μαντάτα που της πήραν οι κουμπάροι της. Έβαλε μαύρα ρούχα και πενθούσε χωρίς όμως να έχει θάψει κανένα νεκρό. Οι γείτονές της δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν αφού κηδεία δεν έγινε.
                                                      ***
Μετά από πέντε μέρες ο Αχμέτης λέει στο Γιαννή:
-         Γιαννή πρέπει να πας σπίτι σου. Τα πράγματα δεν ησυχάζουν και φαίνεται πως κάποιοι στο χωριό κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει στο σπίτι μου. Κανένας πια δεν έχει εμπιστοσύνη στο άλλο.
-         Εντάξει Αχμέτη. Πώς θα το κάνουμε; Δε θέλω να σε βάλω σε περιπέτειες.
-         Έχω κανονίσει με κάποιους γνωστούς μου να κλείσουν τα μάτια και να σε αφήσουν να περάσεις. Όμως θα πρέπει  από εκεί και πέρα να τα καταφέρεις με τους δικούς σας να μην σε σκοτώσουν εκείνοι.
-         Όταν πλησιάσω θα αρχίσω να φωνάζω Ελληνικά ποιος είμαι και ο θεός να βάλει το χέρι του.
Έτσι και έγινε. Ο Γιαννής τα κατάφερε.
Τα ξημερώματα κτύπησε η πόρτα της κρεοπώλισσας. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ανοίξει. Μόλις είδε τον άντρα της έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα. Επέστρεψε ζωντανός ο σκοτωμένος.

Κ.Α.Χ. 12.12.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου